25 ΑΠΡΙΛΙΟΥ μνή­μη τοῦ Ἁ­γί­ου ἐν­δό­ξου Ἀ­πο­στό­λου καί Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Μάρ­κου.

 Σύ­ρον­τες εἰς γῆν Μᾶρ­κον οἱ μι­αι­φό­νοι,

Πρός οὐ­ρα­νούς πέμ­πον­τες αὐ­τόν ἠ­γνό­ουν.

Εἰ­κά­δι πέμ­πτῃ Μᾶρ­κον ἐ­νί χθο­νί ἄ­φρο­νες ἕλ­κον.

 

 Αὐ­τός ὁ πα­νεύ­φη­μος Ἀ­πό­στο­λος Μᾶρ­κος ­κή­ρυ­ξε τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τοῦ Χρι­στοῦ σέ ὅ­λη τήν Αἴ­γυ­πτο καί τήν Λι­βύ­η καί τήν Βαρ­βα­ρί­α καί τήν Πεν­τά­πο­λη, στά χρό­νι­α τοῦ βα­σι­λιᾶ Τι­βε­ρί­ου[1] τό ἔ­τος 64. Συ­νέ­γρα­ψε δέ τό δι­κό του ἅ­γι­ο Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, πού τοῦ τό ἐ­ξή­γη­σε ὁ Πέ­τρος ὁ Κο­ρυ­φαῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος.

Ὅ­ταν ­πῆ­γε ὁ Ἀ­πό­στο­λος στήν Κυ­ρή­νη τῆς Πεν­τα­πό­λε­ως, ἔ­κα­νε ἐ­κεῖ πολ­λά θαύ­μα­τα. Ἔ­πει­τα ἀ­να­χω­ρῶν­τας ἀ­πό ἐ­κεῖ, ­πῆ­γε στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α καί ἀ­πό ἐ­κεῖ στήν Πεν­τά­πο­λη, ἐ­νῷ σέ κά­θε μέ­ρος ἐ­νερ­γοῦ­σε θαύ­μα­τα. Στό­λι­ζε τίς Ἐκ­κλη­σί­ες τοῦ Χρι­στοῦ, χει­ρο­το­νοῦ­σε Ἐ­πι­σκό­πους καί κλη­ρι­κούς, ὕ­στε­ρα δέ πά­λι γύ­ρι­σε στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Ἐ­κεῖ λοιπόν κα­θώς βρῆ­κε με­ρι­κούς ἀ­δελ­φούς στό μέ­ρος τῆς θα­λάσ­σης, πού ἀ­πο­κα­λεῖ­ται τοῦ Βου­κό­λου, συ­να­να­στρε­φό­ταν μέ αὐ­τούς, εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­νος καί κη­ρύτ­τον­τας τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Γι’ αὐ­τό οἱ προ­σκυ­νη­τές τῶν εἰ­δώ­λων, ἐ­πει­δή δέν ἄν­τε­χαν νά βλέ­πουν τήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ νά αὐ­ξά­νε­ται καί νά προ­κό­βη, ἔ­δε­σαν τόν Ἀ­πό­στο­λο μέ σχοι­νιά καί τόν ἔ­συ­ραν ἐ­πά­νω σέ πέ­τρες. Οἱ δέ σάρ­κες του, κα­θώς χτυ­ποῦ­σαν στίς πέ­τρες, κα­τα­ξε­σχί­ζον­ταν καί τό αἷ­μα του κοκ­κί­νι­ζε τήν γῆ.  Ἔ­πει­τα τόν ἔ­βα­λαν στήν φυ­λα­κή, ὅπου τοῦ ἐμ­φα­νί­σθη­κε ὁ Κύ­ριος καί τοῦ φα­νέ­ρω­σε τήν μέλ­λου­σα δό­ξα, πού ἐ­πρό­κει­το νά λά­βη στούς Οὐ­ρα­νούς. Ὕ­στε­ρα δέ ἀ­πό μί­α ἡ­μέ­ρα, τόν ἔ­δε­σαν πά­λι οἱ Ἕλ­λη­νες καί τόν ἔ­σερ­ναν μέ­σα στίς ἀ­γο­ρές. Ἐ­κεῖ λοι­πόν ἐ­πει­δή σπα­ράσ­σον­ταν οἱ σάρ­κες του καί κα­τα­κό­βον­ταν ἀ­πό τίς πέ­τρες, πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του στόν Κύ­ριο ὁ μα­κα­ρι­στός Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Κυ­ρί­ου.

Καί ὡς πρός τόν χα­ρα­κτῆρα τοῦ σώ­μα­τος τέ­τοι­ος ἦ­ταν ὁ θεῖ­ος αὐ­τός Εὐ­αγ­γε­λι­στής· Δέν ἦ­ταν οὔ­τε πο­λύ ψη­λός καί μα­κρύς, οὔ­τε πά­λι πο­λύ χα­μη­λός καί κον­τός, ἀλ­λά μα­ζί μέ τό μέ­τρι­ο μέ­γε­θος, τόν στό­λι­ζε αὐ­τόν καί ἡ ἀν­θι­σμέ­νη λευ­κό­τη­τα τῶν μαλ­λι­ῶν του. Ἡ μύ­τη του ἦ­ταν μα­κρι­ά καί ἴ­σι­α καί ὄ­χι κον­τή καί πλα­τειά, ὥ­στε νά δεί­χνη τό πρό­σω­πό του σάν κο­λο­βό. Τά φρύ­δι­α του ἔ­σμι­γαν πρός τά μέσα, τό γέ­νι του ἦ­ταν δα­σύ καί μα­κρύ, ἡ κε­φα­λή του ἦ­ταν φα­λα­κρή καί τό χρῶ­μα τοῦ προ­σώ­που του εἶ­χε ἄ­ρι­στη καί ἁρ­μο­νι­κή ἀ­πό­χρω­σι. Εἶ­χε δέ ὁ Ἀ­πό­στο­λος πολ­λή συμ­πά­θει­α πρός τούς δε­ο­μέ­νους καί μι­λοῦ­σε μέ εὐ­κο­λί­α σ’ αὐ­τούς, πού τόν συναντοῦσαν, ἔτ­σι ὥ­στε οἱ ἀ­ρε­τές τῆς ψυ­χῆς του ἀν­τέ­λαμ­παν μέ τίς φυ­σι­κές χά­ρι­τες τοῦ σώ­μα­τός του.  

Τε­λεῖ­ται δέ ἡ Σύ­να­ξί του στόν πάν­σε­πτό του Να­ό, πού β­ρί­σκε­ται κον­τά στόν τό­πο πού ὀ­νο­μά­ζε­ται τοῦ Ταύ­ρου[2].



[1] Στό Ὡ­ρο­λό­γι­ο ἀ­να­γρά­φε­ται Νέ­ρω­νος. Ἔ­φθα­σε ὅ­μως καί ἕ­ως τόν Νέ­ρω­να, στόν και­ρό τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­γω­νί­σθη­κε τό ἔ­τος 64. Τό ἴ­δι­ο λέ­ει καί ὁ Με­λέ­τι­ος στό α΄ τό­μο τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας. Αὐτός γρά­φει καί τά ἑ­ξῆς σχε­τι­κά μέ αὐ­τόν τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή Μᾶρ­κο, δη­λα­δή, ὅ­τι ἄρ­χι­σε νά κη­ρύτ­τη τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο στήν Αἴ­γυ­πτο, κα­τά τό δέ­κα­το τρί­το ἔ­τος με­τά τήν Ἀ­νά­στα­σι τοῦ Χρι­στοῦ, καί πρῶ­τος ἔκτι­σε Ἐκ­κλη­σί­ες στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α. Δι­ό­τι αὐ­τός ὁ Μᾶρ­κος ἦ­ταν μα­θη­τής καί θε­τός υἱ­ός τοῦ Πέ­τρου, ἀ­νε­ψι­ός δέ τοῦ Βαρ­νά­βα καί υἱ­ός τῆς Μα­ρί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ­δέ­χθη­κε τούς Ἀ­πο­στό­λους, ὅ­πως γρά­φε­ται στίς Πρά­ξεις· «Συ­νι­δών δέ (ὁ Πέ­τρος) ἦλ­θεν ἐ­πί τήν οἰ­κί­αν Μα­ρί­ας τῆς μη­τρός Ἰ­ω­άν­νου, τοῦ ἐ­πι­κα­λου­μέ­νου Μάρ­κου» (Πράξ. 12,12 καί πρός Κο­λασ. 4,10)· καί ὁ ἴ­δι­ος ὁ Πέ­τρος γρά­φει «Ἀ­σπά­ζε­ται ὑ­μᾶς Μᾶρ­κος ὁ υἱ­ός μου» (A΄  Πέτ. 5,13). Καί γρά­φει ἐ­πί ­πλέ­ον ὁ Με­λέ­τιος, ὅ­τι, ὅ­ταν ὁ Πέ­τρος ­πῆ­γε τήν πρώ­τη φο­ρά στήν Ρώ­μη κη­ρύτ­τον­τας τό σω­τή­ρι­ο κή­ρυγ­μα, δέν εὐ­χα­ρι­στή­θη­καν μό­νο οἱ Ρω­μαῖ­οι μέ τήν ἄ­γρα­φη δι­δα­σκα­λί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τός του, ἀλ­λά πα­ρα­κά­λε­σαν αὐ­τόν τόν Ἀ­πό­στο­λο, τόν Μᾶρ­κο, σάν μα­θη­τής τοῦ Πέ­τρου, πού ἦ­ταν, νά τούς ἀ­φή­ση ἔγ­γρα­φο ὑ­πό­μνη­μα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Πέ­τρου, καί ἔτ­σι ἔ­γι­ναν αἴ­τι­οι τῆς συγ­γρα­φῆς τοῦ κα­τά Μᾶρ­κον Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ὅ­πως δι­η­γεῖ­ται ὁ Εὐ­σέ­βι­ος (Ἐκ­κλη­σια­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α, βι­βλ. β΄, κεφ. ιε΄ ) καί ὁ Κλή­μης ὁ Στρω­μα­τεύς στό στ΄ τῶν ὑ­πο­τυ­πώ­σε­ων καί ὁ Πα­πί­ας ὁ Ἱ­ε­ρα­πο­λί­της. Ὁ Θε­ο­φύ­λα­κτος ὅ­μως καί ὁ Οἰ­κου­μέ­νι­ος καί ὁ Μη­τρο­φά­νης Σμύρ­νης στήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν Κα­θο­λι­κῶν Ἐ­πι­στο­λῶν συμ­φω­νοῦν λέ­γον­τας, ὅ­τι ὁ Πέ­τρος ἐ­πέ­τρε­ψε στόν Μᾶρ­κο νά πά­η στήν Αἴ­γυ­πτο καί νά γρά­ψη τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο. Ὁ δέ θεῖ­ος Αὐ­γου­στῖ­νος, σχε­τι­κά μέ τήν συμ­φω­νί­α τῶν Εὐ­αγ­γε­λι­στῶν (βι­βλ. α΄, κεφ. β΄) λέ­ει, ὅ­τι ὁ Μᾶρ­κος φαί­νε­ται πώς ἀ­κο­λου­θεῖ τόν Ματ­θαῖ­ο καί ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μί­α συ­νο­πτι­κή πα­ρου­σί­α­σι τῶν εὐ­αγ­γε­λι­κῶν δι­η­γή­σε­ων τοῦ Ματ­θαί­ου (βλέ­πε στήν Ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δα, σελ. 173). Βλέ­πε σχε­τι­κά μέ αὐ­τόν τόν Ἅ­γι­ο Μᾶρ­κο καί στίς ἕν­δε­κα τοῦ Ἰ­ου­νί­ου, ὅ­που θά βρῆς, ὅ­τι αὐ­τός συγ­κέν­τρω­σε τά λεί­ψα­να τοῦ Ἁ­γί­ου Βαρ­νά­βα, καί τά ἀ­πέ­θε­σε μέ­σα σέ ἕ­να σπή­λαι­ο. Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι τό ὄ­νο­μα Μᾶρ­κος, σύμ­φω­να μέ με­ρι­κούς μέν, εἶ­ναι ἑ­βρα­ϊ­κό. Γι’ αὐ­τό ὁ Πη­λου­σι­ώ­της Ἰ­σί­δω­ρος εἶ­πε, ὅ­τι αὐ­τό ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ὡς κα­θα­ρός ἤ ψη­λός. Σύμ­φω­να μέ ἄλ­λους δέ, εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κό. Δι­ό­τι πολ­λοί Ἕλ­λη­νες ὠ­νο­μά­ζον­ταν μέ τό ὄ­νο­μα Μᾶρ­κος. Καί γι­ά νά μι­λή­σου­με συ­νο­λι­κά, πολ­λοί Ἑ­βραῖ­οι συ­να­να­στρε­φό­με­νοι μέ τούς Ἕλ­λη­νες, εἶ­χαν καί τά ὀ­νό­μα­τα τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἔτ­σι ὁ Ἀ­πό­στο­λος Φί­λιπ­πος, πού ἦ­ταν Ἑ­βραῖ­ος, εἶ­χε τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἕλ­λη­να βα­σι­λιᾶ Φι­λίπ­που, πού ἔ­ζη­σε δι­α­κό­σι­α χρό­νι­α πρίν ἀ­πό τόν Χρι­στό. Ἔτ­σι ὁ Νι­κό­δη­μος τῆς Συ­να­γω­γῆς τῶν Ἑ­βραί­ων, εἶ­χε ἑλ­λη­νι­κό ὄ­νο­μα. Ἔτ­σι ὁ Τρύ­φων, πού ἦ­ταν Ἑ­βραῖ­ος, πρός τόν ὁ­ποῖ­ον ἔ­κα­νε τόν Δι­ά­λο­γο ὁ θεῖ­ος Ἰ­ου­στῖ­νος ὁ Φι­λό­σο­φος καί Μάρ­τυς, ὠ­νο­μα­ζό­ταν μέ ὄ­νο­μα ἑλ­λη­νι­κό, καί ἄλ­λοι τό ἴ­δι­ο. Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι στόν Εὐ­αγ­γε­λι­στή Μᾶρ­κο ἐγ­κώ­μι­ο ἔ­χει ὁ Νι­κή­τας ὁ ρή­το­ρας, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς· «Ὥ­σπερ οὐ­χ ὅ­μοι­αι τῶν σω­μά­των πάν­των». (Σώ­ζε­ται στήν Λαύ­ρα, στήν Μο­νή τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου καί στήν Μο­νή τῶν Ἰ­βή­ρων).

[2] Ἀ­ξι­ό­λο­γο εἶ­ναι τό θαῦ­μα, πού συ­ναν­τοῦ­με στήν βι­ο­γρα­φί­α αὐ­τοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρε­ται ἀ­πό τόν Βολ­λάν­δο· δη­λα­δή, ὅ­τι στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α ἦ­ταν ἕ­νας ὑποδηματοποιός ἄ­πι­στος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­νῶ ἔ­ρρα­βε μί­α φο­ρά τό σχι­σμέ­νο καί πα­λαι­ό πα­πούτ­σι τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου, τρύ­πη­σε τό χέ­ρι του μέ τήν βε­λό­να. Καί κα­θώς πό­νε­σε πο­λύ, ­φώ­να­ξε, ὤ Θε­έ μου! Τό­τε ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, παίρ­νον­τας ἀ­φορ­μή ἀ­πό αὐ­τό, τοῦ ­δί­δα­ξε τήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ καί ἀ­μέ­σως τόν ἰάτρευ­σε μέ τό σά­λι­ο του. Ἔ­πει­τα, ἀ­φοῦ τόν βά­πτι­σε, τόν χει­ρο­τό­νη­σε Ἐ­πί­σκο­πο τοῦ ἐ­κεῖ θρό­νου. Λέ­νε ἀκόμη καί ὅ­τι ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής αὐ­τός β­ρι­σκό­ταν στήν Ρώ­μη, ὅ­ταν μαρ­τύ­ρη­σε ὁ Πέ­τρος καί ὁ Παῦ­λος· ἔ­πει­τα ἀ­φοῦ γύ­ρι­σε στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α, σ’ αὐ­τήν ἔ­λα­βε τόν μαρ­τυ­ρι­κό θά­να­το τό ἔ­τος 68, σύμ­φω­να μέ τόν Εὐ­τύ­χι­ο Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας στό χρο­νι­κό. (Βλέ­πε στήν Ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δα τοῦ κυρ Εὐ­γε­νί­ου.)

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης