Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀδριανός καί ἡ σύζυγός του Ναταλία, ἦταν ἀπό τήν πόλι τῆς Νικομήδειας, στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ, κατά τό ἔτος 298. Κατά τήν διάρκεια τῆς δευτέρας περιόδου, πού ἔκανε ὁ Μαξιμιανός στήν βασιλεία του, ἐνῶ καταδίωκε τούς Χριστιανούς, τότε, λέω, συνέλαβαν εἴκοσι τρεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν κρυμμένοι μέσα στά σπήλαια καί τιμωρήθηκαν μέ διάφορες τιμωρίες. Αὐτούς λοιπόν ρώτησε καί ὁ Ἅγιος Ἀδριανός προτοῦ νά μαρτυρήση καί τούς εἶπε· «Γιατί, ἀδελφοί, ὑπομένετε αὐτά τά ἀνυπόφορα βασανιστήρια καί τίς σκληρές τιμωρίες;».
Καί ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν· «Ἐμεῖς τά ὑπομένουμε αὐτά, γιά νά κερδίσουμε τά ἀγαθά ἐκεῖνα, πού εἶναι ἑτοιμασμένα στούς Οὐρανούς ἀπό τόν Θεό, γιά ἐκείνους πού ὑποφέρουν γιά χάρι τῆς ἀγάπης του, τά ὁποῖα ἀγαθά, οὔτε αὐτί μπορεῖ νά ἀκούση, οὔτε λόγος νά τά παραστήση».
Μόλις τά ἄκουσε αὐτά ὁ μακάριος Ἀδριανός, ἔνιωσε κατάνυξι ἀπό τήν θεία χάρι καί εἶπε στούς γραφεῖς, πού ἔγραφαν τά ὀνόματα τῶν Χριστιανῶν, πού ἐπρόκειτο νά μαρτυρήσουν· «Γράψτε καί τό δικό μου ὄνομα μαζί μέ τά ὀνόματα τῶν ἄλλων Χριστιανῶν. Ἐπειδή καί ἐγώ ἡδονή θεωρῶ, τό νά πεθάνω μαζί μέ αὐτούς γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ». Οἱ δέ γραφεῖς τόν ἔγραψαν καί αὐτόν καί τόν ἔδεσαν μέ ἁλυσίδες καί τόν φυλάκισαν. Καί ἀμέσως μόλις τό ἔμαθε αὐτό ἡ γυναίκα του ἡ Ναταλία, νόμισε ὅτι τόν συνέλαβαν γιά ἄλλη ὑπόθεσι· γι’ αὐτό ἀναστέναζε καί θρηνοῦσε.
Ἀφοῦ ὅμως ὕστερα ἔμαθε, ὅτι γιά τόν Χριστό τόν ἔβαλαν στά δεσμά καί στήν φυλακή, ἀμέσως φόρεσε λαμπρά ροῦχα καί πῆγε γρήγορα στήν φυλακή. Στήν ὁποία ἀφοῦ μπῆκε, καταφιλοῦσε τά δεσμά καί τίς ἁλυσίδες, πού φοροῦσε ὁ σύζυγός της ὁ Ἀδριανός καί τόν μακάριζε γιά τήν προθυμία, πού ἐπέδειξε. Καί αὐτόν μέν τόν συμβούλευε, νά μένη σταθερός καί ἀσάλευτος στά βασανιστήρια, πού ἐπρόκειτο νά δοκιμάση γιά τόν Χριστό, ἐνῶ παρακαλοῦσε καί τούς ἄλλους συνδέσμιους Χριστιανούς, νά προσεύχωνται στόν Θεό γιά αὐτόν.
Καί τότε μέν ἡ Ναταλία γύρισε στό σπίτι της μέ τήν συμβουλή καί τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἀδριανοῦ. Ὁ δέ Ἅγιος Ἀδριανός χαιρέτησε τούς φυλακισμένους Χριστιανούς καί, ἀφοῦ πῆρε τήν ἄδεια ἀπό τούς δεσμοφύλακες, πῆγε στό σπίτι του γιά νά πῆ στήν σύζυγό του τήν Ναταλία, ὅτι ἦλθε ὁ καιρός νά τελειωθῆ μέ τό μαρτύριο.
Μόλις τό ἄκουσε αὐτό ἡ Ναταλία καί ἐπειδή νόμισε, ὅτι φοβούμενος ὁ Ἀδριανός τά βασανιστήρια, ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί γι’ αὐτό ἐλευθερώθηκε ἀπό τήν φυλακή· ἐπειδή λοιπόν αὐτό νόμισε, ἔκλεισε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καί ἔκλεισε ἔξω τόν Ἀδριανό, κατηγορῶντας τον ὡς ἀρνητή τοῦ Χριστοῦ καί ἀποκαλῶντας τον δειλό καί φιλόζωο. Καί ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλά καί τοῦ ὑπενθύμιζε τήν φρικτή ἐκείνη ἀπόφασι, τήν ὁποία ἀναφώνησε ὁ Κύριος ἐναντίον ἐκείνων, πού τόν ἀρνοῦνται, λέγοντας· «Ὅποιος μέ ἀρνηθῆ μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά τόν ἀρνηθῶ καί ἐγώ μπροστά στόν Πατέρα μου στούς Οὐρανούς». Καί πρόσθετε καί τό ἀκόλουθο ἡ μακαρία Ναταλία, ἀποκαλῶντας τόν ἑαυτό της ἄθλιο καί δυστυχῆ, γιατί δέν ἔμεινε σ’ αὐτήν οὔτε γιά μία ἡμέρα ἡ δόξα αὐτή, τό νά ἀποκαλῆται, δηλαδή γυναίκα Μάρτυρα. Ἀλλά τήν μακαριότητα καί τήν εὐτυχία, πού ἤλπιζε νά λάβη, τήν διαδέχθηκε ξαφνικά ἡ δυστυχία καί ἡ ἀθλιότητα.
Ἀφοῦ ὅμως ἔμαθε ἡ Ναταλία τόν σκοπό, γιά τόν ὁποῖο πῆγε ὁ Ἅγιος στό σπίτι του, ἀμέσως μεταβλήθηκε καί ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καί μέ μεγάλη χαρά ἀσπαζόταν τόν Ἅγιο. Καί ἀμέσως, ἀκολουθῶντας τόν Ἅγιο, πῆγε μαζί μέ αὐτόν στόν βασιλιά. Ἀφοῦ παρουσιάσθηκε λοιπόν ὁ Ἅγιος Ἀδριανός στόν τύραννο καί ὡμολόγησε τόν Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό, τόν ἔδειραν μέ ξύλα, ἔπειτα τόν ἔρριξαν ἀνάσκελα κάτω στήν γῆ καί τόσο πολύ τόν ἔδειραν στήν κοιλιά τόν πανύμνητο, ὥστε φάνηκαν ἀπό ἔξω τά ἐσωτερικά σπλάχνα του. Καί ὅταν τά ἔπασχε αὐτά ὁ Μάρτυρας, ἦταν εἴκοσι ὀκτώ ἐτῶν.
Ἔπειτα μαζί μέ τούς ἄλλους Χριστιανούς ἔκοψαν τά χέρια καί τά πόδια τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ σέ κάθε μέλος τοῦ Ἁγίου πού κοβόταν, συμβοηθοῦσε καί ἡ γυναίκα του ἡ Ναταλία καί ἔβαζε τό μέλος ἐκεῖνο ἐπάνω στό ἀμόνι, γιά νά κοπῆ. Καί τόν μέν δήμιο, πού ἐπιτελοῦσε τό κόψιμο τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν τοῦ Ἁγίου, τόν παρακαλοῦσε ἡ Ναταλία, νά χτυπᾶ δυνατώτερα τήν κοφτερή λεπίδα καί τό τσεκούρι, γιά νά προξενῆται στόν Ἅγιο περισσότερος καί ἐντονώτερος πόνος. Ἐνῶ στόν Ἀδριανό ἔδινε θάρρος καί τόν ἐνδυνάμωνε νά ὑπομένη μέ ἀνδρεία τούς πόνους καί νά μήν προδώση ἀπό δειλία τό μαρτύριο γιά χάρι τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν δέ ὁ Ἅγιος Ἀδριανός τελείωσε τό μαρτύριο μαζί μέ τούς ὑπόλοιπους Μάρτυρες καί τά ἅγιά τους λείψανα ἐπρόκειτο νά ριχθοῦν στήν φωτιά γιά νά κατακαοῦν, τότε ἡ μακάρια Ναταλία παίρνοντας τό ἕνα χέρι τοῦ Ἁγίου Ἀδριανοῦ, τό ἔβαλε μέσα στόν κόλπο της καί ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπό τά ἅγια λείψανα. Ἔπειτα, παίρνοντας καί τά αἵματα, πού ἔσταζαν ἀπό τά ἅγια λείψανα, ἄλειφε τόν ἑαυτό της μέ αὐτά, σάν νά ἦταν μύρα καί ἀρώματα.
Ὅταν ὅμως ἔβαλαν τά ἅγια λείψανα στήν φωτιά, τότε ἔπιασε δυνατή βροχή καί ἔσβησε τήν φωτιά. Τότε ἕνας Χριστιανός, πού ὠνομαζόταν Εὐσέβιος, πῆρε τά ἅγια λείψανα καί τά ἔβαλε μέσα σέ μικρό καΐκι καί, ἀφοῦ τά μετέφερε στήν Ἀργυρούπολι, ἡ ὁποία βρίσκεται κοντά στό Βυζάντιο, ἐκεῖ τά ἐνταφίασε, ὅπου τελεῖται καί ἡ Σύναξι τῶν Ἁγίων καί ἡ ἑορτή. Ἐκεῖ πῆγε ὕστερα καί ἡ Ἁγία Ναταλία καί παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἐνταφιάσθηκε κοντά στά λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.
(Σημείωσε ὅτι τό ἑλληνικό τους Μαρτύριο σώζεται στήν Μεγίστη Λαύρα, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι ἡ ἑξῆς· «Μαξιμιανοῦ τοῦ τυράννου τῶν τῆς βασιλείας σκήπτρων»).