Αὐτός ὁ Ὅσιος καταγόταν ἀπό τήν Αἴγυπτο. Καί, ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπό τήν πατρίδα του μέ ὅλους τούς ἀδελφούς του, ἔγινε μαζί μέ αὐτούς Μοναχός. Ἡ μητέρα τους παρακινούμενη ἀπό τόν μητρικό πόθο, πῆγε στήν Σκήτη γιά νά τούς δῆ. Οἱ υἱοί της ὅμως ἔκλεισαν τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τους, γιά νά μή τήν ἰδοῦν. Ἐκείνη πάλι ἔκλαιγε ἔξω μέ πόνο καρδιᾶς καί φώναζε. Τότε ὁ Ἀββᾶς Ἀνούβ, ὁ ἕνας ἀπό τούς ἀδελφούς, λέει στόν Ποιμένα· «Τί νά κάνουμε στήν γριά αὐτή;». Τότε ὁ Ποιμένας ἦλθε στήν πόρτα καί ἀπό μέσα τῆς λέει· «Γιατί κλαῖς γριά;».
Αὐτή, μόλις ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Ποιμένος, εἶπε· «Θέλω νά σᾶς δῶ, παιδιά μου. Διότι πῶς θά σᾶς βλάψω, ἄν τυχόν μόνο σᾶς δῶ; Δέν εἶμαι ἐγώ ἡ μητέρα σας; Δέν βρίσκομαι ἐγώ τώρα σέ βαθειά γηρατειά;». Τότε ὁ Ποιμένας τῆς ἀποκρίθηκε· «Ποῦ θέλεις νά μᾶς δῆς, σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἤ στόν ἄλλο;». Τότε ἡ μητέρα τους κατάλαβε τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Ποιμένα καί ἔτσι μέ χαρά ἀναχώρησε χωρίς νά τούς δῆ.
Μία φορά θέλησε ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας ἐκείνης νά δῆ τόν Ἀββᾶ Ποιμένα. Καί ἀφοῦ ἔπιασε τόν ἀνεψιό του γιά κάποιες κακίες, πού ἔκανε, τόν ἔβαλε στήν φυλακή, λέγοντας, ἐάν ἔλθη ἐδῶ ὁ θεῖος του ὁ Ἀββάς Ποιμένας καί τόν δῶ, ἀμέσως θά ἐλευθερώσω τόν ἀνεψιό του. Ὁ Ποιμένας μόλις τό ἔμαθε αὐτό, δέν θέλησε νά πάη στόν ἄρχοντα. Ἡ μητέρα ὅμως τοῦ φυλακισμένου πῆγε στόν ἀδελφό της τόν Ποιμένα παρακαλῶντας τον, νά πάη στόν ἄρχοντα γιά νά ἐλευθερώση τόν ἀνεψιό του. Ὁ Ποιμένας ὅμως, οὔτε ἀπόκρισι τῆς ἔδωσε. Ἡ ἀδελφή του πάλι φώναζε, κατηγορῶντας τον καί λέγοντας· «Ἄσπλαχνε, δεῖξε μου ἔλεος, διότι εἶναι ὁ μονογενής υἱός μου καί ἄλλον δέν ἔχω ἐκτός ἀπό αὐτόν». Ὁ Ποιμένας τότε τῆς μήνυσε μέ ἕναν ἀδελφό τά ἑξῆς· «Ἀναχώρησε καί φῦγε ἀπό ἐδῶ, διότι ὁ Ποιμένας παιδιά δέν γέννησε».
Καί ὁ ἄρχοντας μήνυσε στόν Ποιμένα· «Ἀκόμη καί μέ τόν λόγο σου μόνο πρόσταξε καί ἐγώ ἀμέσως θά τόν ἐλευθερώσω». Ἀλλά ὁ Ποιμένας τοῦ μήνυσε τά ἑξῆς· «Ἐξέτασέ τον σύμφωνα μέ τούς νόμους καί, ἐάν εἶναι ἄξιος θανάτου, θανάτωσέ τον. Ἄν πάλι δέν εἶναι ἄξιος θανάτου, κάνε, ὅπως θέλεις». Τότε ὁ ἄρχοντας θαυμάζοντας τήν ἀκρίβεια τῆς πολιτείας του, ἐλευθέρωσε τόν ἀνεψιό του.
Μία φορά ρώτησε ἕνας αὐτόν τόν Ἀββᾶ Ποιμένα, λέγοντας· «Ἄν τυχόν καί δῶ τήν ἁμαρτία τοῦ ἀδελφοῦ μου, νά τόν καλύψω;» Ὁ Ποιμένας ἀποκρίθηκε· «Ἄν ἐμεῖς καλύψουμε τήν ἁμαρτία τοῦ ἀδελφοῦ μας, καί ὁ Θεός θά καλύψη τίς δικές μας ἁμαρτίες».
Αὐτός ὁ Ὅσιος ἄσκησε κάθε ἀρετή τόσο πολύ, ὥστε ὅλοι οἱ Πατέρες καί οἱ ἀσκητές, πού βρίσκονταν στήν Αἴγυπτο καί τήν Θηβαΐδα, ρυθμίζονταν καί διορθώνονταν ἀπό αὐτόν. Ἀφοῦ λοιπόν μέ τέτοια κατορθώματα πέρασε τήν ζωή του ὁ τρισμακάριστος καί ἀφοῦ ἔγινε πλήρης ἡμερῶν, ἔφυγε πρός τόν Κύριο[1].
[1] Ὁ Ἀββᾶς αὐτός Ποιμένας σέ τόση ταπείνωσι ἔφθασε, ὥστε εἶπε ὁ πανύμνητος. «Ἐγώ λέω, ὅτι στόν τόπο, ὅπου θά μπῆ ὁ Σατανᾶς, ἐκεῖ θά μπῶ καί ἐγώ». Καί πάλι· « Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη γιά πάντα τήν ταπεινοφροσύνη καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τήν ἀναπνοή, πού βγαίνει ἀπό τήν μύτη του». Καί πάλι· «Ἐάν ὁ ἄνθρωπος μέμφεται τόν ἑαυτό του, θά ὑπομένη τήν κατηγορία ἀπό παντοῦ».
Σχετικά μέ αὐτόν τόν Ποιμένα ἔλεγαν, ὅτι ποτέ δέν ἤθελε νά πῆ τόν λόγο του πιό πάνω ἀπό ἄλλον Γέροντα, ἀλλά κυρίως τόν ἐπαινοῦσε ἐκεῖνον σέ ὅλα. Γι’ αὐτό ὅταν τύχαινε νά εἶναι μαζί μέ τόν Ἀββᾶ Ἀνούβ, δέν μιλοῦσε καθόλου, ὅσο ἦταν αὐτός παρών. Ἔλεγε δέ ὁ τρισευλογημένος Ποιμένας, ὅτι εἶπε καί τό ἑξῆς ὁ μακάριος Ἀντώνιος· «Ἡ μεγάλη δυναστεία τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει, γιά νά βάλη ἐπάνω ἀπό τόν ἑαυτό του τό προσωπικό του σφάλμα μπροστά στόν Κύριο καί νά προσδοκήση τόν πειρασμό μέχρι τήν τελευταία ἀναπνοή» (σελ. 281 καί 282 τοῦ Εὐεργετινοῦ).