Τῷ αὐ¬τῷ μη¬νί KΖ΄ , μνή¬μη τοῦ Ὁ¬σί¬ου Πα¬τρός ἡμῶν Ποι¬μέ¬νος.

Αὐ­τός ὁ Ὅ­σιος κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Αἴ­γυ­πτο. Καί, ἀ­φοῦ ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τήν πα­τρί­δα του μέ ὅ­λους τούς ἀ­δελ­φούς του, ἔ­γι­νε μα­ζί μέ αὐ­τούς Μο­να­χός. Ἡ μη­τέ­ρα τους πα­ρα­κι­νού­με­νη ἀ­πό τόν μη­τρι­κό πό­θο, πῆ­γε στήν Σκή­τη γιά νά τούς ­δῆ. Οἱ υἱ­οί της ὅ­μως ἔ­κλει­σαν τήν πόρ­τα τοῦ κε­λλιοῦ τους, γιά νά μή τήν ἰ­δοῦν. Ἐ­κεί­νη πά­λι ἔ­κλαι­γε ἔ­ξω μέ πό­νο καρ­διᾶς καί φώ­να­ζε. Τό­τε ὁ Ἀβ­βᾶς Ἀ­νούβ, ὁ   ἕ­νας ἀ­πό τούς ἀ­δελ­φούς, λέ­ει στόν Ποι­μέ­να· «Τί νά κά­νου­με στήν γριά αὐ­τή;». Τό­τε ὁ Ποι­μέ­νας ἦλ­θε στήν πόρ­τα καί ἀ­πό μέ­σα τῆς λέ­ει· «Για­τί κλαῖς γριά;».

Αὐ­τή, μό­λις ἄ­κου­σε τήν φω­νή τοῦ Ποι­μέ­νος, εἶ­πε· «Θέ­λω νά σᾶς ­δῶ, παι­διά μου. Δι­ό­τι πῶς θά σᾶς βλά­ψω, ἄν τυ­χόν μό­νο σᾶς ­δῶ; Δέν εἶ­μαι ἐ­γώ ἡ μη­τέ­ρα σας; Δέν βρί­σκο­μαι ἐ­γώ τώ­ρα σέ βα­θειά γη­ρα­τειά;». Τό­τε ὁ Ποι­μέ­νας τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Ποῦ θέ­λεις νά μᾶς ­δῆς, σ’ αὐ­τόν τόν κό­σμο ἤ στόν ἄλ­λο;». Τό­τε ἡ μη­τέ­ρα τους κα­τά­λα­βε τό νό­η­μα τῶν λό­γων τοῦ Ποι­μέ­να καί ἔ­τσι μέ χα­ρά ἀ­να­χώ­ρη­σε χω­ρίς νά τούς δῆ.

 Μί­α φο­ρά θέ­λη­σε ὁ ἄρ­χον­τας τῆς χώ­ρας ἐ­κεί­νης νά δῆ τόν Ἀβ­βᾶ Ποι­μέ­να. Καί ἀ­φοῦ ἔπιασε τόν ἀ­νε­ψιό του γιά κά­ποι­ες κα­κί­ες, πού ἔ­κα­νε, τόν ἔ­βα­λε στήν φυ­λα­κή, λέ­γον­τας, ἐ­άν ἔλ­θη ἐ­δῶ ὁ θεῖ­ος του ὁ Ἀβ­βάς Ποι­μέ­νας καί τόν ­δῶ, ἀ­μέ­σως θά ἐ­λευ­θε­ρώ­σω τόν ἀ­νε­ψιό του. Ὁ Ποι­μέ­νας μό­λις τό ἔ­μα­θε αὐ­τό, δέν θέ­λη­σε νά πά­η στόν ἄρ­χον­τα. Ἡ μη­τέ­ρα ὅ­μως τοῦ φυ­λα­κι­σμέ­νου πῆ­γε στόν ἀ­δελ­φό της τόν Ποι­μέ­να πα­ρα­κα­λῶν­τας τον, νά πά­η στόν ἄρ­χον­τα γιά νά ἐ­λευ­θε­ρώ­ση τόν ἀ­νε­ψιό του. Ὁ Ποι­μέ­νας ὅ­μως, οὔ­τε ἀ­πό­κρι­σι τῆς ἔ­δω­σε. Ἡ ἀ­δελ­φή του πά­λι φώ­να­ζε, κα­τη­γο­ρῶν­τας τον καί λέ­γον­τας· «Ἄ­σπλα­χνε, δεῖ­ξε μου ἔ­λε­ος, δι­ό­τι εἶ­ναι ὁ μο­νο­γε­νής υἱ­ός μου καί ἄλ­λον δέν ἔ­χω ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τόν». Ὁ Ποι­μέ­νας τό­τε τῆς μή­νυ­σε μέ ἕ­ναν ἀ­δελ­φό τά ἑ­ξῆς· «Ἀ­να­χώ­ρη­σε καί φῦ­γε ἀ­πό ἐ­δῶ, δι­ό­τι ὁ Ποι­μέ­νας παι­διά δέν γέν­νη­σε».

Καί ὁ ἄρ­χον­τας μή­νυ­σε στόν Ποι­μέ­να·  «Ἀ­κό­μη καί μέ τόν λό­γο σου μό­νο πρό­στα­ξε καί ἐ­γώ ἀ­μέ­σως θά τόν ἐ­λευ­θε­ρώ­σω». Ἀλ­λά ὁ Ποι­μέ­νας τοῦ μή­νυ­σε τά ἑ­ξῆς· «Ἐ­ξέ­τα­σέ τον σύμ­φω­να μέ τούς νό­μους καί, ἐ­άν εἶ­ναι ἄ­ξιος θα­νά­του, θα­νά­τω­σέ τον. Ἄν πά­λι δέν εἶ­ναι ἄ­ξιος θα­νά­του, κά­νε, ὅ­πως θέ­λεις». Τό­τε ὁ ἄρ­χον­τας θαυ­μά­ζον­τας τήν ἀ­κρί­βεια τῆς πο­λι­τεί­ας του, ἐ­λευ­θέ­ρω­σε τόν ἀ­νε­ψιό του.

Μί­α φο­ρά ρώ­τη­σε ἕ­νας αὐ­τόν τόν Ἀβ­βᾶ Ποι­μέ­να, λέ­γον­τας· «Ἄν τυ­χόν καί δῶ τήν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ ἀ­δελ­φοῦ μου, νά τόν κα­λύ­ψω;» Ὁ Ποι­μέ­νας ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Ἄν ἐ­μεῖς κα­λύ­ψου­με τήν ἁ­μαρ­τί­α τοῦ ἀ­δελ­φοῦ μας, καί ὁ Θε­ός θά κα­λύ­ψη τίς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες».

Αὐ­τός ὁ Ὅ­σιος ἄ­σκη­σε κά­θε ἀ­ρε­τή τό­σο πο­λύ, ὥ­στε ὅ­λοι οἱ Πα­τέ­ρες καί οἱ ἀ­σκη­τές, πού βρί­σκον­ταν στήν Αἴ­γυ­πτο καί τήν Θη­βα­ΐ­δα, ρυθ­μί­ζον­ταν καί δι­ορ­θώ­νον­ταν ἀ­πό αὐ­τόν. Ἀ­φοῦ λοι­πόν μέ τέ­τοι­α κα­τορ­θώ­μα­τα ­πέ­ρα­σε τήν ζω­ή του ὁ τρι­σμα­κά­ρι­στος καί ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε πλή­ρης ἡ­με­ρῶν, ἔ­φυ­γε πρός τόν Κύ­ριο[1].



[1]   Ὁ Ἀβ­βᾶς αὐ­τός Ποι­μέ­νας σέ τό­ση τα­πεί­νω­σι ἔ­φθα­σε, ὥ­στε εἶ­πε ὁ πα­νύ­μνη­τος. «Ἐ­γώ λέ­ω, ὅ­τι στόν τό­πο, ὅ­που θά μπῆ ὁ Σα­τα­νᾶς, ἐ­κεῖ θά μπῶ καί ἐ­γώ». Καί πά­λι· « Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἀ­νάγ­κη γιά πάν­τα τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί τόν φό­βο τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τήν ἀ­να­πνο­ή, πού βγαί­νει ἀ­πό τήν μύ­τη του». Καί πά­λι· «Ἐ­άν ὁ ἄν­θρω­πος μέμ­φε­ται τόν ἑ­αυ­τό του, θά ὑ­πο­μέ­νη τήν κα­τη­γο­ρί­α ἀ­πό παν­τοῦ».

 Σχε­τι­κά μέ αὐ­τόν τόν Ποι­μέ­να ἔ­λε­γαν, ὅ­τι πο­τέ δέν ἤ­θε­λε νά πῆ τόν λό­γο του πιό πά­νω ἀ­πό ἄλ­λον Γέ­ρον­τα, ἀλ­λά κυ­ρί­ως τόν ἐ­παι­νοῦ­σε ἐ­κεῖ­νον σέ ὅ­λα. Γι’ αὐ­τό ὅ­ταν τύ­χαι­νε νά εἶ­ναι μα­ζί μέ τόν Ἀβ­βᾶ Ἀ­νούβ, δέν μι­λοῦ­σε κα­θό­λου, ὅ­σο ἦ­ταν αὐ­τός πα­ρών. Ἔ­λε­γε δέ ὁ τρι­σευ­λο­γη­μέ­νος Ποι­μέ­νας, ὅ­τι εἶ­πε καί τό ἑ­ξῆς ὁ μα­κά­ριος Ἀν­τώ­νιος· «Ἡ με­γά­λη δυ­να­στεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ὑ­πάρ­χει, γιά νά βά­λη ἐ­πά­νω ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό του τό προ­σω­πι­κό του σφάλ­μα μπρο­στά στόν Κύ­ριο καί νά προσ­δο­κή­ση τόν πει­ρα­σμό μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α ἀ­να­πνο­ή» (σελ. 281 καί 282 τοῦ Εὐ­ερ­γε­τι­νοῦ).



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης