Τῇ Β΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μάμαντος.
Αὐτός καταγόταν ἀπό τήν Γάγγρα, πόλι τῆς Παφλαγονίας, υἱός χριστιανῶν γονέων καί ὁμολογητῶν τῆς πίστεως. Ὅταν οἱ γονεῖς του συνελήφθησαν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί φυλακίσθηκαν γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, αὐτός ὁ μακάριος Μάμας γεννήθηκε ἐκεῖ μέσα ἀπό τήν φυλακισμένη μητέρα του κατά τό ἔτος 260. Οἱ γονεῖς του προσευχόμενοι πέθαναν μέσα στήν φυλακή καί ἐξεδήμησαν πρός τόν Κύριο καί ὁ ἀοίδιμος Μάμας ἔμεινε ὀρφανός. Τόν πῆρε μιά πλούσια χριστιανή γυναῖκα, πού ὠνομαζόταν Ἀμμία καί τόν ἀνέθρεψε αὐτή. Ἐπειδή ὠνόμαζε συνεχῶς τήν θετή του μητέρα μαμά, ὠνομάσθηκε Μάμας[1]. Ὅταν ἔγινε δεκαπέντε χρονῶν, συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ὡς Χριστιανός καί χτυπήθηκε μέ ραβδιά. Ἔπειτα τοῦ κρέμασαν στό λαιμό μολύβι καί μ’ αὐτό τόν ἔρριξαν μέσα στή θάλασσα. Σώθηκε ἀπό τόν πνιγμό μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ καί κρύφθηκε σέ μιά σπηλιά, ὅπου τρεφόταν μέ τό γάλα τῶν ἐλαφιῶν. Συλλαμβάνεται καί πάλι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί τοποθετεῖται μέσα σέ ἀναμμένο καμίνι καί μετά ρίχνεται στά θηρία γιά νά τόν φᾶνε. Βλέποντας πώς ἔμεινε ἄθικτος τελικά τόν κάρφωσαν στά σπλάχνα μέ σιδερένιο τρίλογχο κοντάρι καί ἔτσι ἀναχώρησε ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί πῆγε πρός τόν Κύριο, γιά νά λάβη τό στεφάνι τῆς ἀθλήσεως[2].
(Τόν βίο τοῦ ἁγίου ἐκτενέστερα βλέπε στόν Ἐφραίμ. Στά Ἑλληνικά τόν ἔγραψε ὁ μεταφραστής, ἀρχίζοντας· «Μάμας αὐτός ὁ μέγας», καί σώζεται στήν Μεγίστη Λαύρα, στήν μονή Ἰβήρων καί σέ ἄλλες).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ.
† Ὁ ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ νηστευτής ἔζησε στά χρόνια τῶν Ἰουστίνου, Τιβερίου καί Μαυρικίου τῶν αὐτοκρατόρων, κατά τό ἔτος 580. Γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολι καί, ὅταν μεγάλωσε, ἔγινε χαράκτης στό ἐπάγγελμα. Ἦταν πολύ εὐσεβής καί φιλόξενος, ἀγαποῦσε τούς φτωχούς καί σεβόταν πολύ τόν Θεό. Κάποια στιγμή φιλοξένησε ἕναν μοναχό, πού καταγόταν ἀπό τήν Παλαιστίνη, πού ὠνομαζόταν Εὐσέβιος. Περπατοῦσαν στόν δρόμο καί ὁ Εὐσέβιος ἦταν ἀπό τήν δεξιά μεριά τοῦ μεγάλου Ἰωάννου καί τότε ἄκουσε μιά ἀόρατη φωνή, πού τοῦ ἔλεγε· «Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται, ἀββᾶ, νά περπατᾶς ἀπό τά δεξιά τοῦ μεγάλου Ἰωάννου»· μέ αὐτόν τόν τρόπο προμήνυε ὁ Θεός μέ αὐτή τήν φωνή τό μέγα ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης, τό ὁποῖο ἐπρόκειτο νά λάβη ὁ Ἰωάννης. Μετά ἀπό αὐτά γίνεται γνώριμος καί φίλος αὐτός ὁ νηστευτής Ἰωάννης μέ τόν συνώνυμό του ἅγιο Ἰωάννη τόν τρίτο, ὅπως τόν ὠνόμαζαν ἔτσι οἱ Σχολαστικοί, ὁ ὁποῖος χρημάτισε καί Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως[3] καί τόν συναρίθμησε στήν τάξι τῶν ἀναγνωστῶν. Στήν συνέχεια τόν χειροτόνησε διάκονο καί μετά ἀπό αὐτά πρεσβύτερο.
Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη διάκονος, πῆγε στόν ναό τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου σέ μεσημεριανή ὥρα, καί βρῆκε ἐκεῖ ἕναν ἐρημίτη, τόν ὁποῖο κανείς ἀπό τούς ἐκεῖ δέν γνώριζε. Ἐκεῖνος λοιπόν δείχνει στόν θεῖο Ἰωάννη τούς ἀναβαθμούς καί τά σκαλοπάτια, τά ὁποῖα βρίσκονται πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα καί ἀνεβαίνουν στό ἱερό σύνθρονο, πού κάθεται ὁ Ἀρχιερέας. Καθώς τοῦ ἔδειχνε αὐτά, φάνηκαν μυριάδες Ἁγίων καί ἀκούσθηκε ἀπό ἕναν ἀπό αὐτούς μιά φωνή μελωδική καί μέ πολύ ἁρμονία. Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι ἦταν ντυμένοι μέ λευκές καί λαμπρές στολές.
Αὐτή ἡ ὀπτασία ἦταν ἕνα ἀληθινό σημεῖο τῆς δόξας, τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά λάβη ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Ἐπειδή ὁ ἅγιος ἦταν διαχειριστής τῶν χρημάτων στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καθώς ἐπέστρεφε ἀπό ἕναν ἐξωτερικό πεδινό τόπο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι, τοῦ ἔμεινε μόνο ἕνα σακοῦλι χρήματα, ἀπό τό ὁποῖο μοίραζε ἐλεημοσύνη πλούσια. Ἐπειδή συνέτρεχαν ἀκόμη περισσότεροι φτωχοί, γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος ἔδινε περισσότερη ἐλεημοσύνη καί τό σακοῦλι ὄχι μόνο δέν τελείωνε ἀλλά γέμιζε ἀκόμη περισσότερο. Ὅταν ὁ ἅγιος ἔφθασε στήν ἀγορά, πού ὠνομαζόταν Βοῦν, μοιράζοντας σέ ὅλους ἐλεημοσύνη, τότε βρέθηκε ἐκεῖ ἕνας φθονερός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος φώναξε καί εἶπε· “Κύριε ἐλέησον, ἕως πότε δέν τελειώνουν γιά ἐμᾶς αὐτά τά χρήματα;” Καί ἀμέσως (μέχρι τί μπορεῖ νά κάνη ὁ φθόνος!) τά χρήματα τελείωσαν. Ὁ ἅγιος βλέποντας μέ ἕνα λεοντικό καί ἄγριο βλέμμα ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο εἶπε· “ὁ Θεός νά σέ συγχωρήση, ἀδελφέ, διότι, ἐάν ἐσύ δέν ἔλεγες αὐτόν τόν φθονερό λόγο, αὐτό τό σακοῦλι δέν θά τελείωνε μοιράζοντας χρήματα γιά πολύ καιρό ἀκόμα”.
Ἐπειδή αὐτός ὁ ἅγιος πιεζόταν νά χειροτονηθῆ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν κοιμήθηκε ὁ Εὐτύχιος[4], καί δέν δεχόταν, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ εἶδε μιά φοβερή ὀπτασία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πιό κάτω· Παρουσιάσθηκε μπροστά του μιά θάλασσα τόσο μεγάλη, ἡ ὁποία ἔφθανε ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν οὐρανό, ὅπως ἐπίσης καί μιά φοβερή φλεγόμενη κάμινος. Παρουσιάστηκε τότε καί ἕνα πλῆθος Ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν στόν θεῖο Ἰωάννη· «Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνη διαφορετικά· μόνο σιώπησε καί ἄν ἔχης ἄλλη γνώμη, γνώριζε ὅτι θά δοκιμάσης τίς δύο αὐτές δοκιμασίες καί τῆς θάλασσας καί τῆς καμίνου». Φαίνονταν ὅτι τά ἔλεγαν αὐτά μέ μεγάλη φοβέρα, ὥστε βλέποντας ἔτσι ὁ Ἅγιος θέλοντας καί μή παρέδωσε τόν ἑαυτό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί χειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Καί αὐτό πότε; ὅταν ὕστερα ἀπό σκληρή ἄσκησι εἶχε περάσει στήν τελειότητα κάθε ἀρετῆς.
Μιά φορά περνῶντας ὁ Ἅγιος ἀπό ἕναν τόπο, πού ὠνομαζόταν Ἕβδομον, εἶδε ὅτι σηκώθηκε μεγάλη τρικυμία στήν θάλασσα. Μέ τήν προσ-ευχή του τήν μετέβαλε σέ γαλήνη κάνοντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Σχολαστικός ἀπό τήν Γάζα εἶχε στά μάτια του αἱμάτωμα καί δέν μποροῦσε νά βλέπη· γι’ αὐτό καί προσέτρεξε στόν Ἅγιο Ἰωάννη καί κοινώνησε ἀπό αὐτόν τά θεῖα Μυστήρια. Ὅταν τόν κοινωνοῦσε ὁ Ἅγιος εἶπε· «Αὐτό εἶναι τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού θεράπευσε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό καί πού θά θεραπεύση καί τήν δική σου τύφλωσι»· καί ὤ τοῦ θαύματος! ἀμέσως μέ αὐτόν τόν λόγο θεραπεύθηκε ὁ λίγο πρίν τυφλός Ἰωάννης.
Κάποιον καιρό ἔπεσε στήν Κωνσταντινούπολι μεγάλο θανατικό. Ἔδωσε ὁ Ἅγιος σέ ἕναν ὑπηρέτη του δύο κοφίνια, τό ἕνα ἄδειο καί τό ἄλλο γεμᾶτο ἀπό μικρές πέτρες καί τοῦ εἶπε· «Πήγαινε καί κάθισε στόν δρόμο, πού ὀνομάζεται Βοῦν, καί μέτρα τούς νεκρούς, πού περνοῦν ἀπό ἐκεῖ. Ὅσοι εἶναι οἱ νεκροί τόσες πέτρες ρίχνε μέσα στό ἄδειο κοφίνι». Κάνοντας αὐτό ὁ ὑπηρέτης ὅλη τήν ἡμέρα, τό βράδυ μέτρησε τίς πέτρες καί βρῆκε ὅτι κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη βγῆκαν τριακόσιοι εἴκοσι τρεῖς νεκροί. Τό ἴδιο ἔκανε καί τήν ἑπόμενη ἡμέρα καί βρῆκε ὅτι οἱ νεκροί ἦταν λιγότεροι καί τό ἐπανέλαβε γιά τίς ἑπόμενες ἑπτά ἡμέρες καί στό τέλος σταμάτησε ἐντελῶς τό θανατικό μέ τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου. Τόση ἐπιμέλεια ἔδειξε στήν ἐγκράτεια ὁ Ἅγιος, ὥστε ἐπί ἕξι μῆνες δέν ἤπιε νερό· τό φαγητό καί τό πιοτό του ἦταν ἕνα μαροῦλι, λίγο πεπόνι ἤ σταφύλι ἤ λίγα σῦκα, ἀπό τά ὁποῖα πότε τό ἕνα ἔτρωγε καί πότε τό ἄλλο. Ἀπό αὐτά ἔτρωγε κατά τούς δεκατρεῖς καί μισό χρόνους τῆς Πατριαρχείας του.
Ὁ ὕπνος τοῦ Ἁγίου γινόταν ὡς ἑξῆς· καθόταν σέ ἕνα μέρος, μάζευε τά στήθη του στά γόνατά του καί ἔτσι κοιμόταν. Γιά νά μήν κοιμᾶται περισσότερη ὥρα, ἀπό ὅσο ἤθελε, ἄναβε ἕνα κερί, στό ὁποῖο ἔβαζε ἕνα βελόνι. Κάτω ἀπό τό κερί καί τό βελόνι ἔβαζε μιά λεκάνη. Ὅταν καιγόταν τό κερί καί ἔφθανε ἐκεῖ πού ἦταν τό βελόνι, τότε ἔπεφτε τό βελόνι μέσα στήν λεκάνη. Ἀπό τόν θόρυβο τοῦ βελονιοῦ μέσα στήν λεκάνη ξυπνοῦσε ὁ Ἅγιος καί ἀμέσως σηκωνόταν. Ἄν ἴσως καμιά φορά δέν ἄκουγε κατά τύχη τόν θόρυβο τοῦ βελονιοῦ, περνοῦσε ὅλη τήν ἑπόμενη νύχτα ἄγρυπνος. Μέ αὐτόν τόν τρόπο πολεμοῦσε τά πάθη ὁ τρισμακάριστος μέ τήν προσευχή, τήν νηστεία καί τήν ἀγρυπνία.
Αὐτός ὁ ἅγιος μέ τήν προσευχή του ματαίωνε καί τούς πολέμους τῶν βαρβάρων, διέλυε τίς ἀπειλές ἐναντίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί προστάτευε ὅλη τήν ποίμνη του ἀπό τούς ὁρατούς καί τούς ἀόρατους ἐχθρούς.
Μιά μέρα, πού ἦταν Παρασκευή, εἶπαν μερικοί στόν ἅγιο· “αὔριον, Δέσποτα, θά γίνη θέατρο καί ἱππόδρομος, δηλαδή ἀγῶνες ἀλόγων”. Ἡ ἑπόμενη ἡμέρα ἦταν Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ ἅγιος ἀπάντησε καί εἶπε· “ἱπποδρόμιο θά γίνη τήν Πεντηκοστη”! Παρακάλεσε τότε τόν Θεό νά δείξη σημεῖο γιά νά φοβηθοῦν οἱ ἄνθρωποι καί νά ἐμποδισθοῦν ἀπό αὐτό τό παιχνίδι. Καί, ὤ τοῦ θαύματος!, ὅταν ἦλθε τό δειλινό τοῦ Σαββάτου καί ἐνῷ ἦταν ὁ οὐρανός χωρίς σύννεφα, ἔγινε φοβερός ἀνεμοστρόβιλος καί πολλοί ἄνεμοι σηκώθηκαν. Καί ἔπεσε τόση δυνατή βροχή, ὥστε ἀμέσως ἔφυγε ὅλο τό πλῆθος ἀπό τόν χῶρο τοῦ ἱπποδρομίου νομίζοντας ὅτι ἔφθασε ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, καθώς τέτοια μεγάλη ταραχή τῶν στοιχείων δέν θυμοῦνταν ποτέ στά χρόνια τους καί γι’ αὐτό ὅλοι φοβήθηκαν.
Μιά γυναίκα, πού εἶχε ἕναν δαιμονισμένο ἄνδρα, προσέτρεξε στόν ἐρημίτη, γιά νά τόν θεραπεύση. Ὁ ἐρημίτης τῆς εἶπε· “Πήγαινε στόν ἁγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη καί ἐκεῖνος θά θεραπεύση τόν ἄνδρα σου”. Κάνοντας αὐτό αὐτή ἡ γυναίκα πέτυχε αὐτό, πού ποθοῦσε, καθώς μέ τήν προσευχή τοῦ θείου Ἰωάννη ἔλαβε τήν θεραπεία ὁ ἄνδρας της καί παίρνοντάς τον ὑγιῆ ἐπέστρεψε στό σπίτι της χαρούμενη. Μέ τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου πολλές στεῖρες γυναῖκες τεκνοποίησαν καί πολλοί ἀσθενεῖς βρῆκαν τήν θεραπεία τους. Ἦταν Πατριάρχης λοιπόν αὐτός ὁ ἅγιος γιά δεκατρία χρόνια καί πέντε μῆνες καί κοιμήθηκε κατά τό ἔτος 595 τήν 2α τοῦ Σεπτεβρίου. Μετά ἀπό αὐτόν ἔγινε Πατριάρχης ὁ Κυριακός, ὁ ὁποῖος ἑορτάζεται κατά τήν εἰκοστή ἑβδόμη τοῦ Ὀκτωβρίου.
Ὅταν κοιμήθηκε ὁ Ἅγιος ἐν εἰρήνῃ καί ἀπῆλθε πρός τόν Κύριο, τέθηκε τό λείψανό του γιά προσκύνησι ἀπό τούς Χριστιανούς. Τότε ἦλθε ὁ Νεῖλος, ὁ ἔνδοξος ἔπαρχος, γιά νά τό ἀσπασθῆ, καί, ὤ τοῦ θαύματος!, καθώς φίλησε τό λείψανο, ἀμέσως σηκώθηκε τό λείψανο καί τόν φίλησε σάν νά ἦταν ζωντανό. Καί εἶπε κάποια μυστικά λόγια στό αὐτί του, τά ὁποῖα ὁ θεῖος Νεῖλος δέν τά φανέρωσε σέ κανέναν σέ ὅλη του τήν ζωή. Βλέποντας αὐτό τό θαυμαστό ὅλος ὁ λαός ἐξεπλάγη καί δόξασε τόν Θεό, πού δοξάζει τούς ἁγίους Του. Ἔπειτα κηδεύθηκε μέ εὐλάβεια καί μέ τιμές καί ἐνταφιάσθηκε στό ἅγιο Βῆμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. (Ὁ Ἰωάννης ὁ νηστευτής ἔγραψε βιβλίο, πού τό ὠνόμασε Κανονικό· σχετικά μέ αὐτό βλέπε στό δικό μας Πηδάλιο καί στό νεοτυπωμένο Ἐξομολογητάριο)[5] .
[1] Στό τυπωμένο Ὡρολόγιο γράφεται ὅτι ὁ ἅγιος αὐτός μετά τήν γέννησί του ἔμεινε ἄφωνος γιά πέντε χρόνια. Ἔπειτα μίλησε στά Ρωμαϊκά, δηλαδή Λατινικά, αὐτή τήν λέξι Μάμα καί γι’ αὐτό ὠνομάσθηκε Μάμας
[2] Σημειώνουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ ἅγιος Μάμας, ἀφοῦ δέχθηκε τόν μαρτυρικό καί τελικό χτύπημα μέ ἐκείνη τήν λόγχη, βγῆκε ἀπό τό θέατρο κρατῶντας μέ τά χέρια του τά σπλάχνα του καθώς θά χύνονταν ἔξω, καί μόλις πού μπόρεσε νά φθάση σέ ἕνα μέρος πού ἀπεῖχε ἀπό τήν πόλι Καισάρεια ἕνα στάδιο, δηλαδή 125 πόδια. Ἀργότερα ἐκεῖ ἔκτισε ἡ Ἀμμία, ἡ γυναίκα πού τόν ἀνέθρεψε, ἕναν ὡραῖο καί πολυτελῆ ναό στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Μάμαντος. Στόν ναό αὐτό γιόρταζαν κάθε χρόνο οἱ Καισαρεῖς κατά τήν περίοδο τῆς ἄνοιξης. Ἐκεῖ μιά φορά εὑρισκόμενος ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέ παρόντα τόν μέγα Βασίλειο, ἐκφώνησε τόν πανηγυρικό λόγο, τόν ὁποῖο ἔχει στήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, ὅπου λέει ἡ καλή ἐκείνη καί ρητορική καί μεγαλήγορος γλῶσσα· «Γιατί νά ἀναφέρω τά ἄλλα; Τώρα μάρτυρες βρίσκονται στόν αἰθέρα καί μᾶς συνοδεύουν καί μέ γρήγορα βήματα συγκαλοῦν τόν φιλόχριστο λαό καί γνωστοποιοῦν τούς ἄθλους τους. Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί αὐτός πού τόν στεφάνωσα ἐγώ. Διότι εἶναι δικός μου, μολονότι δέν εἶναι κοντά μου· ἄς φύγη ὁ φθόνος (αὐτό τό λέει ὁ ἅγιος ἀστειευόμενος γιά τόν μέγα Βασίλειο), σέ ὅσους γνωρίζουν λέω, ὁ Μάμας ὁ ξακουστός καί ποιμένας καί μάρτυρας· αὐτός πού προηγουμένως ἄρμεγε τά ἐλάφια, πού βιαζόταν ποιό νά πάη πρῶτο (διότι κάθε ἐλάφι φρόντιζε νά πάη νωρίτερα ἀπό τό ἄλλο, γιά νά δώση τόν μαστό του στόν μάρτυρα), γιά νά ἀνατραφῆ ὁ δίκαιος μέ παράξενο γάλα· τώρα ὅμως ἐμφανίζεται ποιμαίνοντας λαό Μητροπόλεως καί κάνοντας τά ἐγκαίνια σήμερα τῆς ἀνοίξεως στίς πολλές χιλιάδες τῶν πιστῶν, πού ἔτρεξαν ἀπό παντοῦ, γιά νά τόν προσκυνήσουν».
[3] Αὐτός ὁ Ἰωάννης ἑορτάζεται κατά τήν 21η Φεβρουαρίου· ἐσφαλμένα γράφεται στό τυπωμένο Μηναῖο καί στόν Συναξαριστή τό ὄνομα Εὐτύχιος, ἀντί αὐτοῦ τοῦ Ἰωάννου, καθώς κανένας, πού ὀνομάζεται ἀπό τούς Σχολαστικούς Εὐτύχιος, δέν ἔχει καταγραφεῖ στήν ἱστορία.
[4] Σημείωσε ὅτι νωρίτερα ὁ Εὐτύχιος εἶχε ἐξορισθῆ στήν Ἀμάσεια ἀπό τόν Ἰουστινιανό τόν μεγάλο καί ἀντί αὐτοῦ ἔγινε Πατριάρχης ὁ Ἰωάννης ἀπό τούς Σχολαστικούς. Ὕστερα ἀνακλήθηκε στόν θρόνο του ὁ Εὐτύχιος καί μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες ἀπό τόν θάνατο τοῦ Εὐτυχίου ἔγινε Πατριάρχης αὐτός ὁ νηστευτής.
[5] Περιττά ἐδῶ γράφεται ἡ μνήμη τοῦ Παύλου τοῦ νέου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, διότι αὐτός ἑορτάζεται κατά τήν 30ή τοῦ Αὐγούστου μαζί μέ τόν Ἀλέξανδρο καί Ἰωάννη τούς Πατριάρχες. Ὁμοίως περιττά γράφεται στά μηναῖα ἡ μνήμη τοῦ Παύλου τοῦ Ὁμολογητῆ ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι, διότι αὐτή ἑορτάζεται κατά τήν 6η τοῦ Νοεμβρίου, ὅπου γράφεται καί τό Συναξάρι του.