Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος, ὁ ἐν Μαγνησίᾳ μαρτυρήσας ἐν ἔτει 1776, σφοδρῶς τυφθείς, τελειοῦται.

Αὐτός ὁ γενναῖος καί τελευταῖος Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε γιά ὅλους τούς Νεομάρτυρες, πού περιέχονται στό παρόν βιβλίο ἡσφραγῖδα καί τό συμπέρασμα, κατοικοῦσε μέ τόν πατέρα του, πού ὠνομαζόταν χατζῆ Κανέλλος στήν κωμόπολη, πού στά τουρκικά ἀποκαλεῖταιΓιαγιά Κιοϊ, στήν ὁποία ἔχει τήν κατοικία καί τήν ἕδρα του ὁ περίφημος Ἀγάς Καρά Ὀσουμάνογλου. Καί ἐπειδή ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ἦταν ἐπιστάτης καί διοικητής ἐπάνω στά ποίμνια καί τά προάστια, δηλαδή τά τζεφτιλίκια τοῦ ἴδιου ἀγᾶ, συνεπῶς εἶχε καί μεγάλη ἐλευθερία καί προτίμησικοντά στούς ἐκεῖ Τούρκους. Εὑρισκόμενος λοιπόν ὁ Ἅγιος κάτω ἀπό τήν ὑπακοή τοῦ πατέρα του μέ μεγάλη εὐχέρεια σέ ὅλα, μέ τήν ἄδειά του ἀρραβωνιάσθηκε μέ μία γυναίκα σεμνή καί τίμια. Ὅταν δέ ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν εἴκοσι δύοἐτῶν, ἑτοίμασε τά ἀπαραίτητα γιά τόν γάμο καί μάλιστα λογάριαζε νά στεφανωθῆ τήν νέα κατά τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ἀνάγκη ὁ νέος νά πάη στήν πόλι τῆς Μαγνησίας, ἀφοῦ ἔλαβε τήν ἄδεια ἀπό τόν πατέρα του καί μάλιστα καί ἀπό τόν προαναφερθέντα ἀγᾶ τους, στοῦ ὁποίου τήν δούλεψι βρισκόταν, πῆγεἐκεῖ καί, καθώς ἦταν ἄνθρωπος μεγάλου ἄρχοντα, ξεθάρρεψε καί φοροῦσε στά μέν πόδια ὑποδήματα τούρκικα, ἐνῷ στήν κεφαλή κόκκινοφέσι, τό ὁποῖο κάθε τυχαῖος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τό φορέση στάμέρη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά μόνο ἄσπρο. Βλέποντας λοιπόν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Μουσελίμη τῆς Μαγνησίας τόν νέο μέ τέτοια φορεσιά, παρ' ὅλοπού γνώριζαν τίνος μεγάλου ἀγᾶ ἦταν δουλευτής καί αὐτός καί ὁ πατέρας του, χωρίς ὅμως νά διστάσουν, τόν πιάνουν ἀμέσως καί τόν πηγαίνουν στόν Μουσελίμη. Ὁ Μουσελίμης, προσποιούμενος, ὅτι δέν τόν γνωρίζει, τόν ρωτᾶ καίτοῦ λέει: «Αὐτό τό εἶδος τῆς φορεσιᾶς, πού φορεῖς, εἶναι τούρκικο. Καίδέν μπορεῖ νά τό φορέση ἄλλης πίστεως ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό πές μου, μήπως καί κατάλαβες, ὅτι εἶναι καλή ἡ πίστι μας καί γι’ αὐτό ἦλθες μέ τέτοια ἀμφίεσι, γιά νά γίνης Τοῦρκος;». Ὁ νέος ὅμως σάν φρόνιμος καί συνετός, ἐπειδή κατάλαβε τήν πανουργία τοῦ ἡγεμόνα, χωρίς νά δειλιάση καθόλου, ἀποκρίνεται μέ γενναιότητα ψυχῆς καί τοῦ λέει: «Ὁ Θεός νά μέφυλάξη καί νά μήν μοῦ συμβῆ ποτέ νά ἀρνηθῶ τήν πίστι μου. Ἐγώ αὐτά τά ροῦχα τά φορῶ μέ τήν δική σας ἄδεια, ἐπειδή ὁ πατέρας μου εἶναι ὑπηρέτης καί δουλευτής δικός σας» (διότι ἦταν καί στόν Μουσελίμη γνωστός ὁ πατέρας του).Ὅταν τά ἄκουσε αὐτά ὁ δικαστής, προστάζει τούς ὑπηρέτες καί δέρνουν τόν Μάρτυρα, ὄχι ὅμως μέ ξυλιές πολλές καί δυνατές, ἀλλά μέ λίγες καί ἐλαφρές, ἴσως γιά νά δείξη μέ αὐτό ὁ πολυμήχανος, ὅτι λυπᾶται τάχα τόν Ἅγιο, καί μέσῳ τῆς λύπης αὐτῆς νά μπορέση νά τόν προσελκύση στήν θρησκεία του. Ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ ὅμως, ἐπειδή γνώριζε τά τεχνάσματα καί τίς σκέψεις τοῦ τυράννου, μέ τήν σοφία ἐκείνη, τήν ὁ-ποία ὑποσχέθηκε νά δίνη ὁ Κύριος σ’ ἐκείνους, πού ὁμολογοῦν ἐνώπιον τῶν τυράννων τό ὄνομά του, στεκόταν σταθερός καί ἀκίνητος στήν πίστιτου, δεχόμενος μέ εὐχαρίστησι τά ξυλοκοπήματα. Τόν ρωτᾶ δεύτερη φορά ὁ ἡγεμόνας μέ ἤρεμο τρόπο καί τόν παρακινεῖ νά τουρκέψη, ἐάν θέλη νά τόν ἐλευθερώση ἀπό τά παιδέματα .Ὁ ἀγωνιστής ὅμως τῆς ἀλήθειας ἀκόμη πιό γενναῖα ἀπό τήν πρώτη φορά ἀποκρίνεται καί τοῦ λέει· «Μάθε, ὅτι ἐγώ δέν εἶναι δυνατόν νά ἀρνηθῶ τήν πίστι πού πιστεύω, ὄχι μέ ξυλιές μόνο καί χτυπήματα, ἀλλά ἀκόμη καί ἄν μοῦ δώσης καί ἐπώδυνο θάνατο». Τότε ὁ ἡγεμόνας, ἐπειδή θύμωσε, προστάζει νά τόν δείρουν δυνατότερα. Ἔπειτα, συλλογιζόμενος ὅτι μήτε ἔτσι μπόρεσε νά μαλακώση ἔστω καίλίγο τήν γνώμη τοῦ Μάρτυρα, βάζει ἄλλους ὁμοφύλους του νά τόν παρακινήσουν καί αὐτοί. Καί ὑπόσχεται νά δώση σ’ αὐτόν, ἐάν ἀρνηθῆ τόν Χριστό, πολλά καί μεγάλα ἀξιώματα καί δῶρα. Διότι ἤξερε ὁ μιαρός πόσο αὐτά τά ταξίματα μποροῦν νά ἑλκύσουν τίς ψυχές τῶν νέων καί φιλόσαρκων. Ἀλλά ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ δέν ἑλκύσθηκε καθόλου ἀπό αὐτά. Καθόλου δέν συμπόνεσε τήν τρυφερή φύσι του. Δέν σκέφθηκε, πώς πρόκειται νά στερηθῆ γονεῖς καί ἀδελφούς καί κυρίως τήν ποθητή νύφη του, οὔτε λυπήθηκε καθόλου τό νεαρό τῆς ἡλικίας του, ἀλλά σάν νά ἔγινε ὑπεράνω σαρκός καί αἵματος, ἔτσι στεκόταν ὅλος ἀνδρειωμένος, περιφρονῶντας τά πάντα καί φωνάζοντας μέ παρρησία· «Ἐγώ μπροστά στά μάτια μου ἔχω τόν θάνατό μου, δικαστά, καί τήν πίστι μου δέν ὑπάρχει τρόπος νά τήν ἀρνηθῶ ποτέ». Ἔτσι, μόλις τά ἄκουσε αὐτά ὁ δικαστής, προστάζει γιά τρίτη φοράνά δείρουν τόν Μάρτυρα μέ μεγάλη σκληρότητα.Ἔπειτα πάλι τόν ρωτᾶ καί τόν παρακινεῖ μέ ὅσους τρόπους καί τεχνάσματα μποροῦσε, γιά νά τόν κάνη Τοῦρκο. Ἀλλά ὁ Μάρτυρας πολύ περισσότερο φώναζε, ὅτι «Τό νά ἀρνηθῶ ἐγώ τόν Χριστό μου, εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατο».Τέλος πάντων βλέποντας ὁ θηριογνώμονας τό ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Μάρτυρα προστάζει καί τέταρτη φορά καί τόν δέρνουν σκληρότατα πίσω στήν πλάτη. Ἔπειτα τόν γυρίζουν καί τόν δέρνουν καί μπροστά στήν κοιλιά τόσο δυνατά, ὥστε τόν ἄφησαν τόν εὐλογημένο μισοπεθαμένο. Καί ἔτσι τόν ἔρριξαν σάν ἕναν νεκρό στήν φυλακή, μέσα στήν ὁποία εὑρισκόμενος ὁ τρισμακάριστος καί εὐχαριστῶντας ὁλόψυχα τόν Κύριο, διότι ἀξιώθηκε νά πάθη γιά τό ὄνομά του, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο καί ἔλαβε τόν ἀμάραντο καί λαμπρό Στέφανο τοῦ Μαρτυρίου καί τῆς ἀθλήσεως καί τώρα συναγάλλεται μέ τόν χορό ὅλων τῶν ἀθλητῶν καί τῶν συμμαρτύρων του. Καί σ’ αὐτόν πραγματικά συνέβη, ἐκεῖνο πού συνέβη καί στόν βασιλέα Σαούλ, ὁ ὁποῖος, ἀναζητῶντας τίς ὄνους τοῦ πατέρα του, βρῆκε ὡς πάρεργο τήν βασιλεία. Ἔτσι καί αὐτός ὁ ἀθλητής, ἐνῷ ἑτοιμαζόταν καί ζητοῦσε νά λάβη νύφη ἐπίγεια καί νά ἀπολαύση νυμφῶνα φθαρτό καί νά τελέση γάμους πρόσκαιρους, ἀξιώθηκε νά ἑνωθῆ νοητά μέ τόν οὐράνιο νυμφίο Χριστό, καί νά εἰσέλθη παρθένος στόν ἄφθαρτο νυμφῶνα τῶν παρθένων καί νά ἀπολαύση τήν χαρά καί τήν ἡδονή τῶν ἀμόλυντων γάμων τοῦ ἀρνιοῦ. Καί γιά νά μιλήσουμε μέ ἁπλᾶ λόγια, ἀναζητῶντας σαρκικά καί γήινα πράγματα, βρῆκε τήν ἄυλη καί αἰώνια βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τῆς ὁποίας ἄς ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς μέ τίς πρεσβεῖες του. Ἀμήν.(Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 261-2)



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης