Τῃ 7ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρός ἡμῶν Σοφίας τῆς νέας τῆς ἐν Κλεισούρᾳ († 1974).
Ἡ ἁγία Σοφία τῆς Κλεισούρας (1883-1974) εἶναι μία ἁγία πού ἔζησε ζωή μετανοίας, προσευχῆς, ἀσκήσεως καί σαλότητας στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Κλεισούρας, τό ὁποῖο γιορτάζει στό Γενέσιο τῆς Παναγίας (8 Σεπτεμβρίου). Τό Μοναστήρι βρίσκεται βορειοανατολικά τῆς Καστοριᾶς, στό Νομό τῆς Καστοριᾶς καί πολύ κοντά στό σημεῖο, πού συναντῶνται οἱ νομοί Καστοριᾶς, Φλωρίνης καί Κοζάνης. Βρίσκεται σέ ὑψόμετρο 970 μέτρα, κάτω ἀπό τήν κοινότητα τῆς Κλεισούρας καί ἀπέχει 35 χιλ.. Ἱδρύθηκε περίπου στά 1314 ἀπό τόν Κλεισουριώτη ἱερομόναχο Νεόφυτο καί ἀνακαινίστηκε τό 1813 ἀπό τόν Κλεισουριώτη ἱερομόναχο τῆς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἡσαΐα Πίστα μετά ἀπό ὅραμα τῆς Παναγίας.
Ἡ Σοφία γεννήθηκε τό 1883 στό χωριό Σαρῆ Παπά Ἐπαρχίας Ἀρδάσης, Τριπόλεως Τραπεζούντας τοῦ Πόντου. Τό 1907 εἴκοσι τεσσάρων ἐτῶν παντρεύθηκε τόν Ἰορδάνη Χοτοκουρίδη ἀπό τό Τογρούλ Ἀρδάσης Πόντου. Ἀπέκτησε καί ἕνα τέκνο, τό ὁποῖο ὅμως μετά ἀπό δύο χρόνια πέθανε. Στά δύσκολα χρόνια, πού ἀκολούθησαν τό 1914 μέ τήν κήρυξι τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ἐπιστρατεύθηκε ὁ ἄνδρας της καί μετά ἀπό κάποιο χρόνο χάθηκαν τά ἴχνη του.
Ἔτσι ἡ Σοφία, ὅπως ἡ ἁγία Ἄννα ἡ προφῆτις (Λουκ. 2,36), ἔζησε μόλις 7 χρόνια ἐγγάμου ζωῆς (1907-1914), γιά νά ζήση τήν ὑπόλοιπη ζωή της «νηστείαις καί δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καί ἡμέραν» τόν Θεό.
Ἡ Σοφία μετά ἀπό λίγο χάθηκε καί αὐτή καί βρέθηκε ἀπό τούς συγγενεῖς της στήν Θεσσαλονίκη μετά τήν Μικρασιατική καταστροφή καί τόν ξερριζωμό τῶν Ἑλλήνων ἀπό τίς ἀρχαῖες ἑστίες τους. Ἐγκαταστάθηκε μαζί μέ τούς συγγενεῖς της στό χωριό Ἀναρράχη τῆς Πτολεμαΐδας. Τό 1925 θά προσπάθησε νά μείνη στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Μάρκου Φλωρίνης, ἀλλά κατά ἀποκάλυψι τῆς Παναγίας, ἐπέστρεψε στήν Ἀναρράχη καί θά ἐγκαταστάθηκε στό Μοναστήρι τῆς Κλεισούρας τό 1927 στήν ἡλικία τῶν 44 ἐτῶν. Ἔκτοτε γιά 47 χρόνια, μέχρι τήν κοίμησί της, τό 1974, ἔζησε φορῶντας μαῦρα ροῦχα καί τσεμπέρι στό Μοναστήρι αὐτό. Ὅταν κοιμήθηκε ἦταν 91 ἐτῶν. Ἔμοιαζε μέ τήν ἁγία Ἄννα τήν προφήτιδα, ὅπως προαναφέραμε, μέ τήν συγκύπτουσα τοῦ εὐαγγελίου, λόγῳ κυρτώσεως τοῦ σώματός της, καί μέ τήν Μαρία τήν Αἰγυπτία, λόγῳ τῆς ὑπερβολικά ἀσκητικῆς βιοτῆς της καί τῆς κατά συνέπεια κάτισχνης καί κοκκαλιάρικης ἐμφανίσεώς της.
Ἡ Σοφία πολλές φορές ζήτησε νά γίνη μοναχή, ἀλλά τό Μοναστήρι ἦταν ἀνδρικό καί ἔτσι αὐτό ἦταν ἀδύνατο νά γίνη. Πάντως ἔζησε ἐκεῖ συνεχῶς, ὑπῆρξε ὁ μόνιμος φύλακας τοῦ μοναστηριοῦ καί οὐσιαστικά ὑπῆρξε ἡ μόνη μοναχική παρουσία τά τελευταῖα χρόνια. Ἡ παρουσία της καί ἡ ἐκεῖ βιοτή καί οἱ προσευχές της συντέλεσαν στό νά ὑπάρχη ἕνα σοβαρό ἀντίβαρο στήν ἐκκοσμίκευσι τοῦ μοναστηριοῦ καί προλείανε τό ἔδαφος γιά τήν ἐγκατάστασι 18 χρόνια μετά τό θάνατό της (1974-1992) τῆς γυναικείας συνοδίας.
Ποιά ἡ ἀρχή τῆς πολιτείας, τοῦ τρόπου δηλαδή πού ἔζησε καί ἔφθασε ἔτσι στήν ἁγιότητα ἡ Σοφία; Εἶναι τρία τραγικά καί ὀδυνηρά γεγονότα, πού κυριολεκτικά διέλυσαν τήν προσωπικότητα, τά ὄνειρα, τίς ἐλπίδες της καί τήν γέμισαν πόνο, ἀπελπισία, μαράζι. Ὁ τραγικός θάνατος τοῦ παιδιοῦ της, τό φάγανε γουρούνια ἐνῷ αὐτοί θερίζανε καί τό εἶχαν ἀφήσει ἀφύλακτο στήν κούνια του, ὁ ἑξαφανισμός τοῦ ἄνδρα της μέσα στίς φοβερές συνθῆκες, πού δημιούργησε ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καί ἡ ἀναγκαστική φυγή ἀπό τόν ἀλησμόνητο Πόντο. Ἔχασε παιδί, ἄνδρα, πατρίδα καί ἦρθε ὁλομόναχη στήν Ἑλλάδα. Ἄν δέν ὑπῆρχαν αὐτά τά τρία γεγονότα πιθανόν ἡ Σοφία νά μή ἔκανε τήν ἀποταγή της ἀπό τόν κόσμο καί τήν κατά Θεό ἄσκησί της στόν βαθμό πού τήν ἔζησε ἀργότερα.
Ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, συνεχῶς ἐπιζητεῖ τήν ἡδονή καί ἀποφεύγει μέ κάθε τρόπο τήν ὀδύνη. Καί ὅμως καμμία σημαία δέν κυματίζει, ἄν δέν ὑπάρχη ἄνεμος, καί κανένα ὄστρακο δέν δημιουργεῖ μαργαριτάρι, ἄν δέν μπῆ ἕνας κόκκος ἄμμου στά σωθικά του, γιά νά τό βασανίζη καί νά τό ἀναγκάση νά χύση τήν οὐσία, πού θά δημιουργήση τό μαργαριτάρι.
Ποτέ της δέν ἔτρωγε κρέας, ψάρια (ἐκτός ἀπό ὠρισμένα παστά), τυριά, αὐγά. Τῆς ἄρεσαν τά ἁλμυρά, τό λάχανο τουρσί, οἱ ἁλμυρές πιπεριές. Τά ἀγριόχορτα, τά μανιτάρια καί ὅ,τι ἄλλο μάζευε ἀπό τό δάσος καί τήν ἐξοχή τά ἔτρωγε σκέτα μέ μπόλικο ἁλάτι. Ἔζησε, ὅπως οἱ παλαιοί ἀσκητές, ὅπως ὁ τίμιος Πρόδρομος. Ἡ ἴδια ποτέ της δέν μαγείρευσε. Μόνο, ὅταν περίμενε προσκυνητές, ἔβαζε ἄλλες γυναῖκες νά μαγειρεύσουν. Σέ ὅλους τούς περαστικούς ἔψηνε καφέ. Πολλές φορές ἔτρωγε μουχλιασμένα φαγητά ἤ ἀπό σκεύη μπακιρένια, πού εἶχαν πρασινίσει ἤ σταφύλια μέ μυρμήγκια καί σάπιες ρόγες, χωρίς νά παθαίνη τίποτα.
Κρεβάτι δέν γνώρισε, σέ ἕνα τζάκι ἡμιυπαίθριο, πού ἦταν ἀπέναντι ἀπό τήν κύρια εἴσοδο τῆς μονῆς, δίπλα ἐκεῖ ξάπλωνε καί τό κορμί της τό σκέπαζε μέ φύλλα. Ὅταν οἱ συνθῆκες ἦταν πολύ δύσκολες στό τζάκι, πήγαινε στό πάνω πάτωμα στό κελλί μέ ἀριθμό τό ἕνα καί κεῖ ξάπλωνε πάνω σέ φύλλα καί ἄχυρα. Κάτω ὅμως ἀπό τά ἄχυρα εἶχε σουβλερές πέτρες. Τά ροῦχα της ἦταν πάντα μαῦρα, τριμμένα καί παλιά καί φοροῦσε συνεχῶς καί μαῦρο τσεμπέρι. Ὅταν κάποτε τῆς πῆγαν καινούργια ροῦχα, τά ἔπλυνε στίς βρύσες τῆς μονῆς καί τά κτύπησε μέ πέτρα, γιά νά τά ξεθωριάση καί νά τά παλιώση. Ἄλλες φορές τά ἔδινε στούς φτωχούς. Δεύτερη ἀλλαξιά ποτέ δέν εἶχε. Πολλές φορές ξάπλωνε πάνω στά φαγητά, πού τίς φέρνανε καί ἔτσι λερωνότανε. Ἀλλοίμονο σέ ὅποιον πήγαινε νά τήν καθαρίση ἤ νά τά πετάξη. Ὅταν φεύγαν οἱ ἐπισκέπτες, τότε τά ἔρριχνε στίς ὄρνιθες τῆς μονῆς.
Συνήθως ἦταν ξυπόλυτη. Σπάνια, ἄν τήν ἔβλεπες μέ τίποτα παλιοπάπουτσα ἤ παλιοπαντόφλες. Μόνο γιά νά πάη στήν ἐκκλησία, φοροῦσε ξύλινα τσόκαρα ἤ παντόφλες, συνήθως καθαρές.
Τά μαλλιά της, γιά τά ὁποῖα ἦταν ὑπερήφανη καί τά περιποιόταν, ὅταν ἡ ζωή κυλοῦσε ἥσυχα, ἀργότερα ἀπό τόν Πόντο ἀκόμη, οὔτε τά ἔλουσε οὔτε τά χτένισε. Εἶχαν κατσιάσει καί εἶχαν γίνει σκληρά σάν τήν οὐρά τοῦ ἀλόγου. Τό κεφάλι της ὅμως εὐωδίαζε.
Θύμωνε, ὅταν ἄκουγε νά βρίζουν τά θεῖα, ὅταν πετοῦσαν ψωμί, ὅταν συμβούλευε γυναῖκες ἄσχημα ντυμένες καί ἐκεῖνες δέν διορθώνονταν.
Τό 1919, ἐνῷ ἔρχεται στήν Ἑλλάδα μέ τό καράβι «Ἅγιος Νικόλαος» πιάνει τρικυμία καί κινδύνεψαν νά βουλιάξουν. Ἡ Παναγία ἐμφανίσθηκε στήν Σοφία καί τῆς εἶπε ὅτι «θά χαθῆ ὁ κόσμος, γιατί εἶστε πολύ ἁμαρτωλοί». Καί ἡ Σοφία τότε ἀπάντησε· «Παναγία μου ἐγώ νά χαθῶ, διότι ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή καί νά σωθῆ ὁ κόσμος». Κατέβασε μέσα στά κύματα μία εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἡ φουρτούνα σταμάτησε.
Στίς 5 Ἀπριλίου 1944, Μ. Τετάρτη, ἀντάρτες τοῦ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ πού δροῦσαν στήν περιοχή τῆς Κλεισούρας, μέ ἀρχηγό τόν Σιατιστινό Ἀλέξη Ρώσιο (Καπετάν Ὑψηλάντη), ἐπιτίθενται σέ γερμανική στρατιωτική φάλαγγα στήν θέση Νταοῦλι, ὅπου σκοτώνουν τρεῖς προπομπούς στρατιῶτες μοτοσυκλετιστές.
Γερμανικές δυνάμεις μέ διοικητή τόν Κάρλ Σύμερς (Karl Schumers), διοικητή τοῦ 7ου Συντάγματος τῆς 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας τῶν SS, μαζί μέ τόν Βούλγαρο Κάλτσεφ, καταφθάνουν στήν κωμόπολι. Ὁ Σύμερς συγκεντρώνει τά γυναικόπαιδα καί τούς γέροντες στήν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, χωρίς νά δείξη τίς κακές του προθέσεις. Τότε μία ἄλλη ὁμάδα στρατιωτῶν, ὁρμάει μέ τά πολυβόλα ὅπλα καί βάλλει κατά τῶν συγκεντρωμένων. Ἔπειτα κατευθύνονται πρός τά σπίτια, παραβιάζουν τίς θύρες τῶν σπιτιῶν, βάζουν φωτιά... 280 γυναικόπαιδα νεκρά, 40 τραυματίες, 150 σπίτια καμμένα εἶναι ὁ ἀπολογισμός τῆς ὑποθέσεως.
Οἱ Γερμανοί ἀμέσως μετά κατευθύνονται πρός τό Μοναστήρι τῆς Παναγίας. Ἔχουν πληροφορίες, ὅτι ἐκεῖ κρύβονται ἀντάρτες. Ἑτοιμάζονται νά κάψουν ὁλόκληρο τό Μοναστήρι. Νά μή μείνη τίποτα. Ἡ Σοφία, ἡ ὁποία δέκα μέρες πρίν γίνη ἡ σφαγή ἔλεγε, ὅτι μεγάλο κακό θά συμβῆ στό χωριό, τρέχει μαζί μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, πέφτει στά πόδια τους καί τά φιλᾶ, καί κλαίγοντας τούς παρακαλεῖ νά μή κάνουν αὐτό πού σκεπτόταν. Ἡ Παναγία φώτισε τούς Γερμανούς καί ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Τό ἄν δέν κλαῖμε σήμερα μέ τήν καταστροφή τῆς Κλεισούρας καί τήν καταστροφή τῆς Μονῆς, αὐτό τό ὀφείλουμε στήν Σοφία.
Κάποτε ἀσθένησε βαρειά. Διπλώθηκε στή μέση ἀπό τόν πόνο. Δημιουργήθηκε ἕνα πρήξιμο, πού αὐξανόταν καί ἄρχισε νά σαπίζη. Τήν παρακαλοῦσαν νά φωνάξουν γιατρό. «Θά ρθῆ ἡ Παναγία νά μέ πάρη τόν πόνο. Μοῦ τό ὑποσχέθηκε», ἔλεγε. Καί ὄντως τό βράδι τῆς ἑορτῆς τοῦ μοναστηρίου, 8 Σεπτεμβρίου, τήν ἐπισκέφθηκαν στόν ὕπνο της ἡ Παναγία μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ καί τόν ἅγιο Γεώργιο καί τήν ἐγχείρησαν. Ἡ οὐλή τῆς ἐγχειρήσεως φαινόταν τίς ἑπόμενες ἡμέρες.
Εἶχε καί μία ἀρκούδα ἡ Σοφία καί τήν ἔτρεφε μέ τό χέρι της. «Ἔλα, Ρούσα με, ἔλα νά τρώης ψωμόπον», τῆς ἔλεγε καί τό μεγαλόσωμο θηρίο ἔπαιρνε τήν τροφή, τῆς ἔγλυφε τά χέρια καί τά πόδια καί χανόταν στό δάσος. Ἀκόμη καί τά φίδια δέν τήν πείραζαν.Ἦταν ὅπως ὁ Ἀδάμ πρίν ἀπό τήν πτῶσι. Δίδασκε καί ἔλεγε: Τήν Κυριακή μόνο τίς ἀναγκαῖες δουλειές. «Μή κάνης πίττες τήν Κυριακή», εἶπε σέ γυναίκα ἀπό τήν Πτολεμαΐδα, πού τό συνήθιζε. «Νά σκεπάζετε, γιά νά σᾶς σκεπάση καί ὁ Θεός. Κανείς δέν εἶναι καλός, μόνον ὁ Θεός. Νά κάνετε πολλή ὑπομονή».
Σέ συμπατριῶτες της ἀπό τήν Ἀναρράχη, πού ἦταν πολύ τσιγγούνηδες καί δέν δίνανε οὔτε στήν Ἐκκλησία οὔτε σέ ἄλλους καί πῆγαν νά ζητήσουν βοήθεια ἀπό τό Μοναστήρι, ὅταν βρέθηκαν σέ ἀνάγκη, τούς ἀπάντησε παιδαγωγικά· «Ἑσεῖς δέν δίνετε στήν Παναγία καί τώρα ζητᾶτε νά σᾶς δώση;».
Πολύτεκνος, πάμπτωχος οἰκογενειάρχης ἀναγκάσθηκε νά ἀνοίξη τό παγκάρι τῆς μονῆς, ὑποσχόμενος στήν Παναγία, ὅτι θά τά ἐπιστρέψη μόλις μπορέση. Οἱ ἐπίτροποι ὅμως ἄρχισαν ἀνακρίσεις καί κάποιος συγχωριανός ἦταν ἕτοιμος νά ἀποκαλύψη τόν ἔνοχο. Ὅταν τό ἔμαθε ἡ Σοφία, ἦρθε ἀμέσως καί ἄρχισε νά τόν φωνάζη· «Χάσου ἀπό δῶ. Τόν φτωχό τόν ἄνθρωπο κυνηγᾶς; Δέν φοβᾶσαι τόν Θεό καί τήν Παναγία; Νά σηκωθῆς νά φύγης. Δέν σέ θέλει ἡ Παναγία». Τί ρεαλιστική καί πραγματικά ριζοσπαστική ἡ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διδασκαλία!
Κοιμήθηκε στίς 6 Μαΐου 1974, τήν ἡμέρα πού ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τόν πολύπαθο καί πολύαθλο καί πανάγιο Ἰώβ. Τήν κηδεία της τήν τέλεσαν τήν ἑπομένη ἡμέρα, ἐκτός τοῦ ἡγουμένου, 16 ἱερεῖς, δύο διάκονοι, ἕνας μοναχός, μερικές μοναχές καί περίπου 700 ἄτομα.
Στή συνείδησι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε ἁγία καί ὅταν ζοῦσε καί μετά τήν κοίμησί της. Στίς 4 Ὀκτωβρίου 2011 ἔγινε καί ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξί της ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ.
Πηγές: Σοφία, ἡ ἀσκήτισσα τῆς Παναγίας, Ἱ. Μ. Κλεισούρας, 2012 www. pmeletios.com