Αὐτές οἱ Ἅγιες ἑπτά Παρθένες καί Μάρτυρες ἦταν ἀπό τήν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας. Ὁ δέ Ἅγιος Θεόδοτος, μολονότι εἶχε καί γυναῖκα, ὅμως λόγω τῆς φροντίδας τῆς γυναίκας δέν ἀμελοῦσε τήν εὐσέβεια καί ἀρετή. Ἀλλά μέ τήν πρόφασι πραγματείας καί πωλήσεως, ἀγοράζοντας σιτάρι καί ζυμώμοντας ψωμιά, ἀπό αὐτά πρόσφερε βέβαια ἀπαρχές στόν Θεό, μοίραζε ὅμως καί στούς φτωχούς, ἐπειδή καί ὁ μιαρός ἄρχοντας τῆς Ἄγκυρας, Θεότεκνος ὀνόματι, πρόσταζε, τά φαγητά πού πωλοῦνταν στούς Χριστιανούς, νά εἶναι ραντισμένα καί μολυσμένα ἀπό τίς σπονδές καί θυσίες τῶν εἰδώλων. Ἀλλά καί στίς φυλακές, πηγαίνοντας ὁ μακάριος, στερέωνε στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ τούς φυλακισμένους σ’ αὐτές Χριστιανούς καί τούς ἔδινε τά ἀπαραίτητα γιά τήν συντήρησί τους. Μία φορά, πηγαίνοντας στήν φυλακή, βρῆκε τίς ἀνωτέρω Παρθένες, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία, ἡ λεγόμενη Τεκοῦσα, ἦταν κατά σάρκα θεία τοῦ Ἁγίου.
Αὐτές λοιπόν ὡδηγήθηκαν μπροστά στόν ἄρχοντα καί ἐπειδή δέν θέλησαν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, παραδόθηκαν στούς στρατιῶτες, γιά νά τίς ἀτιμάσουν. Διαφυλάχθηκαν ὅμως ἀπό τήν χάρι τοῦ Χριστοῦ ἀβλαβεῖς καί ἄφθορες. Ἔπειτα τίς ἔδεσαν μέ πέτρες καί τίς καταβύθισαν στό βάθος λίμνης, πού ἦταν ἐκεῖ καί ἔτσι δέχθηκαν οἱ μακάριες τούς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Τά δέ λείψανά τους, παίρνοντας μερικοί Χριστιανοί, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους ἦταν καί ὁ Ἅγιος Θεόδοτος, τά ἐνταφίασαν μέ τιμές. Τότε γιά τήν αἰτία αὐτή, ἀφοῦ συκοφαντήθηκε ὁ Ἅγιος Θεόδοτος στούς Ἕλληνες καί κατεζητεῖτο, φανέρωσε μόνος του τόν ἑαυτό του σ’ αὐτούς πού τόν καταζητοῦσαν. Λοιπόν παρουσιάσθηκε στόν ἄρχοντα Θεότεκνο καί, ἐπειδή ὡμολόγησε, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, γι’ αὐτό κρεμάσθηκε ψηλά καί ξεσχίσθηκε. Ἔπειτα δέχεται στίς πληγές του ξύδι μαζί μέ ἁλάτι καί τελευταῖα ἀποκεφαλίζεται. Ὁ δέ ἀπάνθρωπος ἄρχοντας δέν σταμάτησε μέχρι ἐδῶ τήν θηριωδία του, ἀλλά ἔβγαλε καί τά λείψανα τῶν Ἁγίων Παρθένων ἀπό τούς τάφους καί τά κατέκαυσε[.