2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΑΜΑΝΤΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ

Τῇ Β΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μάμαντος.

 Αὐ­τός κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Γάγ­γρα, πό­λι τῆς Πα­φλα­γο­νί­ας, υἱός χρι­στια­νῶν γο­νέ­ων καί ὁ­μο­λο­γη­τῶν τῆς πί­στε­ως. Ὅ­ταν οἱ γο­νεῖς του συ­νε­λή­φθη­σαν ἀ­πό τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες καί φυ­λα­κί­σθη­καν γιά τήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ, αὐ­τός ὁ μα­κά­ριος Μά­μας γεν­νή­θη­κε ἐ­κεῖ μέ­σα ἀ­πό τήν φυ­λα­κι­σμέ­νη μη­τέ­ρα του κα­τά τό ἔ­τος 260. Οἱ γο­νεῖς του προ­σευ­χό­με­νοι πέ­θα­ναν μέσα στήν φυ­λα­κή καί ἐ­ξε­δή­μη­σαν πρός τόν Κύ­ριο καί ὁ ἀ­οί­δι­μος Μά­μας ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός. Τόν πῆ­ρε μιά πλού­σια χρι­στια­νή γυ­ναῖ­κα, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Ἀμ­μί­α καί τόν ἀ­νέ­θρε­ψε αὐ­τή. Ἐ­πει­δή  ὠ­νό­μα­ζε συ­νε­χῶς τήν θε­τή του μη­τέ­ρα μα­μά, ὠ­νο­μά­σθη­κε Μά­μας[1]. Ὅ­ταν ἔ­γι­νε δε­κα­πέν­τε χρο­νῶν, συ­νε­λή­φθη ἀ­πό τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες ὡς Χρι­στια­νός καί χτυ­πή­θη­κε μέ ρα­βδιά. Ἔ­πει­τα τοῦ κρέ­μα­σαν στό λαι­μό μο­λύ­βι καί μ’ αὐ­τό τόν ἔρριξαν μέ­σα στή θά­λασ­σα. Σώ­θη­κε ἀ­πό τόν πνιγ­μό μέ τήν δύ­να­μι τοῦ Θε­οῦ καί κρύ­φθη­κε σέ μιά σπη­λιά, ὅ­που τρε­φό­ταν μέ τό γά­λα τῶν ἐ­λα­φι­ῶν. Συλ­λαμ­βά­νε­ται καί πά­λι ἀ­πό τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες καί το­πο­θε­τεῖ­ται μέ­σα σέ ἀ­ναμ­μέ­νο κα­μί­νι καί με­τά ρί­χνε­ται στά θη­ρί­α γιά νά τόν φᾶ­νε. Βλέ­πον­τας πώς ἔ­μει­νε ἄ­θι­κτος τε­λι­κά τόν κάρ­φω­σαν στά σπλά­χνα μέ σι­δε­ρέ­νιο τρί­λογ­χο κον­τά­ρι καί ἔ­τσι ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τήν πα­ροῦ­σα ζω­ή καί πῆ­γε πρός τόν Κύ­ριο, γιά νά λά­βη τό στε­φά­νι τῆς ἀ­θλή­σε­ως[2].

(Τόν βί­ο τοῦ ἁ­γί­ου ἐ­κτε­νέ­στε­ρα βλέ­πε στόν Ἐ­φραίμ. Στά Ἑλ­λη­νι­κά τόν ἔ­γρα­ψε ὁ με­τα­φρα­στής, ἀρ­χί­ζον­τας· «Μά­μας αὐ­τός ὁ μέ­γας», καί σώζε­ται στήν Με­γί­στη Λαύ­ρα, στήν μο­νή Ἰ­βή­ρων καί σέ ἄλ­λες).

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνή­μη τοῦ ἐν ἁ­γί­οις Πα­τρός ἡμῶν Ἰ­ω­άν­νου ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ Νη­στευ­τοῦ.

 † Ὁ ἐν ἁ­γί­οις Πα­τήρ ἡμῶν Ἰ­ω­άν­νης ὁ νη­στευ­τής ἔ­ζη­σε στά χρό­νια τῶν Ἰ­ου­στί­νου, Τι­βερίου καί Μαυ­ρι­κί­ου τῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων, κα­τά τό ἔ­τος 580. Γεν­νή­θη­κε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι καί, ὅ­ταν με­γά­λω­σε, ἔ­γι­νε χα­ρά­κτης στό ἐ­πάγ­γελ­μα. Ἦ­ταν πο­λύ εὐ­σε­βής καί φι­λό­ξε­νος, ἀ­γα­ποῦ­σε τούς φτω­χούς καί σε­βό­ταν πο­λύ τόν Θε­ό. Κά­ποι­α στιγ­μή φι­λο­ξέ­νη­σε ἕ­ναν μο­να­χό, πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Πα­λαι­στί­νη, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Εὐ­σέ­βιος. Περ­πα­τοῦ­σαν στόν δρό­μο καί ὁ Εὐ­σέ­βιος ἦ­ταν ἀ­πό τήν δε­ξιά με­ριά τοῦ με­γά­λου Ἰ­ω­άν­νου καί τό­τε ἄ­κου­σε μιά ἀ­ό­ρα­τη φω­νή, πού τοῦ ἔ­λε­γε· «Δέν σοῦ ἐ­πι­τρέ­πε­ται, ἀβ­βᾶ, νά περ­πα­τᾶς ἀ­πό τά δε­ξιά τοῦ με­γά­λου Ἰ­ω­άν­νου»· μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο προ­μή­νυ­ε ὁ Θε­ός μέ αὐ­τή τήν φω­νή τό μέ­γα ἀ­ξί­ω­μα τῆς Ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης, τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πρό­κει­το νά λά­βη ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά γί­νε­ται γνώ­ρι­μος καί φί­λος αὐ­τός ὁ νη­στευ­τής Ἰ­ω­άν­νης μέ τόν συ­νώ­νυ­μό του ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν τρί­το, ὅ­πως τόν ὠ­νό­μα­ζαν ἔ­τσι οἱ Σχο­λα­στι­κοί, ὁ ὁ­ποῖ­ος χρη­μά­τι­σε καί Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως[3] καί τόν συ­να­ρίθ­μη­σε στήν τά­ξι τῶν ἀ­να­γνω­στῶν. Στήν συ­νέ­χεια τόν χει­ρο­τό­νη­σε δι­ά­κο­νο καί με­τά ἀ­πό αὐ­τά πρε­σβύ­τε­ρο.

Ἐ­νῷ ἦ­ταν ἀ­κό­μη δι­ά­κο­νος, πῆ­γε στόν να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Λαυ­ρεν­τί­ου σέ με­ση­με­ρια­νή ὥ­ρα, καί βρῆ­κε ἐ­κεῖ ἕ­ναν ἐ­ρη­μί­τη, τόν ὁ­ποῖ­ο κα­νείς ἀ­πό τούς ἐ­κεῖ δέν γνώ­ρι­ζε. Ἐ­κεῖ­νος λοι­πόν δεί­χνει στόν θεῖ­ο Ἰ­ω­άν­νη τούς ἀ­να­βαθ­μούς καί τά σκα­λο­πά­τια, τά ὁ­ποῖ­α βρί­σκον­ται πί­σω ἀ­πό τήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί ἀ­νε­βαί­νουν στό ἱ­ε­ρό σύν­θρο­νο, πού κά­θε­ται ὁ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας. Κα­θώς τοῦ ἔ­δει­χνε αὐ­τά, φά­νη­καν μυ­ριά­δες Ἁ­γί­ων καί ἀ­κού­σθη­κε ἀ­πό ἕ­ναν ἀ­πό αὐ­τούς μιά φω­νή με­λω­δι­κή καί μέ πο­λύ ἁρ­μο­νί­α. Ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι οἱ Ἅ­γιοι ἦ­ταν ντυ­μέ­νοι μέ λευ­κές καί λαμ­πρές στο­λές.

Αὐ­τή ἡ ὀ­πτα­σί­α ἦ­ταν ἕ­να ἀ­λη­θι­νό ση­μεῖ­ο τῆς δό­ξας, τήν ὁ­ποί­α ἐ­πρό­κει­το νά λά­βη ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης. Ἐ­πει­δή ὁ ἅ­γιος ἦ­ταν δι­α­χει­ρι­στής τῶν χρη­μά­των στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, κα­θώς ἐ­πέ­στρε­φε ἀ­πό ἕ­ναν ἐ­ξω­τε­ρι­κό πε­δι­νό τό­πο ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, τοῦ ἔ­μει­νε μό­νο ἕ­να σα­κοῦ­λι χρή­μα­τα, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο μοί­ρα­ζε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη πλού­σια. Ἐ­πει­δή συ­νέ­τρε­χαν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ροι φτω­χοί, γι’ αὐ­τό καί ὁ ἅ­γιος ἔ­δι­νε πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί τό σα­κοῦ­λι ὄ­χι μό­νο δέν τε­λεί­ω­νε ἀλ­λά γέ­μι­ζε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ὅ­ταν ὁ ἅ­γιος ἔ­φθα­σε στήν ἀ­γο­ρά, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Βοῦν, μοι­ρά­ζον­τας σέ ὅ­λους ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τό­τε βρέ­θη­κε ἐ­κεῖ ἕ­νας φθο­νε­ρός ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος φώ­να­ξε καί εἶ­πε· “Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον, ἕ­ως πό­τε δέν τε­λει­ώ­νουν γιά ἐ­μᾶς αὐ­τά τά χρή­μα­τα;” Καί ἀ­μέ­σως (μέ­χρι τί μπο­ρεῖ νά κά­νη ὁ φθό­νος!) τά χρή­μα­τα τε­λεί­ω­σαν. Ὁ ἅ­γιος βλέ­πον­τας μέ ἕ­να λε­ον­τι­κό καί ἄ­γριο βλέμ­μα ἐ­κεῖ­νον τόν ἄν­θρω­πο εἶ­πε· “ὁ Θε­ός νά σέ συγ­χω­ρή­ση, ἀ­δελ­φέ, δι­ό­τι, ἐ­άν ἐ­σύ δέν ἔ­λε­γες αὐ­τόν τόν φθο­νε­ρό λό­γο, αὐ­τό τό σα­κοῦ­λι δέν θά τε­λεί­ω­νε μοι­ρά­ζον­τας χρή­μα­τα γιά πο­λύ και­ρό ἀ­κό­μα”.

Ἐ­πει­δή αὐ­τός ὁ ἅ­γιος πι­ε­ζό­ταν νά χει­ρο­το­νη­θῆ Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ὅ­ταν κοι­μή­θη­κε ὁ Εὐ­τύ­χιος[4], καί δέν δε­χό­ταν, ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τοῦ εἶ­δε μιά φο­βε­ρή ὀ­πτα­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἡ πιό κά­τω· Πα­ρου­σι­ά­σθη­κε μπρο­στά του μιά θά­λασ­σα τό­σο με­γά­λη, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φθα­νε ἀ­πό τήν γῆ μέ­χρι τόν οὐ­ρα­νό, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί μιά φο­βε­ρή φλε­γό­με­νη κά­μι­νος. Πα­ρου­σι­ά­στη­κε τό­τε καί ἕ­να πλῆ­θος Ἀγ­γέ­λων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­λε­γαν στόν θεῖ­ο Ἰ­ω­άν­νη· «Δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά γί­νη δι­α­φο­ρε­τι­κά· μό­νο σι­ώ­πη­σε καί ἄν ἔ­χης ἄλ­λη γνώ­μη, γνώ­ρι­ζε ὅ­τι θά δο­κι­μά­σης τίς δύ­ο αὐ­τές δο­κι­μα­σί­ες καί τῆς θά­λασ­σας καί τῆς κα­μί­νου». Φαί­νον­ταν ὅ­τι τά ἔ­λε­γαν αὐ­τά μέ με­γά­λη φο­βέ­ρα, ὥ­στε βλέ­πον­τας ἔ­τσι ὁ Ἅ­γιος θέ­λον­τας καί μή πα­ρέ­δω­σε τόν ἑ­αυ­τό του στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί χει­ρο­το­νή­θη­κε Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Καί αὐ­τό πό­τε; ὅ­ταν ὕ­στε­ρα ἀ­πό σκλη­ρή ἄ­σκη­σι εἶ­χε πε­ρά­σει στήν τε­λει­ό­τη­τα κά­θε ἀ­ρε­τῆς.

Μιά φο­ρά περ­νῶντας ὁ Ἅ­γιος ἀ­πό ἕ­ναν τό­πο, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Ἕ­βδο­μον, εἶ­δε ὅ­τι ση­κώ­θη­κε με­γά­λη τρι­κυ­μί­α στήν θά­λασ­σα. Μέ τήν προ­σ-ευ­χή του τήν με­τέ­βα­λε σέ γα­λή­νη κά­νον­τας τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Σχο­λα­στι­κός ἀ­πό τήν Γά­ζα εἶ­χε στά μά­τια του αἱ­μά­τω­μα καί δέν μπο­ροῦ­σε νά βλέ­πη· γι’ αὐ­τό καί προ­σέ­τρε­ξε στόν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη καί κοι­νώ­νη­σε ἀ­πό αὐ­τόν τά θεῖ­α Μυ­στή­ρια. Ὅ­ταν τόν κοι­νω­νοῦ­σε ὁ Ἅ­γιος εἶ­πε· «Αὐ­τό εἶ­ναι τό σῶ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, πού θε­ρά­πευ­σε τόν ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλό καί πού θά θε­ρα­πεύ­ση καί τήν δι­κή σου τύ­φλω­σι»· καί ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! ἀ­μέ­σως μέ αὐ­τόν τόν λό­γο θε­ρα­πεύ­θη­κε ὁ λί­γο πρίν τυ­φλός Ἰ­ω­άν­νης.

Κά­ποι­ον και­ρό ἔ­πε­σε στήν Κων­σταντι­νού­πο­λι με­γά­λο θα­να­τι­κό. Ἔ­δω­σε ὁ Ἅ­γιος σέ ἕ­ναν ὑ­πη­ρέ­τη του δύ­ο κο­φί­νια, τό ἕ­να ἄ­δει­ο καί τό ἄλ­λο γεμᾶτο ἀ­πό μι­κρές πέ­τρες καί τοῦ εἶ­πε· «Πή­γαι­νε καί κά­θι­σε στόν δρό­μο, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Βοῦν, καί μέ­τρα τούς νε­κρούς, πού περ­νοῦν ἀ­πό ἐ­κεῖ. Ὅ­σοι εἶ­ναι οἱ νε­κροί τό­σες πέ­τρες ρίχνε μέ­σα στό ἄ­δει­ο κο­φί­νι». Κά­νον­τας αὐ­τό ὁ ὑ­πη­ρέ­της ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, τό βρά­δυ μέ­τρη­σε τίς πέ­τρες καί βρῆ­κε ὅ­τι κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη βγῆ­καν τρι­α­κό­σιοι εἴ­κο­σι τρεῖς νε­κροί. Τό ἴ­διο ἔ­κα­νε καί τήν ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα καί βρῆ­κε ὅ­τι οἱ νε­κροί ἦ­ταν λι­γό­τε­ροι καί τό ἐ­πα­νέ­λα­βε γιά τίς ἑ­πό­με­νες ἑ­πτά ἡ­μέ­ρες καί στό τέ­λος στα­μά­τη­σε ἐν­τε­λῶς τό θα­να­τι­κό μέ τήν προ­σευ­χή τοῦ Ἁ­γί­ου. Τό­ση ἐ­πι­μέ­λεια ἔ­δει­ξε στήν ἐγ­κρά­τεια ὁ Ἅ­γιος, ὥ­στε ἐ­πί ἕ­ξι μῆ­νες δέν ἤ­πι­ε νε­ρό· τό φα­γη­τό καί τό πι­ο­τό του ἦ­ταν ἕ­να μα­ροῦ­λι, λί­γο πε­πό­νι ἤ στα­φύ­λι ἤ λί­γα σῦ­κα, ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α πό­τε τό ἕ­να ἔ­τρω­γε καί πό­τε τό ἄλ­λο. Ἀ­πό αὐ­τά ἔ­τρω­γε κα­τά τούς δε­κα­τρεῖς καί μι­σό χρό­νους τῆς Πα­τρι­αρ­χεί­ας του.

Ὁ ὕ­πνος τοῦ Ἁ­γί­ου γι­νό­ταν ὡς ἑ­ξῆς· κα­θό­ταν σέ ἕ­να μέ­ρος, μά­ζευ­ε τά στή­θη του στά γό­να­τά του καί ἔ­τσι κοι­μό­ταν. Γιά νά μήν κοι­μᾶ­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη ὥ­ρα, ἀ­πό ὅ­σο ἤ­θε­λε, ἄ­να­βε ἕ­να κε­ρί, στό ὁ­ποῖ­ο ἔ­βα­ζε ἕ­να βε­λό­νι. Κά­τω ἀ­πό τό κε­ρί καί τό βε­λό­νι ἔ­βα­ζε μιά λε­κά­νη. Ὅ­ταν και­γό­ταν τό κε­ρί καί ἔ­φθα­νε ἐ­κεῖ πού ἦ­ταν τό βε­λό­νι, τό­τε ἔ­πε­φτε τό βε­λό­νι μέ­σα στήν λε­κά­νη. Ἀ­πό τόν θό­ρυ­βο τοῦ βε­λο­νιοῦ μέ­σα στήν λε­κά­νη ξυ­πνοῦ­σε ὁ Ἅ­γιος καί ἀ­μέ­σως ση­κω­νό­ταν. Ἄν ἴ­σως κα­μιά φο­ρά δέν ἄ­κου­γε κα­τά τύ­χη τόν θό­ρυ­βο τοῦ βε­λο­νιοῦ, περ­νοῦ­σε ὅ­λη τήν ἑ­πό­με­νη νύ­χτα ἄ­γρυ­πνος. Μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο πο­λε­μοῦ­σε τά πά­θη ὁ τρι­σμα­κά­ρι­στος μέ τήν προ­σευ­χή, τήν νη­στεί­α καί τήν ἀ­γρυ­πνί­α.

Αὐ­τός ὁ ἅ­γιος μέ τήν προ­σευ­χή του μα­ταί­ω­νε καί τούς πο­λέ­μους τῶν βαρ­βά­ρων, δι­έ­λυ­ε τίς ἀ­πει­λές ἐ­ναν­τί­ον τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως καί προ­στά­τευ­ε ὅ­λη τήν ποί­μνη του ἀ­πό τούς ὁ­ρα­τούς καί τούς ἀ­ό­ρα­τους ἐ­χθρούς.

Μιά μέ­ρα, πού ἦ­ταν Πα­ρα­σκευ­ή, εἶ­παν με­ρι­κοί στόν ἅ­γιο· “αὔ­ριον, Δέ­σπο­τα, θά γί­νη θέ­α­τρο καί ἱπ­πό­δρο­μος, δη­λα­δή ἀ­γῶ­νες ἀ­λό­γων”. Ἡ ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα ἦ­ταν Σάβ­βα­το τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Ὁ ἅ­γιος ἀ­πάν­τη­σε καί εἶ­πε· “ἱπ­πο­δρό­μιο θά γί­νη τήν Πεν­τη­κο­στη”! Πα­ρα­κά­λε­σε τό­τε τόν Θε­ό νά δεί­ξη ση­μεῖ­ο γιά νά φο­βη­θοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι καί νά ἐμ­πο­δι­σθοῦν ἀ­πό αὐ­τό τό παι­χνί­δι. Καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, ὅ­ταν ἦλθε τό δει­λι­νό τοῦ Σαβ­βά­του καί ἐ­νῷ ἦ­ταν ὁ οὐ­ρα­νός χω­ρίς σύν­νε­φα, ἔ­γι­νε φο­βε­ρός ἀ­νε­μο­στρό­βι­λος καί πολ­λοί ἄ­νε­μοι ση­κώ­θη­καν. Καί ἔ­πε­σε τό­ση δυ­να­τή βρο­χή, ὥ­στε ἀ­μέ­σως ἔ­φυ­γε ὅ­λο τό πλῆ­θος ἀ­πό τόν χῶ­ρο τοῦ ἱπ­πο­δρο­μί­ου νο­μί­ζον­τας ὅ­τι ἔ­φθα­σε ἡ συν­τέ­λεια τοῦ κό­σμου, κα­θώς τέ­τοι­α με­γά­λη τα­ρα­χή τῶν στοι­χεί­ων δέν θυ­μοῦν­ταν πο­τέ στά χρό­νια τους καί γι’ αὐ­τό ὅ­λοι φο­βή­θη­καν.

Μιά γυ­ναίκα, πού εἶ­χε ἕ­ναν δαι­μο­νι­σμέ­νο ἄν­δρα, προ­σέ­τρε­ξε στόν ἐ­ρη­μί­τη, γιά νά τόν θε­ρα­πεύ­ση. Ὁ ἐ­ρη­μί­της τῆς εἶ­πε· “Πή­γαι­νε στόν ἁ­γι­ώ­τα­το Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἰ­ω­άν­νη καί ἐ­κεῖ­νος θά θε­ρα­πεύ­ση τόν ἄν­δρα σου”. Κά­νον­τας αὐ­τό αὐ­τή ἡ γυ­ναί­κα πέ­τυ­χε αὐ­τό, πού πο­θοῦ­σε, κα­θώς μέ τήν προ­σευ­χή τοῦ θεί­ου Ἰ­ω­άν­νη ἔ­λα­βε τήν θε­ρα­πεί­α ὁ ἄν­δρας της καί παίρ­νον­τάς τον ὑ­γι­ῆ ἐ­πέ­στρε­ψε στό σπί­τι της χα­ρού­με­νη. Μέ τήν εὐ­χή τοῦ Ἁ­γί­ου πολ­λές στεῖ­ρες γυ­ναῖ­κες τε­κνο­ποί­η­σαν καί πολ­λοί ἀ­σθε­νεῖς βρῆ­καν τήν θε­ρα­πεί­α τους.  Ἦ­ταν Πα­τριά­ρχης λοι­πόν αὐ­τός ὁ ἅ­γιος γιά δε­κα­τρί­α χρό­νια καί πέν­τε μῆ­νες καί κοι­μή­θη­κε κα­τά τό ἔ­τος 595 τήν 2α τοῦ Σε­πτε­βρί­ου. Με­τά ἀ­πό αὐ­τόν ἔ­γι­νε Πα­τριά­ρχης ὁ Κυ­ρια­κός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἑ­ορ­τά­ζε­ται κα­τά τήν εἰ­κο­στή ἑ­βδό­μη τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου.

Ὅ­ταν κοι­μή­θη­κε ὁ Ἅ­γιος ἐν εἰ­ρή­νῃ καί ἀ­πῆλ­θε πρός τόν Κύ­ριο, τέ­θη­κε τό λεί­ψα­νό του γιά προ­σκύ­νη­σι ἀ­πό τούς Χρι­στια­νούς. Τό­τε ἦλθε ὁ Νεῖ­λος, ὁ ἔν­δο­ξος ἔ­παρ­χος, γιά νά τό ἀ­σπα­σθῆ, καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, κα­θώς φί­λη­σε τό λεί­ψα­νο, ἀ­μέ­σως ση­κώ­θη­κε τό λεί­ψα­νο καί τόν φί­λη­σε σάν νά ἦ­ταν ζων­τα­νό. Καί εἶ­πε κά­ποι­α μυ­στι­κά λό­για στό αὐ­τί του, τά ὁ­ποῖ­α ὁ θεῖ­ος Νεῖ­λος δέν τά φα­νέ­ρω­σε σέ κα­νέ­ναν σέ ὅ­λη του τήν ζω­ή. Βλέ­πον­τας αὐ­τό τό θαυ­μα­στό ὅ­λος ὁ λα­ός ἐ­ξε­πλά­γη καί δό­ξα­σε τόν Θε­ό, πού δο­ξά­ζει τούς ἁ­γί­ους Του. Ἔ­πει­τα κη­δεύ­θη­κε μέ εὐ­λά­βεια καί μέ τι­μές καί ἐν­τα­φι­ά­σθη­κε στό ἅ­γιο Βῆ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων. (Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ νη­στευ­τής ἔ­γρα­ψε βι­βλί­ο, πού τό ὠ­νό­μα­σε Κα­νο­νι­κό· σχε­τι­κά μέ αὐ­τό βλέ­πε στό δι­κό μας Πη­δά­λιο καί στό νε­ο­τυ­πω­μέ­νο Ἐ­ξο­μο­λο­γη­τά­ριο)[5] .



[1]  Στό τυπωμένο Ὡρολόγιο γράφεται ὅτι ὁ ἅγιος αὐτός μετά τήν γέννησί του ἔμεινε ἄφωνος γιά πέντε χρόνια. Ἔπειτα μίλησε στά Ρωμαϊκά, δηλαδή Λατινικά, αὐτή τήν λέξι Μάμα καί γι’ αὐτό ὠνομάσθηκε Μάμας

[2] Ση­μει­ώ­νου­με ἐ­δῶ, ὅ­τι ὁ ἅ­γιος Μά­μας, ἀ­φοῦ δέ­χθη­κε τόν μαρ­τυ­ρι­κό καί τε­λι­κό χτύ­πη­μα μέ ἐ­κεί­νη τήν λόγ­χη, βγῆ­κε ἀ­πό τό θέ­α­τρο κρα­τῶντας μέ τά χέ­ρια του τά σπλά­χνα του κα­θώς θά χύ­νον­ταν ἔ­ξω, καί μό­λις πού μπό­ρε­σε νά φθά­ση σέ ἕ­να μέ­ρος πού ἀ­πεῖ­χε ἀ­πό τήν πό­λι Και­σά­ρεια ἕ­να στά­διο, δη­λα­δή 125 πό­δια. Ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­κεῖ ἔ­κτι­σε ἡ Ἀμ­μί­α, ἡ γυ­ναί­κα πού τόν ἀ­νέ­θρε­ψε, ἕ­ναν ὡ­ραῖ­ο καί πο­λυ­τε­λῆ να­ό στό ὄ­νο­μα τοῦ ἁ­γί­ου Μά­μαν­τος. Στόν να­ό αὐ­τό γι­όρ­τα­ζαν κά­θε χρό­νο οἱ Και­σα­ρεῖς κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ἄ­νοι­ξης. Ἐ­κεῖ μιά φο­ρά εὑρισκόμενος ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος, μέ παρόντα τόν μέγα Βασίλειο, ἐκ­φώ­νη­σε τόν πα­νη­γυ­ρι­κό λό­γο, τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει στήν Κυ­ρια­κή τοῦ Θω­μᾶ, ὅπου λέ­ει ἡ κα­λή ἐκείνη καί ρη­το­ρι­κή καί με­γα­λή­γο­ρος γλῶσ­σα· «Για­τί νά ἀ­να­φέ­ρω τά ἄλ­λα; Τώ­ρα μάρ­τυ­ρες βρί­σκον­ται στόν αἰ­θέ­ρα καί μᾶς συ­νο­δεύ­ουν καί μέ γρή­γο­ρα βή­μα­τα συγ­κα­λοῦν τόν φι­λό­χρι­στο λα­ό καί γνω­στο­ποι­οῦν τούς ἄ­θλους τους. Ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς εἶ­ναι καί αὐ­τός πού τόν στε­φά­νω­σα ἐ­γώ. Δι­ό­τι εἶ­ναι δι­κός μου, μο­λο­νό­τι δέν εἶ­ναι κον­τά μου· ἄς φύ­γη ὁ φθό­νος (αὐ­τό τό λέ­ει ὁ ἅ­γιος ἀστειευό­με­νος γιά τόν μέ­γα Βα­σί­λει­ο), σέ ὅ­σους γνω­ρί­ζουν λέ­ω, ὁ Μά­μας ὁ ξα­κου­στός καί ποι­μέ­νας καί μάρ­τυ­ρας· αὐ­τός πού προ­η­γου­μέ­νως ἄρ­με­γε τά ἐ­λά­φια, πού βι­α­ζό­ταν ποι­ό νά πά­η πρῶ­το (δι­ό­τι κά­θε ἐ­λά­φι φρόν­τι­ζε νά πά­η νω­ρί­τε­ρα ἀ­πό τό ἄλ­λο, γιά νά δώ­ση τόν μα­στό του στόν μάρ­τυ­ρα), γιά νά ἀ­να­τρα­φῆ ὁ δί­και­ος μέ πα­ρά­ξε­νο γά­λα· τώ­ρα ὅ­μως ἐμ­φα­νί­ζε­ται ποι­μαί­νον­τας λα­ό Μη­τρο­πό­λε­ως καί κά­νον­τας τά ἐγ­καί­νια σή­με­ρα τῆς ἀ­νοί­ξε­ως στίς πολ­λές χι­λιά­δες τῶν πι­στῶν, πού ἔ­τρε­ξαν ἀ­πό παν­τοῦ, γιά νά τόν προσκυνήσουν».

[3] Αὐτός ὁ Ἰωάννης ἑορτάζεται κατά τήν 21η Φεβρουαρίου· ἐσφαλμένα γράφεται στό τυπωμένο Μηναῖο καί στόν Συναξαριστή τό ὄνομα Εὐτύχιος, ἀντί αὐτοῦ τοῦ Ἰωάννου, καθώς κανένας, πού ὀνομάζεται ἀπό τούς Σχολαστικούς Εὐτύχιος, δέν ἔχει καταγραφεῖ στήν ἱστο­ρί­α.

[4] Ση­μεί­ω­σε ὅ­τι νω­ρί­τε­ρα ὁ Εὐ­τύ­χιος εἶ­χε ἐ­ξο­ρι­σθῆ στήν Ἀ­μά­σεια ἀ­πό τόν Ἰ­ου­στι­νια­νό τόν με­γά­λο καί ἀν­τί αὐ­τοῦ ἔ­γι­νε Πα­τριά­ρχης ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πό τούς Σχο­λα­στι­κούς. Ὕ­στε­ρα ἀ­να­κλή­θη­κε στόν θρό­νο του ὁ Εὐ­τύ­χιος καί με­τά ἀ­πό ἕ­ξι ἡ­μέ­ρες ἀ­πό τόν θά­να­το τοῦ Εὐ­τυ­χί­ου ἔ­γι­νε Πα­τριά­ρχης αὐ­τός ὁ νη­στευ­τής.

 [5]  Πε­ριτ­τά ἐ­δῶ γρά­φε­ται ἡ μνή­μη τοῦ Παύ­λου τοῦ νέ­ου Πα­τριά­ρχου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, δι­ό­τι αὐ­τός ἑ­ορ­τά­ζε­ται κα­τά τήν 30ή  τοῦ Αὐ­γού­στου μα­ζί μέ τόν Ἀ­λέ­ξαν­δρο καί Ἰ­ω­άν­νη τούς Πα­τριά­ρχες. Ὁ­μοί­ως πε­ριτ­τά γρά­φε­ται στά μη­ναῖ­α ἡ μνή­μη τοῦ Παύ­λου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τῆ ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, δι­ό­τι αὐ­τή ἑ­ορ­τά­ζε­ται κα­τά τήν 6η  τοῦ Νο­εμ­βρί­ου, ὅ­που γρά­φε­ται καί τό Συ­να­ξά­ρι του.

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης