Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἐπίσκοπος Ἄσσου τῆς ἐν τῇ Ἀνατολῇ, ὁ ζήσας ἐν ἔτει 1150, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.


   * Ὁ Ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Ἄσ­σου τῆς ἐν τῇ Ἀ­να­το­λῇ,                 ὁ ζή­σας ἐν ἔ­τει 1150, ἐν εἰ­ρή­νῃ τε­λει­οῦ­ται.

 + Ἐκ τοῦ τά­φου σου Γρη­γό­ρι­ε ἐ­κρέ­ει,

Ὕ­δωρ γλύ­κι­στον δό­ξαν εἰς Θε­οῦ μά­καρ.

Αὐ­τός ὁ Πα­τέ­ρας μας ἀ­νά­με­σα στούς Ἁ­γί­ους Γρη­γό­ρι­ος ἦ­ταν ἀ­πό τό νη­σί τῆς Μυ­τι­λή­νης, ἀ­πό ἕ­να χω­ριό πού βρί­σκε­ται πρός τήν Ἱ­ε­ρά, καί ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἀ­κόρ­νη. Καί εἶ­χε γο­νεῖς εὐ­σε­βεῖς καί ἐ­νά­ρε­τους, πού ὠ­νο­μά­ζον­ταν Γε­ώρ­γι­ος καί Μα­ρί­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι πα­ρα­κα­λοῦ­σαν τόν Θε­ό μέ δά­κρυ­α νά τούς δώ­ση παι­δί, καί κα­θώς εἰ­σά­κου­σε ὁ Θε­ός τήν δέ­η­σί τους, ἔ­δω­κε σ’ αὐ­τούς αὐ­τόν τόν θεῖ­ο Γρη­γό­ρι­ο, τόν ὁ­ποῖ­ο, ὅ­ταν τόν βά­πτι­σαν τόν ὠ­νό­μα­σαν Γε­ώρ­γι­ο, ὁ­μώ­νυ­μο μέ τόν πα­τέ­ρα του καί τόν ἀ­νέ­τρε­φαν μέ με­γά­λη φρον­τί­δα, μα­θαί­νον­τάς του τά θεῖ­α καί ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα. Ἀλ­λά, ἐ­πει­δή ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὑ­πῆρ­χε βα­σι­λι­κή προ­στα­γή, νά στέλ­νων­ται τά παι­διά τῶν ἀρ­χόν­των τοῦ νη­σιοῦ στά βα­σί­λει­α καί νά φυ­λάσ­σων­ται ἐ­κεῖ ὡς ἐ­νέ­χυ­ρα μέ­χρι τρί­α χρό­νι­α καί ἔ­πει­τα νά γυ­ρί­ζουν πά­λι στήν πα­τρί­δα τους, καί ἀν­τί γι’ αὐ­τά νά στέλ­νων­ται ἄλ­λα, γι’ αὐ­τό καί ὁ κα­λός αὐ­τός Γε­ώρ­γι­ος, κα­θώς ἦ­ταν τό­τε δέκα ­τεσ­σά­ρων ἐτῶν, ­στάλ­θη­κε μα­ζί μέ τά ἄλ­λα παι­διά στά βα­σί­λει­α. Καί ἦ­ταν τό­τε βα­σι­λιάς ὁ Μα­νου­ήλ ὁ Πορ­φυ­ρο­γέ­νη­τος. Ἀ­φοῦ ἔκανε λοι­πόν τρί­α χρό­νι­α ἐ­κεῖ ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος Γε­ώρ­γι­ος, δέν ἐ­πι­δό­θη­κε σέ μά­ται­α πράγ­μα­τα, σάν τά ὑ­πό­λοι­πα παι­διά, οὔ­τε σέ παι­γνί­δια ἄ­πρε­πα καί σέ σαρ­κι­κές ὀ­ρέ­ξεις, πού ἦ­ταν ψυ­χο­βλα­βεῖς, οὔ­τε τό σῶ­μα του τό ἀ­νέ­παυ­ε κα­θό­λου ὁ Μα­κά­ρι­ος, ἀλ­λά τό σκλη­ρα­γω­γοῦ­σε καί τό τα­λαι­πω­ροῦ­σε μέ νη­στεῖ­ες καί σκλη­ρα­γω­γί­ες, κα­τα­γι­νό­με­νος στήν ἐκμά­θη­σι τῶν ἐ­πι­στη­μῶν καί μέ τήν ἐ­πι­μέ­λει­α καί τήν φρον­τί­δα του τήν πολ­λή, ὠ­φε­λή­θη­κε ἀρ­κε­τά ἀ­πό ὅ­λες τίς ἐ­πι­στῆ­μες, ἔ­χον­τας δι­δά­σκα­λο τόν μέ­γα ἐ­κεῖ­νον Ἀ­γά­θω­να τόν ἁ­γι­ώ­τα­το. Καί ὄ­χι μό­νο σπού­δα­ζε στά μα­θή­μα­τα, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο φρόν­τι­ζε νά κα­τορ­θώ­ση ὅ­λες τίς ἀ­ρε­τές. Ἀ­κό­μη καί τό σι­τη­ρέ­σι­ο, πού ἔ­παιρ­νε κά­θε ἑ­βδο­μά­δα, δη­λα­δή αὐ­τά πού δί­νον­ταν ὡς τρο­φή, τά ­μοί­ρα­ζε στούς φτω­χούς τρώ­γον­τας  μό­νο, ὅ­σο γιά νά στέ­κη ἡ ψυ­χή στό σῶ­μα του.

 Καί ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ὁ κα­θω­ρι­σμέ­νος και­ρός, στόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­πρε­πε νά ἐ­πι­στρέ­ψουν τά παι­διά στήν πα­τρί­δα τους, τά μέν ἄλ­λα ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νά πᾶ­νε στούς γο­νεῖς τους. Ὁ δέ ἀ­ξι­έ­παι­νος Γε­ώρ­γι­ος, συλ­λο­γι­ζό­με­νος τό ἀ­κα­τά­στα­το τοῦ Κό­σμου καί τήν μα­ται­ό­τη­τα τῶν πρό­σκαι­ρων πραγ­μά­των καί τίς τα­ρα­χές καί τίς φρον­τί­δες, πού ἔ­χουν, δι­ά­λε­ξε πάν­σο­φα τήν ἥ­συ­χη καί ἀ­τά­ρα­χη ζω­ή, γιά νά εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πό τίς ζά­λες καί τίς μέ­ρι­μνες τοῦ Κό­σμου καί, γιά νά δώ­ση ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή προ­σο­χή στά οὐ­ρά­νι­α ἀ­γα­θά, πού εἶ­ναι αἰ­ώ­νι­α καί παν­το­τι­νά καί ἐ­κεῖ­να μό­νο νά συλ­λο­γί­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νά. Ἐ­κεῖ­να μό­νο νά με­λε­τᾶ κά­θε ὥ­ρα καί ἐ­κεῖ­να νά φρον­τί­ζη νά ἀ­πο­λαύ­ση. Τό ὁ­ποῖ­ο αὐ­τό οὐ­ρά­νι­ο πο­λί­τευ­μα δέν κα­τορ­θώ­νε­ται μέ ἄλ­λον τρό­πο, πα­ρά μό­νο μέ τήν στε­νή καί τε­θλιμ­μέ­νη ὁ­δό τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς. Γι’ αὐ­τό, ἀ­φοῦ ἀ­παρ­νή­θη­κε πα­τρί­δα, γο­νεῖς, πλοῦ­το, κο­σμι­κή μα­ται­ό­τη­τα καί κά­θε εὐ­χα­ρί­στη­σι τῆς σάρ­κας, ἀ­να­χω­ρεῖ ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι μα­ζί μέ τόν δι­δά­σκα­λό του, τόν θαυ­μα­στό Ἀ­γά­θω­να, καί πη­γαί­νει στήν ἀ­να­το­λή στό Μο­να­στή­ρι, πού εἶ­χε χτι­σμέ­νο ἀ­πό τά θε­μέ­λι­α ὁ θεῖ­ος Ἀ­γά­θων καί, ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε δό­κι­μος, σύμ­φω­να μέ τούς κα­νό­νες τῆς μο­να­χι­κῆς πο­λι­τεί­ας, κα­τοί­κη­σε στό Ὄ­ρος, πού εἶ­ναι κον­τά στό Μο­να­στή­ρι καί, ἀ­φοῦ ἔκανε ἐ­κεῖ τά τρί­α χρό­νι­α τῆς δο­κι­μῆς, με­τα­χει­ρι­ζό­ταν μέ ἀ­κρί­βει­α κά­θε εἶ­δος ἀ­ρε­τῆς. Ἔ­πει­τα κα­τα­φλε­γό­με­νος στήν καρ­διά ἀ­πό θεῖ­ο ἔ­ρω­τα, σκέ­φθη­κε νά πά­η στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, γιά νά προ­σκυ­νή­ση τούς Ἁ­γί­ους τό­πους καί νά ἀ­πο­λαύ­ση πνευ­μα­τι­κούς καί ἐ­νά­ρε­τους ἄν­δρες, μέ τό νά δι­δα­χθῆ ἀ­πό αὐ­τούς ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τά τῆς Μο­να­χι­κῆς πο­λι­τεί­ας καί νά ἐν­δυ­θῆ καί τό Ἅ­γι­ο καί Ἀγ­γε­λι­κό σχῆ­μα.

 Κοι­νο­ποι­ῶν­τας λοι­πόν τόν σκο­πό του στόν Ἅ­γι­ο Ἀ­γά­θω­να, τόν βρῆ­κε καί αὐ­τόν σύμ­φω­νο μέ τήν γνώ­μη του. Γι’ αὐ­τό, καί χω­ρίς ἀ­να­βο­λή και­ροῦ, ξε­κί­νη­σε μέ με­γά­λο πό­θο γιά τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί πη­γαί­νον­τας ἐ­κεῖ, μέ τήν βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ, προ­σκύ­νη­σε μέ εὐ­λά­βει­α  τόν Ἅ­γι­ο  τά­φο τοῦ Κυ­ρί­ου καί τά ὑ­πό­λοι­πα σε­βά­σμι­α  προ­σκυ­νή­μα­τα. Ἔ­πει­τα  ­πῆ­γε στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου καί, κα­θώς  βρῆ­κε  ἐ­κεῖ  θαυ­μα­στούς  ἀ­σκη­τές  καί συ­νω­μί­λη­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κά μα­ζί τους, σχε­τι­κά μέ πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα καί, ἀ­φοῦ τούς συ­να­να­στρά­φη­κε, εἶ­δε τούς ὑ­πε­ράν­θρω­πους ἀ­γῶ­νες τους καί ἐ­πει­δή τούς ­θαύ­μα­σε, δεί­λι­α­σε πο­λύ, καί σκέ­φθη­κε, νά μήν ἀ­σχο­λη­θῆ κα­θό­λου μέ αὐ­τή τήν πο­λι­τεί­α. Καί ἀ­φοῦ ­πῆ­γε σέ ἕ­ναν πι­ό ἐ­νά­ρε­το ἀ­πό τούς ἄλ­λους καί πι­ό ἔμ­πει­ρο, φα­νέ­ρω­σε ὅ­λους του τούς λο­γι­σμούς καί, ἀ­φοῦ ἄ­κου­σε ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον τά ἀ­πα­ραί­τη­τα, ἔ­δι­ω­ξε ἀ­πό τήν καρ­διά του κά­θε δει­λί­α καί ἔ­χον­τας ἐλ­πί­δα στόν Κύ­ρι­ο, πα­ρέ­δω­σε τόν ἑ­αυ­τό του στόν προ­α­να­φερ­θέν­τα γέ­ρον­τα καί, ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε ὑ­πο­τα­κτι­κός του, ­ντύ­θη­κε ἀ­πό αὐ­τόν τό Ἀγ­γε­λι­κό σχῆ­μα, με­το­νο­μα­ζό­με­νος σέ Γρη­γό­ρι­ος καί ἦ­ταν μα­ζί μέ αὐ­τόν, τρε­φό­με­νος ἀ­πό τά χόρ­τα τῆς ἐ­ρή­μου ἐ­κεί­νης. Τούς κό­πους δέ τούς ἀ­σκη­τι­κούς καί τούς ἀ­γῶ­νες, πού ὑ­πέ­μει­νε ἐ­κεῖ ὁ Μα­κά­ρι­ος, ποιός εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά τούς δι­η­γη­θῆ; Ἀλ­λά καί οἱ δαί­μο­νες βλέ­πον­τάς τον πού ἀ­γω­νι­ζό­ταν μέ τέ­τοιον τρό­πο, ἐ­πει­δή μι­σοῦν τό κα­λό καί εἶ­ναι φθο­νε­ροί, ξε­κί­νη­σαν ἐ­ναν­τί­ον του σφο­δρό πό­λε­μο μέ δι­ά­φο­ρα τε­χνά­σμα­τα. Ὅ­μως μά­ται­α κο­πί­α­σαν, δι­ό­τι ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ρι­ος ἀ­γω­νι­ζό­με­νος πε­ρισ­σό­τε­ρο καί πα­ρα­κα­λῶν­τας ἀ­κα­τά­παυ­στα τόν Κύ­ρι­ο μέ πί­στι καί δά­κρυ­α, μέ τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πε­δί­ω­ξε ὅ­λες τίς προ­σβο­λές τῶν δαι­μό­νων καί τίς κα­τέ­στη­σε ἀ­νύπαρκτες. Γι’ αὐ­τό καί, ἐ­πει­δή ἀ­να­δεί­χθη­κε νι­κη­τής τῶν πο­νη­ρῶν δαι­μό­νων, ­ντύ­θη­κε τόν χι­τῶ­να τῆς εὐ­φρο­σύ­νης καί ἔ­γι­νε με­τέ­ω­ρος στό Πνεῦ­μα, ἀ­πο­κτῶν­τας τούς καρ­πούς τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού λέ­ει ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος.

Ὅ­ταν λοι­πόν ἔκανε ἐ­κεῖ στήν ἔ­ρη­μο δέ­κα ­πέν­τε χρό­νι­α, ­θυ­μή­θη­κε πά­λι τόν θεῖ­ο Ἀ­γά­θω­να καί, ἀ­φοῦ ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό ἐ­κεῖ, ­πῆ­γε στό προ­α­να­φερ­θέν Μο­να­στή­ρι καί, ἀ­φοῦ τόν ἀ­πό­λαυ­σε, κα­τοί­κη­σε πά­λι στό πρῶ­το του κε­λλί, πού εἶ­χε στό Ὄ­ρος καί ἀ­γω­νι­ζό­ταν μέ τούς ὑ­πε­ράν­θρω­πους ἐ­κεί­νους ἀ­γῶ­νες τῆς ἀ­σκή­σε­ως, μέ­σῳ τῶν ὁ­ποί­ων ἔ­λαμ­πε σέ ὅ­λους σάν λαμ­πρό­τα­τος ἀ­στέ­ρας καί τούς ­φώ­τι­ζε ὅ­λους μέ πρᾶξι καί θε­ω­ρί­α. Γι’ αὐ­τό καί προ­σέ­τρε­χαν σ’ αὐ­τόν καί Μο­να­χοί καί Κο­σμι­κοί, γιά νά ἀ­κοῦ­ν τίς σω­τή­ρι­ες καί ψυ­χω­φε­λεῖς δι­δα­σκα­λί­ες του. Ὁ δέ θεῖ­ος Ἀ­γά­θων, βλέ­πον­τας καί ἀ­κού­ον­τας τά κα­τορ­θώ­μα­τα τοῦ ἱ­ε­ροῦ Γρη­γο­ρί­ου, χαι­ρό­ταν πνευ­μα­τι­κά, δο­ξά­ζον­τας τόν Θε­ό τόν ἀρ­χη­γό καί τε­λει­ω­τή κά­θε ἀ­γα­θοῦ καί μαρ­τυ­ροῦ­σε σέ ὅ­λους, ὅ­τι ὁ Γρη­γό­ρι­ος ἔ­φθα­σε πλέ­ον σέ μέ­τρο ἡ­λι­κί­ας τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ καί ἔ­γι­νε τέ­λει­ος στήν ἀ­ρε­τή.

Καί ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό χή­ρευ­σε μί­α Ἐ­πι­σκο­πή στήν ἀ­να­το­λή, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Ἄσ­σος καί οἱ κλη­ρι­κοί καί οἱ ἄρ­χον­τες τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς αὐ­τῆς, ζη­τοῦ­σαν ἀ­πό τήν με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α κα­νέ­ναν ποι­μέ­να ἄ­ξι­ο καί ἐ­νῷ ἐ­ρευ­νοῦ­σαν ὁ Πα­τρι­άρ­χης καί οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς, γιά νά β­ροῦν κά­ποιον γιά τό ἀ­ξί­ω­μα αὐ­τό, β­ρέ­θη­κε τό­τε στήν βα­σι­λεύ­ου­σα ὁ μέ­γας Ἀ­γά­θων καί, κα­θώς ἦ­ταν γνω­στός τοῦ Πα­τρι­άρ­χη καί ὅ­λης τῆς ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, ­φα­νέ­ρω­σε σ’ αὐ­τούς τά σχε­τι­κά μέ αὐ­τόν τόν θεῖ­ο Γρη­γό­ριο. Γι’ αὐ­τό καί μέ­σῳ Βα­σι­λι­κῶν καί Πα­τρι­αρ­χι­κῶν ἐγ­γρά­φων προ­σκα­λεῖ­ται στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι ὁ μέ­γας Γρη­γό­ρι­ος καί, χω­ρίς νά γνω­ρί­ζη τήν αἰ­τί­α, γιά τήν ὁ­ποί­α προ­σκλή­θη­κε καί χω­ρίς νά θέ­λη χει­ρο­το­νή­θη­κε Ἐ­πί­σκο­πος Ἄσ­σου ἀ­πό τόν μη­τρο­πο­λί­τη τῆς Ἐ­φέ­σου, κα­θώς ἡ Ἄσ­σος ἦ­ταν Ἐ­πι­σκο­πή τῆς μη­τρο­πό­λε­ως Ἐ­φέ­σου καί μέ με­γά­λη τι­μή ἀ­πό τόν βα­σι­λέ­α καί τήν με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α ­στάλ­θη­κε στόν θρό­νο του. Ἀ­φοῦ ἔ­λα­βε λοι­πόν ὁ Ἅ­γι­ος τό μέ­γα αὐ­τό φορ­τί­ο τῆς ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης, πα­ρέ­δω­σε τόν ἑ­αυ­τό του σέ πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­γῶ­νες καί ποί­μαι­νε, σάν ἀ­λη­θι­νός ποι­μέ­νας, τό ποί­μνι­ό του θε­ά­ρε­στα, ἔ­χον­τας ὡς ἀ­πα­ραί­τη­το ἔρ­γο τό νά δι­δά­σκη κα­θη­με­ρι­νά τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ, πα­ραγ­γέλ­νον­τας σέ ὅ­λους νά δι­α­φυ­λάσ­σουν τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ καί νά ἀ­πέ­χουν ἀ­πό κά­θε εἴ­δους πο­νη­ρί­α.

Τί νά λέ­ω τά ἐ­πί ­μέ­ρους; Πο­τα­μοί ζων­τα­νοῦ ὕ­δα­τος ἔρ­ρε­αν ἀ­πό τήν κοι­λιά του. Δι­ό­τι μί­α φρον­τί­δα εἶ­χε, μί­α μέ­ρι­μνα, πῶς νά κερ­δί­ση ψυ­χές καί νά τίς προ­σφέ­ρη στόν Θε­ό. Καί με­τα­χει­ρι­ζό­ταν καί κα­μμί­α φο­ρά αὐ­στη­ρό­τη­τα μέ πνευ­μα­τι­κή δι­ά­κρι­σι, τη­ρῶν­τας τήν πα­ραγ­γε­λί­α τοῦ Ἀ­πο­στό­λου πού λέ­ει, ὅ­τι ὁ οἰ­κο­νό­μος τῶν ψυ­χῶν πρέ­πει νά γνω­ρί­ζη τήν δι­ά­θε­σι τοῦ καθ' ἑ­νός, καί ἄλ­λον μέν νά τόν πα­ρη­γο­ρῆ ἄλ­λον δέ νά τόν ἐ­πι­πλήτ­τη καί νά ἐ­λέγ­χη τήν κα­τάλ­λη­λη καί τήν ἀ­κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή. Γι’ αὐ­τό ὅ­λη του τήν ποι­μαν­τι­κή δι­οί­κη­σι τήν ἔ­κα­μνε μέ με­γά­λη ἐ­πι­μέ­λει­α. Καί τίς χει­ρο­το­νί­ες, χω­ρίς δο­κι­μή καί ἀ­κρι­βῆ ἐ­ξέ­τα­σι, δέν τίς ἔ­κα­μνε, γιά νά μήν γίνη κοι­νω­νός σέ ξέ­νες ἁ­μαρ­τί­ες. Καί κα­θώς μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο τη­ροῦ­σε καί τι­μοῦ­σε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί ἀ­πε­δεί­κνυ­ε πό­σο μέ­γα εἶ­ναι τό ἀ­ξί­ω­μά της καί τί εἴ­δους πρέ­πει νά εἶ­ναι ὁ ἱ­ε­ρέας, πολ­λα­πλα­σί­α­ζε τό τά­λαν­το, πού ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Θε­ό. Καί ὄ­χι μό­νο μέ τόν λό­γο ­δί­δα­σκε τίς ἀ­ρε­τές, ἀλ­λά κυ­ρί­ως μέ τά ἔρ­γα του, κα­θώς γι­νό­ταν γιά ὅ­λους τύ­πος καί κα­λό πα­ρά­δειγ­μα ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν.

 Ἀλ­λά ὁ διά­βο­λος, πού μι­σεῖ τό κα­λό, βλέ­πον­τας αὐ­τά τά κα­τορ­θώ­μα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου, δέν ἄν­τε­χε μέ­χρι τέ­λους, ἀλ­λά ξε­σή­κω­σε κα­τα­πά­νω του με­ρι­κούς κλη­ρι­κούς καί ἱ­ε­ρεῖς τα­ρα­χώ­δεις καί ὀ­κνη­ρούς. Δι­ό­τι ὁ πρω­τό­πα­πας τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς, πού εἶ­χε ἕ­ναν υἱ­ό, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Λέ­ων, τόν πα­ρέ­δω­σε στόν θεῖ­ο Γρη­γό­ρι­ο γιά νά τόν κα­τα­στή­ση, λέ­γον­τας, τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως ἕ­ναν ἀ­πό τούς σῳ­ζο­μέ­νους. Ὁ δέ Ἅ­γι­ος, ἀ­φοῦ τόν πα­ρέ­λα­βε ὑ­πό τήν ἐ­πί­βλε­ψί του, τοῦ δί­δα­σκε κα­θη­με­ρι­νά τόν φό­βο τοῦ Θε­οῦ. Καί αὐ­τός, ἐ­πει­δή ἦ­ταν φρό­νι­μος, ἀ­πο­δεί­χθη­κε πι­στός καί ἱ­κα­νός σέ ὅ­λα καί ἐ­πει­δή ζοῦ­σε ἐ­νά­ρε­τα τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ὁ Ἅ­γι­ος τήν δι­οί­κη­σι τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πραγ­μά­των. Γι’ αὐ­τό τόν λό­γο πα­ρα­συ­ρό­με­νοι ἀ­πό φθό­νο οἱ προ­α­να­φερ­θέν­τες κλη­ρι­κοί, ἔ­γρα­ψαν ἀ­να­φο­ρά κα­τά τοῦ Ἁ­γί­ου γε­μά­τη ἀ­πό ψέ­μα­τα καί συ­κο­φαν­τί­ες καί πη­γαί­νον­τας στήν με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­δω­σαν τήν ἀ­να­φο­ρά στήν Σύ­νο­δο τῶν Ἁ­γί­ων ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, κα­τη­γο­ρῶν­τας τόν Ἅ­γι­ο. Ἀλ­λά κα­νείς δέν τούς ­πί­στε­ψε σέ ὅ­σα ἀ­νέ­φε­ραν, γνω­ρί­ζον­τας ὅ­λοι τήν ἐ­νά­ρε­τη πο­λι­τεί­α του. Καί στό με­τα­ξύ ἔ­φθα­σε καί ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ρι­ος ἐ­κεῖ, καί ἀ­μέ­σως μό­λις ἐμ­φα­νί­στη­κε ἀνάμεσά τους, δι­α­λύ­θη­καν ὅ­λα σάν ἱ­στοί ἀ­ρά­χνης. Δι­ό­τι οἱ κα­τή­γο­ροι ἐ­λεγ­χό­με­νοι ἀ­πό τήν ἴ­δια τους τήν συ­νεί­δη­σι, με­τα­νό­η­σαν καί πέ­φτον­τας στά πό­δια τοῦ Ἁ­γί­ου ζη­τοῦ­σαν συγ­χώ­ρη­σι γιά ὅ­σα ἄ­δι­κα τόν κα­τη­γό­ρη­σαν. Ὁ δέ δί­και­ος, κα­θώς ἦ­ταν γνή­σι­ος μα­θη­τής τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­φοῦ τούς συγ­χώ­ρη­σε, ἐ­πέ­στρε­ψε μέ εἰ­ρή­νη στήν ἐ­παρ­χί­α του μα­ζί μέ τούς προ­α­να­φερ­θέν­τες ἀν­τι­πά­λους του, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­κο­λου­θῶν­τας τίς πα­ραγ­γε­λί­ες του, ὑ­πο­τάσ­σον­ταν ὀρ­θά σ’ αὐ­τόν γιά και­ρό. Δι­ό­τι ὁ πο­νη­ρός διά­βο­λος, πού ἔφυγε ἀ­πό αὐ­τούς μέ­σῳ τῆς με­τά­νοι­ας, ἀ­φοῦ πο­ρεύ­θη­κε μέ­σα σέ ἄ­νυ­δρους τό­πους καί δέν βρῆ­κε ἀ­νά­παυ­σι, ἐ­πέ­στρε­ψε πά­λι σ’ αὐ­τούς καί κα­θώς τούς βρῆ­κε νά εἶ­ναι ἀ­με­λεῖς, μπῆ­κε σ’ αὐ­τούς μα­ζί μέ ἑ­πτά ἀ­πό τά πι­ό πο­νη­ρά του πνεύ­μα­τα καί μέ­σῳ αὐ­τῶν ξε­κί­νη­σε πά­λι με­γα­λύ­τε­ρο πό­λε­μο κα­τά τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἔ­τσι οἱ ἀ­να­φε­ρό­με­νοι πι­ό πά­νω κλη­ρι­κοί πα­ρα­δί­νον­τας ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τόν ἑ­αυ­τό τους στόν σα­τα­νᾶ, ἔ­γρα­ψαν πά­λι ἀ­να­φο­ρά κα­τά τοῦ Ἁ­γί­ου μέ πε­ρισ­σό­τε­ρες κα­τη­γο­ρί­ες ἀ­πό τίς πρῶ­τες καί, ἀ­φοῦ τήν ­πῆ­ραν, ­πῆ­γαν πά­λι στήν με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α καί δί­δον­τας τήν ἀ­να­φο­ρά ­φώ­να­ζαν κα­τά τοῦ Ἁ­γί­ου. Ὁ δέ Πα­τρι­άρ­χης καί οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς, κα­τη­γο­ρῶν­τας τους ὡς ψεῦ­τες φα­νε­ρούς καί συ­κο­φάν­τες, τούς ἀ­πε­δί­ω­ξαν.

Ἀλ­λά ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ρι­ος, σάν κα­λός ἀ­γω­νι­στής πού ἦ­ταν, κα­θώς δέν ἤ­ξε­ρε νά μά­χε­ται καί νά πο­λε­μᾶ μέ ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά μέ δαί­μο­νες, τί κά­νει; Προ­στά­ζει τόν μα­θη­τή του, τόν Λέ­ον­τα, νά πά­ρη τό ρά­σο του καί τό βι­βλί­ο μό­νο καί νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση καί, ἀ­φοῦ ἀ­να­χώ­ρη­σαν τήν νύ­χτα ἀ­πό τήν Ἐ­πι­σκο­πή, μπῆ­καν σέ ἕ­να κα­ΐ­κι καί πέ­ρα­σαν στήν Τέ­νε­δο, στήν ὁ­ποί­α ἦ­ταν ἕ­να Μο­να­στήρι πο­λύ κα­λό καί πο­λυ­άν­θρω­πο, καί σ’ αὐ­τό ἡ­σύ­χα­σε γιά λί­γο και­ρό, ὅ­που καί τόν μα­θη­τή του ἔκανε Μο­να­χό, με­το­νο­μά­ζον­τάς τον Λε­όν­τι­ο. Ἔ­πει­τα, περ­νῶν­τας στήν Μυ­τι­λή­νη, ἀ­νέ­βη­κε στό ὄ­ρος τοῦ Λι­βά­νου. Καί ἀ­πό ἐ­κεῖ, ἐ­πει­δή ἤ­θε­λε νά ­δῆ τούς γο­νεῖς του, πῆ­γε στήν Ἀ­κόρ­νη τό χω­ριό του καί κα­τά τύ­χη συ­νάν­τη­σε τήν μη­τέ­ρα του, πού ­πή­γαι­νε στό λου­τρό, ἡ ὁ­ποί­α χω­ρίς νά  ξέ­ρη ποιός εἶ­ναι, τόν χαι­ρέ­τι­σε, ζη­τῶν­τας τήν εὐ­λο­γί­α του. Ὁ Ἅ­γι­ος της εἶ­πε× «Ὁ Θε­ός νά σέ εὐ­λο­γή­ση καί νά σέ ἀ­ξι­ώ­ση νά δῆς, ἐ­άν ἔ­χης κά­ποιον στήν ξε­νι­τει­ά». Καί ἀ­φοῦ ἐκ­πλή­ρω­σε τόν πό­θο του, ἀ­μέ­σως ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό ἐ­κεῖ καί ἀ­νε­βαί­νον­τας στό ὄ­ρος τοῦ Πρί­αν­τος, ἡ­σύ­χα­σε ἐ­κεῖ μα­ζί μέ τόν Λε­όν­τι­ο. Καί ἀ­φοῦ βρῆ­κε σ’ αὐ­τό ἕ­ναν τό­πο δύ­σβα­το καί δεν­δρώ­δη, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν μι­κρό Λευ­κο­πέ­δι, πα­ρα­κι­νού­με­νος ἀ­πό τόν Θε­ό, πῆ­γε στούς νοι­κο­κυ­ραί­ους τοῦ τό­που ἐ­κεί­νου καί τόν ζή­τη­σε, γιά νά τόν κα­θα­ρί­ση καί νά χτί­ση Μο­να­στή­ρι. Καί ἐ­κεῖ­νοι, ὅ­ταν τά ἄ­κου­σαν αὐ­τά, ­χά­ρη­καν πο­λύ καί τοῦ τόν ἔ­δω­σαν ἐγ­γρά­φως, διότι δέν χρη­σί­μευ­ε κα­θό­λου σ’ αὐ­τούς, ἐ­πει­δή  ἦ­ταν μά­λι­στα γε­μᾶ­τος ἀ­πό δαί­μο­νες.

Ἀ­φοῦ ἔκανε λοι­πόν εὐ­χή ὁ Ἅ­γι­ος καί ἄρ­χι­σε τό ἔρ­γο, ξε­ση­κώ­θη­καν ἐ­ναν­τί­ον του οἱ δαί­μο­νες, κάνον­τας με­γά­λη τα­ρα­χή καί φω­νά­ζον­τας× «Μᾶς ἀ­δι­κεῖς Γρη­γό­ρι­ε, φύ­γε ἀ­πό τό κα­τοι­κη­τή­ρι­ό μας». Τό­τε ὁ Ἅ­γι­ος, ἀ­φοῦ ἀ­νύ­ψω­σε τά μά­τια καί τόν νοῦ στόν οὐ­ρα­νό, προ­σευ­χό­ταν στόν ὕ­ψι­στο Θε­ό κα­τά τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των καί ἀ­φοῦ ἔ­λα­βε ἀ­πό αὐ­τόν τήν ἐ­ξου­σί­α ἐ­ναν­τί­ον τους, τούς ἔ­δι­ω­ξε ἀ­πό ἐ­κεῖ μέ τήν προ­σευ­χή του. Ἐ­κεῖ­νοι ὅ­μως οἱ κα­τα­ρα­μέ­νοι ­πῆ­γαν στούς νοι­κο­κυ­ραί­ους καί τούς ξε­σή­κω­σαν κα­τά τοῦ Ἁ­γί­ου. Δι­ό­τι βλέ­πον­τας ἐ­κεῖ­νοι τόν τό­πο κα­θα­ρι­σμέ­νο μέ πολ­λή ἐ­πι­μέ­λει­α καί φρον­τι­σμέ­νο, με­τα­νό­η­σαν πού τόν ἔ­δω­σαν μέ ὁ­μο­λο­γί­α καί ἔ­δι­ω­χναν ἀ­πό ἐ­κεῖ τόν Ἅ­γι­ο, παρ’ ὅ­λο πού κο­πί­α­σε καί ἔ­πα­θε πολ­λά, ἕ­ως ὅ­του νά τόν κα­θα­ρί­ση. Καί με­ρι­κοί ἀ­πό αὐ­τούς, ἐ­πει­δή ἦ­ταν κα­κό­δο­ξοι αἱ­ρε­τι­κοί, ἀ­κού­ον­τας τόν Ἅ­γι­ο, πού ­κή­ρυτ­τε τήν ὀρ­θο­δο­ξί­α, συμ­πε­ρι­φέ­ρο­νταν ἐ­χθρι­κά ἐ­ναν­τί­ον του καί, ὁρ­μῶν­τας μέ ξύ­λα καί πέ­τρες, ­χτύ­πη­σαν χω­ρίς συμ­πό­νια τόν Ἅ­γι­ο, ὥ­σπου τόν ἄ­φη­σαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Ἔ­πει­τα, ἀ­φοῦ τόν ἔ­συ­ραν ἀ­πό τά πό­δια, τόν ἔ­ρρι­ξαν στό κά­τω μέ­ρος τοῦ Ὄ­ρους. Καί, ὤ τῶν θαυ­μα­σί­ων σου Κύ­ρι­ε!, ὁ τό­πος ἐ­κεῖ­νος, στόν ὁ­ποῖ­ο τόν ἔ­ρι­ξαν, δέν βλά­στη­σε κα­θό­λου ἕ­ως καί σή­με­ρα, ἀλ­λά φαί­νε­ται κα­μέ­νος.

Ὁ δέ θεῖ­ος Γρη­γό­ρι­ος, ἀ­φοῦ θε­ρα­πεύ­θη­κε πα­ρα­δό­ξως ἀ­πό τόν Κύ­ρι­ο, ση­κώ­θη­κε ἀ­πό ἐ­κεῖ ὑ­γι­ής καί δό­ξα­σε τόν Θε­ό. Καί ἀ­φοῦ μπῆ­κε σέ ἕ­ναν κῆ­πο μα­ζί μέ τόν μα­θη­τή του καί ἔμ­πη­ξε στήν γῆ τήν κα­ρυ­δέ­νια ρά­βδο του, στήν ὁ­ποί­α ἀ­κουμ­ποῦ­σε γιά δώ­δε­κα χρό­νι­α, εἶ­πε∙«Ἀ­δελ­φέ Λε­όν­τι­ε, ἐ­άν πρό­κη­ται νά μᾶς χα­ρί­ση ὁ Θε­ός τήν οὐ­ρά­νι­α Βα­σι­λεί­α του, νά βλα­στή­ση ἡ ρά­βδος καί νά γί­νη δέν­δρο, νά καρ­πο­φο­ρῆ σάν καί τά ὑ­πό­λοι­πα δέν­δρα. Καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, Σε­πτέμ­βρι­ος ἦ­ταν ὁ μῆ­νας, ὅ­ταν ­φύ­τευ­σε τήν ρά­βδο καί ὅ­λο τόν χει­μῶ­να ἦ­ταν ξε­ρή, ὅ­ταν ὅ­μως μπῆ­κε ὁ Μάρ­τι­ος, ­βλά­στη­σε καί αὐ­τή καί με­γά­λω­σε καί κάρ­πι­σε καί ὁ καρ­πός της θε­ρα­πεύ­ει κά­θε εἶδος ἀ­σθέ­νει­α, γιά τήν δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ καί τήν τι­μή τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἕ­νας ὅ­μως τε­λεί­ως ἄ­μυα­λος, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Μι­χα­ήλ ἔ­λε­γε, ὅ­τι εἶ­ναι μα­γεί­α αὐ­τό, πού βλέ­πουν καί ὄ­χι θαῦ­μα καί τρέ­χον­τας σ’ αὐ­τό μέ αὐ­θά­δει­α, ἔ­κο­ψε τά κλα­διά τῆς ρά­βδου. Ἀλ­λά, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, νε­κρώ­θη­καν ἀ­μέ­σως ὅ­λα του τά μέ­λη καί, πέ­φτον­τας στή ­γῆ, ἦ­ταν θέ­α­μα ἐ­λε­ει­νό γιά ὅ­σους τόν ἔ­βλε­παν. Γι’ αὐ­τό τόν ­πῆ­ραν οἱ συγ­γε­νεῖς του καί ἔ­πε­σε κα­τά­κοι­τος στό σπί­τι του παι­δευ­ό­με­νος ἀ­πό τήν ἀ­σθέ­νει­α γιά τήν ἀ­πι­στί­α του καί τήν αὐ­θά­δει­ά του, ὥ­σπου ζοῦ­σε ὁ Ἅ­γι­ος. Καί ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν κοί­μη­σι τοῦ Ἁ­γί­ου καί τήν τα­φή, ἐ­πει­δή πολ­λοί ἀ­σθε­νεῖς πρό­σ­τρε­χαν μέ πί­στι στόν τά­φο του, ὅ­που ἀ­νέ­βλυ­σε ὕ­δωρ εὐ­λο­γί­ας καί, πί­νον­τας ἀ­πό αὐ­τό, θε­ρα­πεύ­ον­ταν, γι’ αὐ­τό τόν λό­γο, βα­στα­ζό­με­νος καί αὐ­τός ἀ­πό τούς συγ­γε­νεῖς του, ­πῆγε καί ἔ­πε­σε στόν τά­φο τοῦ Ἁ­γί­ου καί ἐ­πι­κα­λού­με­νος αὐ­τόν μέ πί­στι καί θερ­μά δά­κρυ­α, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, μό­λις ἤ­πιε ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα ἐ­κεῖ­νο, ἀ­μέ­σως ἔ­γι­νε ὑ­γι­ής δο­ξά­ζον­τας καί εὐ­λο­γῶν­τας τόν Θε­ό καί τόν Ἅ­γι­ο καί κη­ρύτ­τον­τας σέ ὅ­λους τά θαύ­μα­τα πού ἔ­γι­ναν σ’ αὐ­τόν.

Ἀλ­λά ἄς ἐ­πα­νέλ­θου­με στό προ­κεί­με­νο× Βλέ­πον­τας λοι­πόν οἱ ἄρ­χον­τες τοῦ τό­που ἐ­κεί­νου τήν ἄ­κρα ὑ­πο­μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου καί τήν πα­ρά­δο­ξη θε­ρα­πεί­α, πού ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Κύ­ρι­ο, με­τέ­βα­λαν τήν ἀ­γρι­ό­τη­τά τους σέ ἡ­με­ρό­τη­τα. Ἤ κα­λλί­τε­ρα νά ­πῶ, ὁ τῶν θαυ­μα­σί­ων Θε­ός με­τέ­βα­λε τήν γνώ­μη τους καί, ἀ­φοῦ με­τα­νό­η­σαν γιά ἐ­κεῖ­να, πού ἔ­κα­ναν, προ­σέ­πε­σαν στά πό­δια τοῦ Ἁ­γί­ου καί ζη­τοῦ­σαν συγ­χώ­ρη­σι, τήν ὁ­ποί­α ἔ­λα­βαν ἀ­μέ­σως. Καί στό ἑ­ξῆς ἄ­φη­σαν ἀ­νε­νό­χλη­το τόν Ἅ­γι­ο, νά κά­νη στόν τό­πο ἐ­κεῖ­νο, ὅ,­τι θέ­λει καί ἀ­πο­φα­σί­ζει. Ἔ­τσι, ἐ­πει­δή ἤ­θε­λε ὁ Ἅ­γι­ος νά κτί­ση Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Θε­ο­τό­κου καί δέν εἶ­χε ζῷ­α, γιά νά συγ­κεν­τρώ­ση τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τήν ἀνοι­κο­δό­μη­σι, πέ­ρα­σε ἀ­πό τό στε­νό στήν Ἀ­να­το­λή καί ἀ­φοῦ βρῆ­κε μί­α γυ­ναῖ­κα χή­ρα, τῆς ἐ­ξέ­φρα­σε τήν ἀ­νάγ­κη του, δίνον­τάς την καί τρί­α φλου­ριά πού εἶ­χε, χά­ριν εὐ­λο­γί­ας. Ἡ δέ γυ­ναίκα ἐ­κεί­νη, ἐ­πει­δή σε­βά­σθη­κε τόν Ἅ­γι­ο εἶ­πε× «Ἔ­χω, Πά­τερ, πολ­λά ζῷ­α, ὅ­μως εἶ­ναι ἄ­γρι­α. Γι’ αὐ­τό ἄν μπο­ρῆς, μά­ζε­ψε ὅ­λη τήν ἀ­γέ­λη καί ἄς εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στήν ἁ­γι­οωσύ­νη σου». Τό­τε κά­νον­τας εὐ­χή ὁ Ἅ­γι­ος ­πρό­στα­ξε τόν ὑ­πη­ρέ­τη του καί ἀ­νέ­βη­κε στό ὄ­ρος, ὅπου ἦ­ταν τά ζῷ­α ἐ­κεῖ­να καί δι­ά­λε­ξε δύ­ο, τά κα­λλί­τε­ρα, τά ὁ­ποῖ­α μέ τόν λό­γο μό­νο τοῦ Ἁ­γί­ου ἡ­μέ­ρω­σαν ἀ­μέ­σως καί ἀ­κο­λού­θη­σαν τόν ὑ­πη­ρέ­τη. Καί, ἀ­φοῦ συγ­κέν­τρω­σε μέ αὐ­τά τά ὑ­λι­κά, ἔ­χτι­σε πά­ρα πο­λύ ὄ­μορ­φο Να­ό, πρός τι­μήν τοῦ ὀνόμα­τος τῆς Θε­ο­τό­κου. Ἔ­πει­τα, ἀ­φοῦ ἔ­κτι­σε καί κε­λλιά, συγ­κρό­τη­σε Μο­να­στῆ­ρι, στό ὁ­ποῖ­ο συγ­κεν­τρώ­θη­καν ἀρ­κε­τοί, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς φή­μης τοῦ Ἁ­γί­ου καί ἔ­γι­ναν Μο­να­χοί ὑ­πο­τασ­σό­με­νοι σ’ αὐ­τόν. Ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ποι­μέ­νας ἄ­γρυ­πνος καί κυ­βερ­νή­της σέ ὅ­λα σο­φώ­τα­τος. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή δέν εἶ­χε ὁ τό­πος ἐ­κεῖ­νος νε­ρό, ἐλυπῶντο οἱ Μο­να­χοί, ἐπειδή εἶχαν δυσκολία.

 

Γι’ αὐ­τό ἀ­φοῦ ὕ­ψω­σε ὁ Ἅ­γι­ος χέ­ρια καί νοῦ στόν οὐ­ρα­νό, προ­σευ­χό­ταν στόν ὕ­ψι­στο Θε­ό μέ πί­στι καί δά­κρυ­α, γιά νά τούς δώ­ση νε­ρό γιά ἀ­να­ψυ­χή. Τό­τε Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, ᾖλ­θε σ’ αὐ­τόν καί τοῦ ­φα­νέ­ρω­σε τήν με­τά­στα­σί του καί, ἀ­φοῦ τοῦ ἔ­δει­ξε τόν τό­πο τῆς τα­φῆς του, εἶ­πε, ὅ­τι ἀ­πό αὐ­τόν θά ἀ­να­βλύ­ση νε­ρό γλυ­κύ­τα­το. Καί, μό­λις τά εἶ­πε αὐ­τά, ἀ­νέ­βη­κε στούς οὐ­ρα­νούς. Ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ρι­ος, ἀ­φοῦ προ­σκά­λε­σε τόν μα­θη­τή του τόν Λε­όν­τι­ο καί τούς ὑ­πό­λοι­πους ἀ­δελ­φούς καί τούς ἀ­νήγ­γει­λε, ὅ­σα ἄ­κου­σε ἀ­πό τόν Ἄγ­γε­λο, τούς κα­τή­χη­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κά, δι­α­τάσ­σον­τάς τους ὅ­σα ἁρ­μό­ζουν στήν μο­να­χι­κή πο­λι­τεί­α. Ἔ­πει­τα πα­ρα­δό­θη­κε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στήν προ­σευ­χή καί ἔ­τσι προ­σευ­χό­με­νος, ἔ­φυ­γε πρός τόν Κύ­ρι­ο. Τό δέ ἱ­ε­ρό καί πάν­σε­πτό του λεί­ψα­νο ­τά­φη­κε στόν τό­πο ἐ­κεῖ­νο, πού κα­θώ­ρι­σε ὁ θεῖ­ος Ἄγ­γε­λος, ὅ­που οἰ­κο­δο­μή­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα καί να­ός στό ὄ­νο­μα τοῦ Ἁ­γί­ου καί στό μέ­σο τοῦ Να­οῦ εἶ­ναι ὁ τά­φος του, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­βλύ­ζει νε­ρό ἀρ­κε­τό καί γλυ­κύ­τα­το καί θε­ρα­πεύ­ει κά­θε ἀ­σθέ­νει­α ἐκείνων πού προ­σέρ­χον­ται μέ πί­στι μέ­χρι καί σή­με­ρα, γιά τήν δό­ξα τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ Ἁ­γί­ου. Μέ τοῦ ὁ­ποί­ου τίς πρε­σβεῖ­ες ἄς σω­θοῦ­με καί μεῖς ἀ­πό κά­θε κα­κό καί ἄς ἀ­ξι­ω­θοῦ­με τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἀ­μήν.

(Νέον Ἐκλόγιον, σελ. 248-253)

 

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων Πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης