17 ΙΟΥΛΙΟΥ ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ


Αὐ­τή κα­τα­γό­ταν ἀ­πό ἕ­να χω­ριό τῆς Πισ­σι­δεί­ας, ἦ­ταν θυ­γα­τέ­ρα μο­νο­γε­νής κά­ποι­ου Αἰ­δε­σί­ου, ἱ­ε­ρέ­α τῶν εἰ­δώ­λων, στά χρό­νια τοῦ Κλαυ­δί­ου Καί­σα­ρα, κα­τά τό ἔ­τος 270. Ὅ­ταν λοι­πόν ἔ­γι­νε δώ­δε­κα ἐ­τῶν, πέ­θα­νε ἡ μη­τέ­ρα της. Ἔ­τσι πα­ρα­δό­θη­κε ἡ Ἁ­γί­α ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα της σέ μί­α γυ­ναῖ­κα καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε τόν Θε­όν νά τήν ἀ­ξι­ώ­ση τῆς πί­στε­ως τῶν Χρι­στια­νῶν, τήν ὁ­ποί­α δι­δα­σκό­ταν ἀ­πό με­ρι­κούς Χρι­στια­νούς, ­πού βρί­σκον­ταν στό χω­ριό πού ἀ­να­φέ­ρθη­κε.

Ὅ­ταν δέ ἔ­γι­νε δε­κα­πέν­τε ἐ­τῶν, τό­τε πό­θη­σε ἡ Ἁ­γί­α νά μαρ­τυ­ρή­ση γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ­πό­τε, ὅ­ταν ἔ­μα­θε γι’ αὐ­τήν ὁ ἡ­γε­μό­νας Ὀ­λύμ­βριος, ἔ­στει­λε ἀν­θρώ­πους καί τήν συ­νέ­λα­βε καί τήν ἔ­βα­λε σέ φυ­λα­κή. Ἀ­φοῦ λοι­πόν πέ­ρα­σαν με­ρι­κές ἡ­μέ­ρες, τήν ἔ­βγα­λε ἀ­πό τήν φυ­λα­κή καί τήν πα­ρου­σί­α­σε στό κρι­τή­ριό του. Βλέ­πον­τάς την ὅ­μως, ὅ­λος ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος γι­ά τήν ὡ­ραι­ό­τη­τά της. Καί ἀ­φοῦ ρω­τή­θη­κε ἀ­πό αὐ­τόν, πῶς ὀ­νο­μά­ζε­ται καί ποι­ά τύ­χη καί κα­τά­στα­σι ἔ­χει, ἀ­πο­κρί­θη­κε ἡ Ἁ­γί­α· «Μα­ρί­να ὀ­νο­μά­ζο­μαι, τῆς Πισ­σι­δεί­ας εἶ­μαι γέν­νη­μα καί θρέμ­μα καί τό τοῦ Κυ­ρί­ου μου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πι­κα­λοῦ­μαι ὄ­νο­μα». Τό­τε, ἐ­πει­δή δέν δέ­χθη­κε νά ἀρ­νη­θῆ τόν Χρι­στό, πρό­στα­ξε ὁ ἡ­γε­μό­νας νά ἁ­πλω­θῆ κα­τά γῆς καί νά κα­τα­ξε­σχι­σθῆ ἄ­σπλαγ­χνα μέ ρα­βδιά. Ὅ­ταν λοι­πόν ἔ­γι­νε αὐ­τό, ἡ γῆ κοκ­κί­νι­σε ἀ­πό τό πο­λύ αἷ­μα ­πού ἔ­τρε­ξε. Ἔ­πει­τα πρό­στα­ξε νά κρε­μα­σθῆ ἡ Ἁ­γί­α καί νά ξε­σχί­ζε­ται τό σῶ­μα της γιά πολ­λή ὥ­ρα καί κα­τό­πιν τήν ἔ­βα­λε στήν φυ­λα­κή. Ἔ­γι­νε ὅ­μως ἐ­κεῖ σει­σμός με­γά­λος, ὥ­στε σεί­σθη­κε ἡ φυ­λα­κή, καί, νά, βγῆ­κε ἀ­πό ἕ­να μέ­ρος τῆς φυ­λα­κῆς ἕ­νας δρά­κον­τας, ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­ρό­με­νος στήν γῆ, ἔ­κα­μνε ἕ­να φο­βε­ρό θό­ρυ­βο καί φά­νη­κε, ὅ­τι ἔ­χυ­σε φω­τιά γύ­ρω ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ἡ Ἁ­γί­α φο­βή­θη­κε πο­λύ καί τρό­μα­ξε ἀ­πό τήν θέ­α αὐ­τή, προ­σευ­χό­ταν στόν Θε­ό. Ὁ­πό­τε ὁ φο­βε­ρός ἐ­κεῖ­νος δρά­κον­τας, ἀ­φοῦ με­τα­βλή­θη­κε, φαι­νό­ταν ­σάν ἕ­νας μαῦ­ρος σκύ­λος. Ἡ δέ Μάρ­τυ­ρας, ἀ­φοῦ τόν ἅρ­πα­ξε ἀ­πό τίς τρί­χες καί ἀ­φοῦ βρῆ­κε ἕ­να σφυ­ρί ριγ­μέ­νο, τόν ἔ­δει­ρε στήν κε­φα­λή καί στήν ρά­χη καί τόν τα­πεί­νω­σε ἐν­τε­λῶ­ς[1]. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά φέρ­θη­κε ἡ Ἁ­γί­α σέ δεύ­τε­ρη ἐ­ξέ­τα­σι καί μέ­νον­τας στα­θε­ρή στήν τοῦ Χρι­στοῦ πί­στι, καί­γε­ται μέ ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες καί το­πο­θε­τεῖ­ται κα­τα­κέ­φα­λα μέ­σα σέ ἕ­να δο­χεῖ­ο γε­μᾶ­το ἀ­πό νε­ρό. Μέ­νον­τας ὅ­μως ἀ­βλα­βής, ἕλ­κυ­σε στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ πολ­λούς ἄ­πι­στους, πού ἀ­πο­κε­φα­λί­σθη­καν καί ἔ­λα­βαν τούς στε­φά­νους τῆς ἀ­θλή­σε­ως. Ὁ­πό­τε, ἐπειδή θύ­μω­σε ὁ ἡ­γε­μό­νας, ἀ­πέ­κο­ψε τήν ἁ­γί­α της κε­φα­λή. Τε­λεῖ­ται δέ ἡ Σύ­να­ξί της μέ­σα στόν Ἅ­γιο Μη­νᾶ. (Τόν ἀ­να­λυ­τι­κό της Βί­ο βλέ­πε στήν Κα­λο­και­ρι­νή­[2]).



[1] Ἐ­πει­δή ὅ­μως με­ρι­κοί ἐ­ναν­τι­ώ­νον­ται λέ­γον­τας, ὅ­τι τά πνεύ­μα­τα καί οἱ δαί­μο­νες, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά πά­θουν κα­νέ­να σω­μα­τι­κό πά­θος, ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἄυ­λα καί ἀ­σώ­μα­τα ὄν­τα, γι’ αὐ­τό ση­μει­ώ­νω ἐ­δῶ ἑλ­λη­νι­κά, ἐ­κεῖ­να ­πού βρί­σκον­ται γραμ­μέ­να στόν ἀ­να­λυ­τι­κό ἑλ­λη­νι­κό Βί­ο τῆς Ἁ­γί­ας, πού ἔ­χουν ὡς ἑ­ξῆς· «Καί δέν εἶ­ναι κα­θό­λου ἄ­ξιο θαυ­μα­μοῦ, ἐ­άν πνεῦ­μα ὄν­τας (ὁ δαί­μων δη­λα­δή) κρα­τεῖ­ται καί πά­σχει ὡς πρός τά ἄλ­λα ὡς ἀν­δρά­πο­δο. Δι­ό­τι ἡ μέν (Ἁ­γί­α Μα­ρί­να) ἀ­πό τόν ἔ­ρω­τα τοῦ Θε­οῦ καί ἀ­πό τήν ἀ­πό­στα­σι τῶν γή­ι­νων νά με­τα­τε­θῆ στήν ἄυ­λη τά­ξι, εὔ­λο­γο εἶ­ναι νά δε­χθῆ ὡς δῶ­ρο τοῦ­ Θε­οῦ αὐ­τή τήν δύ­να­μι. Ἐ­κεῖ­νος δέ (ὁ δαί­μο­νας) εἶ­ναι φυ­σι­κό νά πά­σχη δε­όν­τως καί νά αἰ­σθά­νε­ται τά ὀ­δυ­νη­ρά, ἐ­πει­δή ἔ­πε­σε ἀ­πό πά­νω στήν ὕ­λι­κή κα­τά­στα­σι καί ἀ­γά­πη­σε καί χόρ­τα­σε τήν σω­μα­τι­κή πα­χύ­τη­τα. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νοι πού ἐ­πι­θυ­μοῦν τίς ἡ­δο­νές τῶν σω­μά­των, ἐ­πι­θυ­μοῦν καί τά πά­θη τῶν σω­μά­των. Καί εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά ἔ­χη κα­νείς ἐκ φύ­σε­ως αἴ­σθη­σι τῶν μέν καί τῶν δέ νά μή ἔ­χη. Δι­ό­τι κα­θέ­νας φαί­νε­ται ὅ­τι πρός αὐ­τά ἔ­χει τήν κλί­σι. Καί δέν μπο­ρεῖ νά συμ­βαί­νη δι­φο­ρε­τι­κά. Ἔ­τσι καί ἐ­κεῖ­νος (ὁ δαί­μο­νας δη­λα­δή), ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε ὑ­λι­κός, ὑ­πο­φέ­ρει πρίν νά κά­νη κά­ποι­ο κα­κό. Καί ἀ­πο­τρέ­πει στό ἑ­ξῆς νά ­πλη­σιά­ζουν δι’ αὐ­τοῦ, ἀ­φοῦ δι­δά­χθη­κε ἔμ­πρα­κτα μέ πό­ση δύ­να­μι εἶ­ναι ἐ­ξω­πλι­σμέ­νοι ἀ­πό τόν Χρι­στό, ἐ­κεῖ­νοι πού γνή­σια τόν ἀ­κο­λου­θοῦν. Καί πό­σο ἀ­δύ­να­τος πά­λι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος, ἀ­φοῦ ἐ­πα­να­στά­τη­σε κα­τά τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ καί ἔ­γι­νε ἀ­πο­στά­της».

Εἶ­πε ἀ­κό­μη καί ὁ Σι­να­ΐ­της Γρη­γό­ριος γιά τούς δαί­μο­νες· «Ὄν­τας κά­πο­τε καί αὐ­τοί νο­ε­ρά πνεύ­μα­τα, ἀ­φοῦ ἐ­ξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν ἀ­ϋ­λί­α ἐ­κεί­νη καί λε­πτό­τη­τα, κά­θε ἕ­νας ἀ­πέ­κτη­σε κά­ποι­α ὑ­λι­κή πα­χύ­τη­τα, γι­νό­με­νος σῶ­μα, σύμ­φω­να μέ τήν ἕ­ξι ἤ τήν ἐ­νέρ­γεια, τήν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­κτη­σε ἐ­νερ­γῶν­τας» (κεφ. ρκγ΄, ἐν τῇ Φι­λο­κα­λί­ᾳ).

[2] Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι στήν Ἁ­γί­α Μα­ρί­να λό­γο ἑλ­λη­νι­κό ἔ­χει ὁ Γρη­γό­ριος Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ὁ Κύ­πριος, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Καί τήν Ἐκ­κλη­σί­αν ἄ­ρα, ἧς ὁ Χρι­στός κε­φα­λή», σω­ζό­με­νο στήν Με­γί­στη Λαύ­ρα καί στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος. Στήν δέ Με­γί­στη Λαύ­ρα καί στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τῶν Ἰ­βή­ρων σώ­ζε­ται ὁ ἑλ­λη­νι­κός της Βί­ος, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Οὐ­δέν οὕ­τως ἡ­δύ­νει καί κα­θι­λα­ρύ­νει ψυ­χήν». Στήν δέ Λαύ­ρα πού ἀ­να­φέρ­θη­κε καί ἄλ­λο Μαρ­τύ­ριό της σώ­ζε­ται, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Ἡ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ χά­ρις».

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης