Αὐτός ὁ ὅσιος Πατέρας μας Παῦλος καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι. Ὁ Πατέρας του ἦταν ὁ Μιχαήλ ὁ Βασιλιάς ὁ Κουροπαλάτης, αὐτός πού λεγόταν καί «Ραγκαβέ». Αὐτός ἐπειδή δέν ἄντεχε νά βλέπη τίς καθημερινές ταραχές, πού τότε γίνονταν, καθώς ἦταν εἰρηνικός καί θεοφοβούμενος ἄνθρωπος, παραιτήθηκε ἀπό τήν Βασιλεία καί, ἀφοῦ ἔγινε Μοναχός σέ ἕνα Μοναστήρι, πού ἦταν δικό του κτίριο, τό ὁποῖο ὠνομαζόταν Μυρέλαιο καί, ἀφοῦ ἔζησε θεάρεστα, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Ἡ Μητέρα του ἦταν ἡ θαυμαστή ὡς πρός τήν ἀρετή Προκοπία, θυγατέρα τοῦ Νικηφόρου Βασιλιᾶ, τοῦ Γενικοῦ καί ἀδελφή τοῦ Σταυρακίου τοῦ Βασιλιᾶ. Αὐτή, ὅταν ἦταν ἔγκυος στόν Ἅγιο, εἶδε στό ὅραμά της τήν νύχτα πού ἤθελε νά γεννήση, ὅτι γέννησε ἐπάνω σε μία θημωνιά ἀπό σιτάρι ἕνα ἀρσενικό ἀρνί καί, ὅταν κατέβηκε ἀπό τήν θημωνιά, ἦλθαν δύο λιοντάρια, γιά νά τό καταξεσχίσουν, τό ἀρνί ὅμως ἀντιπολεμοῦσε μέ αὐτούς καί ὅτι, ὅταν τό εἶδε ἡ Βασίλισσα αὐτό, ἔτρεξε μέ μεγάλη βιασύνη, γιά νά βοηθήση τό ἀρνί. Καί, ὅταν πῆγε κοντά σ’ αὐτό, εἶδε, ὅτι δέν ἦταν ἀρνί, ἀλλά παιδί ἀρσενικό καί βαστοῦσε στά χέρια του ἕναν Σταυρό, μέ τοῦ ὁποίου τήν δύναμι θανάτωσε τά λιοντάρια. Καί, ὅταν ξύπνησε ἡ Μητέρα του, γέννησε τόν Μακάριο Προκόπιο. Διότι αὐτό τό ὄνομα πῆρε στό Ἅγιο Βάπτισμα. Αὐτό δέ τό ὅραμα ἔχει τήν ἑξῆς σημασία· Τό ἀρνί σήμαινε τήν καλωσύνη καί τήν πραότητα τοῦ παιδιοῦ. Τό ἀρσενικό, τήν ἀνδρεία. Ἐνῷ τό νά θανατώση τά δύο λιοντάρια μέσῳ τοῦ σταυροῦ, συμβόλιζε, πώς πρόκειτο νά γίνη Μοναχός, νά σηκώση τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν νέκρωσι τῶν παθῶν καί τίς πολλές θλίψεις ἐπάνω στόν ὦμο του. Καί μέ αὐτό νά νικήση καί νά θανατώση τά δύο φοβερά λιοντάρια, δηλαδή τούς δύο μεγάλους ἐχθρούς τοῦ Μοναχοῦ, τόν διάβολο μέ ὅλες του τίς δυνάμεις καί τόν Κόσμο μέ ὅλες του τίς δόξες καί τίς ἀπολαύσεις. Ἡ δέ θημωνιά ἀπό σιτάρι σήμαινε, ὅτι μέσῳ τοῦ διδασκαλικοῦ του λόγου καί τοῦ παραδείγματος τῆς ἀγγελικῆς του ζωῆς, πρόκειτο νά θρέψη πολλές πεινασμένες ψυχές καί πολλούς ἀχυρώδεις καί ἄχρηστους, ἐπρόκειτο νά τούς κάνη ἄξιους, νά κλεισθοῦν μαζί στήν οὐράνια ἀποθήκη καί νά φανοῦν σάν γλυκός ἄρτος στόν Θεό.
Καί ἔγινε χαρά μεγάλη σέ ὅλη τήν Πόλι γιά τήν γέννησι τοῦ παιδιοῦ, ἐπειδή φαινόταν ἀπό μικρό, πώς ἐπρόκειτο νά γίνη μέγας. Ἀφοῦ λοιπόν ἀπογαλακτίσθηκε τό παιδί, παραιτήθηκε καί ὁ Πατέρας του ἀπό τήν Βασιλεία, ὅπως εἴπαμε, καί βασίλευσε ἀντί γι’ αὐτόν ὁ Λέων ὁ Ἀρμένιος, ὁ ὁποῖος, ἐπειδή φοβόταν μήπως καί ὁ Προκόπιος, ὅταν ἔλθη σέ κατάλληλη ἡλικία, θελήση νά πάρη ἀπό αὐτόν τήν Βασιλεία τοῦ Πατέρα του, ἔστειλε καί τόν εὐνούχισαν.
Ὅταν ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν δώδεκα χρόνων, ἐπιδόθηκε ὁλοκληρωτικά στήν μάθησι τῶν Ἱερῶν γραμμάτων. Καί μέ τήν φυσική εὐφυΐα πού εἶχε καί μέ τήν ἐπιμέλεια καί τούς κόπους πού ἔκαμνε στήν σπουδή, ξεπέρασε ὅλους τούς τότε σοφούς, ὅπως τό βεβαιώνουν καί τά συγγράμματά του· ὁ λόγος του γιά τά εἰσόδια τῆς Θεοτόκου καί οἱ κατ’ ἦχον του μέ ὀκτώ Κανόνες πρός Μάρτυρες καί ὁ Ἰαμβικός Κανών πού ἔχει πρός τόν τίμιο Σταυρό. Καί ὅπως τό μαρτυρεῖ καί ὁ Βασιλιάς Ρωμανός στόν ἰδιωτικό χρυσόβουλλό του λόγο, ὀνομάζοντάς τον ὕπατο τῶν Φιλοσόφων. Καί ὅταν ἔφθασε σέ τέτοια τελειότητα, ἔφθασε καί στήν μακάρια θεωρία, ἡ ὁποία προκλήθηκε σ’ αὐτόν ἀπό τήν πρᾶξι τῆς ἀρετῆς, στήν ὁποία ἐργαζόταν ἀπό παιδί. Καί συλλογιζόμενος τήν ματαιότητα τοῦ Κόσμου καί φέρνοντας στόν νοῦ του τό ρητό τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, πού λέει « ἡ ψυχή πού δέν θά ἀπαλλαχθῆ ἀπό τίς Κοσμικές φροντίδες, οὔτε τόν Θεό θά ἀγαπήση γνήσια, οὔτε τόν διάβολο θά ἀποστρέφεται ἄξια», ἀποφάσισε νά ἀναχωρήση. Καί κυρίως, ἐπειδή ὅλοι καθημερινά τόν θαυμαστό Προκόπιο εἶχαν στό στόμα τους. Καί ἄλλος μέν τόν ἐπαινοῦσε γιά τήν ἀγάπη, πού εἶχε πρός ὅλους. Ἄλλος γιά τήν ταπείνωσί του. Ἄλλος γιά τήν σοφία του, ἄλλος γιά τήν ἐγκράτεια, τήν σωφροσύνη, τήν ἐλεημοσύνη, τήν ὑπεροψία τῆς κοσμικῆς δόξας καί φαντασίας. Καί γενικά, ἄλλο δέν ἄκουγες, παρά τόν Προκόπιο νά ἐπαινῆται. Γιά νά ἀποφύγη λοιπόν ὁ Μακάριος τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων, ἀναχώρησε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι, ἀλλάζοντας τήν φορεσιά του καί βάζοντας παλιά ράσα ξεσχισμένα σάν ἕνας ζητιᾶνος καί τρέχει σάν διψασμένο ἐλάφι στό Ἅγιο Ὄρος ἀγνώριστος καί, ἀφοῦ γύρισε ὅλο τό Ὂρος, ἔφθασε στό Μοναστήρι τῆς πανύμνητης Βασίλισσας Πουλχερίας τῆς παρθένου, αὐτό πού τώρα ὀνομάζεται τοῦ Ξηροποτάμου, τό ὁποῖο εἶχαν καταστρέψει πρίν ἀπό λίγο οἱ Ἄραβες πού ἦλθαν λῃστρικά στό Ὄρος. (Οἱ ὁποῖοι καθώς κατέστρεψαν πολλά Μοναστήρια, ἀνέδειξαν πολλούς Μάρτυρες, ὅπως παλιά αὐτούς στό Σινᾶ καί Ραϊθώ). Καί, βλέποντας τήν τοποθεσία ὡραία καί ἡσυχαστική, ἔκανε μία μικρή καλύβα ἐκεῖ στά κατεδαφισμένα τείχη τῆς μονῆς καί κάθισε μόνος του διαλεγόμενος μόνο μέ τόν Θεό. Ἐκεῖ κοντά ἦταν καί ἕνας ἡσυχαστής ἄριστος καί ἐνάρετος, πού ὠνομαζόταν Κοσμᾶς, ἀπό τόν ὁποῖο ἐκάρη Μοναχός, καί μετωνομάσθηκε Παῦλος. Καί ἀπό τότε ἔβαλε τόν ἑαυτό του σέ μεγάλη τάξι καί εὐκοσμία. Νήστευε, προσευχόταν, τό στρῶμα του ἄλλο δέν ἦταν παρά ἡ γῆ καί πέτρα τό προσκέφαλο. Τό ἐργόχειρό του ἦταν κατάνυξι, δάκρυα, ἀγάπη πρός ὅλους καί ἀμέτρητη ταπείνωσι.
Σκέφτηκε ὅμως, ὅτι, γιά νά φθάση ὁ Μοναχός σέ τελειότητα, χρειάζεται νά ἀποκτήση καί τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού λέει ὁ θεῖος Παῦλος, δηλαδή τήν πνευματική ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνη, τήν μακροθυμία, τήν χρηστότητα, τήν ἀγαθοσύνη, τήν πίστι, τήν πραότητα, τήν ἐγκράτεια· ἀφοῦ τά κατώρθωσε ὁ Ὅσιος μέ πολύ κόπο καί ἀγῶνα, ἔγινε γνωστός σέ ὅλους τούς πατέρες καί ὅλοι τόν θαύμαζαν καί τόν ἐπαινοῦσαν. Ὅπως καί ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης τόν ἐπαινεῖ, ὅπως φαίνεται στόν βίο του. Καί παρ’ ὅλο πού ὁ πάνσοφος Παῦλος εἶχε τήν μορφή ἀγράμματου, βάρβαρου καί χωρικοῦ, ἔλαβε ὡστόσο τήν μορφή πόλεως πού βρίσκεται ἐπάνω σέ ὄρος, ἔτσι ὥστε ἔφθασε ἡ φήμη του ἕως καί στόν Πρῶτο. Εἶχε δέ συνήθεια ὁ Ὅσιος Παῦλος καί πήγαινε στήν κελλιακή μονή, τήν ἐπονομαζόμενη τοῦ Πρωτάτου, τρεῖς φορές τόν χρόνο στίς τρεῖς μεγάλες ἑορτές. Καί ὅταν πῆγε κατά τήν συνήθειά του, τόν ρώτησε ἰδιαιτέρως ὁ Πρῶτος, ποιός καί ἀπό ποῦ εἶναι; Στόν ὁποῖο ἀποκρίθηκε μέ γελαστή φωνή καί μέ χαρούμενο πρόσωπο· «Φτωχός καλόγηρος εἶμαι, ὅπως μέ βλέπεις, ἁγιώτατε Πάτερ, ἀπό ἕνα παλιοχώρι πού ὀνομάζεται Ξηροπόταμος», καί ἔτσι πῆρε τήν ἐπωνυμία, νά ἀποκαλῆται Παῦλος ὁ Ξηροποταμηνός. Καί ἀπό αὐτό καί ἡ μονή τῆς Πουλχερίας, πού ἀνακαινίσθηκε ἀπό αὐτόν, ὀνομάζεται τοῦ Ξηροποτάμου, ἡ ὁποία ἀνακαινίσθηκε μέ τόν ἑξῆς τρόπο·
Ὅταν βασίλευσε ὁ πανύμνητος Βασιλιάς Ρωμανός ὁ γέρων, ἐπειδή ἦταν συγγενής τοῦ Ἁγίου, πραγματοποίησε μεγάλη ἔρευνα, γιά νά τόν βρῆ, καί, ἀφοῦ ἔστειλε βασιλικούς ἀνθρώπους, γιά νά ἐρευνήσουν παντοῦ, τόν βρῆκαν στό Ἅγιο Ὄρος καί μέ μεγάλη παράκλησι καί πίεσι, ἀκόμη καί μέ προτροπή τοῦ Πρώτου, πείσθηκε καί πῆγε στήν Κωνσταντινούπολι. Καί ποιός μπορεῖ νά περιγράψη τήν χαρά πού ἔλαβαν οἱ συγγενεῖς του καί ὅλη ἡ πόλι, βλέποντας ἄγγελο μέ σῶμα καί λόγο διδασκαλικό! Ἔπεσαν τά βασιλικά σημεῖα καί οἱ ἄρχοντες καί προσκυνοῦσαν τόν φτωχό ἐκεῖνον, πού δέν εἶχε τίποτε ἄλλο, παρά τά παλιά ράσα καί τόν Σταυρό. Τέτοιο ἀξιοθαύμαστο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀρετή καί τέτοιους κάνει τούς ἐργάτες της. Καί ἔτυχε τότε καί ὁ Βασιλιάς Ρωμανός ἦταν κατάκοιτος μέ θανατηφόρα ἀσθένεια καί, ἀμέσως μόλις πῆγε ὁ Ὅσιος καί ἔβαλε τά χέρια του ἐπάνω του, ὤ τοῦ θαύματος!, ἔγινε ὑγιής ὁ Βασιλιάς, ὅπως ὁ ἴδιος τό γράφει στό Χρυσόβουλο. Αὐτό δόξασε περισσότερο τόν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἀπό τίς πολλές παρακλήσεις τοῦ Βασιλιᾶ, ἔμεινε στήν Κωνσταντινούπολι, μέ τίς ἴδιες μοναχικές τάξεις, καί τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες του καί ἐκπαίδευε τά παιδιά τοῦ Βασιλιᾶ. Καί ὅταν πέρασε ὁ καιρός πού ἔκρινε νά καθίση ἐκεῖ, πῆγε στόν Βασιλιά καί τοῦ λέει· «Ὅπως, Βασιλιά, τό ψάρι, ὅταν βγῆ ἀπό τό νερό, δέν μπορεῖ πλέον νά ζῆ, ἔτσι καί ὁ Μοναχός, πού θά βγῆ ἀπό τήν καλύβα του, δέν ὑπάρχει τρόπος νά μένη ζωντανός στήν ἄσκησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό σᾶς ἀφήνω τήν ὑγεία καί πηγαίνω στήν καλύβα μου, γιά νά συνευρίσκωμαι πάντοτε μέ τόν Βασιλιά μου Θεό».
Ὅταν τό ἄκουσε αὐτό ὁ Βασιλιάς, λυπήθηκε πολύ, ὅμως δέν μποροῦσε νά τόν ἐμποδίση, ἐπειδή τοῦ εἶχε μεγάλη εὐλάβεια. Τοῦ λέει ὅμως· «Ἐπιθυμοῦσα, Πάτερ Ἅγιε, νά μή χωρίσουμε ποτέ, ὅσο ζῶ, γιά νά σέ ἔχω παρηγοριά καί δάσκαλο γιά τήν σωτηρία μου, ὡστόσο δέν μπορῶ νά σέ ἐμποδίσω. Μόνο, σέ παρακαλῶ, νά πάρης, ὅσα πλούτη θέλεις, γιά νά τά μοιράσης γιά τήν ψυχή μου». Καί τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος· «Ἐγώ οὔτε πλούτη χρειάζομαι, οὔτε νά μοιράζω ξέρω. Ἔχεις ἐδῶ πολλούς φτωχούς καί μοίραζε ὅσα θέλεις. Αὐτό μόνο σοῦ λέω· Ἐάν ἀγαπᾶς, νά ἀνακαινίσης τό Μοναστήρι τῆς πανύμνητης Βασίλισσας Πουλχερίας, πού εἶναι κατεδαφισμένο γιά νά εἶναι ἡ μνήμη σου αἰώνια». Ὁ βασιλιάς ἀποδέχθηκε τόν λόγο τοῦ Ὁσίου μέ μεγάλη χαρά καί ἔστειλε ἀμέσως ἀνθρώπους Βασιλικούς μέ ἔξοδα, καί ἔχτισε ἀπό τά θεμέλια τήν ἱερά Μονή μέ κάλλος ἀσύγκριτο. Ἔπειτα ἔστειλε καί τόν ἴδιο του τόν υἱό τόν Θεοφύλακτο, πού ἦταν τότε Πατριάρχης καί ἐγκαινίασε τήν Ἐκκλησία. Καί ὅταν ὁ Ἅγιος Παῦλος ἤθελε νά φύγη ἀπό τήν πόλι, τόν πῆρε ὁ Βασιλιάς μέσα στό θησαυροφυλάκιο.
Εἶναι σωστό νά μεταφέρω στό μέσο τίς ἴδιες λέξεις τοῦ Βασιλιᾶ, ὅπως εἶναι γραμμένες μέσα στό Χρυσόβουλό του· «Εἰσῆλθα μέ κάποιους ἀπό τήν Σύγκλητο στό θησαυροφυλάκιο τῆς Βασιλείας μου καί, ἀφοῦ βρῆκα τό τίμιο ξύλο τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τό μέγιστο ὅλων καί ἄξιο θαύματος, (διότι φέρει ἀκόμη ἐπάνω του τά ἀναμνηστικά τοῦ δεσποτικοῦ πάθους· μία τρύπα ἀπό τά καρφιά, ἀπό τά ὁποῖα ἡ θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου μου καταπληγώθηκε καί ὁ ἐξαγνισμός τῶν ἁμαρτιῶν μας, δηλαδή ἡ πηγή τοῦ παναγίου αἵματος, στέρεψε. Μέ ὕψος, μαζί μέ τούς ἐγκάρσιους καί τόν ἱστό, περίπου ἕναν πῆχυ καί μιά παλάμη, μέ πλάτος περίπου δύο δακτύλους καί βάθος περίπου ἕναν δάκτυλο καί μέ συνολικό βάρος περίπου ἑκατό δραχμές[80]). Καί ἀφοῦ πῆρα στά χέρια μου αὐτόν τόν Ἅγιο θησαυρό, τήν φρικτή σημαία τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ, τό σημάδι τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐμφανίσθηκε στόν οὐρανό, αὐτοῦ πού στό μέλλον θά κρίνη ζωντανούς καί νεκρούς, αὐτό λοιπόν τό θεϊκότατο ὄργανο τῆς σωτηρίας μας, τό ἀπέθεσα μέ εὐλάβεια στά Ἅγια χέρια τοῦ ὁσιωτάτου Παύλου τοῦ Ξηροποταμηνοῦ, ἔτσι ὥστε, μέχρι νά ἔλθη ὁ Κύριος, νά ἀποτελέση ἀναφαίρετο ἀνάθημα στήν προαναφερθεῖσα σεβασμιωτάτη μονή τῆς Βασιλείας μου καί τό ἐφωδιάσαμε μέ Ἐκκλησιαστική καί στρατιωτική προπομπή, γιά νά τό ἀποθέσουν στό Ἅγιο βῆμα τῆς Μονῆς γιά ἁγιασμό καί στήριγμα τῆς αὐτοκρατορικῆς μας μονῆς».
Ἀφοῦ λοιπόν πῆρε τό Τίμιο Ξύλο ὁ Μακάριος Παῦλος, ἦλθε στό Ἅγιο Ὄρος καί μετά τήν τέλεια ἀνακαίνισι τῆς Μονῆς καί τόν ἐγκαινιασμό τοῦ Πατριάρχου, ἀπόθεσε τό τίμιο ξύλο στό Ἅγιο βῆμα, σύμφωνα μέ τήν Βασιλική προσταγή. Ἀλλά ἐπειδή ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἐξαπλώθηκε σέ ὅλη τήν γῆ, συγκεντρώθηκαν πάμπολλα πλήθη Μοναχῶν, πού ἀσκοῦσαν τήν ἀρετή. Ἐπειδή ὅμως ὁ Ὅσιος ἀπόφευγε τήν ταραχή, ἄφησε τήν μονή νά ἐπιστατῆται ἀπό ἕναν ἄλλο ἐνάρετο ἀδελφό, καί αὐτός, ἀφοῦ ἀναχώρησε, πῆγε στούς πρόποδες τοῦ Ἄθωνος καί περνοῦσε τήν ζωή του ἡσυχαστικά. Ὅμως πῆγαν καί ἐκεῖ πολλοί καί τόν βρῆκαν καί ἔγινε ἡ ἔρημος σάν μιά πόλι. Διότι οἱ μαθητές, πού πῆγαν ἐκεῖ, ἦταν ἑξῆντα. Καί φοβούμενος μήν τύχη καί τούς σκλαβώσουν, ἤ τούς θανατώσουν οἱ Ἄραβες, πού πήγαιναν συχνά στό Ἅγιο Ὄρος καί λήστευαν, πάλι μέ τήν μεσολάβησι τῶν εὐσεβῶν Βασιλέων ἔκτισε καί ἄλλο Μοναστῆρι πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τό ὁποῖο ἕως καί σήμερα σῴζει τήν ἐπωνυμία τοῦ Ὁσίου, καθώς λέγεται Ἅγιος Παῦλος.
Ὡστόσο, ὅταν τελείωσε τό Μοναστήρι, ἦταν πολύ γέρος καί ἦταν ἀναγκαῖο νά προστεθῆ στούς Πατέρες του, πρόβλεψε μέσῳ θείας ἀποκαλύψεως τήν ὥρα τοῦ θανάτου του καί, ἀφοῦ προσκάλεσε ὅλους του τούς μαθητές καί τῆς μονῆς τοῦ Ξηροποτάμου καί τῆς νέας καί, ἀφοῦ ἄνοιξε τό Ἅγιό του στόμα, τούς δίδαξε πολλά ψυχωφελῆ, λέγοντας καί αὐτό· «Παιδιά μου, μετά ἀπό δύο ἡμέρες θά ἐξέλθω ἀπό τό ἀξιοθρήνητο σῶμα μου. Γνωρίζετε βέβαια πῶς ἐγώ πολιτεύτηκα στόν Ἅγιο αὐτό τόπο καί πῶς διεφύλαξα ὅλες τίς ἐντολές τῶν Πατέρων μου ἀπό τήν νεότητά μου. Ἔτσι σᾶς παρακαλῶ καί ἐσᾶς, ἀγαπητοί μου, νά τίς διαφυλάξετε καί ἐσεῖς μέχρις αἵματος. Ἐγώ τήν ἐποχή τῆς νεότητάς μου, ὅταν ἦταν ἡ αἵρεσι τῶν εἰκονομάχων, τόσο πολύ ἀγωνίσθηκα, ὥστε ἤμουν ἕτοιμος νά χύσω τό αἷμα μου γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί πολλά ξυλοκοπήματα καί πληγές ὑπέμεινα, ὥσπου ἐξαφάνισα τήν μιαρή αἵρεσι τῶν εἰκονομάχων μέ ἔγγραφες ἀποδείξεις καί πατρικές Μαρτυρίες. Καί αὐτά σᾶς τά λέω, ὄχι ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀλλά γιά νά ὑποφέρετε κάθε πειρασμό καί θλῖψι μεγαλόψυχα, προσμένοντας τά στέφανα ἀπό τόν Θεό».
Ὅταν τά ἄκουσαν οἱ ἀδελφοί αὐτά, θρήνησαν πικρά καί μέ δάκρυα στά μάτια εἶπαν· «Πάτερ, μή μᾶς ἀφήσης ὀρφανούς καί ἔρημους ἀπό τίς πνευματικές σου διδαχές. Ἐμεῖς ἀπό τήν ἀγάπη, πού εἴχαμε πρός τήν ἁγιοσύνη σου, νομίζαμε, πώς δέν θά πεθάνης ποτέ, καί τώρα, ἀκούγοντας αὐτά τά πικρά λόγια, θλίβεται ἔντονα ἡ καρδιά μας, ἐπειδή σέ εἴχαμε παρηγοριά στίς θλίψεις μας καί βοηθό στούς πειρασμούς μας, καθώς ἐσένα γνωρίζαμε ὡς Πατέρα καί Μητέρα καί ἀδελφό». Αὐτά καί περισσότερα ἀπό αὐτά ὅταν ἄκουσε ὁ Ὅσιος, δάκρυσε, (ἐπειδή ἦταν εὐσυγκίνητος καί εἶχε τήν χάρι τῶν δακρύων σέ ὅλη του τήν ζωή. Καί μία φορά πού τόν ρώτησε ἕνας ἀδελφός· «Τί νά κάνω Πάτερ, γιά νά ἀποκτήσω τό δάκρυ τῆς κατανύξεως;». Τοῦ εἶπε· «Ἔχε πάντοτε τόν νοῦ σου στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ καί στίς ἁμαρτίες σου καί δέν θά λείψουν ἀπό σένα τά δάκρυα»). Καί, ἀφοῦ δάκρυσε ὅπως εἴπαμε, εἶπε πρός τούς παρευρισκομένους· «Μήν κλαῖτε, ἀδελφοί, ἀλλά συγχωρῆστε με, ἐπειδή ἔφθασε ὁ καιρός, τόν ὁποῖο πάντοτε, ἡ μέν ψυχή μου ἐπιθυμοῦσε, ἡ σάρκα μου ὡστόσο φοβόταν».
Καί ἀφοῦ σηκώθηκε φόρεσε τόν συνακτικό του μανδύα καί, ἀφοῦ ἔκανε ἀρκετή προσευχή, μετάλαβε τά ἄχραντα Μυστήρια καί ἀμέσως ἔλαμψε τό πρόσωπό του, ὅπως ὁ ἥλιος, ἔτσι ὥστε αὐτοί, πού βρίσκονταν ἐκεῖ ἔπεσαν κάτω, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά βλέπουν τόση λάμψι, πού ἄστραφτε στό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου. Ἀφοῦ λοιπόν μετάλαβε, κάθισε μεταλλαγμένος μέ τήν καλή ἔννοια καί, λέγοντας τήν συνήθη εὐχή, πού πάντοτε ἔλεγε, δηλαδή τό· «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, Τριάς Ἁγία δόξα σοι», ἄρχισε πάλι νά τούς λέη πολλές συμβουλές. Ἰδιαιτέρως βέβαια, εἶπε· «Νά ἔχετε, παιδιά μου καί ἀδελφοί, τήν ἀγάπη, τήν προσευχή, τήν ταπείνωσι καί τήν ὑπακοή. Διότι ὅποιος Μοναχός δέν ἔχει αὐτές τίς ἀρετές, δέν πρέπει νά λέγεται Μοναχός, ἀλλά κοσμικός». Καί ὅταν τελείωσε αὐτά, εἶπε· «Ἀλλοίμονο σ’ ἐκεῖνον τόν Μοναχό, πού ἔχει συναναστροφές μέ τούς ἀγένειους, διότι, αὐτός δέν θά δῆ ποτέ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ». Καί τότε ἀφοῦ ἅπλωσε τά πόδια καί ἔδωσε τήν σωστή στάσι στόν ἑαυτό του καί ὕψωσε τά χέρια καί τά μάτια πρός τόν οὐρανό, ἄφησε στά χέρια τοῦ Θεοῦ τήν μακαρία του ψυχή, στίς 28 Ἰουλίου.
Οἱ δέ Μοναχοί της Ἱερᾶς Μονῆς, ἀφοῦ ἑτοίμασαν τό πλοῖο καί κατέβασαν στόν γιαλό τό ἱερό του λείψανο μέ ὕμνους καί ᾠδές πνευματικές, τό ἔβαλαν στό πλοῖο, γιά νά τό πᾶνε στόν Λογκό νά τό ἐνταφιάσουν, ὅπως τούς παράγγειλε ὁ Ἅγιος. Καί ἦταν τότε ἀπόγευμα καί ἐνῷ ἀρμένιζε τό πλοῖο τήν νύχτα γιά τόν Λογκό, τό πρωί, (ὤ τῶν θαυμάτων σου Χριστέ Βασιλιά!), βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολι. Καί ὅταν τό πληροφορήθηκε αὐτό ὁ Βασιλιάς καί ἡ Σύγκλητος καί ὁ Πατριάρχης καί ὅλος ὁ κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ φόρεσαν τήν Ἱερατική στολή καί ἄναψαν φῶτα μέ θυμιάματα, σήκωσαν τό Ἅγιο λείψανο τοῦ Ὁσίου μέ ὕμνους καί ψαλμῳδίες καί τό ἀπόθεσαν στήν μεγάλη Ἐκκλησία καί τό ἀσπάζονταν μέ μεγάλη εὐ-
λάβεια καί εὐχαριστοῦσαν τόν Κύριο, πού τούς πλούτισε μέ τέτοιο θησαυρό. Οἱ δέ μαθητές τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἀσπάσθηκαν τό Ἅγιο λείψανο καί ἐπικαλέσθηκαν τίς εὐχές τοῦ Ὁσίου, ἀγόρασαν ζεστά ψωμιά, μπῆκαν στό πλοῖο καί ἀρμενίζοντας στήν θάλασσα συνωμιλοῦσαν γιά τόν Ἅγιο. Ἀλλά, τί θαυμαστά πού εἶναι τά ἔργα σου, Κύριε! σέ λίγο βρέθηκαν μπροστά στόν Ἀρσανᾶ τοῦ Μοναστηριοῦ τους. Καί ἀφοῦ πῆγαν στήν ἱερά Μονή, διηγοῦνταν στούς Πατέρες ὅσα εἶχαν γίνει, δείχνοντας καί τά ψωμιά, πού ἦταν ἀκόμη ζεστά. Αὐτοί ὅταν τά ἄκουσαν αὐτά ἔμειναν ἔκπληκτοι, θαυμάζοντας τήν μεγάλη παρρησία, πού εἶχε ὁ πανύμνητος Παῦλος πρός τόν Θεό. Στόν ὁποῖο ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνησις τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[80] (Σ. σ. Δραχμή: Μονάδα βάρους. Μία δραχμή ἰσοδυναμεῖ μέ 4,3 γραμμάρια. Ἑπομένως οἱ ἑκατό δραχμές ἰσοδυναμοῦν μέ 430 γραμμάρια βάρους)