ΑΓΙΟΣ ΜΩΚΙΟΣ

Αὐ­τός ὁ Ἅ­γιος ἦ­ταν στά χρό­νια τοῦ βα­σι­λιᾶ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ, κα­τά τό ἔ­τος 288, οἱ δέ γο­νεῖς του ὠ­νο­μά­ζον­τα­ν Εὐ­φρά­τιος καί Εὐ­στα­θί­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν εὐ­γε­νεῖς καί πλού­σιοι, κα­τα­γό­με­νοι ἀ­πό τήν πα­λαι­ά Ρώ­μη. Αὐτός λοι­πόν χρη­μά­τι­σε Ἱ­ε­ρέ­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού εἶ­ναι στήν Ἀμ­φί­πο­λι, ἡ ὁ­ποί­α Ἀμ­φί­πο­λι βρί­σκε­ται ἀ­νά­με­σα στό Ὀρ­φά­νι καί Πρά­βι (σ.σ. ση­με­ρι­νή Ἐ­λευ­θε­ρού­πο­λι Κα­βά­λας) καί ὠ­νο­μα­ζό­ταν προ­η­γου­μέ­νως, Ἐν­νέ­α ὁ­δοί καί Μυ­ρί­κη καί ἄλ­λο­τε μέ ἄλ­λα ὀ­νό­μα­τα. Ἀρ­γό­τε­ρα ὠ­νο­μά­σθη­κε Χρι­στού­πο­λις μέ θρό­νο Μη­τρο­πό­λε­ως, τώ­ρα ὅ­μως εἶ­ναι ἔ­ρη­μη. Ἔ­τσι ἐ­πει­δή ἦ­ταν Ἱ­ε­ρέ­ας, πρό­σε­χε πάν­το­τε νά δι­δά­σκη, κη­ρύτ­τον­τας τόν Χρι­στό καί πα­ραγ­γέλ­λον­τας στούς ἀν­θρώ­πους, νά ἀ­πέ­χουν ἀ­πό τήν πλά­νη τῶν εἰ­δώ­λων. Ὅ­ταν ὁ ἀν­θύ­πα­τος Λα­ο­δί­κιος πρό­σφε­ρε θυ­σί­α στόν ψευ­δο­θε­ό Δι­ό­σκο­ρο καί οἱ ἄλ­λοι εἰ­δω­λο­λά­τρες ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι, τό­τε ὁ Ἅ­γιος Μώ­κιος πῆ­γε καί γκρέ­μι­σε τόν βω­μό. Τό­τε, ἀ­φοῦ συ­νε­λή­φθη, ὡ­μο­λό­γη­σε τόν Χρι­στό ὡς Θε­ό ἀ­λη­θι­νό. Καί πρῶ­τα βέ­βαι­α τόν κρέ­μα­σαν, ἔ­πει­τα ὅ­μως ξέ­σχι­σαν τούς μή­νιγ­γες τῆς κε­φα­λῆς του καί τά σι­α­γό­νια καί τά πλευ­ρά του. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά ἄ­να­ψαν μία κάμινο ἀ­πό πίσ­σα καί στουπ­πί καί κλή­μα­τα, ἀλ­λά τό­σο πο­λύ τήν ἄ­να­ψαν, ὥ­στε ἡ φλό­γα ἀ­νέ­βη­κε ὑ­ψη­λά ἕ­ως ἑ­πτά πή­χεις.

Ἐ­κεῖ λοι­πόν μέ­σα ἔ­βα­λαν τόν Ἅ­γιο. Ἡ δέ φλό­γα, ἀ­φοῦ δέ­χθη­κε τόν Μάρ­τυ­ρα, τόν δι­α­φύ­λα­ξε σῶ­ο. Δι­ό­τι ἔ­βλε­παν ἐ­κεῖ­νοι, πού στέ­κον­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν κά­μι­νο, ὅ­τι βά­δι­ζε ὁ Ἅ­γιος στό μέ­σο τῆς κα­μί­νου μα­ζί μέ ἄλ­λους τρεῖς ἔν­δο­ξους ἄν­δρες. Τό πρό­σω­πο δέ τοῦ ἑ­νός ἀ­πό τούς τρεῖς, ἄ­στρα­πτε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τήν λαμ­πρό­τη­τα τῆς κα­μί­νου. Καί λοι­πόν ἡ φλό­γα τῆς κα­μί­νου στόν μέν Ἅ­γιο δέν πλη­σί­α­σε κα­θό­λου, οὔ­τε σ’ αὐ­τές τίς τρί­χες τῆς κε­φα­λῆς του. Ἀ­φοῦ ὅ­μως χύ­θη­κε ἔ­ξω ἀ­πό τήν κά­μι­νο, κα­τέ­καυ­σε τόν ἀν­θύ­πα­το καί ἐν­νέ­α ἀν­θρώ­πους, πού εἶ­χε μα­ζί του.  

Ἀλ­λά τό­σο πο­λύ τούς κα­τέ­καυ­σε, ὥ­στε δέν ἔ­μει­νε ἀ­πό τά σώ­μα­τά τους οὔ­τε τό ἐ­λά­χι­στο μέ­ρος. Ἀ­φοῦ λοι­πόν βγῆ­κε ὁ Ἅ­γιος ἀ­βλα­βής ἀ­πό τήν κά­μι­νο, κλείσ­θη­κε στήν φυ­λα­κή ἀ­πό τόν πρίγ­κι­πα Θα­λάσ­σιο. Ὅ­ταν ὅ­μως πῆ­γε ἐ­κεῖ ἄλ­λος ἀν­θύ­πα­τος, τό­τε ἔ­βγα­λε τόν Μάρ­τυ­ρα γιά ἐ­ξέ­τα­σι καί, ἐ­πει­δή ὁ Ἅ­γιος δέν πεί­σθη­κε νά ἀρ­νη­θῆ τόν Χρι­στό, ἀλ­λά μᾶλ­λον τόν κή­ρυ­ξε πε­ρί­φη­μα, γι’ αὐ­τό τόν ἔ­δε­σαν ἐ­πά­νω σέ δύ­ο τρο­χούς, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους συμ­πα­τή­θη­κε καί κα­τα­κό­πη­κε ὁ τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­θλη­τής.

Στήν συ­νέ­χεια, ἀ­φοῦ μέ πα­ρά­δο­ξο τρό­πο γλύ­τω­σε ἀ­πό τούς τρο­χούς, ρί­χθη­κε στά θη­ρί­α, γιά νά τόν κα­τα­φᾶ­νε, δι­α­φυ­λά­χθη­κε ὅ­μως καί ἀ­πό ἐ­κεῖ­να ἀ­βλα­βής μέ τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ. Ὁ­πό­τε ὅ­λος ὁ λα­ός φώ­να­ζε, νά ἀ­φή­σουν πλέ­ον τόν Ἅ­γιο καί νά μή τόν τυ­ραν­νοῦν. Γιά τόν λό­γο αὐ­τό τόν ἔ­στει­λε ὁ ἀν­θύ­πα­τος πρός τόν ἄρ­χον­τα Φι­λιπ­πή­σιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος βρι­σκό­ταν στήν Πει­ριν­θού­πο­λι τῆς Θρά­κης, ἡ ὁ­ποί­α τώ­ρα ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἡ­ρά­κλεια καί ἀ­πό ἐ­κεῖ τόν ἔ­στει­λε στό Βυ­ζάν­τιο, ἐ­κεῖ δέ ἔ­λα­βε ὁ μα­κά­ριος τήν τοῦ θα­νά­του ἀ­πό­φα­σι.

Ἔ­τσι, ἀ­φοῦ ἀ­πο­κε­φα­λί­σθη­κε ὁ γεν­ναῖ­ος ἀ­γω­νι­στής, ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Θε­ό δι­πλοῦς τούς στε­φά­νους, καί ὡς Ἱ­ε­ρέ­ας καί ὡς Μάρ­τυ­ρας Κυ­ρί­ου. Τό ἅ­γιο λεί­ψα­νό του τό­τε βέ­βαι­α ἐν­τα­φι­ά­σθη­κε ἕ­να μί­λι ἔ­ξω ἀ­πό τήν πό­λι. Ὕ­στε­ρα ὅ­μως, ὅ­ταν ὁ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος βα­σί­λευ­σε, ἔ­κτι­σε Να­ό στό ὄ­νο­μα τοῦ Ἁ­γί­ου αὐ­τοῦ πο­λύ­τι­μο καί ὑ­πέ­ρο­χο καί στό με­γα­λεῖ­ο καί στό κάλ­λος καί ἐ­κεῖ το­πο­θέ­τη­σε τό τί­μιό του λεί­ψα­νο, ὅ­που τε­λεῖ­ται καί ἡ Σύ­να­ξι καί ἡ ἑ­ορ­τή του.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης