* Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἐπίσκοπος Ἄσσου τῆς ἐν τῇ Ἀνατολῇ, ὁ ζήσας ἐν ἔτει 1150, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
+ Ἐκ τοῦ τάφου σου Γρηγόριε ἐκρέει,
Ὕδωρ γλύκιστον δόξαν εἰς Θεοῦ μάκαρ.
Αὐτός ὁ Πατέρας μας ἀνάμεσα στούς Ἁγίους Γρηγόριος ἦταν ἀπό τό νησί τῆς Μυτιλήνης, ἀπό ἕνα χωριό πού βρίσκεται πρός τήν Ἱερά, καί ὀνομάζεται Ἀκόρνη. Καί εἶχε γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, πού ὠνομάζονταν Γεώργιος καί Μαρία, οἱ ὁποῖοι παρακαλοῦσαν τόν Θεό μέ δάκρυα νά τούς δώση παιδί, καί καθώς εἰσάκουσε ὁ Θεός τήν δέησί τους, ἔδωκε σ’ αὐτούς αὐτόν τόν θεῖο Γρηγόριο, τόν ὁποῖο, ὅταν τόν βάπτισαν τόν ὠνόμασαν Γεώργιο, ὁμώνυμο μέ τόν πατέρα του καί τόν ἀνέτρεφαν μέ μεγάλη φροντίδα, μαθαίνοντάς του τά θεῖα καί ἱερά γράμματα. Ἀλλά, ἐπειδή ἐκεῖνο τόν καιρό ὑπῆρχε βασιλική προσταγή, νά στέλνωνται τά παιδιά τῶν ἀρχόντων τοῦ νησιοῦ στά βασίλεια καί νά φυλάσσωνται ἐκεῖ ὡς ἐνέχυρα μέχρι τρία χρόνια καί ἔπειτα νά γυρίζουν πάλι στήν πατρίδα τους, καί ἀντί γι’ αὐτά νά στέλνωνται ἄλλα, γι’ αὐτό καί ὁ καλός αὐτός Γεώργιος, καθώς ἦταν τότε δέκα τεσσάρων ἐτῶν, στάλθηκε μαζί μέ τά ἄλλα παιδιά στά βασίλεια. Καί ἦταν τότε βασιλιάς ὁ Μανουήλ ὁ Πορφυρογένητος. Ἀφοῦ ἔκανε λοιπόν τρία χρόνια ἐκεῖ ὁ εὐλογημένος Γεώργιος, δέν ἐπιδόθηκε σέ μάταια πράγματα, σάν τά ὑπόλοιπα παιδιά, οὔτε σέ παιγνίδια ἄπρεπα καί σέ σαρκικές ὀρέξεις, πού ἦταν ψυχοβλαβεῖς, οὔτε τό σῶμα του τό ἀνέπαυε καθόλου ὁ Μακάριος, ἀλλά τό σκληραγωγοῦσε καί τό ταλαιπωροῦσε μέ νηστεῖες καί σκληραγωγίες, καταγινόμενος στήν ἐκμάθησι τῶν ἐπιστημῶν καί μέ τήν ἐπιμέλεια καί τήν φροντίδα του τήν πολλή, ὠφελήθηκε ἀρκετά ἀπό ὅλες τίς ἐπιστῆμες, ἔχοντας διδάσκαλο τόν μέγα ἐκεῖνον Ἀγάθωνα τόν ἁγιώτατο. Καί ὄχι μόνο σπούδαζε στά μαθήματα, ἀλλά περισσότερο φρόντιζε νά κατορθώση ὅλες τίς ἀρετές. Ἀκόμη καί τό σιτηρέσιο, πού ἔπαιρνε κάθε ἑβδομάδα, δηλαδή αὐτά πού δίνονταν ὡς τροφή, τά μοίραζε στούς φτωχούς τρώγοντας μόνο, ὅσο γιά νά στέκη ἡ ψυχή στό σῶμα του.
Καί ὅταν ἔφθασε ὁ καθωρισμένος καιρός, στόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ἐπιστρέψουν τά παιδιά στήν πατρίδα τους, τά μέν ἄλλα ἑτοιμάζονταν νά πᾶνε στούς γονεῖς τους. Ὁ δέ ἀξιέπαινος Γεώργιος, συλλογιζόμενος τό ἀκατάστατο τοῦ Κόσμου καί τήν ματαιότητα τῶν πρόσκαιρων πραγμάτων καί τίς ταραχές καί τίς φροντίδες, πού ἔχουν, διάλεξε πάνσοφα τήν ἥσυχη καί ἀτάραχη ζωή, γιά νά εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τίς ζάλες καί τίς μέριμνες τοῦ Κόσμου καί, γιά νά δώση ὁλοκληρωτική προσοχή στά οὐράνια ἀγαθά, πού εἶναι αἰώνια καί παντοτινά καί ἐκεῖνα μόνο νά συλλογίζεται καθημερινά. Ἐκεῖνα μόνο νά μελετᾶ κάθε ὥρα καί ἐκεῖνα νά φροντίζη νά ἀπολαύση. Τό ὁποῖο αὐτό οὐράνιο πολίτευμα δέν κατορθώνεται μέ ἄλλον τρόπο, παρά μόνο μέ τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀπαρνήθηκε πατρίδα, γονεῖς, πλοῦτο, κοσμική ματαιότητα καί κάθε εὐχαρίστησι τῆς σάρκας, ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι μαζί μέ τόν διδάσκαλό του, τόν θαυμαστό Ἀγάθωνα, καί πηγαίνει στήν ἀνατολή στό Μοναστήρι, πού εἶχε χτισμένο ἀπό τά θεμέλια ὁ θεῖος Ἀγάθων καί, ἀφοῦ ἔγινε δόκιμος, σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς μοναχικῆς πολιτείας, κατοίκησε στό Ὄρος, πού εἶναι κοντά στό Μοναστήρι καί, ἀφοῦ ἔκανε ἐκεῖ τά τρία χρόνια τῆς δοκιμῆς, μεταχειριζόταν μέ ἀκρίβεια κάθε εἶδος ἀρετῆς. Ἔπειτα καταφλεγόμενος στήν καρδιά ἀπό θεῖο ἔρωτα, σκέφθηκε νά πάη στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήση τούς Ἁγίους τόπους καί νά ἀπολαύση πνευματικούς καί ἐνάρετους ἄνδρες, μέ τό νά διδαχθῆ ἀπό αὐτούς ἀκριβέστερα τά τῆς Μοναχικῆς πολιτείας καί νά ἐνδυθῆ καί τό Ἅγιο καί Ἀγγελικό σχῆμα.
Κοινοποιῶντας λοιπόν τόν σκοπό του στόν Ἅγιο Ἀγάθωνα, τόν βρῆκε καί αὐτόν σύμφωνο μέ τήν γνώμη του. Γι’ αὐτό, καί χωρίς ἀναβολή καιροῦ, ξεκίνησε μέ μεγάλο πόθο γιά τά Ἱεροσόλυμα καί πηγαίνοντας ἐκεῖ, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, προσκύνησε μέ εὐλάβεια τόν Ἅγιο τάφο τοῦ Κυρίου καί τά ὑπόλοιπα σεβάσμια προσκυνήματα. Ἔπειτα πῆγε στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καί, καθώς βρῆκε ἐκεῖ θαυμαστούς ἀσκητές καί συνωμίλησε ἱκανοποιητικά μαζί τους, σχετικά μέ πνευματικά θέματα καί, ἀφοῦ τούς συναναστράφηκε, εἶδε τούς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες τους καί ἐπειδή τούς θαύμασε, δείλιασε πολύ, καί σκέφθηκε, νά μήν ἀσχοληθῆ καθόλου μέ αὐτή τήν πολιτεία. Καί ἀφοῦ πῆγε σέ ἕναν πιό ἐνάρετο ἀπό τούς ἄλλους καί πιό ἔμπειρο, φανέρωσε ὅλους του τούς λογισμούς καί, ἀφοῦ ἄκουσε ἀπό ἐκεῖνον τά ἀπαραίτητα, ἔδιωξε ἀπό τήν καρδιά του κάθε δειλία καί ἔχοντας ἐλπίδα στόν Κύριο, παρέδωσε τόν ἑαυτό του στόν προαναφερθέντα γέροντα καί, ἀφοῦ ἔγινε ὑποτακτικός του, ντύθηκε ἀπό αὐτόν τό Ἀγγελικό σχῆμα, μετονομαζόμενος σέ Γρηγόριος καί ἦταν μαζί μέ αὐτόν, τρεφόμενος ἀπό τά χόρτα τῆς ἐρήμου ἐκείνης. Τούς κόπους δέ τούς ἀσκητικούς καί τούς ἀγῶνες, πού ὑπέμεινε ἐκεῖ ὁ Μακάριος, ποιός εἶναι ἱκανός νά τούς διηγηθῆ; Ἀλλά καί οἱ δαίμονες βλέποντάς τον πού ἀγωνιζόταν μέ τέτοιον τρόπο, ἐπειδή μισοῦν τό καλό καί εἶναι φθονεροί, ξεκίνησαν ἐναντίον του σφοδρό πόλεμο μέ διάφορα τεχνάσματα. Ὅμως μάταια κοπίασαν, διότι ὁ θεῖος Γρηγόριος ἀγωνιζόμενος περισσότερο καί παρακαλῶντας ἀκατάπαυστα τόν Κύριο μέ πίστι καί δάκρυα, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀπεδίωξε ὅλες τίς προσβολές τῶν δαιμόνων καί τίς κατέστησε ἀνύπαρκτες. Γι’ αὐτό καί, ἐπειδή ἀναδείχθηκε νικητής τῶν πονηρῶν δαιμόνων, ντύθηκε τόν χιτῶνα τῆς εὐφροσύνης καί ἔγινε μετέωρος στό Πνεῦμα, ἀποκτῶντας τούς καρπούς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού λέει ὁ θεῖος Παῦλος.
Ὅταν λοιπόν ἔκανε ἐκεῖ στήν ἔρημο δέκα πέντε χρόνια, θυμήθηκε πάλι τόν θεῖο Ἀγάθωνα καί, ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπό ἐκεῖ, πῆγε στό προαναφερθέν Μοναστήρι καί, ἀφοῦ τόν ἀπόλαυσε, κατοίκησε πάλι στό πρῶτο του κελλί, πού εἶχε στό Ὄρος καί ἀγωνιζόταν μέ τούς ὑπεράνθρωπους ἐκείνους ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως, μέσῳ τῶν ὁποίων ἔλαμπε σέ ὅλους σάν λαμπρότατος ἀστέρας καί τούς φώτιζε ὅλους μέ πρᾶξι καί θεωρία. Γι’ αὐτό καί προσέτρεχαν σ’ αὐτόν καί Μοναχοί καί Κοσμικοί, γιά νά ἀκοῦν τίς σωτήριες καί ψυχωφελεῖς διδασκαλίες του. Ὁ δέ θεῖος Ἀγάθων, βλέποντας καί ἀκούοντας τά κατορθώματα τοῦ ἱεροῦ Γρηγορίου, χαιρόταν πνευματικά, δοξάζοντας τόν Θεό τόν ἀρχηγό καί τελειωτή κάθε ἀγαθοῦ καί μαρτυροῦσε σέ ὅλους, ὅτι ὁ Γρηγόριος ἔφθασε πλέον σέ μέτρο ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἔγινε τέλειος στήν ἀρετή.
Καί ἐκεῖνο τόν καιρό χήρευσε μία Ἐπισκοπή στήν ἀνατολή, πού ὠνομαζόταν Ἄσσος καί οἱ κληρικοί καί οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐπισκοπῆς αὐτῆς, ζητοῦσαν ἀπό τήν μεγάλη Ἐκκλησία κανέναν ποιμένα ἄξιο καί ἐνῷ ἐρευνοῦσαν ὁ Πατριάρχης καί οἱ ἀρχιερεῖς, γιά νά βροῦν κάποιον γιά τό ἀξίωμα αὐτό, βρέθηκε τότε στήν βασιλεύουσα ὁ μέγας Ἀγάθων καί, καθώς ἦταν γνωστός τοῦ Πατριάρχη καί ὅλης τῆς ἱερᾶς Συνόδου, φανέρωσε σ’ αὐτούς τά σχετικά μέ αὐτόν τόν θεῖο Γρηγόριο. Γι’ αὐτό καί μέσῳ Βασιλικῶν καί Πατριαρχικῶν ἐγγράφων προσκαλεῖται στήν Κωνσταντινούπολι ὁ μέγας Γρηγόριος καί, χωρίς νά γνωρίζη τήν αἰτία, γιά τήν ὁποία προσκλήθηκε καί χωρίς νά θέλη χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ἄσσου ἀπό τόν μητροπολίτη τῆς Ἐφέσου, καθώς ἡ Ἄσσος ἦταν Ἐπισκοπή τῆς μητροπόλεως Ἐφέσου καί μέ μεγάλη τιμή ἀπό τόν βασιλέα καί τήν μεγάλη Ἐκκλησία στάλθηκε στόν θρόνο του. Ἀφοῦ ἔλαβε λοιπόν ὁ Ἅγιος τό μέγα αὐτό φορτίο τῆς ἀρχιερωσύνης, παρέδωσε τόν ἑαυτό του σέ περισσότερους ἀγῶνες καί ποίμαινε, σάν ἀληθινός ποιμένας, τό ποίμνιό του θεάρεστα, ἔχοντας ὡς ἀπαραίτητο ἔργο τό νά διδάσκη καθημερινά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, παραγγέλνοντας σέ ὅλους νά διαφυλάσσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπέχουν ἀπό κάθε εἴδους πονηρία.
Τί νά λέω τά ἐπί μέρους; Ποταμοί ζωντανοῦ ὕδατος ἔρρεαν ἀπό τήν κοιλιά του. Διότι μία φροντίδα εἶχε, μία μέριμνα, πῶς νά κερδίση ψυχές καί νά τίς προσφέρη στόν Θεό. Καί μεταχειριζόταν καί καμμία φορά αὐστηρότητα μέ πνευματική διάκρισι, τηρῶντας τήν παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου πού λέει, ὅτι ὁ οἰκονόμος τῶν ψυχῶν πρέπει νά γνωρίζη τήν διάθεσι τοῦ καθ' ἑνός, καί ἄλλον μέν νά τόν παρηγορῆ ἄλλον δέ νά τόν ἐπιπλήττη καί νά ἐλέγχη τήν κατάλληλη καί τήν ἀκατάλληλη στιγμή. Γι’ αὐτό ὅλη του τήν ποιμαντική διοίκησι τήν ἔκαμνε μέ μεγάλη ἐπιμέλεια. Καί τίς χειροτονίες, χωρίς δοκιμή καί ἀκριβῆ ἐξέτασι, δέν τίς ἔκαμνε, γιά νά μήν γίνη κοινωνός σέ ξένες ἁμαρτίες. Καί καθώς μέ αὐτόν τόν τρόπο τηροῦσε καί τιμοῦσε τήν ἱερωσύνη καί ἀπεδείκνυε πόσο μέγα εἶναι τό ἀξίωμά της καί τί εἴδους πρέπει νά εἶναι ὁ ἱερέας, πολλαπλασίαζε τό τάλαντο, πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό. Καί ὄχι μόνο μέ τόν λόγο δίδασκε τίς ἀρετές, ἀλλά κυρίως μέ τά ἔργα του, καθώς γινόταν γιά ὅλους τύπος καί καλό παράδειγμα ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Ἀλλά ὁ διάβολος, πού μισεῖ τό καλό, βλέποντας αὐτά τά κατορθώματα τοῦ Ἁγίου, δέν ἄντεχε μέχρι τέλους, ἀλλά ξεσήκωσε καταπάνω του μερικούς κληρικούς καί ἱερεῖς ταραχώδεις καί ὀκνηρούς. Διότι ὁ πρωτόπαπας τῆς Ἐπισκοπῆς, πού εἶχε ἕναν υἱό, πού ὠνομαζόταν Λέων, τόν παρέδωσε στόν θεῖο Γρηγόριο γιά νά τόν καταστήση, λέγοντας, τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως ἕναν ἀπό τούς σῳζομένους. Ὁ δέ Ἅγιος, ἀφοῦ τόν παρέλαβε ὑπό τήν ἐπίβλεψί του, τοῦ δίδασκε καθημερινά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτός, ἐπειδή ἦταν φρόνιμος, ἀποδείχθηκε πιστός καί ἱκανός σέ ὅλα καί ἐπειδή ζοῦσε ἐνάρετα τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Ἅγιος τήν διοίκησι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Γι’ αὐτό τόν λόγο παρασυρόμενοι ἀπό φθόνο οἱ προαναφερθέντες κληρικοί, ἔγραψαν ἀναφορά κατά τοῦ Ἁγίου γεμάτη ἀπό ψέματα καί συκοφαντίες καί πηγαίνοντας στήν μεγάλη Ἐκκλησία, ἔδωσαν τήν ἀναφορά στήν Σύνοδο τῶν Ἁγίων ἀρχιερέων, κατηγορῶντας τόν Ἅγιο. Ἀλλά κανείς δέν τούς πίστεψε σέ ὅσα ἀνέφεραν, γνωρίζοντας ὅλοι τήν ἐνάρετη πολιτεία του. Καί στό μεταξύ ἔφθασε καί ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐκεῖ, καί ἀμέσως μόλις ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά τους, διαλύθηκαν ὅλα σάν ἱστοί ἀράχνης. Διότι οἱ κατήγοροι ἐλεγχόμενοι ἀπό τήν ἴδια τους τήν συνείδησι, μετανόησαν καί πέφτοντας στά πόδια τοῦ Ἁγίου ζητοῦσαν συγχώρησι γιά ὅσα ἄδικα τόν κατηγόρησαν. Ὁ δέ δίκαιος, καθώς ἦταν γνήσιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τούς συγχώρησε, ἐπέστρεψε μέ εἰρήνη στήν ἐπαρχία του μαζί μέ τούς προαναφερθέντες ἀντιπάλους του, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθῶντας τίς παραγγελίες του, ὑποτάσσονταν ὀρθά σ’ αὐτόν γιά καιρό. Διότι ὁ πονηρός διάβολος, πού ἔφυγε ἀπό αὐτούς μέσῳ τῆς μετάνοιας, ἀφοῦ πορεύθηκε μέσα σέ ἄνυδρους τόπους καί δέν βρῆκε ἀνάπαυσι, ἐπέστρεψε πάλι σ’ αὐτούς καί καθώς τούς βρῆκε νά εἶναι ἀμελεῖς, μπῆκε σ’ αὐτούς μαζί μέ ἑπτά ἀπό τά πιό πονηρά του πνεύματα καί μέσῳ αὐτῶν ξεκίνησε πάλι μεγαλύτερο πόλεμο κατά τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι οἱ ἀναφερόμενοι πιό πάνω κληρικοί παραδίνοντας ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό τους στόν σατανᾶ, ἔγραψαν πάλι ἀναφορά κατά τοῦ Ἁγίου μέ περισσότερες κατηγορίες ἀπό τίς πρῶτες καί, ἀφοῦ τήν πῆραν, πῆγαν πάλι στήν μεγάλη Ἐκκλησία καί δίδοντας τήν ἀναφορά φώναζαν κατά τοῦ Ἁγίου. Ὁ δέ Πατριάρχης καί οἱ ἀρχιερεῖς, κατηγορῶντας τους ὡς ψεῦτες φανερούς καί συκοφάντες, τούς ἀπεδίωξαν.
Ἀλλά ὁ θεῖος Γρηγόριος, σάν καλός ἀγωνιστής πού ἦταν, καθώς δέν ἤξερε νά μάχεται καί νά πολεμᾶ μέ ἀνθρώπους, ἀλλά μέ δαίμονες, τί κάνει; Προστάζει τόν μαθητή του, τόν Λέοντα, νά πάρη τό ράσο του καί τό βιβλίο μόνο καί νά τόν ἀκολουθήση καί, ἀφοῦ ἀναχώρησαν τήν νύχτα ἀπό τήν Ἐπισκοπή, μπῆκαν σέ ἕνα καΐκι καί πέρασαν στήν Τένεδο, στήν ὁποία ἦταν ἕνα Μοναστήρι πολύ καλό καί πολυάνθρωπο, καί σ’ αὐτό ἡσύχασε γιά λίγο καιρό, ὅπου καί τόν μαθητή του ἔκανε Μοναχό, μετονομάζοντάς τον Λεόντιο. Ἔπειτα, περνῶντας στήν Μυτιλήνη, ἀνέβηκε στό ὄρος τοῦ Λιβάνου. Καί ἀπό ἐκεῖ, ἐπειδή ἤθελε νά δῆ τούς γονεῖς του, πῆγε στήν Ἀκόρνη τό χωριό του καί κατά τύχη συνάντησε τήν μητέρα του, πού πήγαινε στό λουτρό, ἡ ὁποία χωρίς νά ξέρη ποιός εἶναι, τόν χαιρέτισε, ζητῶντας τήν εὐλογία του. Ὁ Ἅγιος της εἶπε× «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογήση καί νά σέ ἀξιώση νά δῆς, ἐάν ἔχης κάποιον στήν ξενιτειά». Καί ἀφοῦ ἐκπλήρωσε τόν πόθο του, ἀμέσως ἀναχώρησε ἀπό ἐκεῖ καί ἀνεβαίνοντας στό ὄρος τοῦ Πρίαντος, ἡσύχασε ἐκεῖ μαζί μέ τόν Λεόντιο. Καί ἀφοῦ βρῆκε σ’ αὐτό ἕναν τόπο δύσβατο καί δενδρώδη, πού ὠνομαζόταν μικρό Λευκοπέδι, παρακινούμενος ἀπό τόν Θεό, πῆγε στούς νοικοκυραίους τοῦ τόπου ἐκείνου καί τόν ζήτησε, γιά νά τόν καθαρίση καί νά χτίση Μοναστήρι. Καί ἐκεῖνοι, ὅταν τά ἄκουσαν αὐτά, χάρηκαν πολύ καί τοῦ τόν ἔδωσαν ἐγγράφως, διότι δέν χρησίμευε καθόλου σ’ αὐτούς, ἐπειδή ἦταν μάλιστα γεμᾶτος ἀπό δαίμονες.
Ἀφοῦ ἔκανε λοιπόν εὐχή ὁ Ἅγιος καί ἄρχισε τό ἔργο, ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του οἱ δαίμονες, κάνοντας μεγάλη ταραχή καί φωνάζοντας× «Μᾶς ἀδικεῖς Γρηγόριε, φύγε ἀπό τό κατοικητήριό μας». Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἀνύψωσε τά μάτια καί τόν νοῦ στόν οὐρανό, προσευχόταν στόν ὕψιστο Θεό κατά τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί ἀφοῦ ἔλαβε ἀπό αὐτόν τήν ἐξουσία ἐναντίον τους, τούς ἔδιωξε ἀπό ἐκεῖ μέ τήν προσευχή του. Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ καταραμένοι πῆγαν στούς νοικοκυραίους καί τούς ξεσήκωσαν κατά τοῦ Ἁγίου. Διότι βλέποντας ἐκεῖνοι τόν τόπο καθαρισμένο μέ πολλή ἐπιμέλεια καί φροντισμένο, μετανόησαν πού τόν ἔδωσαν μέ ὁμολογία καί ἔδιωχναν ἀπό ἐκεῖ τόν Ἅγιο, παρ’ ὅλο πού κοπίασε καί ἔπαθε πολλά, ἕως ὅτου νά τόν καθαρίση. Καί μερικοί ἀπό αὐτούς, ἐπειδή ἦταν κακόδοξοι αἱρετικοί, ἀκούοντας τόν Ἅγιο, πού κήρυττε τήν ὀρθοδοξία, συμπεριφέρονταν ἐχθρικά ἐναντίον του καί, ὁρμῶντας μέ ξύλα καί πέτρες, χτύπησαν χωρίς συμπόνια τόν Ἅγιο, ὥσπου τόν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Ἔπειτα, ἀφοῦ τόν ἔσυραν ἀπό τά πόδια, τόν ἔρριξαν στό κάτω μέρος τοῦ Ὄρους. Καί, ὤ τῶν θαυμασίων σου Κύριε!, ὁ τόπος ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο τόν ἔριξαν, δέν βλάστησε καθόλου ἕως καί σήμερα, ἀλλά φαίνεται καμένος.
Ὁ δέ θεῖος Γρηγόριος, ἀφοῦ θεραπεύθηκε παραδόξως ἀπό τόν Κύριο, σηκώθηκε ἀπό ἐκεῖ ὑγιής καί δόξασε τόν Θεό. Καί ἀφοῦ μπῆκε σέ ἕναν κῆπο μαζί μέ τόν μαθητή του καί ἔμπηξε στήν γῆ τήν καρυδένια ράβδο του, στήν ὁποία ἀκουμποῦσε γιά δώδεκα χρόνια, εἶπε∙«Ἀδελφέ Λεόντιε, ἐάν πρόκηται νά μᾶς χαρίση ὁ Θεός τήν οὐράνια Βασιλεία του, νά βλαστήση ἡ ράβδος καί νά γίνη δένδρο, νά καρποφορῆ σάν καί τά ὑπόλοιπα δένδρα. Καί, ὤ τοῦ θαύματος!, Σεπτέμβριος ἦταν ὁ μῆνας, ὅταν φύτευσε τήν ράβδο καί ὅλο τόν χειμῶνα ἦταν ξερή, ὅταν ὅμως μπῆκε ὁ Μάρτιος, βλάστησε καί αὐτή καί μεγάλωσε καί κάρπισε καί ὁ καρπός της θεραπεύει κάθε εἶδος ἀσθένεια, γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ καί τήν τιμή τοῦ Ἁγίου. Ἕνας ὅμως τελείως ἄμυαλος, πού ὠνομαζόταν Μιχαήλ ἔλεγε, ὅτι εἶναι μαγεία αὐτό, πού βλέπουν καί ὄχι θαῦμα καί τρέχοντας σ’ αὐτό μέ αὐθάδεια, ἔκοψε τά κλαδιά τῆς ράβδου. Ἀλλά, ὤ τοῦ θαύματος!, νεκρώθηκαν ἀμέσως ὅλα του τά μέλη καί, πέφτοντας στή γῆ, ἦταν θέαμα ἐλεεινό γιά ὅσους τόν ἔβλεπαν. Γι’ αὐτό τόν πῆραν οἱ συγγενεῖς του καί ἔπεσε κατάκοιτος στό σπίτι του παιδευόμενος ἀπό τήν ἀσθένεια γιά τήν ἀπιστία του καί τήν αὐθάδειά του, ὥσπου ζοῦσε ὁ Ἅγιος. Καί ὕστερα ἀπό τήν κοίμησι τοῦ Ἁγίου καί τήν ταφή, ἐπειδή πολλοί ἀσθενεῖς πρόστρεχαν μέ πίστι στόν τάφο του, ὅπου ἀνέβλυσε ὕδωρ εὐλογίας καί, πίνοντας ἀπό αὐτό, θεραπεύονταν, γι’ αὐτό τόν λόγο, βασταζόμενος καί αὐτός ἀπό τούς συγγενεῖς του, πῆγε καί ἔπεσε στόν τάφο τοῦ Ἁγίου καί ἐπικαλούμενος αὐτόν μέ πίστι καί θερμά δάκρυα, ὤ τοῦ θαύματος!, μόλις ἤπιε ἀπό τό ἁγίασμα ἐκεῖνο, ἀμέσως ἔγινε ὑγιής δοξάζοντας καί εὐλογῶντας τόν Θεό καί τόν Ἅγιο καί κηρύττοντας σέ ὅλους τά θαύματα πού ἔγιναν σ’ αὐτόν.
Ἀλλά ἄς ἐπανέλθουμε στό προκείμενο× Βλέποντας λοιπόν οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου ἐκείνου τήν ἄκρα ὑπομονή τοῦ Ἁγίου καί τήν παράδοξη θεραπεία, πού ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο, μετέβαλαν τήν ἀγριότητά τους σέ ἡμερότητα. Ἤ καλλίτερα νά πῶ, ὁ τῶν θαυμασίων Θεός μετέβαλε τήν γνώμη τους καί, ἀφοῦ μετανόησαν γιά ἐκεῖνα, πού ἔκαναν, προσέπεσαν στά πόδια τοῦ Ἁγίου καί ζητοῦσαν συγχώρησι, τήν ὁποία ἔλαβαν ἀμέσως. Καί στό ἑξῆς ἄφησαν ἀνενόχλητο τόν Ἅγιο, νά κάνη στόν τόπο ἐκεῖνο, ὅ,τι θέλει καί ἀποφασίζει. Ἔτσι, ἐπειδή ἤθελε ὁ Ἅγιος νά κτίση Ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου καί δέν εἶχε ζῷα, γιά νά συγκεντρώση τά ἀπαραίτητα γιά τήν ἀνοικοδόμησι, πέρασε ἀπό τό στενό στήν Ἀνατολή καί ἀφοῦ βρῆκε μία γυναῖκα χήρα, τῆς ἐξέφρασε τήν ἀνάγκη του, δίνοντάς την καί τρία φλουριά πού εἶχε, χάριν εὐλογίας. Ἡ δέ γυναίκα ἐκείνη, ἐπειδή σεβάσθηκε τόν Ἅγιο εἶπε× «Ἔχω, Πάτερ, πολλά ζῷα, ὅμως εἶναι ἄγρια. Γι’ αὐτό ἄν μπορῆς, μάζεψε ὅλη τήν ἀγέλη καί ἄς εἶναι ἀφιερωμένη στήν ἁγιοωσύνη σου». Τότε κάνοντας εὐχή ὁ Ἅγιος πρόσταξε τόν ὑπηρέτη του καί ἀνέβηκε στό ὄρος, ὅπου ἦταν τά ζῷα ἐκεῖνα καί διάλεξε δύο, τά καλλίτερα, τά ὁποῖα μέ τόν λόγο μόνο τοῦ Ἁγίου ἡμέρωσαν ἀμέσως καί ἀκολούθησαν τόν ὑπηρέτη. Καί, ἀφοῦ συγκέντρωσε μέ αὐτά τά ὑλικά, ἔχτισε πάρα πολύ ὄμορφο Ναό, πρός τιμήν τοῦ ὀνόματος τῆς Θεοτόκου. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔκτισε καί κελλιά, συγκρότησε Μοναστῆρι, στό ὁποῖο συγκεντρώθηκαν ἀρκετοί, ἐξ αἰτίας τῆς φήμης τοῦ Ἁγίου καί ἔγιναν Μοναχοί ὑποτασσόμενοι σ’ αὐτόν. Ὁ ὁποῖος ἦταν ποιμένας ἄγρυπνος καί κυβερνήτης σέ ὅλα σοφώτατος. Ἀλλά ἐπειδή δέν εἶχε ὁ τόπος ἐκεῖνος νερό, ἐλυπῶντο οἱ Μοναχοί, ἐπειδή εἶχαν δυσκολία.
Γι’ αὐτό ἀφοῦ ὕψωσε ὁ Ἅγιος χέρια καί νοῦ στόν οὐρανό, προσευχόταν στόν ὕψιστο Θεό μέ πίστι καί δάκρυα, γιά νά τούς δώση νερό γιά ἀναψυχή. Τότε Ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ᾖλθε σ’ αὐτόν καί τοῦ φανέρωσε τήν μετάστασί του καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε τόν τόπο τῆς ταφῆς του, εἶπε, ὅτι ἀπό αὐτόν θά ἀναβλύση νερό γλυκύτατο. Καί, μόλις τά εἶπε αὐτά, ἀνέβηκε στούς οὐρανούς. Ὁ θεῖος Γρηγόριος, ἀφοῦ προσκάλεσε τόν μαθητή του τόν Λεόντιο καί τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς καί τούς ἀνήγγειλε, ὅσα ἄκουσε ἀπό τόν Ἄγγελο, τούς κατήχησε ἱκανοποιητικά, διατάσσοντάς τους ὅσα ἁρμόζουν στήν μοναχική πολιτεία. Ἔπειτα παραδόθηκε ὁλοκληρωτικά στήν προσευχή καί ἔτσι προσευχόμενος, ἔφυγε πρός τόν Κύριο. Τό δέ ἱερό καί πάνσεπτό του λείψανο τάφηκε στόν τόπο ἐκεῖνο, πού καθώρισε ὁ θεῖος Ἄγγελος, ὅπου οἰκοδομήθηκε ἀργότερα καί ναός στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου καί στό μέσο τοῦ Ναοῦ εἶναι ὁ τάφος του, ἀπό τόν ὁποῖο ἀναβλύζει νερό ἀρκετό καί γλυκύτατο καί θεραπεύει κάθε ἀσθένεια ἐκείνων πού προσέρχονται μέ πίστι μέχρι καί σήμερα, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἁγίου. Μέ τοῦ ὁποίου τίς πρεσβεῖες ἄς σωθοῦμε καί μεῖς ἀπό κάθε κακό καί ἄς ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.
(Νέον Ἐκλόγιον, σελ. 248-253)
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων Πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς