Τῷ αὐτῷ μηνί K΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Εὐσταθίου καί τῆς συνοδίας αὐτοῦ, Θεοπίστης τῆ συζύγου αὐτοῦ, Ἀγαπίου τε καί Θεοπίστου τῶν υἱῶν αὐτῶν.
Εὐστάθιον βοῦς παγγενῆ χαλκοῦς φλέγει,
Καί παγγενῆ σύ τοῦ Θεοῦ σῴζεις Λόγε.
Εἰκάδι Εὐστάθιος γενεή ἅμα ἐν βοΐ ἐκαύθη.
Αὐτός ὁ μεγαλομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Εὐστάθιος, ἦταν στρατηλάτης ἐνδοξότατος στήν Ρώμη στά χρόνια του αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ κατά τό ἔτος 100, καί ἦταν γνωστός ὡς ὁ πλέον περιβόητος ἀπό τούς ἄλλους στήν ἀρετή καί στούς τρόπους καί στήν διάθεσι καί στήν ἐλεημοσύνη καί συμπάθεια πρός τούς πτωχούς. Ὠνομαζόταν προηγουμένως Πλακίδας καί ἡ γυναίκα του Τατιανή. Αὐτός λοιπόν ὁ ἀοίδιμος, ἐπειδή ἦταν ὑποδουλωμένος στήν πλάνη τῶν εἰδώλων, ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης του εὐλάβειας καί καλοκαγαθίας ἀξιώθηκε νά κληθῆ στήν πίστι ἀπό τόν Θεό, ὅπως καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Διότι μία φορά, πού αὐτός κυνηγοῦσε καί καταδίωκε ἕνα μεγάλο ἐλάφι καί ἀρκετά το πλησίασε, ὤ τοῦ θαύματος!, βλέπει ἀνάμεσα στά δύο κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ νά στέκεται ὁ τίμιος Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔλαμπε περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο. Καί ἐν τῷ μεταξύ βλέπει καί τόν δι’ ἡμᾶς σταυρωθέντα Χριστό καί ἀπό ἐκεῖ ἀκούει καί μία φωνή, ἡ ὁποία ἔλεγε τά ἑξῆς· «Πλακίδα, γιατί μέ διώκεις; ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός».
Κατόπιν διδάσκεται τήν εὐσέβεια ἀπό τόν Χριστό ὁ μακάριος καί βαπτίζεται μέ ὅλη του τήν οἰκογένεια. Καί αὐτός ἀπό Πλακίδας ὠνομάσθηκε Εὐστάθιος, ἡ γυναίκα του ἀπό Τατιανή ὠνομάσθηκε Θεοπίστη καί ἀπό τούς υἱούς του ὁ ἕνας ὠνομάσθηκε Ἀγάπιος καί ὁ ἄλλος Θεόπιστος.
Μετά ἀπό αὐτά διδάσκεται ἀπό τόν Χριστό, πού τοῦ ἐμφανίσθηκε, τούς πειρασμούς, πού ἐπρόκειτο νά πάθη γιά δοκιμασία, ὅπως ὁ Ἰώβ. Καί ὅτι ἐπρόκειτο νά παραδοθῆ στόν δαίμονα πού πειράζει. Καί ἔτσι ἀμέσως, ἀφοῦ στερήθηκε ὅλα ὅσα εἶχε, ἀνεχώρησε ἀπό τήν πατρίδα του μαζί μέ τήν γυναῖκα καί τά τέκνα του. Καί τήν μέν γυναῖκα του τήν στερήθηκε στό ταξίδι ἀπό τόν καπετάνιο, πού ἦταν ἄνθρωπος βάρβαρος καί ἄγριος. Τά δέ δύο του παιδιά τά ἅρπαξαν δύο θηρία, ὅταν περνοῦσε τόν ποταμό. Παρόλα αὐτά καί ἡ γυναίκα του καί τά τέκνα του διαφυλάχθηκαν ἀβλαβῆ ἀπό τήν θεία Πρόνοια, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ἔμεινε στό ἑξῆς νά ἐργάζεται μέ μισθό καί νά ζῆ ἐργατικό βίο, ὁ πρώην πλούσιος καί ἀξιωματικός. Καί αὐτή τήν συμφορά τήν ὑπέμενε γενναῖα ὁ ἀδαμάντινος ὄχι γιά μικρό χρονικό διάστημα[1].
Ἐπειδή ὅμως ἔτυχε νά ἐπιτεθοῦν βάρβαροι κατά τῆς ρωμαϊκῆς γῆς καί ἐζητεῖτο ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε νά βοηθήση σέ τέτοιον βαρβαρικό πόλεμο, γι’ αὐτό ὁ βασιλιάς θυμήθηκε τόν γενναῖο Εὐστάθιο μέ τίς παλιές του ἀνδραγαθίες καί νίκες του. Ἔτσι ἀμέσως ἔγινε ἔρευνα σέ κάθε μέρος τοῦ κόσμου καί μέ δυσκολία ἀναγνωρίσθηκε ὁ καλός Εὐστάθιος ἀπό τούς βασιλικούς ἀνθρώπους, πού τόν ζητοῦσαν, τούς ὁποίους ἐξέπληξε ἡ ἐλεεινή θεωρία καί ἡ φτωχική κατάστασι στήν ὁποία βρισκόταν. Τότε ἀφοῦ πῆγε στόν αὐτοκράτορα καί τιμήθηκε μεγαλόπρεπα ἀπό αὐτόν, ἀνέβηκε πάλι στό προηγούμενό του ἀξίωμα. Καί ἀφοῦ ἐπιτέθηκε ἐναντίον τῶν βαρβάρων τούς νίκησε ὁλοκληρωτικά. Ἐπιστρέφοντας ὅμως ἀπό τόν πόλεμο στήν Ρώμη, κατ’ οἰκονομίαν τοῦ εὐμήχανου Θεοῦ, βρῆκε τήν γυναῖκα καί τά παιδιά του καί τά ἀνεγνώρισε. Ἔτσι ἀπό ὅλους δοξάσθηκε ὁ Θεός γι’ αὐτό τό θαῦμα πού οἰκονόμησε νά γίνη σ’ αὐτόν.
Ἐπιστρέφοντας ὅμως στήν Ρώμη μέ τήν γυναῖκα του καί τά παιδιά του, βρῆκε ὡς αὐτοκράτορα τόν Ἀδριανό, κατά τό ἔτος 117 καί ἀφοῦ δέχθηκε μεγάλες δωρεές γιά τήν νίκη πού ἔκανε, παρακινεῖται ἀπό αὐτόν νά θυσιάση καί στούς θεούς γιά εὐχαριστία τῆς νίκης. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἔλεγε, ὅτι τήν νίκη αὐτή τήν ἔκανε μέ τήν δύναμι τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι μέ τήν δύναμι τῶν θεῶν. Ἔτσι ἐξώργισε τόν τύραννο. Καί κατά πρῶτον, τοῦ ἀφαιροῦν τό ἀξίωμα τοῦ στρατηλάτη. Κατόπιν δίνεται ὡς τροφή σέ ἄγρια λεοντάρια μαζί μέ τήν γυναῖκα του καί τά παιδιά του. Καί ἐπειδή παρέμειναν καί οἱ τέσσαρες ἀβλαβεῖς ἀπό τά θηρία, γι’ αὐτό τοποθετοῦνται ὅλοι μαζί μέσα σέ ἕνα βόδι χάλκινο πυρακτωμένο. Καί ἔτσι οἱ μέν ἱερές τους ψυχές παραδόθηκαν στά χέρια τοῦ Θεοῦ, τά δέ ἅγια σώματά τους, πού διαφυλάχθηκαν τελείως ἀκέραια ἀπό τήν φωτιά, τόν μέν λαό τῶν ἀπίστων τόν παρεκίνησαν σέ ἔκπληξι καί στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ τούς Χριστιανούς παρεκίνησαν στό νά δοξάζουν τόν Ἅγιο Θεό. Αὐτά παίρνοντάς τα οἱ πιστοί τά ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια καί κάθε τιμή
[1] Πράγματι σ’ αὐτόν τόν Ἅγιο ἁρμόζει ἐκεῖνο τό ἀπόφθεγμα, πού γράφει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· «Τήν γενναία καί φιλόσοφη ψυχή τίποτε ἀπό τά δεινά τοῦ παρόντος βίου δέν μπορεῖ νά τήν λυπήση. Οὔτε ἔχθρες, οὔτε κατηγορίες, οὔτε συκοφαντίες, οὔτε κίνδυνοι, οὔτε ἐπιβουλές. Διότι, σάν νά εἶναι στήν κορυφή κάποιου βουνοῦ, εἶναι ἀσύληπτη ἀπό ὅλους ἐκείνους πού ἀνεβαίνουν ἀπό τήν γῆ πρός τά ἐπάνω» (ὁμιλία γ΄ στήν πρός Φιλιππησίους). Καί πάλι λέει ὁ ἴδιος· «Ὁ Χριστιανός πρέπει νά διαφέρη ἀπό τούς ἄπιστους καί ὡς πρός τό ἑξῆς· στό νά τά ὑποφέρη ὅλα μέ γενναιότητα καί ἀναπτερούμενος μέ τήν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, νά εἶναι ἀνώτερος ἀπό τίς προσβολές τῶν ἀνθρώπινων» (Ἀνδριάντ. β΄).