* Στήν τοποθεσία τῆς Γαλατίας, πού εἶναι στήν Παφλαγονία, ἦταν ἕνας γεωργός, Μέτριος λεγόμενος, ζῶντας μέ αὐτάρκεια τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Αὐτός λοιπόν βλέποντας τόν γείτονά του, πώς εἶχε παιδιά ἀρσενικά, τά ὁποῖα φρόντιζε νά τά εὐνουχίση καί νά τά στείλη στήν Κωνσταντινούπολι, γιά νά γίνουν εὐνοῦχοι καί ἀξιωματικοί κοντά στούς κατά καιρό βασιλεῖς· αὐτό, λέω, βλέποντας ὁ Ἅγιος αὐτός, πληγώθηκε ἀπό τόν παρόμοιο ἐκείνου ζῆλο. Ὁπότε παρακάλεσε τόν Κύριο, λέγοντας· «Κύριε, ἄν καί ἐγώ ὁ δοῦλος σου εἶμαι ἄξιος, χάρισε καί σ’ ἐμένα παιδί ἀρσενικό, γιά νά τό ἔχω καί ἐγώ στήριγμα καί βακτηρία τοῦ γηρατειοῦ μου καί γιά νά δοξάσω τό ὄνομά σου τό Ἅγιο». Ἀφοῦ λοιπόν προσευχήθηκε αὐτά, ἔφθασε καί ἡ ἐτήσια γινόμενη πανήγυρι στήν Παφλαγονία. Τότε, ἀφοῦ ἔβαλε στό ἁμάξι του, ὅσα ἦταν ἀναγκαῖα, πῆγε στό πανηγύρι καί, ἄλλα πράγματα πουλῶντας τα, ἄλλα πάλι ἀλλάζοντας, βγῆκε ἀπό τό πανηγύρι καί πῆγε σέ ἕνα λιβάδι, ὅπου ὑπῆρχε νερό καί ἐκεῖ ἀνέπαυσε τά βόδια του. Βλέποντας στήν γῆ βρίσκει ἕνα πουγκί παλιό ριγμένο, τό ὁποῖο εἶχε μέσα χίλια πεντακόσια φλωριά καί παίρνοντάς το, τό ἔβαλε ἔτσι καθώς ἦταν σφραγισμένο ἐπάνω στό ἁμάξι καί πήγαινε στόν δρόμο του. Ὅταν λοιπόν ἔφθασε στό σπίτι του, ἀπόθεσε τό πουγκί σέ μέρος ἀσφαλισμένο, χωρίς νά ἐμπιστευθῆ νά πῆ γι’ αὐτό σέ κανένα καί χωρίς νά τό ἀνοίξη οὔτε αὐτός ὁ ἴδιος καί νά δῆ τί καί πόσα ἔχει μέσα. Γι’ αὐτό, ἄν κανείς ἤθελε νά ὀνομάση τόν γεωργό ἐκεῖνο Ἄγγελο καί ἀπαθῆ ἤ κάποιον ἄλλον ἀπό τούς Ἁγίους καί ἀπό αὐτούς πού πλησιάζουν τόν Θεό, βέβαια δέν θά ἦταν ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια.
Ἀφοῦ πέρασε ὁλόκληρος χρόνος καί ἔφθασε πάλι τό συνηθισμένο πανηγύρι, πῆρε πάλι ὁ γεωργός τό ἁμάξι του φορτωμένο κατά τήν συνήθεια. Παρόμοια, παίρνοντας καί τό πουγκί, ἔτσι ὅπως ἦταν βουλωμένο, πῆγε στό πανηγύρι. Μπαίνοντας λοιπόν μέ γρηγοράδα στό πανηγύρι, πούλησε καί ἄλλαξε ἐκεῖνα, πού εἶχε, κατά τήν συνήθεια καί, παίρνοντας ὅσα ἦταν ἀναγκαῖα καί χρειώδη γιά τό σπίτι του, βγῆκε ἔξω ἀπό τό πανηγύρι πρίν ἀπό ὅλους καί, ἀφοῦ κάθισε στό ἴδιο λιβάδι, σκεπτόταν τούς ἀνθρώπους, πού περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ. Τότε ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχασε τά φλουριά, ἦλθε στόν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ξέχασε τό πουγκί, καί βλέποντας τόν γεωργό, ἀναστέναζε μέσα ἀπό τήν καρδιά του. Ὁ δέ γεωργός τοῦ εἶπε· «Ποιός εἶσαι ἐσύ, κύριε, ἀδελφέ μου; καί τί εἶναι τό αἴτιο, γιά τό ὁποῖο πονεῖς καί ἀναστενάζεις;». Καί ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν πόνο τῆς καρδιᾶς του δέν μποροῦσε νά μιλήση. Πιέζοντάς τον ὅμως ὁ γεωργός, μόλις καί μετά βίας τόν ἔπεισε νά τοῦ πῆ· «Τί ὄφελος βγαίνει, ἀδελφέ μου, ἐάν σοῦ πῶ τόν πόνο μου;». Ἀποκρίθηκε ὁ γεωργός· «Πές, διότι ἴσως καί ἐγώ νά σέ ὠφελήσω, ἔστω καί μέ ἁπλό λόγο». Τότε πάλι ἀπό τό βάθος, ἀφοῦ ἀναστέναξε ἐκεῖνος, πού ἔχασε τά φλουριά, λέει στόν γεωργό· «Ἐγώ, ἀδελφέ μου, ἔγινα δόκιμος καί ἱκανός πραγματευτής, καί εἶχα χίλια φλουριά καί ἀφοῦ πῆρα καί χρήματα, ἔκανα πραγματεία μεγάλη. Πέρυσι λοιπόν ἦλθα στό πανηγύρι, καί ἀφοῦ πούλησα ὅ,τι πράγματα εἶχα, ἔβαλα μέσα σέ ἕνα σίγουρο πουγκί χίλια πεντακόσια φλουριά καί, ἀφοῦ ἔδεσα τό πουγκί μέ ἀσφάλεια μέ σχοινί μεταξωτό, βγῆκα ἀπό τό πανηγύρι καί, ἀφοῦ ἦλθα στό λιβάδι αὐτό, ἐδῶ ἔχασα τό πουγκί μέ τά χρήματα. Ἔτσι ἀπό τόν πολύ πλοῦτο, πού εἶχα, κατάντησα τώρα ὁ δυστυχής σέ ἔσχατη πτωχεία. Σύ δέ, ἀδελφέ μου, πτωχός ὄντας καί παλιόρουχα φορῶντας, σέ τί μπορεῖς σ’ αὐτό νά μέ βοηθήσης;».
Τότε ὁ γεωργός, ἀφοῦ σκέφθηκε ἀπό τά λόγιά του, ὅτι αὐτός εἶναι πράγματι ἐκεῖνος πού ἔχασε τό χρυσό, πῆρε τό πουγκί ἀπό τό ἁμάξι, καί τό ἔδειξε σ’ ἐκεῖνον, λέγοντας· «Αὐτό εἶναι τό πουγκί, πού ἔχασες;», Ὁ πραγματευτής βλέποντας ξαφνικά τό πουγκί, καί μάλιστα νά παραδίνεται ἀπό ἕναν τέτοιον φτωχό ἄνθρωπο, ἀπό τήν πολλή του χαρά, ἔπεσε κάτω καί ἔμεινε σάν νεκρός. Ὁ γεωργός, παίρνοντας νερό ἀπό τήν ἐκεῖ βρύσι, ἔχυσε στό πρόσωπό του καί μετά ἀπό λίγο, ἀφοῦ τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι, τόν σήκωσε ἐπάνω καί τοῦ λέει· «Πές, ἀδελφέ, ἀληθινά τό πουγκί αὐτό εἶναι δικό σου». Ὁ πραγματευτής τότε δάκρυα ἔχοντας στούς ὀφθαλμούς, ἔπεσε στά πόδια τοῦ γεωργοῦ, λέγοντας· «Ναί, Ἄγγελε τοῦ Θεοῦ, δικό μου εἶναι καί ὄχι κάποιου ἄλλου. Βλέπω ὅμως ὅτι δέν τό ἄνοιξες, ἀλλά ὅπως τό εἶχα ἐγώ βουλλωμένο, ἔτσι τό φύλαξες». Καί ὁ γεωργός τοῦ λέει· «Ἄνοιξέ το μπροστά μου, κύριέ μου, καί ἐάν ἔχη τόσα φλουριά, ὅσα λές, πιστεύω ἀναμφίβολα, ὅτι εἶναι δικό σου». Τότε, ἀφοῦ κάθισαν καί οἱ δύο, τό ἄνοιξαν καί, ἀφοῦ μέτρησαν τά χρήματα, τά βρῆκαν αὐτά σωστά χίλια πεντακόσια φλουριά. Πολύ λοιπόν βίασε ὁ πραγματευτής τόν γεωργό, νά πάρη ἀπό αὐτά, τά πεντακόσια φλουριά, ἀλλά
δέν μπόρεσε νά τόν καταπείση. Στήν συνέχεια καί μέ ὅρκους ἀκόμη φρικτούς τόν ὥρκισε ὁ πραγματευτής, τουλάχιστον κάτι τι νά πάρη, ἐκεῖνος ὅμως ὁ εὐλογημένος δέν πῆρε οὔτε ὀβολό.
Σηκώθηκαν λοιπόν καί οἱ δύο ἀπό ἐκεῖ καί, ἀφοῦ εὐχαρίστησαν τόν Θεό καί ἀποχαιρέτισε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, πῆγαν ὁ καθένας στόν οἶκο του μέ χαρά καί ἀγαλλίασι. Τήν νύκτα λοιπόν ἐκείνη, ἀφοῦ ἔπεσε ὁ γεωργός στήν μικρή του κλίνη, ἀποκοιμήθηκε καί, νά, τοῦ ἐμφανίσθηκε ἕνας Ἄγγελος λαμπροφανής καί τοῦ λέει· «Ἐπειδή ἐσύ ἔτσι ἔκανες, γι’ αὐτό, νά, ὁ Θεός σοῦ χάρισε ἀγόρι καί θά κάνης σ’ αὐτό ἐκεῖνο, πού θέλεις. Αὐτό, ἀφοῦ ἀπογαλακτισθῆ καί μπῆ μέσα στήν Κωνσταντινούπολι, θά δοξασθῆ στήν γῆ καί θά γεμίση ὅλο τό γένος σου ἀπό κάθε ἀγαθό».
Ἀφοῦ λοιπόν ξύπνησε ὁ γεωργός, δόξασε τόν Θεό. Δέν πέρασε καιρός πολύς ἐν τῷ μεταξύ καί γέννησε ἡ γυναίκα τοῦ γεωργοῦ ἀγόρι. Καί τότε πάλι τοῦ ἐμφανίσθηκε Ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ λέει· «Κωνσταντῖνος θά ὀνομασθῆ τό παιδί σου». Ἀφοῦ λοιπόν ἔτσι ὠνομάσθηκε τό παιδί στό Ἅγιο Βάπτισμα καί ἀπογαλακτίσθηκε καί, ἀφοῦ ἔμαθε λίγα ἱερά γράμματα, τότε πῆγε στήν Κωνσταντινούπολι.
Τό πῆρε λοιπόν ἡ βασίλισσα καί τό οἰκειοποίησε στόν βασιλιά Λέοντα τόν Σοφό, τόν υἱό τοῦ Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα. Αὐτός τόσο πολύ δόξασε καί ὕψωσε τό παιδί, ὥστε τό ἀνέδειξε καί πατρίκιο καί παρακοιμώμενο. Ἔτσι ἀπό αὐτό γέμισαν ἀπό κάθε ἀγαθό οἱ γονεῖς του καί ὅλο τό γένος του[1].
[1] Αὐτόν τόν εὐλογημένο καί χαριτωμένο Μέτριο πρέπει νά μιμοῦνται καί οἱ τωρινοί Χριστιανοί, γιά νά ἐπιτύχουν καί τήν ἴδια εὐτυχία μέ αὐτόν. Ἔτσι, ὅταν βρίσκουν κανένα πρᾶγμα χαμένο, ἄς μή τό κατακρατοῦν, διότι ὡς κλοπή λογίζεται, καί μάλιστα ὅταν γνωρίζουν, τίνος εἶναι τό πρᾶγμα ἐκεῖνο. Ἀλλά ἄς τό ἀνακοινώνουν καί, ὅταν βρεθῆ ἐκεῖνος πού τό ἔχει, ἄς τό δίνουν χωρίς νά ζητοῦν ἀμοιβή. Διότι ἔτσι πρέπει νά κάμνουν οἱ Χριστιανοί, σύμφωνα μέ τόν ια΄ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Νεοκαισαρείας, πού λέει· «Ἐκεῖνοι πού ἐκπληρώνουν τήν ἐντολή, πρέπει νά τήν ἐκπληρώνουν χωρίς ὁποιαδήποτε αἰσχροκέρδεια, οὔτε μέ μήνυτρα ἤ σῶστρα ἤ εὕρητρα ἤ μέ ὁποιοδήποτε ὄνομα τά ὀνομάζουν αὐτά, ἀπαιτῶντας».