Τῷ αὐτῷ μηνί ΣΤ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Σισώη τοῦ Μεγάλου.
* Θεοῦ τεθνηκώς πυξίῳ προσεγράφη,
Σισώης Πνεύματος τό πυξίον.
Βῇ δέ Σισώης γῆθεν ἐς Οὐρανόν ἕκτῃ ἀμύμων.
Αὐτός ὁ μακάριος ἐπειδή ἀπό τήν βρεφική του ἡλικία ἀγάπησε τόν Θεό, γι’ αὐτό σήκωσε στούς ὤμους του τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί τόν ἀκολούθησε. Ἔτσι χαρούμενος προχώρησε στά πολύμοχθα τῆς ἀσκήσεως σκάμματα καί νίκησε τούς πολέμους τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν δαιμόνων. Ἐπειδή ὅμως ἔγινε πάρα πολύ ταπεινός, γι’ αὐτό δέχθηκε χάρι ἀπό τόν Κύριο νά ἀνασταίνη νεκρούς. Ἀφοῦ λοιπόν ἐπάνω στήν γῆ ὡς Ἄγγελος ἔζησε ἀγγελικά καί, μολονότι ἦταν σέ σάρκα, ἔζησε ὡς ἄσαρκος, μετέβη πρός τήν ἄυλη ζωή, ὅπου εἶναι οἱ σκηνές τῶν Ἁγίων καί ἡ ἀΐδια λαμπρότητα, πρεσβεύοντας στόν Χριστό καί δυσωπῶντας τον γιά ἐμᾶς.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Λουκίας
τῆς Παρθένου, καί Ρήξου βικαρίου καί ἑτέρων πλείστων
ἐν Καμπανίᾳ μαρτυρησάντων.
* Ἰδοῦσα Ρήξου τήν τομήν ἡ Λουκία,
Οὐ πρός τομήν ἔρρηξε φωνήν δειλίας.
Αὐτή ἡ Λουκία εἶναι ἄλλη ἀπό τήν Λουκία ἐκείνη, πού κατάγεται ἀπό τήν Σικελία, (ἡ ὁποία ἑορτάζεται κατά τήν 13η Δεκεμβρίου). Αὐτή λοιπόν, ἀφοῦ συνελήφθη ἀπό τόν βικάριο Ρῆξο καί ἀναγκάσθηκε νά θυσιάση στά εἴδωλα καί νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό, δέν πείσθηκε, ἀλλά μᾶλλον καί τόν βικάριο ὡδήγησε στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι αὐτός ἔδειξε ἀπέναντι στήν Μάρτυρα μεγάλο σεβασμό καί τήν ἐγκατέστησε σέ ἕνα σπίτι ἥσυχο, μέσα στό ὁποῖο ἔμενε ἡ Ἁγία, ἀφιερωμένη στήν προσευχή καί στήν νηστεία. Παρακάλεσε δέ τόν βικάριο νά πάη στήν Καμπανία τῆς Ἰταλίας καί νά μαρτυρήση ἐκεῖ γιά τόν Χριστό. Ὁ βικάριος, ἐγκαταλείποντας γυναῖκα καί παιδιά καί πλοῦτο καί τήν ἄλλη δόξα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, πῆγε ἐκεῖ μαζί μέ τήν Ἁγία. Καί λοιπόν, ἀφοῦ συνελήφθησαν οἱ δύο, ἐπικαλοῦντο τόν Χριστό μπροστά στόν ἡγεμόνα καί αὐτόν ὡμολογοῦσαν ὡς Θεό ἀληθινό. Γι’ αὐτό καί γιά τόν λόγο αὐτό, ἀποκεφαλίσθηκαν. Μαζί μέ αὐτούς ἀπεκεφαλίσθηκαν καί πολλοί ἄλλοι, δηλαδή ὁ Ἀνατόλιος, ὁ Ἀντωνῖνος, ὁ Λυκίας, ὁ Νέας, ὁ Σερίνος, ὁ Διόδωρος, ὁ Δίων, ὁ Ἀπολλώνιος, ὁ Ἄπαμος, ὁ Παππιανός, ὁ Κοττύιος, ὁ Ὄρωνος, ὁ Πάπικος, ὁ Σάτυρος, ὁ Βίκτωρ καί ἄλλοι ἐννέα.
Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Ἀστεῖος, Ἐπίσκοπος Δυρραχίου, μέλιτι
χρισθείς καί ὑπό μελισσῶν κεντούμενος, τελειοῦται.
* Ἀστεῖος ἀρθείς εὗρεν ἀστεῖον τέλος,
Ὀφθείς μελίσσαις βρῶσις ἐγχρισθείς μέλι.
Αὐτός ἦταν στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ καί τοῦ ἡγεμόνα Ἀγρικολάου, κατά τό ἔτος 98. Ἀφοῦ συνελήφθη ἀπό τούς πρώτους τῆς πόλεως Δυρραχίου καί δέν πείσθηκε νά θυσιάση στά εἴδωλα, φέρθηκε στόν ἡγεμόνα Ἀγρικόλαο καί δάρθηκε μέ χέρια μολυβένια καί μέ νεῦρα βοδιῶν. Ἐπειδή ὅμως ἐπέμενε στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό χρίσθηκε μέ μέλι καί σταυρώθηκε ἐπάνω σέ ἕνα ξύλο κοντά στό τεῖχος τῆς πόλεως, τόν καιρό τοῦ θέρους, ὅταν καίη ὁ ἥλιος. Ὁπότε, κατατρυπημένος ἀπό σφῆκες καί μέλισσες καί μῦγες, παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ἔλαβε ὁ μακάριος τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο.