Ἁγίου Προφήτου Ἰεζεκιήλ.


Αὐ­τός ἦ­ταν υἱ­ός τοῦ Βου­ζί, ἀ­πό τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή γῆ τοῦ Ἀ­ρι­ρᾶ καί προ­φή­τευ­σε εἴ­κο­σι χρό­νια, ἔ­ζη­σε δέ πρίν ἀ­πό τήν ἔ­λευ­σι τοῦ Χρι­στοῦ χρό­νια τε­τρα­κό­σια ἑ­βδο­μην­τα­ε­πτά[61]. Ὅ­ταν δέ σκλα­βώ­θη­καν οἱ Ἑ­βραῖ­οι στήν Βα­βυ­λῶ­να, πῆ­γε καί αὐ­τός μα­ζί μέ αὐ­τούς. Καί ἀ­φοῦ προ­φή­τευ­σε πολ­λές προ­φη­τεῖ­ες στόν λα­ό τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ἔ­δω­σε καί τοῦ­το τό πα­ρά­δο­ξο ση­μεῖ­ον, δη­λα­δή νά προ­σέ­χουν στόν πο­τα­μό τῆς Βα­βυ­λῶ­νας, πού λέ­γε­ται Χο­βάρ καί, ὅ­ταν δοῦν ὅ­τι ξη­ραί­νε­ται, τό­τε νά ἐλ­πί­ζουν, ὅ­τι θά ἔλ­θη κα­τά τῆς Βα­βυ­λῶ­νας τό δρε­πά­νι τῆς ἐ­ρη­μώ­σε­ως. Ὅ­ταν ὅ­μως δοῦν νά αὐ­ξά­νη, τό­τε νά ἐλ­πί­ζουν, ὅ­τι θά ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Κά­πο­τε συγ­κεν­τρώ­θη­καν σ’ αὐ­τόν Ἑ­βραῖ­οι πολ­λοί, ἐ­πει­δή φο­βή­θη­καν, μή­πως οἱ Βα­βυ­λώ­νιοι ἐ­πα­να­στα­τή­σουν ἐ­ναν­τί­ον τους καί τούς θα­να­τώ­σουν. Ὁ­πό­τε ὁ Προ­φή­της ἔ­κα­νε νά στα­μα­τή­ση τό νε­ρό τοῦ πο­τα­μοῦ, γι’ αὐτό, ἀ­φοῦ τόν πέ­ρα­σαν οἱ Ἑ­βραῖ­οι καί ἦλ­θαν στήν ἀ­πέ­ναν­τι ὄ­χθη, γλύ­τω­σαν. Οἱ δέ Βα­βυ­λώ­νιοι, ἐ­πει­δή τόλ­μη­σαν νά τούς κυ­νη­γή­σουν, κα­τα­πον­τί­σθη­καν στόν πο­τα­μό. Αὐ­τός μέ τήν προ­σευ­χή του χά­ρι­σε μί­α φο­ρά στούς πει­να­σμέ­νους Ἑ­βραί­ους πλού­σια τρο­φή ἀ­πό ψά­ρια καί σέ ἄλ­λους, ­πού λι­πο­θυ­μοῦ­σαν, χά­ρι­σε ζω­ή καί πα­ρη­γο­ριά. Αὐ­τός κά­πο­τε, ­πού οἱ ἐ­θνι­κοί ἔ­βλα­πταν τόν ἰσ­ρα­η­λι­τι­κό λα­ό, πῆ­γε στούς ἀρ­χη­γούς τῶν ἐ­θνι­κῶν καί ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε θαύ­μα­τα μπρο­στά τους, τούς ἀπείλησε καί τούς ἔ­κα­νε νά στα­μα­τή­σουν νά βλά­πτουν τόν Ἰσ­ρα­ήλ.

Ἐ­πει­δή ὅ­μως οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες φώ­να­ζαν, ὅ­τι χά­θη­κε ἡ ἐλ­πί­δα μας καί πλέ­ον δέν ἐλ­πί­ζου­με νά ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦ­με ἀ­πό τήν σκλα­βιά, γι’ αὐ­τό ὁ Προ­φή­της αὐ­τός μέ τό θαῦ­μα τῶν νε­κρῶν κοκ­κά­λων, ­πού εἶ­δε σέ ὀ­πτα­σί­α, τούς ἔ­πει­σε, ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἐλ­πί­δα ἐ­λευ­θε­ρί­ας στόν Ἰσ­ρα­ήλ. Αὐ­τός εἶ­δε τόν τύ­πο τοῦ Να­οῦ, ὅ­πως τόν εἶ­δε καί ὁ Μω­υ­σῆς, καί εἶ­πε, ὅ­τι πά­λι θά κτι­σθῆ, ὅ­πως τό εἶ­πε καί ὁ Δα­νι­ήλ. Αὐ­τός τι­μώ­ρη­σε

 

στήν Βα­βυ­λῶ­να τήν φυ­λή τοῦ Γάδ, ἐ­πει­δή αὐ­τή ἀ­σε­βοῦ­σε στόν Κύ­ριο, ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ὅ­μως, ὅ­τι φυ­λά­γει τόν νό­μο Κυ­ρί­ου. Ὁ­πό­τε ἔ­κα­νε τά φί­δια νά θα­να­τώ­σουν τά βρέ­φη καί τά κτή­νη τους. Καί προ­εῖ­πε, ὅ­τι ἐξ αἰ­τί­ας τους δέν θά ἐ­πι­στρέ­ψη ὁ λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἀλ­λά θά πα­ρα­μέ­νουν στούς Μῆ­δες, ἕ­ως ὅ­του νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τήν πλά­νη καί τήν κα­κί­α τους. Γι’ αὐ­τό καί ἡ φυ­λή αὐ­τή τοῦ Γάδ, μή ὑ­πο­φέ­ρον­τας νά ἀ­κού­η αὐ­τά, θα­νά­τω­σε αὐ­τόν τόν μα­κά­ριο Προ­φή­τη, ἐ­πει­δή τῆς ἐ­ναν­τι­ω­νό­ταν κα­θη­με­ρι­νά καί τήν ἔ­λεγ­χε, δι­ό­τι προ­σκυ­νοῦ­σε τά εἴ­δω­λα. Τόν ἔ­θα­ψε δέ ὁ λα­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ στόν ἀ­γρό τοῦ Θούρ, στόν τά­φο τοῦ Ἀρ­φα­ξάδ. Καί αὐ­τός ὁ τά­φος του εἶ­ναι σπή­λαι­ο δι­πλό· δι­πλό δέ λέ­γε­ται, ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἀ­πό­κρυ­φο, ἔ­χον­τας μέ­σα χω­ρί­σμα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­δει­χναν, ὅ­τι ἦ­ταν δύ­ο σπή­λαι­α. Ἦ­ταν δέ ὁ Προ­φή­της αὐ­τός στόν χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ σώ­μα­τος μα­κρο­κέ­φα­λος, σύμ­με­τρος στό μέ­γε­θος, ξε­ρός στό πρό­σω­πο καί τό γέ­νει­ο ἔ­χον­τας πυ­κνό καί μα­κρύ καί μυ­τε­ρό.



[61]  Στό Ὡ­ρο­λόγιο γρά­φε­ται, τε­τρα­κό­σι­ους δε­κα­τρεῖς.

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης