Αὐτός ἦταν ἀπό τά Ἰωάννινα, ἀπό τό χωριό, πού ὀνομάζεται τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ἦταν δέ ἐφημέριος σέ μία Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι· καί ὅταν εἶδε καί ἄκουσε τό Μαρτύριο τοῦ Μάρτυρα Παπᾶ Κωνσταντίου τοῦ Ρώσσου, ἦλθε καί σ’ αὐτόν ὁ πόθος τοῦ Μαρτυρίου καί παρακαλοῦσε τόν Ἅγιο Θεό καθημερινά, νά τόν ἀξιώση νά ἐκπληρώση αὐτό πού ποθοῦσε. Καί συνέβη, ὅπως λένε, ἕνας Ἱερομόναχος ἀπό τήν Κύπρο, ἑβδομῆντα ἐτῶν γέροντας, ἄνθρωπος μέ αἰσχρό βίο καί μέ ἀκόμη πιό αἰσχρή διάθεση, τυφλός μέν ὡς πρός τά μάτια, τυφλότερος ὅμως ὡς πρός τόν νοῦ, συνέβη, λέω, αὐτός, μέ τήν παραχώρησι τοῦ Θεοῦ, νά γίνη Τοῦρκος σέ τέτοια κατάστασι καί σέ τέτοια ἡλικία. Καί ἀπό τήν πολλή τιμή καί ἐκτίμησι, πού τοῦ ἔδειχναν, σέ τέτοια τυφλότητα ἔφθασε ὁ ἄθλιος, πού πήγαινε καί αὐτός μέ τούς ἄλλους τυφλούς, αὐτούς πού ἀποκαλοῦνται ἀπό τούς ἴδιους Σέχιδες καί ἀνέβαινε στά σκαλιά τοῦ γενιτζαμιοῦ καί ἀπό ἐκεῖ δίδασκε στούς εἰσερχόμενους Ἀγαρηνούς τίς μυθολογίες τῆς θρησκείας τους μέ πληρωμή, γιά νά τοῦ δίνουν φόλες καί ἄσπρα νά συντηρῆται. Λοιπόν μία ἡμέρα, ἐνῷ κατέβαινε αὐτός ὁ εὐλογημένος Ἀναστάσιος, γιά νά ψωνίση, καί περνοῦσε ἀπό τό γενιτζαμί καί βλέποντας αὐτόν τόν καινούριο διεφθαρμένο, νά κάθεται στήν σκάλα τοῦ γενιτζαμιοῦ νά διδάσκη τούς Τούρκους, πόνεσε ἡ καρδιά του καί στάθηκε καί τόν κοίταζε συλλογιζόμενος καί ἀπορῶντας μέ τόν ἑαυτό του, ἀπό ποιό ὕψος τῆς οὐρανίου γνώσεως τοῦ Χριστοῦ, σέ ποιό βάθος ἀπογνώσεως, σάν ἄλλος ἑωσφόρος, γκρεμίστηκε. Καί ὅταν τόν εἶδαν οἱ Ἀγαρηνοί, πού ἔτυχε νά βρίσκωνται ἐκεῖ, πού στεκόταν ἐκστατικός σιωπηλός καί τόν ἔβλεπε, τοῦ εἶπαν τό ἑξῆς, μέ τήν συνηθισμένη τους βαρβαρότητα· «Μπρέ Παπά, βλέπεις αὐτόν τόν σέχη. Καί αὐτός παπᾶς ἦταν καί γνώρισε τήν πίστι καί ἔγινε Τοῦρκος. Ἔλα νά γίνης καί ἐσύ Τοῦρκος, γιά νά κερδίσης τόν παράδεισο». Αὐτά καί ἄλλα τοῦ εἶπαν οἱ Ἀγαρηνοί.
Ὁ Μάρτυρας τότε ἄνοιξε τό εὐλογημένο του στόμα καί τούς λέει· «Τυφλοί καί πλανεμένοι, τί τόν ἀκοῦτε; Αὐτά πού σᾶς λέει εἶναι ὅλα ψέματα. Ἐσεῖς πού εἶσθε ἀπό προγόνων Τοῦρκοι, αὐτόν τόν σαπρόγερο βάλατε νά σᾶς διδάξη τήν πίστι σας; Τόν ὁποῖο τόν ἄφησε ὁ Θεός ἐξ αἰτίας τῆς πολλῆς του κακίας καί ἀρνήθηκε τήν πίστι του τώρα στά γεράματα; Καί πῶς ξέρει τήν πίστι σας αὐτός, πού ἀκόμη δέν γιατρεύθηκε ἀπό τήν περιτομή; Κρῖμα στήν γνῶσι σας, καί λέτε πώς ἔχετε καί πίστι». Αὐτά καί ἄλλα περισσότερα, ἀφοῦ ἐκφώνησε ὁ Μάρτυρας στήν τουρκική διάλεκτο μέ μεγάλη τόλμη καί παρρησία, σιώπησε. Αὐτοί τότε, μόλις τόν ἄκουσαν, ἔτρεξαν ἐπάνω του μέ μεγάλη ὁρμή καί τόν ἅρπαξαν καί τόν πῆγαν στόν καδῆ καί ἀπό ἐκεῖ τόν πῆγαν στόν Βεζίρη. Ὁ Μάρτυρας ὅμως εἶπε καί ἐκεῖ τά ἴδια, γι’ αὐτό καί ἀποφασίσθηκε νά ἐξορισθῆ στήν Χῖο. Καί ὅταν ἐπρόκειτο νά τόν βάλουν στό καΐκι, γιά νά τόν ἐξορίσουν, ὁ Ἅγιος μέ ἔξυπνο τρόπο τούς ἐξαπάτησε καί τόν γυρίζουν πίσω στόν Βεζίρη καί τοῦ λέει· «Ἐνδοξότατε ἀφέντη, γιά ποιά αἰτία μέ κάνεις σουργούνι; Γιατί σοῦ εἶπα τήν ἀλήθεια; Ἔπρεπε νά μέ τιμήσης καί ὄχι νά μέ ἐξορίσης. Ἀλλά δέν θέλετε νά ἀκούσετε τήν ἀλήθεια καί γι’ αὐτό ἔχετε αὐτούς τούς πωρωμένους καί τυφλούς, καί σᾶς διδάσκουν, τί νά πολυλογῶ;».
Τόσα λόγια εἶπε καί τόσο ἐξευτέλισε τήν θρησκεία τους καί μέ τόση τόλμη κήρυξε τήν πίστι τῶν Χριστιανῶν καί ἔτσι ὡμολόγησε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὅλη τήν ἔνσαρκή του οἰκονομία, ὥστε ἔμειναν ὅλοι τελείως ἄφωνοι. Γι’ αὐτό, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν τόν ἔλεγχο, ἔστειλαν καί τόν ἀποκεφάλισαν στό γενιτζαμί, σύμφωνα μέ τόν διαταγή τοῦ μουφτῆ. Καί μετά ἀπό τήν ἀποτομή του, ἕνα οὐράνιο φῶς ἐμφανίσθηκε ἐπάνω ἀπό τό λείψανό του κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας, ὅσο τό φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι, μόλις τό εἶδαν, ἔμειναν ἔκθαμβοι. Καί ἔτσι ὁ τρισμακάριστος μέ ἄμετρο πόθο καί ὑπερβάλλουσα προθυμία, ἔλαβε χαρούμενος τόν στέφανο τοῦ Μαρτυρίου στίς 8 Ἰουλίου, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, στόν ὁποῖο ἁρμόζει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.