8 ΙΟΥΛΙΟΥ Μνήμη τοῦ ἁγ. ἐνδόξου Νεομάρτυρος Ἀναστασίου

Αὐ­τός ἦ­ταν ἀ­πό τά Ἰ­ω­άν­νι­να, ἀ­πό τό χω­ριό, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται τοῦ Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου, ἦ­ταν δέ ἐ­φη­μέ­ριος σέ μί­α Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­ξω ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι· καί ὅ­ταν εἶ­δε καί ἄ­κου­σε τό Μαρ­τύ­ριο τοῦ Μάρ­τυ­ρα Πα­πᾶ Κων­σταν­τί­ου τοῦ Ρώ­σσου, ἦλ­θε καί σ’ αὐ­τόν ὁ πό­θος τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε τόν Ἅ­γιο Θε­ό κα­θη­με­ρι­νά, νά τόν ἀ­ξι­ώ­ση νά ἐκ­πλη­ρώ­ση αὐ­τό πού πο­θοῦ­σε. Καί συ­νέ­βη, ὅ­πως λέ­νε, ἕ­νας Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἀ­πό τήν Κύ­προ, ἑ­βδο­μῆν­τα ἐ­τῶν γέ­ρον­τας, ἄν­θρω­πος μέ αἰ­σχρό βί­ο καί μέ ἀ­κό­μη πι­ό αἰ­σχρή δι­ά­θε­ση, τυ­φλός μέν ὡς πρός τά μά­τια, τυ­φλό­τε­ρος ὅ­μως ὡς πρός  τόν νοῦ, συ­νέ­βη, λέ­ω, αὐ­τός, μέ τήν πα­ρα­χώ­ρη­σι τοῦ Θε­οῦ, νά γί­νη Τοῦρ­κος σέ τέ­τοι­α κα­τά­στα­σι καί σέ τέ­τοι­α ἡ­λι­κί­α. Καί ἀ­πό τήν πολ­λή τι­μή καί ἐ­κτί­μη­σι, πού τοῦ ἔ­δει­χναν, σέ τέ­τοι­α τυ­φλό­τη­τα ἔ­φθα­σε ὁ ἄ­θλιος, πού πή­γαι­νε καί αὐ­τός μέ τούς ἄλ­λους τυ­φλούς, αὐ­τούς πού ἀ­πο­κα­λοῦν­ται ἀ­πό τούς ἴ­διους Σέ­χι­δες καί ἀ­νέ­βαι­νε στά σκα­λιά τοῦ γε­νι­τζα­μιοῦ καί ἀ­πό ἐ­κεῖ δί­δα­σκε στούς εἰ­σερ­χό­με­νους Ἀ­γα­ρη­νούς τίς μυ­θο­λο­γί­ες τῆς θρη­σκεί­ας τους μέ πλη­ρω­μή, γιά νά τοῦ δί­νουν φό­λες καί ἄ­σπρα νά συν­τη­ρῆ­ται. Λοι­πόν μί­α ἡ­μέ­ρα, ἐ­νῷ κα­τέ­βαι­νε αὐ­τός ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος Ἀ­να­στά­σιος, γιά νά ψω­νί­ση, καί περ­νοῦ­σε ἀ­πό τό γε­νι­τζα­μί καί βλέ­πον­τας αὐ­τόν τόν και­νού­ριο δι­ε­φθαρ­μέ­νο, νά κά­θε­ται στήν σκά­λα τοῦ γε­νι­τζα­μιοῦ νά δι­δά­σκη τούς Τούρ­κους, πό­νε­σε ἡ καρ­διά του καί στά­θη­κε καί τόν κοί­τα­ζε συλ­λο­γι­ζό­με­νος καί ἀ­πο­ρῶν­τας μέ τόν ἑ­αυ­τό του, ἀ­πό ποι­ό ὕ­ψος τῆς οὐ­ρα­νί­ου γνώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, σέ ποι­ό βά­θος ἀ­πο­γνώ­σε­ως, σάν ἄλ­λος ἑ­ω­σφό­ρος, γκρε­μί­στη­κε. Καί ὅ­ταν τόν εἶ­δαν οἱ Ἀ­γα­ρη­νοί, πού ἔ­τυ­χε νά βρί­σκων­ται ἐ­κεῖ, πού στε­κό­ταν ἐκ­στα­τι­κός σι­ω­πη­λός καί τόν ἔ­βλε­πε, τοῦ εἶ­παν τό ἑ­ξῆς, μέ τήν συ­νη­θι­σμέ­νη τους βαρ­βα­ρό­τη­τα· «Μπρέ Πα­πά, βλέ­πεις αὐ­τόν τόν σέ­χη. Καί αὐ­τός πα­πᾶς ἦ­ταν καί γνώ­ρι­σε τήν πί­στι καί ἔ­γι­νε Τοῦρ­κος. Ἔ­λα νά γί­νης καί ἐ­σύ Τοῦρ­κος, γιά νά κερ­δί­σης τόν πα­ρά­δει­σο». Αὐ­τά καί ἄλ­λα τοῦ εἶ­παν οἱ Ἀ­γα­ρη­νοί.

Ὁ Μάρ­τυ­ρας τό­τε ἄ­νοι­ξε τό εὐ­λο­γη­μέ­νο του στό­μα καί τούς λέ­ει· «Τυ­φλοί καί πλα­νε­μέ­νοι, τί τόν ἀ­κοῦ­τε; Αὐ­τά πού σᾶς λέ­ει εἶ­ναι ὅ­λα ψέ­μα­τα. Ἐ­σεῖς πού εἶ­σθε ἀ­πό προ­γό­νων Τοῦρ­κοι, αὐ­τόν τόν σα­πρό­γε­ρο βά­λα­τε νά σᾶς δι­δά­ξη τήν πί­στι σας; Τόν ὁ­ποῖ­ο τόν ἄ­φη­σε ὁ Θε­ός ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πολ­λῆς του κα­κί­ας καί ἀρ­νή­θη­κε τήν πί­στι του τώ­ρα στά γε­ρά­μα­τα; Καί πῶς ξέ­ρει τήν πί­στι σας αὐ­τός, πού ἀ­κό­μη δέν γι­α­τρεύ­θηκε ἀ­πό τήν πε­ρι­το­μή; Κρῖ­μα στήν γνῶ­σι σας, καί λέ­τε πώς ἔ­χε­τε καί πί­στι». Αὐ­τά καί ἄλ­λα πε­ρισ­σό­τε­ρα, ἀ­φοῦ ἐκ­φώ­νη­σε ὁ Μάρ­τυ­ρας στήν τουρ­κι­κή δι­ά­λε­κτο μέ με­γά­λη τόλ­μη καί παρ­ρη­σί­α, σι­ώ­πη­σε. Αὐ­τοί τό­τε, μό­λις τόν ἄ­κου­σαν, ἔ­τρε­ξαν ἐ­πά­νω του μέ με­γά­λη ὁρ­μή καί τόν ἅρ­πα­ξαν καί τόν πῆ­γαν στόν κα­δῆ καί ἀ­πό ἐ­κεῖ τόν πῆ­γαν στόν Βε­ζί­ρη.  Ὁ Μάρ­τυ­ρας ὅ­μως εἶ­πε καί ἐ­κεῖ τά ἴ­δια, γι’ αὐ­τό καί ἀ­πο­φα­σί­σθη­κε νά ἐ­ξο­ρι­σθῆ στήν Χῖ­ο. Καί ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νά τόν βά­λουν στό κα­ΐ­κι, γιά νά τόν ἐ­ξο­ρί­σουν, ὁ Ἅ­γιος μέ ἔ­ξυ­πνο τρό­πο τούς ἐ­ξα­πά­τη­σε καί τόν γυ­ρί­ζουν πί­σω στόν Βε­ζί­ρη καί τοῦ λέ­ει· «Ἐν­δο­ξό­τα­τε ἀ­φέν­τη, γιά ποι­ά αἰ­τί­α μέ κά­νεις σουρ­γού­νι; Για­τί σοῦ εἶ­πα τήν ἀ­λή­θεια; Ἔ­πρε­πε νά μέ τι­μή­σης καί ὄ­χι νά μέ ἐ­ξο­ρί­σης. Ἀλ­λά δέν θέ­λε­τε νά ἀ­κού­σε­τε τήν ἀ­λή­θεια καί γι’ αὐ­τό ἔ­χε­τε αὐ­τούς τούς πω­ρω­μέ­νους καί τυ­φλούς, καί σᾶς δι­δά­σκουν, τί νά πο­λυ­λο­γῶ;­».

Τό­σα λό­για εἶ­πε καί τό­σο ἐ­ξευ­τέ­λι­σε τήν θρη­σκεί­α τους καί μέ τό­ση τόλ­μη κή­ρυ­ξε τήν πί­στι τῶν Χρι­στια­νῶν καί ἔ­τσι ὡ­μο­λό­γη­σε τόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό ὡς Θε­ό ἀ­λη­θι­νό, μα­ζί μέ τόν Πα­τέ­ρα καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί ὅ­λη τήν ἔν­σαρ­κή του οἰ­κο­νο­μί­α, ὥ­στε ἔ­μει­ναν ὅ­λοι τε­λεί­ως ἄ­φω­νοι. Γι’ αὐ­τό, ἐ­πει­δή δέν μπο­ροῦ­σαν νά ἀν­τέ­ξουν τόν ἔ­λεγ­χο, ἔ­στει­λαν καί τόν ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν στό γε­νι­τζα­μί, σύμ­φω­να μέ τόν δι­α­τα­γή τοῦ μου­φτῆ. Καί με­τά ἀ­πό τήν ἀ­πο­το­μή του, ἕ­να οὐ­ρά­νιο φῶς ἐμ­φα­νί­σθη­κε ἐ­πά­νω ἀ­πό τό λεί­ψα­νό του κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς νύ­χτας, ὅ­σο τό φύ­λα­γαν οἱ Τοῦρ­κοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι, μό­λις τό εἶ­δαν, ἔ­μει­ναν ἔκ­θαμ­βοι. Καί ἔ­τσι ὁ τρι­σμα­κά­ρι­στος μέ ἄ­με­τρο πό­θο καί ὑ­περ­βάλ­λου­σα προ­θυ­μί­α, ἔ­λα­βε χα­ρού­με­νος τόν στέ­φα­νο τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου στίς 8 Ἰ­ου­λί­ου, ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ, στόν ὁ­ποῖ­ο ἁρ­μό­ζει ἡ δό­ξα στούς αἰ­ῶ­νες. Ἀ­μήν.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης