ΙΕΡΑ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ
Ἡ Ἱερὰ Νέα Σκήτη τοῦ ἁγ. Παύλου, τιμώμενη στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, βρίσκεται στὴ Νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω, μεταξὺ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἁγ. Παύλου, στὴν ὁποία ὑπάγεται καὶ διοικητικά, καὶ τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῆς Ἁγ. Ἄννης.
Ἡ ἀπόστασις μεταξὺ ἱερᾶς Μονῆς ἁγ. Παύλου καὶ Νέας Σκήτης δὲν ὑπερβαίνει τὰ 30 λεπτὰ τῆς ὥρας.
Στὰ χειρόγραφα τῆς Σκήτης ἀναφέρεται συνήθως ὡς Νέα Σκήτη, ἀπὸ τὸ 1708 (Πατριαρχικό σιγγίλιου τοῦ πατριάρχου Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος ἔστειλε στὴν Σκήτη μετριότητα), μολονότι ἡ ἵδρυσις τῆς Σκήτης ἀναφέρεται στὸ 1753.
Σὲ ὡρισμένα ἔγγραφα (μόνο δύο στὸ σύνολό τους, τὰ ὁποῖα καὶ παρατίθενται στὴν συνέχεια) ἀναφέρεται ὡς Σκήτη τοῦ Πύργου, λόγω τοῦ ὑπάρχοντος ὀχυρωματικοῦ Πύργου, ὁ ὁποῖος ἀνάγεται στὴν ἐποχὴ τῶν Κομνηνῶν, ὅπως ἀναφέρει καὶ τὸ πρόσφατο Προσκυνητάριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἁγ. Παύλου.
Σὲ χειρόγραφο μὲ ἡμερομηνία 9 Ἰουλίου 1756 ἡ Σκήτη ἀναφέρεται ὡς Σκήτη τοῦ Πύργου
Παρομοίως σὲ ἄλλο ἀντίγραφο χειρογράφου 30ης Ἰουλίου 1814 ἐπίσης ἀναφέρεται ὡς Σκήτη τοῦ Πύργου ὑπὸ τοῦ πρώην Σεβαστείας Ἀνανίου
Σὲ ὅλα τὰ ἄλλα χειρόγραφα καὶ στὸν Κώδικα τῆς Σκήτης ὅπου ἐμπεριέχεται καὶ ἡ Μετριότητα ποὺ ἀναφέρθηκε ἀνωτέρω, ἡ Σκήτη ἀναφέρεται ὡς Νέα Σκήτη.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Σκήτη τιμᾶται στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου ὑπάρχουν νεώτερες ἀναφορὲς ὡς Σκήτη τῆς Θεοτόκου.
Ἡ πληροφορία ποὺ μᾶς εἶχε δοθῆ ὡς Σκήτη τοῦ Σταυροῦ ἤ τοῦ Βενεδίκτου (καὶ δημοσιεύθηκε στὸ 18ο τεῦχος τοῦ Περιοδικοῦ «ΠΡΩΤΑΤΟΝ» τὸ 1989), τοὐλάχιστον στὰ χειρόγραφα τοῦ Κυριακοῦ, δὲν ἀναφέρεται πουθενά.
Ἡ μόνη ἐξήγησις ποὺ μπορεῖ νὰ δοθῆ στὴν ἑρμηνεία αὐτὴ εἶναι ἡ ἑξῆς: ἐπειδὴ πρὶν τὴν ἵδρυσι τῆς Σκήτης ὑπῆρχαν στὴν περιοχὴ ἡσυχαστήρια, λόγω τοῦ θερμοῦ κλίματος τῆς Σκήτης, πιθανὸν νὰ ὑπῆρχε κάποιο ἡσυχαστήριο τοῦ Βενεδίκτου ἤ κάποιος μοναχὸς νὰ εἶχε τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, καὶ νὰ δόθηκε στὸ ἡσυχαστήριο ἐκεῖνο τὸ ὄνομα αὐτό.
Ἀπὸ τὰ χειρόγραφα τοῦ Κυριακοῦ πληροφορούμαστε ὅτι ἡ Σκήτη ἱδρύθηκε τὸ 1753, κατόπιν αἰτήσεως ὡρισμένων Πατέρων οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν στὰ μέρη αὐτά.
Ὅπως μᾶς ἀναφέρει τὸ Ἱδρυτικὸ τῆς Σκήτης, τὸ ὁποῖο παρατίθεται παρακάτω, ἀφοῦ προσῆλθαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ ἁγ. Παύλου, στὴν ὁποία ἀνέκαθεν ἀνῆκε ἡ περιοχή, ζήτησαν νὰ τοὺς δοθῆ εὐλογία ὥστε μὲ τὴν Συνοδία του ὁ καθένας νὰ ἐγκαταβιώνη ἐδῶ καὶ νὰ δημιουργήσουν μία μικρὴ Μοναχικὴ Κοινωνία.
’Αναφέρει τὸ ἱδρυτικό: Διὰ τῆς παρούσης ἠμῶν ὁμολογίας καὶ ἀποδείξεως δηλοποιοῦμεν ἡμεῖς οἱ ὑπογεγραμμένοι Ἁγιοπαυλὶται προεστῶται ὅ τε Σκευοφύλαξ ἐν μοναχοῖς Δομετιανὸς καὶ ὁ παπα Γαλακτίων, ὁ παπα Καλλίνικος, ὁ παπα Δοσίθεος καὶ ὁ παπα Ἰάκωβος ὅτι ἐλθόντες πρὸς τὴν ἡμετέραν Μονὴν οἱ Ὁσιώτατοι ἐν Μοναχοῖς Γέρων Ἀθανάσιος καὶ ὁ παπα Ἰάκωβος μετὰ τῆς Συνοδίας αὐτοῦ, ὁ Γέρων Δανιὴλ, ὁ Γέρων Ἀκάκιος, ὁ παπα Ματθαῖος, ὁ Γέρων Διονύσιος, ὁ Γέρων Καλλίνικος, ὁ Γέρων Δαμασκηνὸς ἐζήτησαν παρ’ ἡμῶν τόπον διὰ νὰ ἡσυχάσωσιν καὶ ἐδώκαμεν αὐτοῖς ἄδειαν καὶ τόπον εἰς τὸν Πύργον καὶ ὑποκάτωθεν ὅπου πρότερον ἦν χερσαῖος καὶ πάντῃ ἔρημος. Ἰδόντες οὖν αὐτοὺς ἡμεῖς ἄνδρας σεβασμίους ἐδώκαμεν, ὡς εἴπομεν, ἄδειαν αὐτοῖς ἵνα κτίσωσιν καλύβας, διωρίσαντες τόπον ἀπὸ τοῦ Πύργου ἐπάνω εἰς τὸν δρόμον ὁποὺ πηγαίνει εἰς Ἁγίαν Ἄνναν καὶ ἕως εἰς τὸ Σταμνί., τὸ σύνορον τῆς ἁγίας Ἄννης καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἕως κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν νὰ εἶναι εἰς κατοικίαν καὶ ἡσυχίαν τῶν ἐκεῖσε Πατέρων καὶ εἰς τοὺς μετὰ ταῦτα ἐρχομένους ἐκεῖσε. Δεδώκαμεν ἔτι ἄδειαν αὐτοῖς ἵνα κτίσωσιν Ἐκκλησίαν Κυριακόν, ἵνα ἐπιτελῶσι ἐκεῖσε τὰς Ἱερὰς Λειτουργίας καὶ ἀγρυπνίας αὐτῶν, κατὰ τὴν τάξιν τῆς ἁγίας Ἄννης. Ἔτι ἀπεφασίσαμεν ἵνα εἰς τὸν τόπον τοῦτον ὁποὺ τοὺς ἐδιωρίσαμεν νὰ μὴ ἐμβάζωμεν μελίσσια, οὔτε τράγους, οὔτε ταυριὰ καθόλου· ἔτι νὰ μὴ δέχωνται εἰς τὴν Σκήτην ἀγένεια παιδιά, οὔτε πρὸς κατοικίαν ἤ κοινοβιάτην καθόλου, διὰ νὰ κατοικοῦν οἱ Πατέρες ἀνενόχλητοι (….). Ὅθεν εἰς ἔνδειξιν καὶ ἀσφάλειαν ἐγράφη τὸ παρὸν σφραγισθὲν τῇ σφραγίδι τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Μοναστηρίου καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἐν ἔτει ϙαψνγ΄ Μαρτίου 15.
Ὁ σκευοφύλαξ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἁγίου Παύλου Δομετιανὸς Μοναχός
Ὁ παπα Γαλακτων
ὁ παπα Δοσίθεος
Ὁ παπα Καλλίνικος
Ὁ παπα Ἰάκωβος καὶ σὺν ἡμῖν ἄπαντες οἱ Προϊστάμενοι καὶ οἱ λοιποὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ Ἁγιοπαυλῖται.
Καὶ μὲ βάσι τὸ ἱδρυτικὸ τῆς Σκήτης συμπεραίνεται ὅτι στὴν περιοχὴ αὐτή, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἵδρυσι τῆς Σκήτης ὑπῆρχαν ἡσυχαστήρια. Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία του Γεράσιμου Σμυρνάκη ὁ Μπάρσκυ περιοδεύοντας τὸ 1744 μαρτυρεῖ ὅτι ἡ Σκήτη ἐκατοικεῖτο ἀπὸ Ἕλληνες Μοναχοὺς, δὲν εἶχε ὅμως πρόσβασι στὴν θάλασσα.
Οἱ παλαιότεροι Πατέρες μᾶς ἔλεγαν ὅτι ἀρχικά, τὴν περίοδο πρὶν τὴν ὀργάνωσι τῆς Σκήτης, ὡς κεντρικὸς ναὸς ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ καλύβη τῶν ἁγίων Ἀναργύρων καὶ κατόπιν ἡ καλύβη τῆς Ὑπαπαντῆς.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἱδρύσεως τῆς Σκήτης ὡς Κοινόν, τὸ Καθολικὸ παραμένει στὴν σημερινὴ του μορφή καὶ θέσι παρὰ τὸ ὀλισθηρὸ τοῦ ἐδάφους.