Τῷ αὐτῷ μηνί IΣΤ΄, μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος καί πανευφήμου Εὐφημίας.
Ὑπέρ Θεοῦ κτανθεῖσαν ἄρκτου ταῖς μύλαις,
Εὐφημίαις σε χρή στέφειν Εὐφημία.
Τῇ δ’ ἐκκαιδεκάτῃ Εὐφημίαν ἔκτανεν ἄρκος.
Αὐτή ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, κατά τό ἔτος 288. Γεννήθηκε ἀπό γονεῖς ἔνδοξους στόν πλοῦτο καί τήν δόξα, ἰδιαίτερα ὅμως στήν εὐσέβειαστόν Χριστό καί ἀπό αὐτούς διδάχθηκε καί στήν πίστι στόν Χριστό. Ἔτσι ἡ μακαρία καί ὅλο τόν πόθο της τόν εἶχε στόν Χριστό καί σ’ αὐτόν μόνο πρόσεχε. Ὅταν ὅμως ὁ Πρίσκος, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀπό τόν Διοκλητιανό ἀνθύπατος τῆς Ἀσίας, διέταξε νά θυσιάσουν ὅλοι στόν Ἄρη, τόν ψευδώνυμο θεό, τόν ὁποῖο τιμοῦσαν στήν Χαλκηδόνα, τότε γιά τόν λόγο αὐτόν, κρύβονταν ὅλοι οἱ πιστοί Χριστιανοί. Κατά συνέπεια καί αὐτή ἡ Ἁγία Εὐφημία κρυβόταν μαζί μέ ἄλλους σαράντα ἐννέα Χριστιανούς καί ἔλαμπε ἀνάμεσα σ’ αὐτούς μέ τίς ἀρετές σάν ὁλόλαμπρο ἀστέρι. Ἐπειδή ὅμως φανερώθηκε γι’ αὐτό αὐτή καί οἱ Χριστιανοί, πού ἦταν μαζί της, παρουσιάσθηκαν μπροστά στόν ἀνθύπατο. Καί ἀφοῦ ἀπολογήθηκαν σ’ αὐτόν πολύ γνωστικά διά μέσου τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ἄναψαν πολύ τήν ὀργή του. Τότε τούς ἔξυσαν καί μέ διάφορες τιμωρίες τούς βασάνιζαν καθημερινά, μέχρι τό διάστημα τῶν εἴκοσι ὁλόκληρων ἡμερῶν.
Ἀφοῦ πέρασαν οἱ εἴκοσι μέρες, ἀποφυλακίζονται καί βεβαιώνουν τόν ἀνθύπατο, ὅτι παραμένουν στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ σταθεροί καί ἀμετακίνητοιι. Τότε χτυπιοῦνται στά πρόσωπα μέ ὠμά δέρματα. Κατόπιν, τούς μέν ἄλλους Ἁγίους ἔρριξαν σέ φυλακή, μέ σκοπό νά τούς στείλη ὁ ἀνθύπατος στόν Διοκλητιανό καί μόνη τήν Ἁγία Εὐφημία παρουσίασαν μπροστά του. Ἐπειδή ὅμως τήν εἶδε ὁ ἀνθύπατος νά εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε κολακεία, γιά τόν λόγο αὐτόν σπάζει τά μέλη τοῦ σώματός της μέ σιδερένιους τροχούς καί ξεχωρίζει τίς ἀρθρώσεις. Ἡ Μάρτυς ὅμως, μόλις ἐπικαλέσθηκε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὤ τοῦ θαύματος!, λύθηκε ἀπό τούς τροχούς καί βρέθηκε ὑγιής. Ἔπειτα ἔκαψαν ἕνα καμίνι μέ πίσσα καί στουππί καί κλήματα, μέχρις ὅτου ἡ φλόγα ὑψώθηκε στούς σαράντα πέντε πήχεις. Ὅταν λοιπόν ἐπρόκειτο ἡ Ἁγία νά ριχθῆ στό καμίνι, εἶδαν οἱ ὑπηρέτες, ὁ Βίκτωρ, λέω, καί ὁ Σωσθένης, ὅτι Ἄγγελος Κυρίου σκόρπισε ἐδῶ καί ἐκεῖ τήν φωτιά τοῦ καμινιοῦ. Τότε φοβήθηκαν καί πίστεψαν στόν Χριστό. Αὐτούς ἡ Ἁγία τούς δίδαξε τά σχετικά μέ τήν πίστι τελειότερα καί τούς ἐνθάρρυνε στό μαρτύριο γιά χάρι τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἁγία βάλθηκε στό καμίνι μέ ἄλλους ὑπηρέτες, ἀμέσως τό καμίνι τούς μέν ὑπηρέτες κατέκαυσε, ἐνῷ στήν Ἁγία φάνηκε σάν δροσερή αὔρα.
Κατόπιν ἡ Ἁγία ρίχνεται στήν φυλακή, ἐνῷ οἱ ἀνωτέρω ὑπηρέτες, ὁ Βίκτωρ καί ὁ Σωσθένης, παρουσιάζονται μπροστά στόν ἀνθύπατο καί, ἀφοῦ ὡμολόγησαν μέ θάρρος τήν πίστι, παραδόθηκαν στά θηρία. Καί ἀφοῦ φονεύθηκαν ἀπό αὐτά, ἔτσι οἱ μακάριοι ἔλαβαν τό τέλος τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Ἁγία ὅμως μπῆκε σέ κάποια ἄλλη καινούργια δοκιμασία καί, ἀφοῦ διαφυλάχθηκε καί ἀπό αὐτήν ἀβλαβής, ρίχθηκε μέσα σέ ἕναν λάκκο γεμᾶτο ἀπό νερό καί θηρία. Ἔπειτα περνᾶ ἕναν ἄλλο λάκκο, πού ἦταν στρωμμένος μέ μικρά σουβλιά καί σκεπασμένος ἀπό ἐπάνω μέ τό χῶμα, ἀλλ’ ὅμως αὐτή γλύτωσε ἀπό τήν δοκιμασία αὐτή καί διασώθηκε ἀβλαβής, ἐνῷ ἄλλοι, πού ἔπεσαν σ’ αὐτόν, κινδύνευσαν. Μετά ἀπό αὐτά πριώνισαν τήν Ἁγία καί μέ φωτιά καί τηγάνια πυρακτωμένα ἔκαψαν τά μέλη της. Στό τέλος τήν παρέδωσαν στά θηρία καί, ἀφοῦ πληγώθηκε μέ μόνο τό δάγκωμα μιᾶς ἀρκούδας, ἔτσι τελείωσε τό μαρτύριο. Τό δέ ἅγιό της λείψανο τό πῆραν οἱ γονεῖς της καί τό ἐνταφίασαν μέ τιμές ὄχι μακριά ἀπό τήν Χαλκηδόνα. (Τόν ἐκτενῆ της Βίο βλέπε στόν Ἐφραίμ τόν ἁπλό[1]).
Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Μελιτινῆς.
Μελιτινή τμηθεῖσα τήν κάραν ξίφει,
Αἷμα προσῆξεν ὡς γλυκύ Χριστῷ μέλι.
+ Αὐτή καταγόταν ἀπό τήν Μαρκιανούπολι τῆς Θράκης, στά χρόνια Ἀντωνίνου τοῦ βασιλέως καί Ἀντιόχου ἡγεμόνος, κατά τό ἔτος 160. Ἀφοῦ λοιπόν ἡ ἀοίδιμη πολλά βάσανα ὑπέμεινε μέ προσταγή τοῦ Ἀντιόχου, ἐπειδή δέν ἐπείθετο νά ἀρνηθῆ τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό παραδόθηκε στήν γυναῖκα τοῦ ἡγεμόνα, ὥστε νά ὑποχωρήση μέ τίς κολακεῖες καὶ τίς περιποιήσεις ἐκείνης. Ἀλλ’ ὅμως ὄχι μόνο δέν ξεγελάσθηκε καθόλου, οὔτε ὑποχώρησε αὐτή, πού εἶχε ἀνδρικό φρόνημα, ἀλλά καί τήν γυναῖκα τοῦ ἡγεμόνα τήν ἔκανε Χριστιανή. Ἔπειτα μέ τήν προσευχή της καταγκρέμισε στήν γῆ τά εἴδωλα τοῦ Ἀπόλλωνα καί τοῦ Ἡρακλῆ καί τά ἔκανε λεπτά σάν σκόνι. Καί ἀφοῦ ἔκανε πολλά καί ἄλλα θαυμάσια, πολλούς ἀπίστους ἔφερε στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν αἰτία αὐτή ἀποκεφαλίσθηκε καί ἔλαβε ἡ μακάρια τόν στέφανο τῆς ἀθλήσεως.
Τό ἱερό της λείψανο ὅμως παρέμεινε ἄταφο. Τότε ἕνας Χριστιανός ἄνθρωπος, Ἀκάκιος ὀνόματι ἀπό τήν Μακεδονία καταγόμενος, περνῶντας ἀπό ἐκεῖ γιά νά πάη στήν πατρίδα του, ζήτησε τό λείψανο ἀπό τόν ἡγεμόνα. Ὁ ἡγεμόνας χωρίς νά ὑποψιασθῆ τόν θεοφιλῆ του σκοπό, τοῦ χάρισε τό λείψανο. Ἀφοῦ τό ἔλαβε ὁ Ἀκάκιος καί τό τύλιξε σέ ἕνα κιβώτιο ξύλινο, φρόντιζε νά φθάση στήν πατρίδα του. Στό ταξείδι ὅμως τῆς θάλασσας ἀρρωσταίνοντας πέθανε. Καί ἐπειδή τό καΐκι ἄραξε σέ ἕνα ἀκρωτήριο τῆς νήσου Λήμνου, σ’ αὐτό ἐνταφιάσθηκε τό λείψανο τῆς Ἁγίας καί κοντά στόν τάφο τῆς Μάρτυρος, ἐνταφιάσθηκε καί ὁ φιλομάρτυρας Ἀκάκιος.
Ταῖς τῶν σῶν ἁγίων πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
[1] Σημείωσε, ὅτι περιττά γράφεται ἐδῶ στά Μηναῖα καί στόν τυπωμένο Συναξαριστή ἡ μνήμη καί τό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου Πάπα Ρώμης, διότι αὐτή ἑορτάζεται κατά τήν 13η τοῦ Ἀπριλίου, ὅπου καί τό Συναξάριό του γράφεται ὁλοκληρωμένο. Καί αὐτό ἐπίσης σημείωσε, ὅτι στόν τυπωμένο Συναξαριστή κατά τήν ἡμέρα αὐτή γράφεται τό Συναξάρι τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Σεβαστιανῆς, τό ὁποῖο γράφεται κατά τήν 24η τοῦ Ὀκτωβρίου ἐκτενέστερα. Γι’ αὐτό, ὡς περιττό, δέν ἀναφέρεται ἐδῶ.
Καί αὐτό σημείωσε, ὅτι τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας συνέγραψε ὁ Μεταφραστής, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Διοκλητιανοῦ τά Ρωμαίων σκῆπτρα». (Σῴζεται στήν Λαύρα, στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἰβήρων καί σέ ἄλλες.) Αὐτῆς ὑπάρχουν δύο ἐγκώμια, ἕνα στήν Ἱερά Μονή τοῦ Βατοπαιδίου καί ἕνα στήν τῶν Ἰβήρων. Καί βλέπε στήν 11η τοῦ Ἰουλίου.
Δέν μπόρεσα νά ἀποσιωπήσω ἐδῶ τήν ἔκφρασι, πού ἔγραψε ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας γιά τήν εἰκόνα αὐτῆς τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, τήν ὁποία ἀναφέρει ἡ ἁγία καί Οἰκουμενική Ἑβδόμη Σύνοδος, στήν ἕκτη της πρᾶξι. Εἶναι μάλιστα ἐξωραϊσμένη μέ τά ἄνθη τῶν ρητορικῶν λόγων καί ἔχει ὡς ἑξῆς. «Ὑπῆρχε κάποια γυναίκα, λέει, ἱερή παρθένα, ἀμόλυντη, ἀφιερωμένη στόν Θεό. Τήν ὀνομάζουν Εὐφημία. Ὅταν κάποτε ὁ τύραννος καταδίωκε τούς εὐσεβεῖς, πρόθυμα δέχθηκε νά κινδυνεύση μέχρι θανάτου. Κατόπιν οἱ πολίτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τήν ἴδια πίστι μέ αὐτήν πού πέθανε, ἀφοῦ θαύμασαν τήν παρθένα ὡς ἀνδρεία καί ἱερή καί ἀφοῦ τοποθέτησαν τήν λάρνακά κοντά στό Ἱερό, τήν τιμοῦν ἰδιαίτερα καί κάνουν γιά χάρι της ἐτήσια καί παλλαϊκή πανήγυρι. Οἱ ἱερεῖς τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί μέ λόγο τιμοῦν πάντοτε τήν μνήμη της καί διδάσκουν μέ ἐπιμέλεια τόν κόσμο πῶς τέλειωσε τήν ζωή της μέ τούς καρτερικούς της ἀγῶνες. Καί ὁ ζωγράφος εὐσεβῶν καί αὐτός μέ τήν τέχνη, ὅσο εἶναι δυνατό, ἀφοῦ χάραξε ἐπάνω σέ σινδόνα ὅλη τὴν ἱστορία, τήν ἀφιέρωσε ὡς ἱερό θέαμα στό ἱερό. Τό φιλότεχνημα ἔχει τό ἑξῆς θέμα: Κάθεται ὁ δικαστής σέ ὑψηλό θρόνο καί βλέπει μέ αὐστηρό βλέμμα τήν Παρθένο. Ὀργίζεται, ὅταν θέλη· διότι ἡ τέχνη ἀναφέρεται καί στά ἄψυχα. Πολλοί στρατιῶτες εἶναι δορυφόροι τῆς ἐξουσίας. Ὅσοι γράφουν τά γεγονότα, ἔχουν δέλτους καί γραφίδες, καί ἔχοντας κρεμασμένο τό χέρι πάνω στό κερί, βλέπει αὐστηρά πρός ἐκείνην πού κρίνεται, ἔχοντας στραμμένο ὅλο τό πρόσωπο, σάν νά ἔχη ἐντολή νά ὁμιλῆ δυνατώτερα, γιά νά μή γράψη κάτι τό ἐσφαλμένο καί ἐπιλήψιμο, μή ἀκούοντας σωστά. Στέκεται ἡ παρθένος φορῶντας μελανό χιτώνα καί ἰμάτιο, πού δείχνουν τόν φιλοσοφικό τρόπο τῆς ζωῆς της. Ὅπως φάνηκε μάλιστα στόν γραφέα, ἦταν ὡραία καί στήν ἐμφάνισι, Ἐγώ ὅμως νομίζω ὅτι ἦταν στολισμένη στήν ψυχή μέ τίς ἀρετές». Καί τά ὑπόλοιπα. Σημείωσε, ὅτι τό λείψανο τῆς Ἁγίας αὐτῆς βρίσκεται ὁλόκληρο στό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.