Ἡ πριγκίπισσα Ἐλισάβετ Φεοντόροβνα γεννήθηκε τό 1864. Γονεῖς της ἦταν ὁ μέγας Δούκας Λουδοβίκος Δ΄ τῆς Ἔσσης καί ἡ πριγκίπισσα Ἀλίκη, κόρη τῆς βασίλισσας τῆς Ἀγγλίας Βικτωρίας. Ἀδελφή της ἡ Ρωσίδα αὐτοκράτειρα Ἀλεξάνδρα Φεοντόροβνα. Ἀπό τά παιδικά της χρόνια διακρινόταν γιά τήν βαθειά πίστι της καί τήν φιλάνθρωπη διάθεσί της. Ἡ «εὐγενική» καταγωγή της δέν στάθηκε ἐμπόδιο, γιά νά ζήση σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο. Συμπεριφερόταν μέ καλωσύνη καί ἁπλότητα στούς ἁπλοῦς ἀνθρώπους καί ἀπό παιδί εἶχε μία διακαῆ ἐπιθυμία: νά βοηθήση ὅσους εἶχαν ἀνάγκη.
Τό 1884 ἡ Ἐλισάβετ παντρεύθηκε τόν μέγα πρίγκιπα Σέργιο Ἀλεξάνδροβιτς, ἀδελφό τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Γ΄. Παρότι ἀλλόδοξη, δέν τῆς ζητήθηκε νά ἀλλάξη τήν πίστι της. Ὅμως ἡ ὀρθόδοξη πίστι τῆς κέντρισε ἐξ ἀρχῆς τό ἐνδιαφέρον. Ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα, πού ἦλθε στήν Ρωσία, μελετοῦσε μέ ἐπιμέλεια τήν ρωσική γλῶσσα καί παρακολουθοῦσε τήν ζωή τῶν ἁπλῶν Ρώσων, πού ἦταν ζυμωμένη μέ τήν ὀρθόδοξη πίστι καί ζωή. Μαζί μέ τόν σύζυγό της ταξίδεψε καί στούς Ἁγίους Τόπους, ὅταν τό 1888 ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ ρωσικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Μαρίας Μαγδαληνῆς στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Τό προσκύνημα στήν Ἁγία Γῆ, ὅπου ἔζησε ὁ Θεάνθρωπος, προκάλεσε βαθειά ἐντύπωσι στήν Ἐλισάβετ. Ἡ καρδιά της, «γῆ ἀγαθή», ἦταν ἕτοιμη νά δεχθῆ τόν σπόρο τῆς ὀρθόδοξης πίστεως. Ἀφοῦ κατηχήθηκε, προσχώρησε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό 1891. Τήν ἴδια χρονιά ὁ σύζυγός της διωρίσθηκε γενικός κυβερνήτης τῆς Μόσχας.
Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη ἡ Ἐλισάβετ ἀφιερώθηκε σέ φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά βοηθήση τούς φτωχούς καί τούς πάσχοντες. Τό 1904 ἡ Ρωσία μπῆκε στήν περιπέτεια τοῦ Ρωσο-Ἰαπωνικοῦ πολέμου. Ἡ Ἐλισάβετ ὠργάνωσε τά στρατιωτικά νοσοκομεῖα. Ἐπισκεπτόταν τούς τραυματίες, ἔκανε ἐράνους γιά τούς στρατιῶτες κ.λπ. Ὅμως ὁ πόλεμος προκάλεσε ποικίλες ἀντιδράσεις καί τήν λαϊκή δυσαρέσκεια. Δέν ἔλειψαν οἱ ἐξεγέρσεις καί οἱ πολιτικές δολοφονίες. Ἔτσι, στίς 4 Φεβρουαρίου 1905, ὁ σύζυγος τῆς Ἐλισάβετ, Σέργιος Ἀλεξάνδροβιτς σκοτώθηκε ἀπό βόμβα, πού πέταξε ὁ Ἰβάν Καλιάεβ, μέλος τοῦ σοσιαλιστικοῦ ἐπαναστατικοῦ κόμματος. Ὁ δολοφόνος συνελήφθη καί ὡδηγήθηκε στίς φυλακές Ταγκάνκα. Καί ἐδῶ φάνηκε τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τῆς Ἐλισάβετ. Ἐπισκέφθηκε ἡ ἴδια τόν Καλιάεβ στήν φυλακή. Τοῦ μίλησε μέ πολλή καλωσύνη, καλῶντας τον νά ἀφήση τίς ἀναρχικές ἰδέες. Ὅμως δέν ἔμεινε ἐκεῖ. Ζήτησε ἀπό τόν τσάρο Νικόλαο Β΄ νά μήν ἐκτελέση τόν Καλιάεβ. Ὁ τελευταῖος ἐκτίμησε τήν χριστιανική στάσι τῆς Ἐλισάβετ, ἀλλά δέν ἦταν διατεθειμένος νά ἀπορρίψη τίς ἰδέες του.
Τό 1907 ἡ Ἐλισάβετ ἀγόρασε μέσα στήν Μόσχα ἕνα οἰκόπεδο μέ τέσσερα σπίτια καί μεγάλο κῆπο. Δημιούργησε τήν «Ἀδελφότητα τῆς Ἁγίας Μάρθας καί Μαρίας» μέ σκοπό τήν διακονία τῶν φτωχῶν καί πασχόντων ἀνθρώπων. Κτίσθηκαν σύντομα καί ἄλλα κτίρια καθώς καί δύο ναοί ἀφιερωμένοι στήν Θεοτόκο καί στίς ἁγίες Μάρθα καί Μαρία. Σύντομα ἡ κοινότητα ἀπέκτησε ξενῶνα, ὀρφανοτροφεῖο, νοσοκομεῖο, σχολεῖο, βιβλιοθήκη κ.λπ. Ἡ ἀδελφότητα λειτούργησε ὡς Μοναστήρι, συνδυάζοντας τήν φιλανθρωπική δραστηριότητα. Τό ἔργο, πού ἐπιτελοῦσε, ἦταν τεράστιο.
Πλήθη φτωχῶν καί ἀρρώστων ἀνθρώπων εὕρισκαν περίθαλψι καί ἀνακούφισι. Τά ὀρφανά παιδιά εὕρισκαν προστασία. Τά φτωχά καί ἄπορα παιδιά μποροῦσαν νά μάθουν γράμματα καί κάποια τέχνη.
Ἡ ἀδελφότητα ξεκίνησε μέ ἕξι μοναχές. Τόν πρῶτο χρόνο εἶχαν γίνει δεκατρεῖς καί τό 1914 ἔφθασαν τίς ἑκατό. Ὅλες οἱ ἀδελφές ἐργάζονταν μέ αὐταπάρνησι, διακονῶντας τούς «ἐλάχιστους ἀδελφούς τοῦ Ἰησοῦ». Κατά τήν διάρκεια τοῦ Α΄ παγκοσμίου πολέμου στήν ἀδελφότητα βρῆκαν καταφύγιο πολλά ὀρφανά, πού ἦλθαν ἀπό τίς ἐμπόλεμες περιοχές καί εἶχαν ζήσει τήν φρίκη καί τίς ἀγριότητες τοῦ πολέμου. Ἕνα μέρος τῶν κτιρίων μετατράπηκε σέ στρατιωτικό νοσοκομεῖο γιά τούς τραυματίες τοῦ πολέμου.
Ἡ ἐργασία τῆς ἀδελφότητας ἐκτιμήθηκε πολύ καί βοηθήθηκε ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Μόσχας καί μετέπειτα ἱερομάρτυρα ἅγιο Βλαδίμηρο καί ἀργότερα ἀπό τούς μητροπολῖτες Τρύφωνα καί Μητροφάνη. Τήν πνευματική καθοδήγησι τῶν ἀδελφῶν εἶχε ὁ π. Σέργιος Μετσώφ, ὁ ὁποῖος πέρασε πολλά χρόνια στίς φυλακές καί ἐξορίες καί βρῆκε μαρτυρικό θάνατο τό 1941.
Τό τεράστιο φιλανθρωπικό ἔργο τῆς ἀδελφότητας ἐπρόκειτο νά διακοπῆ μέ τήν ἐπανάστασι. Ἡ κάποτε Μεγάλη Δούκισσα εἶχε ἐπανειλημμένα ἀρνηθῆ τίς προσκλήσεις, πού τῆς εἶχαν ἀπευθυνθῆ μέσῳ τῶν πρεσβειῶν νά ἐγκαταλείψη τήν Ρωσία, λέγοντας, ὅτι θέλει νά μοιρασθῆ τίς στιγμές αὐτές μέ τόν λαό της.
Τό 1918 οἱ μπολσεβίκοι τήν μετέφεραν ἀπό τήν Μόσχα στό Αἰκατερίνεμπουργκ, ὅπου θά συναντοῦσε τήν οἰκογένεια τοῦ τσάρου. Τήν ἄνοιξι τοῦ 1918 οἱ μπολσεβίκοι ἔφεραν στό Αἰκατερίνεμπουργκ καί τόν Μεγάλο Δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς Ρομανώφ καί τούς πρίγκηπες Ἰβάν, Κωνσταντῖνο καί Γεώργιο Ρομανώφ. Στά τέλη τοῦ μηνός Μαΐου πῆραν τήν μοναχή Ἐλισάβετ μαζί μέ τούς πρίγκηπες στό Ἀλοπάιεβσκ. Ἐκεῖ τούς τοποθέτησαν σέ ἕνα σχολεῖο, ὅπου καί τούς φύλαγαν νυχθημερόν.
Τήν νύχτα τῆς 18ης Ἰουλίου τούς ξύπνησαν καί τούς μετέφεραν σ’ ἕνα παλαιό ἐγκαταλελειμμένο ὀρυχεῖο, σέ ἀπόστασι 12 χιλιομέτρων στό Νίζνια Σελίνσκαια.Τούς κατέβασαν, γιά νά πυροβολήσουν τόν Μεγάλο Δούκα Σέργιο Μιχαήλοβιτς, ἐνῷ τούς ὑπόλοιπους μέ δεμένα μάτια τούς πέταξαν στό βάθος τοῦ ὀρυχείου. Ἔπειτα οἱ δολοφόνοι πέταξαν χειροβομβίδες.
Τό ὀρυχεῖο εἶχε βάθος περίπου 60 μέτρα, ἀλλά τά σώματα τῆς Μοναχῆς Ἐλισάβετ καί τοῦ πρίγκηπα Ἰβάν βρέθηκαν στά 16 μέτρα. Ἄν καί βαριά τραυματισμένη ἡ πριγκίπισσα εἶχε καταφέρει νά δέση μ’ ἕναν πρόχειρο ἐπίδεσμο τό τραῦμα τοῦ πρίγκηπα Ἰβάν. Ὄχι μακρυά ἀπό ἐκεῖ πού τήν βρῆκαν ὑπῆρχαν δύο χειροβομβίδες, πού δέν εἶχαν ἐκραγεῖ. Στό στῆθος της ἡ μοναχή εἶχε μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ξέρουμε, ὅτι δέν πέθανε ἀμέσως, ἐνῷ στίς στιγμές πού ἀκολούθησαν τοῦ ἐγκλήματος ὕμνοι καί προσευχές ἀκούγονταν ἀπό τά βάθη τοῦ ὀρυχείου. Ἕνας χωρικός, πού πέρασε ἀπό ἐκεῖ, τούς ἄκουσε. Τρομαγμένος ἔφυγε μέ τό ἄλογό του καί εἰδοποίησε τόν Λευκό Στρατό.
Κατεβαίνοντας στό ὀρυχεῖο οἱ Λευκοί βρῆκαν μόνο πτώματα. Στίς ὧρες τῆς ἀγωνίας της ἡ Ἁγία Μάρτυρας εἶχε ὑψώσει προσευχές πρός τόν Θεό γιά τήν ἀνάπαυσι τῶν ψυχῶν τῶν μαρτύρων.
Βέβαια δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία γιά τήν σχέσι μεταξύ τῆς δολοφονίας τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας στό Αἰκατερίνεμπουργκ καί τῆς δολοφονίας στό Ἀλοπάιεβσκ.
Στίς 1 Νοεμβρίου 1918, ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ Λευκοῦ στρατοῦ στρατηγός Κολτσεάκ κήδευσε ἐπίσημα στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀλοπάιεβσκ τήν Μοναχή Ἐλισάβετ καί τούς συντόφους της.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1919 οἱ μπολσεβίκοι ἔκαναν ἀντεπίθεσι στήν πόλι καί ξέθαψαν τά σώματα πηγαίνοντάς τα στό Ἰρκούτσκ. Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1920 τά μετέφεραν μέ τραῖνο στήν Κίνα. Ὅταν ἔφθασαν στά ρωσο-κινεζικά σύνορα, μία ὁμάδα μπολσεβίκων ὤρμησε στό τραῖνο καί κατάφεραν νά ρίξουν πάνω στόν σιδηρόδρομο τό φέρετρο τοῦ πρίγκηπα Ἰβάν Κωνσταντίνοβιτς. Οἱ κινέζοι στρατιῶτες ὤρμησαν, γιά νά προλάβουν αὐτήν τήν βεβήλωσι.
Στίς 3 Ἀπριλίου ἔφθασαν στό Πεκίνο καί μετά ἀπό ἕνα μνημόσυνο, τά φέρετρα τοποθετήθηκαν στό ὑπόγειο τοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ Ἁγ. Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στήν ρωσική ἱεραποστολή. Μέ ἐνέργειες τῆς μαρκησίας Μίλφορντ Χάβεν, ἀδελφῆς τῆς Μοναχῆς Ἐλισάβετ, τά φέρετρα τῆς μοναχῆς καί τῆς ὑποτακτικῆς της Βαρβάρας μεταφέρθηκαν στήν Σαγκάη καί ἀπό ἐκεῖ μέσῳ Σουέζ στήν Παλαιστίνη.
Στίς 15 Δεκεμβρίου 1920 οἱ ἀγγλικές ἀρχές, ἡ πολυάριθμη ρωσική παροικία καί Ρῶσοι καί Ἕλληνες κληρικοί ὑποδέχθηκαν τήν Μοναχή Ἐλισάβετ, τήν πρώην Μεγάλη Δούκισσα τῆς Ρωσίας. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἔγινε νεκρώσιμη ἀκολουθία μέ ἐπικεφαλῆς τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δαμιανό. Τά φέρετρα τῶν δύο μαρτύρων τοποθετήθηκαν στήν κρύπτη τῆς ρωσικῆς μονῆς τῆς Ἁγ. Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στήν Γεσθημανῆ, ὅπου καί βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Ἡ μοναχή Ἐλισάβετ, πρώην Μεγάλη Δούκισσα τῆς Ρωσίας ἐπανερχόταν στόν τόπο, ὅπου εἶχε ἔρθει τό 1888 μέ τόν σύζυγό της, γιά νά συμμετάσχη στά ἐγκαίνια τῆς Ἱ. Μ. τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς.
Τό 1992 οἱ μοναχές Ἐλισάβετ καί Βαρβάρα ἀνακηρύχθηκαν Ἅγιες ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία.