Τῇ 28ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ζαχαρί- ου τοῦ ἐκ Προύσσης (†1802) (Νέον Λειμωνάριον).

Ὁ ἅγιος Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας κάποιας ἐνορίας τῆς Προύσσας. Ἡ ὑπερβολική κατανάλωσι τοῦ οἴνου τοῦ ἔγινε ἕξι καί κάποια νύκτα κατά τό 1801, ἀρνήθηκε τόν Χριστιανισμό καί ἀσπάσθηκε τόν Μουσουλμανισμό. Ὅταν συνειδητοποίησε τήν βαρύτητα τοῦ ἁμαρτήματός του, ἔντονα ἐπιθυμοῦσε νά καθαρθῆ μέ μαρτυρικό αἷμα. Παρόλα αὐτά δέν ἐγκατέλειψε τό ποτό καί τόν ἄστατο βίο. Μία ἡμέρα πού βρισκόταν πάλι σέ κατάστασι μέθης, διαπληκτίσθηκε μέ μία πτωχή χήρα, πού δέν μποροῦσε νά ξεπληρώση τά χρήματα, πού εἶχε δανεισθῆ ἀπό αὐτόν.  Ἀποφάσισε τότε νά πάη νά ὑποβάλη μήνυσι στό δικαστήριο. Ὅμως οἱ Τοῦρκοι ὑπάλληλοι, βλέποντάς τον στήν κατάστασι αὐτή τοῦ ἔβαλαν τίς φωνές λέγοντας ὅτι δέν μποροῦσαν νά πάρουν στά σοβαρά τήν μήνυσι ἑνός μεθύστακα καί παραβάτη τοῦ ἰσλαμικοῦ νόμου. Ἀπό αἰφνίδια θεία ἔμπνευσι, ὁ Ζαχαρίας ἀπάντησε τότε, ὅτι ἦταν ὄντως ἀποστάτης τῆς θρησκείας τους, διότι πίστευε στόν Χριστό ὡς Δημιουργό καί Κύριο καί πετῶντας καταγῆς τήν ὀθωμανική καλύπτρα, τήν ποδοπάτησε. Τόν φυλάκισαν μέ τήν κατηγορία τῆς μέθης (ἦταν 25 Μαΐου),γιά νά γίνη σύσκεψις, πῶς νά τόν μεταχειρισθοῦν. Ὁ μακάριος τότε πολύπικρά ἔκλαυσε γιά τίς ἁμαρτίες του καί εἰδοποίησε τίς ἐκκλησίες τῆς πόλεως νά προσεύχωνται γι’ αὐτόν. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου, ἀλλά παρέμεινε ἀδιάφορος στίς κολακευτικές προτάσεις τοῦ ἀγᾶ, δηλώνοντας,πώς τίποτε πλέον δέν θά μποροῦσε νά τόν κάνη νά μεταστραφῆ. Ἐπιστρέφοντας στήν φυλακή, αἰσθάνθηκε τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, πού τήν εἶχε χάσει ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἀποστασίας του, νά τόν γεμίζη μέ ὑπερκόσμια χαρά καί μέ τήν ἐπιθυμία νά χύση τό αἷμα του γιά τόν Χριστό. Παραδόθηκε τότε στά βασανιστήρια. Τόν ὑπέβαλαν σέ φάλαγγα καί κατόπιν κάλυψαν τό κεφάλι του μέ ἕνα πυρακτωμένο σιδερένιο κράνος, ἀλλά τό μόνο πού ἔκαναν τά μαρτύρια αὐτά, ἦταν νά κεντρίζουν περισσότερο τήν ἀγάπη τοῦ Ζαχαρία γιά τόν Χριστό. Οἱ ἐργάτες τῆς ἀδικίας ἔχωσαν κατόπιν καλάμια λεπτά καί μακριά κάτω ἀπό τά νύχια τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν του καί, ὅταν τά ἄκρα τῶν μελῶν του πρήσθηκαν, τοῦ ἔβγαλαν τά νύχια προκαλῶντας του ἀνυπόφορους πόνους. Ὡστόσο, ἡ χαρά του μεγάλωνε ὁλοένα κάτω ἀπό τά βασανιστήρια καί τό μόνο πούτόν ἔθλιβε ἦταν, ὅτι θά πέθαινε δίχως νά ἐξομολογηθῆ καί νά μεταλάβητῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἐμπνευσμένοι ἀπό τόν Θεό, οἱ πρόκριτοι χριστιανοί τῆς πόλεως βρῆκαν τότε τρόπο νά τοῦ στείλουν κρυφά ἕναν ἱερέα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἄκουσε τήν ἐξομολόγησί του, τόν κοινώνησε. Κατά τήν νέα ἀνάκρισι, ὁ Ζαχαρίας ἀποκρίθηκε στίς ἀπειλές τοῦ δικαστῆ διακηρύσσοντας μεγαλοφώνως τήν πίστι του στήν Ἁγία Τριάδα, καί προσκαλοῦσε τούς Τούρκους νά ἐπιστρέψουν στήν ἀληθινή πίστι. Ἡ καταδικαστική τους ἀπόφασι τόν ὡδήγησε στήν φυλακή μέ τήν ἐλπίδατῆς μεταστροφῆς του. Ἀλλά ἡ ἑπόμενη ἡμέρα γιά τόν Ἅγιο ἦταν ἡμέρα χαρᾶς καί πασχαλινῆς εὐφροσύνης. Χαρούμενος ὡδηγήθηκε στό μαρτύριο καί δέχθηκε τόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο στίς 28 Μαίου 1802 σέ ἡλικία 38 ἐτῶν. Εἶχε ἐκδοθῆ ἀπόφασις ἀπό τόν μουλᾶ καί τούς ἀγάδες νά παραμείνη ἄταφο τό λέψανο τοῦ μάρτυρα γιά τρία ἡμερόνυκτα. Ἀλλά τί συνέβη; Τήν πρώτη νύκτα ἀμέσως κατέβηκε θεϊκό φῶς καί σκέπαζε τό μαρτυρικό σῶμα πρός ἔκπληξι ὅλων καί θαυμασμό, συγχρόνως ὅμως καί ὅλους τούς Ἀγαρηνούς φόβος μεγάλος κατέλαβε. Φοβισμένοι τό πρωί μετέβησανστόν μουλᾶ ζητῶντας τήν μεταφορά τοῦ λειψάνου τοῦ μάρτυρα, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν ἀνυποχώρητος. Τήν δεύτερη νύκτα πάλι τά ἴδια συνέβησαν. Τότε ἔτρεξαν ὅλοι πρός τόν μουλᾶ λέγοντας· «Ἤ δίνεις τήν ἄδεια νά σηκωθῆ ἀπό ἐκεῖ ὁ νεκρός ἤ σέ καῖμε». Τότε ἔδωσε τήν ἄδεια καί μεταφέρθηκε ἀπό ἐκεῖ τό ἱερό λείψανο τοῦ μάρτυρα, τό ὁποῖο τό ἀγόρασαν οἱ Χριστιανοί ἀπό τούς Ἀρμενίους ἀντί 500 γροσιῶν καί τό ἔθαψαν ἔξω ἀπότήν πόλι. Τότε ἕνα ἄλαλο παιδί τῶν Ἀρμενίων θεραπεύθηκε μέ τό ἄγγιγμά του στό ἱερό λείψανο.

Πηγές: Νέος Συναξαριστής…, Μάϊος, σελ. 310-312.Συναξαριστής Νεομαρτύρων, σελ. 553-560.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης