28 ΙΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΟΥ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΗΝΟΥ

Αὐ­τός ὁ ὅ­σι­ος Πα­τέ­ρας μας Παῦ­λος κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Κων­σταντι­νού­πο­λι. Ὁ Πα­τέ­ρας του ἦ­ταν ὁ Μι­χα­ήλ ὁ Βα­σι­λιάς ὁ Κου­ρο­πα­λά­της, αὐ­τός πού λε­γό­ταν καί «Ραγ­κα­βέ». Αὐτός ἐ­πει­δή δέν ἄν­τε­χε νά βλέ­πη τίς κα­θη­με­ρι­νές τα­ρα­χές, πού τό­τε γίνονταν, κα­θώς ἦ­ταν εἰ­ρη­νι­κός καί θε­ο­φο­βού­με­νος ἄν­θρω­πος, πα­ραι­τή­θη­κε ἀ­πό τήν Βα­σι­λεί­α καί, ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε Μοναχός σέ ἕ­να Μο­να­στή­ρι, πού ἦ­ταν δι­κό του κτί­ρι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο ὠνομαζόταν Μυ­ρέ­λαι­ο καί, ἀ­φοῦ ἔ­ζη­σε θε­ά­ρε­στα, ἀ­να­παύ­θη­κε ἐν Κυ­ρί­ῳ. Ἡ Μη­τέ­ρα του ἦ­ταν ἡ θαυ­μα­στή ὡς πρός τήν ἀ­ρε­τή Προ­κο­πί­α, θυ­γα­τέ­ρα τοῦ Νι­κη­φό­ρου Βα­σι­λιᾶ, τοῦ Γε­νι­κοῦ καί ἀ­δελ­φή τοῦ Σταυ­ρα­κί­ου τοῦ Βα­σι­λιᾶ. Αὐτή, ὅ­ταν ἦ­ταν ἔγ­κυ­ος στόν Ἅ­γι­ο, εἶ­δε στό ὅ­ρα­μά της τήν νύ­χτα πού ἤ­θε­λε νά γεν­νή­ση, ὅ­τι γέν­νη­σε ἐ­πά­νω σε μί­α θη­μω­νιά ἀ­πό σι­τά­ρι ἕ­να ἀρ­σε­νι­κό ἀρ­νί καί, ὅ­ταν κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τήν θη­μω­νιά, ἦλ­θαν δύ­ο λιον­τά­ρια, γιά νά τό κα­τα­ξε­σχί­σουν, τό ἀρ­νί ὅ­μως ἀν­τι­πο­λε­μοῦ­σε μέ αὐ­τούς καί ὅ­τι, ὅ­ταν τό εἶ­δε ἡ Βα­σί­λισ­σα αὐ­τό, ἔ­τρε­ξε μέ με­γά­λη βι­α­σύ­νη, γιά νά βο­η­θή­ση τό ἀρ­νί. Καί, ὅ­ταν πῆ­γε κον­τά σ’ αὐ­τό, εἶ­δε, ὅ­τι δέν ἦ­ταν ἀρ­νί, ἀλ­λά παι­δί ἀρ­σε­νι­κό καί βα­στοῦ­σε στά χέ­ρια του ἕ­ναν Σταυ­ρό, μέ τοῦ ὁ­ποί­ου τήν δύ­να­μι θα­νά­τω­σε τά λιον­τά­ρια. Καί, ὅ­ταν ξύ­πνη­σε ἡ Μη­τέ­ρα του, γέν­νη­σε τόν Μα­κά­ρι­ο Προ­κό­πι­ο. Δι­ό­τι αὐ­τό τό ὄ­νο­μα πῆ­ρε στό Ἅ­γι­ο Βά­πτι­σμα. Αὐ­τό δέ τό ὅ­ρα­μα ἔ­χει τήν ἑ­ξῆς ση­μα­σί­α· Τό ἀρ­νί σή­μαι­νε τήν κα­λω­σύ­νη καί τήν πρα­ό­τη­τα τοῦ παι­διοῦ. Τό ἀρ­σε­νι­κό, τήν ἀν­δρεί­α. Ἐ­νῷ τό νά θα­να­τώ­ση τά δύ­ο λιον­τά­ρια μέ­σῳ τοῦ σταυ­ροῦ, συμ­βό­λι­ζε, πώς ­πρό­κει­το νά γί­νη Μοναχός, νά ση­κώ­ση τόν Σταυ­ρό τοῦ Χρι­στοῦ, δη­λα­δή τήν νέ­κρω­σι τῶν πα­θῶν καί τίς πολ­λές θλί­ψεις ἐ­πά­νω στόν ὦ­μο του. Καί μέ αὐ­τό νά νι­κή­ση καί νά θα­να­τώ­ση τά δύ­ο φο­βε­ρά λιον­τά­ρια, δη­λα­δή τούς δύ­ο με­γά­λους ἐ­χθρούς τοῦ Μο­να­χοῦ, τόν διά­βο­λο μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις καί τόν Κό­σμο μέ ὅ­λες του τίς δό­ξες καί τίς ἀ­πο­λαύ­σεις. Ἡ δέ θη­μω­νιά ἀ­πό σι­τά­ρι σή­μαι­νε, ὅ­τι μέ­σῳ τοῦ δι­δα­σκα­λι­κοῦ του λό­γου καί τοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος τῆς ἀγ­γε­λι­κῆς του ζω­ῆς, πρό­κει­το νά θρέ­ψη πολ­λές πει­να­σμέ­νες ψυ­χές καί πολ­λούς ἀ­χυ­ρώ­δεις καί ἄ­χρη­στους, ἐ­πρό­κει­το νά τούς κά­νη ἄ­ξι­ους, νά κλει­σθοῦν μα­ζί στήν οὐ­ρά­νι­α ἀ­πο­θή­κη καί νά φα­νοῦν σάν γλυ­κός ἄρ­τος  στόν Θε­ό.      

   Καί ἔ­γι­νε χα­ρά με­γά­λη σέ ὅ­λη τήν Πό­λι γιά τήν γέν­νη­σι τοῦ παι­διοῦ, ἐ­πει­δή φαι­νό­ταν ἀ­πό μι­κρό, πώς ἐ­πρό­κει­το νά γί­νη μέ­γας. Ἀ­φοῦ λοι­πόν ἀ­πο­γα­λα­κτί­σθη­κε τό παι­δί, πα­ραι­τή­θη­κε καί ὁ Πα­τέ­ρας του ἀ­πό τήν Βα­σι­λεί­α, ὅ­πως εἴ­πα­με, καί βα­σί­λευ­σε ἀν­τί γι’ αὐ­τόν ὁ Λέ­ων ὁ Ἀρ­μέ­νι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἐ­πει­δή φο­βό­ταν μή­πως καί ὁ Προ­κό­πι­ος, ὅ­ταν ἔλ­θη σέ κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α, θε­λή­ση νά πά­ρη ἀ­πό αὐ­τόν τήν Βα­σι­λεί­α τοῦ Πα­τέρα του, ἔ­στει­λε καί τόν εὐ­νού­χι­σαν.

Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στήν ἡ­λι­κί­α τῶν δώ­δε­κα χρό­νων, ἐ­πι­δό­θη­κε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στήν μά­θη­σι τῶν Ἱ­ε­ρῶν γραμ­μά­των. Καί μέ τήν φυ­σι­κή εὐ­φυ­ΐ­α πού εἶ­χε καί μέ τήν ἐ­πι­μέ­λει­α καί τούς κό­πους πού ἔ­κα­μνε στήν σπου­δή, ξε­πέ­ρα­σε ὅ­λους τούς τό­τε σο­φούς, ὅ­πως τό βε­βαι­ώ­νουν καί τά συγ­γράμ­μα­τά του· ὁ λό­γος του γιά τά εἰ­σό­δι­α τῆς Θε­ο­τό­κου καί οἱ κατ’ ἦ­χον του μέ ὀ­κτώ Κα­νό­νες πρός Μάρ­τυ­ρες καί ὁ Ἰ­αμ­βι­κός Κα­νών πού ἔ­χει πρός τόν τί­μι­ο Σταυ­ρό. Καί ὅ­πως τό μαρ­τυ­ρεῖ καί ὁ Βα­σι­λιάς Ρω­μα­νός στόν ἰ­δι­ω­τι­κό χρυ­σό­βουλ­λό του λό­γο, ὀ­νο­μά­ζον­τάς τον ὕ­πα­το τῶν Φι­λο­σό­φων. Καί ὅ­ταν ἔ­φθα­σε σέ τέ­τοια τε­λει­ό­τη­τα, ἔ­φθα­σε καί στήν μα­κά­ρι­α θε­ω­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α προ­κλή­θη­κε σ’ αὐ­τόν ἀ­πό τήν πρᾶ­ξι τῆς ἀ­ρε­τῆς, στήν ὁ­ποί­α  ἐρ­γα­ζό­ταν ἀ­πό παι­δί. Καί συλ­λο­γι­ζό­με­νος τήν μα­ται­ό­τη­τα τοῦ Κό­σμου καί φέρ­νον­τας στόν νοῦ του τό ρη­τό τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­κα­ρί­ου, πού λέ­ει « ἡ ψυ­χή πού δέν θά ἀ­παλ­λα­χθῆ ἀ­πό τίς Κο­σμι­κές φρον­τί­δες, οὔ­τε τόν Θε­ό θά ἀ­γα­πή­ση γνή­σι­α, οὔ­τε τόν διά­βο­λο θά  ἀ­πο­στρέ­φε­ται ἄ­ξι­α», ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἀ­να­χω­ρή­ση. Καί κυ­ρί­ως, ἐπειδή ὅ­λοι κα­θη­με­ρι­νά τόν θαυ­μα­στό Προ­κό­πι­ο εἶ­χαν στό στό­μα τους. Καί ἄλ­λος μέν τόν ἐ­παι­νοῦ­σε γιά τήν ἀ­γά­πη, πού εἶ­χε πρός ὅ­λους. Ἄλ­λος γιά τήν τα­πεί­νω­σί του. Ἄλ­λος γιά τήν σο­φί­α του, ἄλ­λος γιά τήν ἐγ­κρά­τει­α, τήν σω­φρο­σύ­νη, τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τήν ὑ­πε­ρο­ψί­α τῆς κο­σμι­κῆς δό­ξας καί φαν­τα­σί­ας. Καί γενικά, ἄλ­λο δέν ἄ­κου­γες, πα­ρά τόν Προ­κό­πι­ο νά ἐ­παι­νῆται. Γιά νά ἀ­πο­φύ­γη λοι­πόν ὁ Μα­κά­ρι­ος τούς ἐ­παί­νους τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, ἀλ­λά­ζον­τας τήν φο­ρε­σιά του καί βά­ζον­τας πα­λιά ρά­σα ξε­σχι­σμέ­να σάν ἕ­νας ζη­τιᾶ­νος καί τρέ­χει σάν δι­ψα­σμέ­νο ἐ­λά­φι στό Ἅ­γι­ο Ὄ­ρος ἀ­γνώ­ρι­στος καί, ἀ­φοῦ γύ­ρι­σε ὅ­λο τό Ὂ­ρος, ἔ­φθα­σε στό Μο­να­στή­ρι τῆς πα­νύμνητης Βα­σί­λισ­σας Πουλ­χε­ρί­ας τῆς παρ­θέ­νου, αὐ­τό πού τώ­ρα ὀ­νο­μά­ζε­ται τοῦ  Ξη­ρο­πο­τά­μου, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν κα­τα­στρέ­ψει πρίν ἀ­πό λί­γο οἱ Ἄ­ρα­βες πού ἦλ­θαν λῃ­στρι­κά στό Ὄ­ρος. (Οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­θώς κα­τέ­στρε­ψαν πολ­λά Μο­να­στή­ρια, ἀ­νέ­δει­ξαν πολ­λούς Μάρ­τυ­ρες, ὅ­πως πα­λιά αὐ­τούς στό Σι­νᾶ καί Ραϊ­θώ). Καί, βλέ­πον­τας τήν το­πο­θε­σί­α ὡ­ραί­α καί ἡ­συ­χα­στι­κή, ἔ­κα­νε μί­α μι­κρή κα­λύ­βα ἐ­κεῖ στά κα­τε­δα­φι­σμέ­να τεί­χη τῆς μο­νῆς καί κά­θι­σε μό­νος του δι­α­λε­γό­με­νος μό­νο μέ τόν Θε­ό. Ἐ­κεῖ κον­τά ἦ­ταν καί ἕ­νας ἡ­συ­χα­στής ἄ­ρι­στος καί ἐ­νά­ρε­τος, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Κο­σμᾶς, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο ἐκάρη Μο­να­χός, καί με­τω­νο­μά­σθη­κε Παῦ­λος. Καί ἀ­πό τό­τε ἔ­βα­λε τόν ἑ­αυ­τό του σέ με­γά­λη τά­ξι καί εὐ­κο­σμί­α. Νή­στευ­ε, προ­σευ­χό­ταν, τό στρῶ­μα του ἄλ­λο δέν ἦ­ταν πα­ρά ἡ γῆ καί πέ­τρα τό προ­σκέ­φα­λο. Τό ἐρ­γό­χει­ρό του ἦ­ταν κα­τά­νυ­ξι, δά­κρυ­α, ἀ­γά­πη πρός ὅ­λους καί ἀ­μέ­τρη­τη τα­πεί­νω­σι.

Σκέ­φτη­κε ὅ­μως, ὅ­τι, γιά νά φθά­ση ὁ Μο­να­χός σέ τε­λει­ό­τη­τα, χρει­ά­ζε­ται νά ἀ­πο­κτή­ση καί τούς καρ­πούς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού λέ­ει ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος, δη­λα­δή τήν πνευ­μα­τι­κή ἀ­γά­πη, τήν χα­ρά, τήν εἰ­ρή­νη, τήν μα­κρο­θυ­μί­α, τήν χρη­στό­τη­τα, τήν ἀ­γα­θο­σύ­νη, τήν πί­στι, τήν πρα­ό­τη­τα, τήν ἐγ­κρά­τει­α· ἀφοῦ τά κα­τώρ­θω­σε ὁ Ὅ­σι­ος μέ πο­λύ κό­πο καί ἀ­γῶ­να, ἔ­γι­νε γνω­στός σέ ὅ­λους τούς πα­τέ­ρες καί ὅ­λοι τόν θαύ­μα­ζαν καί τόν ἐ­παι­νοῦ­σαν. Ὅ­πως καί ὁ Ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὁ Ἀ­θω­νί­της τόν ἐ­παι­νεῖ, ὅ­πως φαί­νε­ται στόν βί­ο του. Καί παρ’ ὅ­λο πού ὁ πάν­σο­φος Παῦ­λος εἶ­χε τήν μορ­φή ἀ­γράμ­μα­του, βάρ­βα­ρου καί χω­ρι­κοῦ, ἔ­λα­βε ὡ­στό­σο τήν μορ­φή πό­λεως πού βρί­σκε­ται ἐ­πά­νω σέ ὄ­ρος, ἔτσι ὥ­στε ἔ­φθα­σε ἡ φή­μη του ἕ­ως καί στόν Πρῶ­το. Εἶ­χε δέ συ­νή­θει­α ὁ Ὅ­σι­ος Παῦ­λος καί πή­γαι­νε στήν κε­λλι­α­κή μο­νή, τήν ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νη τοῦ Πρω­τά­του, τρεῖς φο­ρές τόν χρό­νο στίς τρεῖς με­γά­λες ἑ­ορ­τές. Καί ὅ­ταν πῆ­γε κα­τά τήν συ­νή­θει­ά του, τόν ρώ­τη­σε ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὁ Πρῶ­τος, ποιός καί ἀ­πό ποῦ εἶ­ναι; Στόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­κρί­θη­κε μέ γε­λα­στή φω­νή καί μέ χα­ρού­με­νο πρό­σω­πο· «Φτω­χός κα­λό­γη­ρος εἶ­μαι, ὅ­πως μέ βλέ­πεις, ἁ­γι­ώ­τα­τε Πά­τερ, ἀ­πό ἕ­να πα­λι­ο­χώ­ρι πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Ξη­ρο­πό­τα­μος», καί ἔ­τσι πῆ­ρε τήν ἐ­πω­νυ­μί­α, νά ἀ­πο­κα­λῆται Παῦ­λος ὁ Ξη­ρο­πο­τα­μη­νός. Καί ἀ­πό αὐ­τό καί ἡ μο­νή τῆς Πουλ­χε­ρί­ας, πού ἀ­να­και­νί­σθη­κε ἀ­πό αὐ­τόν, ὀ­νο­μά­ζε­ται τοῦ Ξη­ρο­πο­τά­μου, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­και­νί­σθη­κε μέ τόν ἑξῆς τρό­πο·

Ὅ­ταν βα­σί­λευ­σε ὁ πα­νύ­μνη­τος Βα­σι­λιάς Ρω­μα­νός ὁ γέ­ρων, ἐ­πει­δή ἦ­ταν συγ­γε­νής τοῦ Ἁ­γί­ου, πραγ­μα­το­ποί­η­σε με­γά­λη ἔ­ρευ­να, γιά νά τόν βρῆ, καί, ἀ­φοῦ ἔ­στει­λε βα­σι­λι­κούς ἀν­θρώ­πους, γιά νά ἐρευ­νή­σουν παν­τοῦ, τόν βρῆ­καν στό Ἅ­γι­ο Ὄ­ρος καί μέ με­γά­λη πα­ρά­κλη­σι καί πί­ε­σι, ἀ­κό­μη καί μέ προτροπή τοῦ Πρώ­του, πεί­σθη­κε καί πῆ­γε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι. Καί ποιός μπο­ρεῖ νά πε­ρι­γρά­ψη τήν χα­ρά πού ἔ­λα­βαν οἱ συγ­γε­νεῖς του καί ὅ­λη ἡ πό­λι, βλέ­πον­τας ἄγ­γε­λο μέ σῶ­μα καί λό­γο δι­δα­σκα­λι­κό! Ἔ­πε­σαν τά βα­σι­λι­κά ση­μεῖ­α καί οἱ ἄρ­χον­τες καί προ­σκυ­νοῦ­σαν τόν φτω­χό ἐ­κεῖ­νον, πού δέν εἶ­χε τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρά τά πα­λιά ρά­σα καί τόν Σταυ­ρό. Τέ­τοιο ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο πρᾶγ­μα εἶ­ναι ἡ ἀ­ρε­τή καί τέ­τοιους κά­νει τούς ἐρ­γά­τες της. Καί ἔ­τυ­χε τό­τε καί ὁ Βα­σι­λιάς Ρω­μα­νός ἦ­ταν κα­τά­κοι­τος μέ θα­να­τη­φό­ρα ἀ­σθέ­νει­α καί, ἀ­μέ­σως μό­λις πῆ­γε ὁ Ὅ­σι­ος καί ἔ­βα­λε τά χέ­ρια του ἐ­πά­νω του, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, ἔ­γι­νε ὑ­γι­ής ὁ Βα­σι­λιάς, ὅ­πως ὁ ἴ­διος τό γρά­φει στό Χρυ­σό­βου­λο. Αὐ­τό δό­ξα­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν Ἅ­γι­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πό τίς πολ­λές πα­ρα­κλή­σεις τοῦ Βα­σι­λιᾶ, ἔ­μει­νε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, μέ τίς ἴ­διες μο­να­χι­κές τά­ξεις, καί τούς ἀ­σκη­τι­κούς ἀ­γῶ­νες του καί ἐκ­παί­δευ­ε τά παι­διά τοῦ Βα­σι­λιᾶ. Καί ὅ­ταν πέ­ρα­σε ὁ και­ρός πού ἔ­κρι­νε νά κα­θί­ση ἐ­κεῖ, πῆ­γε στόν Βα­σι­λιά καί τοῦ λέ­ει· «Ὅ­πως, Βα­σι­λιά, τό ψά­ρι, ὅ­ταν βγῆ ἀ­πό τό νε­ρό, δέν μπο­ρεῖ πλέ­ον νά ζῆ, ἔ­τσι καί ὁ Μο­να­χός, πού θά βγῆ ἀ­πό τήν κα­λύ­βα του, δέν ὑ­πάρ­χει τρό­πος νά μέ­νη ζων­τα­νός στήν ἄ­σκη­σι τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Γι’ αὐ­τό σᾶς ἀ­φή­νω τήν ὑ­γεί­α καί πη­γαί­νω στήν κα­λύ­βα μου, γιά νά συ­νευ­ρί­σκω­μαι πάν­το­τε μέ τόν Βα­σι­λιά μου Θε­ό».

Ὅ­ταν τό ἄ­κου­σε αὐ­τό ὁ Βα­σι­λιάς, λυ­πή­θη­κε πο­λύ, ὅ­μως δέν μπο­ροῦ­σε νά τόν ἐμ­πο­δί­ση, ἐ­πει­δή τοῦ εἶ­χε με­γά­λη εὐ­λά­βει­α. Τοῦ λέ­ει ὅ­μως· «Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σα, Πά­τερ Ἅ­γι­ε, νά μή χω­ρί­σου­με πο­τέ, ὅσο ζῶ, γιά νά σέ ἔ­χω πα­ρη­γο­ριά καί δά­σκα­λο γιά τήν σω­τη­ρί­α μου, ὡ­στό­σο δέν μπο­ρῶ νά σέ ἐμ­πο­δί­σω. Μό­νο, σέ πα­ρα­κα­λῶ, νά πά­ρης, ὅ­σα πλού­τη θέ­λεις, γιά νά τά μοι­ρά­σης γιά τήν ψυ­χή μου». Καί τοῦ εἶ­πε ὁ Ἅ­γι­ος· «Ἐ­γώ οὔ­τε πλού­τη χρει­ά­ζο­μαι, οὔ­τε νά μοι­ρά­ζω ξέ­ρω. Ἔ­χεις ἐ­δῶ πολ­λούς φτω­χούς καί μοί­ρα­ζε ὅ­σα θέ­λεις. Αὐ­τό μό­νο σοῦ λέ­ω· Ἐ­άν ἀ­γα­πᾶς, νά ἀ­να­και­νί­σης τό Μο­να­στήρι τῆς πα­νύμνητης Βα­σί­λισ­σας Πουλ­χε­ρί­ας, πού εἶ­ναι κα­τε­δα­φι­σμέ­νο γιά νά εἶ­ναι ἡ μνή­μη σου αἰ­ώ­νι­α». Ὁ βα­σι­λιάς ἀ­πο­δέ­χθη­κε τόν λό­γο τοῦ Ὁ­σί­ου μέ με­γά­λη χα­ρά καί ἔ­στει­λε ἀ­μέ­σως ἀν­θρώ­πους Βα­σι­λι­κούς μέ ἔ­ξο­δα, καί ἔ­χτι­σε ἀ­πό τά θε­μέ­λι­α τήν ἱ­ε­ρά Μο­νή  μέ κάλ­λος ἀ­σύγ­κρι­το. Ἔ­πει­τα ἔ­στει­λε καί τόν ἴ­διο του τόν υἱ­ό τόν Θε­ο­φύ­λα­κτο, πού ἦ­ταν τό­τε Πα­τρι­άρ­χης καί ἐγ­και­νί­α­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί ὅ­ταν ὁ Ἅ­γι­ος Παῦ­λος ἤ­θε­λε νά φύ­γη ἀ­πό τήν πό­λι, τόν πῆ­ρε ὁ Βα­σι­λιάς μέ­σα στό θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κι­ο.

Εἶ­ναι σω­στό νά με­τα­φέ­ρω στό μέ­σο τίς ἴ­διες λέ­ξεις τοῦ Βα­σι­λιᾶ, ὅ­πως εἶ­ναι γραμ­μέ­νες μέ­σα στό Χρυ­σό­βου­λό του· «Εἰ­σῆλ­θα μέ κά­ποιους ἀ­πό τήν Σύγ­κλη­το στό θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κι­ο τῆς Βα­σι­λεί­ας μου καί, ἀ­φοῦ βρῆ­κα τό τί­μι­ο ξύ­λο τοῦ ζω­ο­ποι­οῦ Σταυ­ροῦ, τό μέ­γι­στο ὅ­λων καί ἄ­ξι­ο θαύ­μα­τος, (δι­ό­τι φέ­ρει ἀ­κό­μη ἐ­πά­νω του τά ἀ­να­μνη­στι­κά τοῦ δε­σπο­τι­κοῦ πά­θους· μί­α τρύ­πα ἀ­πό τά καρ­φιά, ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α ἡ θε­ω­μέ­νη σάρ­κα τοῦ Κυ­ρί­ου μου κα­τα­πλη­γώ­θη­κε καί ὁ ἐ­ξα­γνι­σμός τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας, δη­λα­δή ἡ πη­γή τοῦ πα­να­γί­ου αἵ­μα­τος, στέ­ρε­ψε. Μέ ὕ­ψος, μα­ζί μέ τούς ἐγ­κάρ­σι­ους καί τόν ἱ­στό, πε­ρί­που ἕ­ναν πῆ­χυ καί μιά πα­λά­μη, μέ πλά­τος πε­ρί­που δύ­ο δα­κτύ­λους καί βά­θος πε­ρί­που ἕ­ναν δά­κτυ­λο καί μέ συ­νο­λι­κό βά­ρος πε­ρί­που ἑ­κα­τό δραχ­μές[80]). Καί ἀ­φοῦ πῆ­ρα στά χέ­ρια μου αὐ­τόν τόν Ἅ­γι­ο θη­σαυ­ρό, τήν φρι­κτή ση­μαί­α τοῦ οὐ­ρά­νι­ου Βα­σι­λιᾶ, τό ση­μά­δι τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που, πού ἐμ­φα­νί­σθη­κε στόν οὐ­ρα­νό, αὐ­τοῦ πού στό μέλ­λον θά κρί­νη ζων­τα­νούς  καί νε­κρούς, αὐ­τό λοι­πόν τό θε­ϊ­κό­τα­το ὄρ­γα­νο τῆς  σω­τη­ρί­ας μας, τό ἀ­πέ­θε­σα μέ εὐ­λά­βει­α στά Ἅ­γι­α χέ­ρια τοῦ ὁ­σιω­τά­του Παύ­λου τοῦ Ξη­ρο­πο­τα­μη­νοῦ, ἔ­τσι ὥ­στε, μέ­χρι νά ἔλ­θη ὁ Κύ­ρι­ος, νά ἀ­πο­τε­λέ­ση ἀ­να­φαί­ρε­το ἀ­νά­θη­μα στήν προ­α­να­φερ­θεῖ­σα σε­βα­σμι­ω­τά­τη μο­νή τῆς Βα­σι­λεί­ας μου καί τό ἐ­φω­δι­ά­σα­με μέ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί στρα­τι­ω­τι­κή προ­πομ­πή, γιά νά τό ἀ­πο­θέ­σουν στό Ἅ­γι­ο βῆ­μα τῆς Μο­νῆς γιά ἁ­γι­α­σμό καί στή­ριγ­μα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς μας μο­νῆς».

Ἀ­φοῦ λοι­πόν πῆ­ρε τό Τί­μι­ο Ξύ­λο ὁ Μα­κά­ρι­ος Παῦ­λος, ἦλ­θε στό Ἅ­γι­ο Ὄ­ρος καί με­τά τήν τέ­λει­α ἀ­να­καί­νι­σι τῆς Μο­νῆς καί τόν ἐγ­και­νι­α­σμό τοῦ Πα­τρι­άρ­χου, ἀ­πό­θε­σε τό τί­μι­ο ξύ­λο στό Ἅ­γι­ο βῆ­μα, σύμ­φω­να μέ τήν Βα­σι­λι­κή προ­στα­γή. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή ἡ φή­μη τοῦ Ὁ­σί­ου ἐ­ξα­πλώ­θη­κε σέ ὅ­λη τήν γῆ, συγ­κεν­τρώ­θη­καν πάμ­πολ­λα πλή­θη Μο­να­χῶν, πού ἀ­σκοῦ­σαν τήν ἀ­ρε­τή. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ Ὅ­σιος ἀ­πό­φευ­γε τήν τα­ρα­χή, ἄ­φη­σε τήν μο­νή νά ἐ­πι­στα­τῆ­ται ἀ­πό ἕ­ναν ἄλ­λο ἐ­νά­ρε­το ἀ­δελ­φό, καί αὐ­τός, ἀ­φοῦ ἀ­να­χώ­ρη­σε, πῆ­γε στούς πρό­πο­δες τοῦ Ἄ­θω­νος καί περ­νοῦ­σε τήν ζω­ή του ἡ­συ­χα­στι­κά. Ὅ­μως πῆ­γαν καί ἐ­κεῖ πολ­λοί καί τόν βρῆ­καν καί ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ρη­μος σάν μιά πό­λι. Δι­ό­τι οἱ μα­θη­τές, πού πῆ­γαν ἐ­κεῖ, ἦ­ταν ἑ­ξῆν­τα. Καί φο­βού­με­νος μήν τύ­χη καί τούς σκλα­βώ­σουν, ἤ τούς θα­να­τώ­σουν οἱ Ἄ­ρα­βες, πού πή­γαι­ναν συ­χνά στό Ἅ­γιο Ὄ­ρος καί λή­στευ­αν, πά­λι μέ τήν με­σο­λά­βη­σι τῶν εὐ­σε­βῶν Βα­σι­λέ­ων ἔ­κτι­σε καί ἄλ­λο Μο­να­στῆ­ρι πρός τι­μήν τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Τό ὁ­ποῖ­ο ἕ­ως καί σή­με­ρα σῴ­ζει τήν ἐ­πω­νυ­μί­α τοῦ Ὁ­σί­ου, κα­θώς λέ­γε­ται Ἅ­γιος Παῦ­λος.

Ὡ­στό­σο, ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε τό Μο­να­στή­ρι, ἦ­ταν πο­λύ γέ­ρος καί ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­ο νά προ­στε­θῆ στούς Πα­τέ­ρες του, πρό­βλε­ψε μέ­σῳ θεί­ας ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως τήν ὥ­ρα τοῦ θα­νά­του του καί, ἀ­φοῦ προ­σκά­λε­σε ὅ­λους του τούς μα­θη­τές καί τῆς μο­νῆς τοῦ Ξη­ρο­πο­τά­μου καί τῆς νέ­ας καί, ἀ­φοῦ ἄ­νοι­ξε τό Ἅ­γι­ό του στό­μα, τούς δί­δα­ξε πολ­λά ψυ­χω­φε­λῆ, λέ­γον­τας καί αὐ­τό· «Παι­διά μου, με­τά ἀ­πό δύ­ο ἡ­μέ­ρες θά ἐ­ξέλ­θω ἀ­πό τό ἀ­ξι­ο­θρή­νη­το σῶ­μα μου. Γνω­ρί­ζε­τε βέ­βαι­α πῶς ἐ­γώ πο­λι­τεύ­τη­κα στόν Ἅ­γι­ο αὐ­τό τό­πο καί πῶς δι­ε­φύ­λα­ξα ὅ­λες τίς ἐν­το­λές τῶν Πα­τέ­ρων μου ἀ­πό τήν νεότητά μου. Ἔ­τσι σᾶς πα­ρα­κα­λῶ καί ἐ­σᾶς, ἀ­γα­πη­τοί μου, νά τίς δι­α­φυ­λά­ξε­τε καί ἐ­σεῖς μέ­χρις αἵ­μα­τος. Ἐ­γώ τήν ἐ­πο­χή τῆς νε­ό­τη­τάς μου, ὅ­ταν ἦ­ταν ἡ αἵ­ρε­σι τῶν εἰ­κο­νο­μά­χων, τό­σο πο­λύ ἀ­γω­νί­σθη­κα, ὥ­στε ἤ­μουν ἕ­τοι­μος νά χύ­σω τό αἷ­μα μου γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ καί πολ­λά ξυ­λο­κο­πή­μα­τα καί πλη­γές ὑ­πέ­μει­να, ὥ­σπου ἐ­ξα­φά­νι­σα τήν μι­α­ρή αἵ­ρε­σι τῶν εἰ­κο­νο­μά­χων μέ ἔγ­γρα­φες ἀ­πο­δεί­ξεις καί πα­τρι­κές Μαρ­τυ­ρί­ες. Καί αὐ­τά σᾶς τά λέ­ω, ὄ­χι ἀ­πό ὑ­πε­ρη­φά­νεια, ἀλ­λά γιά νά ὑ­πο­φέ­ρε­τε κά­θε πει­ρα­σμό καί θλῖψι με­γα­λό­ψυ­χα, προ­σμέ­νον­τας τά στέ­φα­να ἀ­πό τόν Θε­ό».

Ὅ­ταν τά ἄ­κου­σαν οἱ ἀ­δελ­φοί αὐ­τά, θρή­νη­σαν πι­κρά καί μέ δά­κρυ­α στά μά­τια εἶ­παν· «Πά­τερ, μή μᾶς ἀ­φή­σης ὀρ­φα­νούς καί ἔ­ρη­μους ἀ­πό τίς πνευ­μα­τι­κές σου δι­δα­χές. Ἐ­μεῖς ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη, πού εἴ­χα­με πρός τήν ἁ­γι­ο­σύ­νη σου, νο­μί­ζα­με, πώς δέν θά πε­θά­νης πο­τέ, καί τώ­ρα, ἀ­κού­γον­τας αὐ­τά τά πι­κρά λό­για, θλί­βε­ται ἔν­το­να ἡ καρ­διά μας, ἐ­πει­δή σέ εἴ­χα­με πα­ρη­γο­ριά στίς θλί­ψεις μας καί βο­η­θό στούς πει­ρα­σμούς μας, κα­θώς ἐ­σέ­να γνω­ρί­ζα­με ὡς Πα­τέ­ρα καί Μη­τέ­ρα καί ἀ­δελ­φό». Αὐ­τά καί πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό αὐ­τά ὅ­ταν ἄ­κου­σε ὁ Ὅ­σι­ος, δά­κρυ­σε, (ἐ­πει­δή ἦ­ταν εὐ­συγ­κί­νη­τος καί εἶ­χε τήν χά­ρι τῶν δα­κρύ­ων σέ ὅ­λη του τήν ζω­ή. Καί μί­α φο­ρά πού τόν ρώ­τη­σε ἕ­νας ἀ­δελ­φός· «Τί νά κάνω Πά­τερ, γιά νά ἀ­πο­κτή­σω τό δά­κρυ τῆς κα­τα­νύ­ξε­ως;». Τοῦ εἶ­πε· «Ἔ­χε πάν­το­τε τόν νοῦ σου στό φο­βε­ρό κρι­τή­ρι­ο τοῦ Χρι­στοῦ καί στίς ἁ­μαρ­τί­ες σου καί δέν θά λεί­ψουν ἀ­πό σέ­να τά δά­κρυ­α»). Καί, ἀ­φοῦ δά­κρυ­σε ὅ­πως εἴ­πα­με, εἶ­πε πρός τούς πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους· «Μήν κλαῖ­τε, ἀ­δελ­φοί, ἀλ­λά συγ­χω­ρῆ­στε με, ἐ­πει­δή ἔ­φθα­σε ὁ και­ρός, τόν ὁ­ποῖ­ο πάν­το­τε, ἡ μέν ψυ­χή μου ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε, ἡ σάρ­κα μου ὡ­στό­σο φο­βό­ταν».

Καί ἀ­φοῦ ση­κώ­θη­κε φό­ρε­σε τόν συ­να­κτι­κό του μαν­δύ­α καί, ἀ­φοῦ ἔ­κανε ἀρ­κε­τή προ­σευ­χή, με­τά­λα­βε τά ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρι­α καί ἀ­μέ­σως ἔ­λαμ­ψε τό πρό­σω­πό του, ὅ­πως ὁ ἥ­λι­ος, ἔ­τσι ὥ­στε αὐ­τοί, πού βρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ ἔ­πε­σαν κά­τω, ἐ­πει­δή δέν μπο­ροῦ­σαν νά βλέ­πουν τό­ση λάμ­ψι, πού ἄ­στρα­φτε στό πρό­σω­πο τοῦ Ὁ­σί­ου. Ἀ­φοῦ λοι­πόν με­τά­λα­βε, κά­θι­σε με­ταλ­λαγ­μέ­νος μέ τήν κα­λή ἔν­νοι­α καί, λέ­γον­τας τήν συ­νή­θη εὐ­χή, πού πάν­το­τε ἔ­λε­γε, δη­λα­δή τό· «Ἡ ἐλ­πίς μου ὁ Πα­τήρ, κα­τα­φυ­γή μου ὁ Υἱ­ός, σκέ­πη μου τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γι­ο, Τρι­άς Ἁ­γί­α δό­ξα σοι», ἄρ­χι­σε πά­λι νά τούς λέ­η πολ­λές συμ­βου­λές. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως βέ­βαι­α, εἶ­πε· «Νά ἔ­χε­τε, παι­διά μου καί ἀ­δελ­φοί, τήν ἀ­γά­πη, τήν προ­σευ­χή, τήν τα­πεί­νω­σι καί τήν ὑ­πα­κο­ή. Διότι ὅ­ποιος Μο­να­χός δέν ἔ­χει αὐ­τές τίς ἀ­ρε­τές, δέν πρέ­πει νά λέ­γε­ται Μο­να­χός, ἀλ­λά κο­σμι­κός». Καί ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε αὐ­τά, εἶ­πε· «Ἀ­λλοί­μο­νο σ’ ἐ­κεῖ­νον τόν Μο­να­χό, πού ἔ­χει συ­να­να­στρο­φές μέ τούς ἀ­γέ­νει­ους, δι­ό­τι, αὐ­τός δέν θά δῆ πο­τέ τό πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ». Καί τό­τε ἀ­φοῦ ἅ­πλω­σε τά πό­δια καί ἔ­δω­σε τήν σω­στή στά­σι στόν ἑ­αυ­τό του καί ὕ­ψω­σε τά χέ­ρια καί τά μά­τια πρός τόν οὐ­ρα­νό, ἄ­φη­σε στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ τήν μα­κα­ρί­α του ψυ­χή, στίς 28 Ἰ­ου­λί­ου.

Οἱ δέ Μο­να­χοί της Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς, ἀ­φοῦ ἑ­τοί­μα­σαν τό πλοῖ­ο καί κα­τέ­βα­σαν στόν για­λό τό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο μέ ὕ­μνους καί ᾠ­δές πνευ­μα­τι­κές, τό ἔ­βα­λαν στό πλοῖ­ο, γιά νά τό πᾶ­νε στόν Λογ­κό νά τό ἐν­τα­φιά­σουν, ὅ­πως τούς πα­ράγ­γει­λε ὁ Ἅ­γιος. Καί ἦ­ταν τό­τε ἀ­πό­γευ­μα καί ἐ­νῷ ἀρ­μέ­νι­ζε τό πλοῖ­ο τήν νύ­χτα γιά τόν Λογ­κό, τό πρω­ί, (ὤ τῶν θαυ­μά­των σου Χρι­στέ Βα­σι­λιά!­), βρέ­θη­κε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι. Καί ὅ­ταν τό πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε αὐ­τό ὁ Βα­σι­λιάς καί ἡ Σύγ­κλη­τος καί ὁ Πα­τριά­ρχης καί ὅ­λος ὁ κλῆ­ρος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ φό­ρε­σαν τήν Ἱ­ε­ρα­τι­κή στο­λή καί ἄ­να­ψαν φῶ­τα μέ θυ­μι­ά­μα­τα, σή­κω­σαν τό Ἅ­γιο λεί­ψα­νο τοῦ Ὁ­σί­ου μέ ὕ­μνους καί ψαλ­μῳ­δί­ες καί τό ἀ­πό­θε­σαν στήν με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α καί τό ἀ­σπά­ζον­ταν μέ με­γά­λη εὐ­-

 

λά­βεια καί εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν τόν Κύ­ριο, πού τούς πλού­τι­σε μέ τέ­τοι­ο θη­σαυ­ρό. Οἱ δέ μα­θη­τές τοῦ Ἁ­γί­ου, ἀ­φοῦ ἀ­σπά­σθη­καν τό Ἅ­γιο λεί­ψα­νο καί ἐ­πι­κα­λέ­σθη­καν τίς εὐ­χές τοῦ Ὁ­σί­ου, ἀ­γό­ρα­σαν ζε­στά ψω­μιά, μπῆ­καν στό πλοῖ­ο καί ἀρ­με­νί­ζον­τας στήν θά­λασ­σα συ­νω­μι­λοῦ­σαν γιά τόν Ἅ­γιο. Ἀλ­λά, τί θαυ­μα­στά πού εἶ­ναι τά ἔρ­γα σου, Κύ­ρι­ε! σέ λί­γο βρέ­θη­καν μπρο­στά στόν Ἀρ­σα­νᾶ τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ τους. Καί ἀ­φοῦ πῆ­γαν στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή, δι­η­γοῦν­ταν στούς Πα­τέ­ρες ὅ­σα εἶ­χαν γί­νει, δεί­χνον­τας καί τά ψω­μιά, πού ἦ­ταν ἀ­κό­μη ζε­στά. Αὐ­τοί ὅ­ταν τά ἄ­κου­σαν αὐ­τά ἔ­μει­ναν ἔκ­πλη­κτοι, θαυ­μά­ζον­τας τήν με­γά­λη παρ­ρη­σί­α, πού εἶ­χε ὁ πα­νύ­μνη­τος Παῦ­λος πρός τόν Θε­ό. Στόν ὁ­ποῖ­ο ἁρ­μό­ζει κά­θε δό­ξα, τι­μή καί προ­σκύ­νη­σις τώ­ρα καί πάν­τα καί στούς αἰ­ῶ­νες τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν.     



[80] (Σ. σ. Δραχμή: Μονάδα βάρους. Μία δραχμή ἰσοδυναμεῖ μέ 4,3 γραμμάρια. Ἑπομένως οἱ ἑκατό δραχμές ἰσοδυναμοῦν μέ 430 γραμμάρια βάρους)



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης