Πατρός παρέστης ἠγαπημένῳ Λόγῳ,
Πάντων μαθητῶν ἠγαπημένε πλέον.
Πρός γε Θεόν μετέβη βροντῆς παῖς εἰκάδι ἕκτῃ.
Αὐτός καταγόταν ἀπό ἕνα ταπεινό χωριό τῆς Γαλιλαίας, πού λεγόταν Βηθσαϊδά καί ἦταν υἱός ὡς πρός τόν πατέρα τοῦ Ζεβεδαίου τοῦ ψαρᾶ καί πτωχοῦ ἀνθρώπου, ὡς πρός τήν μητέρα, τῆς Σαλώμης, ἡ ὁποία ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Μνήστορος τῆς Θεοτόκου. Διότι ὁ Ἰωσήφ εἶχε τέσσερις υἱούς, τόν Ἰάκωβο, τόν Ἰωσῆ, τόν Ἰούδα καί τόν Σίμωνα (ἤ Συμεών), καί θυγατέρες τρεῖς· τήν Ἐσθήρ, τήν Μάρθα καί τήν Σαλώμη, ἡ ὁποία ἦταν γυναίκα τοῦ Ζεβεδαίου καί μητέρα αὐτοῦ τοῦ Ἰωάννου[1]. Ἀπό αὐτό βγαίνει τό συμπέρασμα, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἦταν θεῖος αὐτοῦ τοῦ Ἰωάννου, ἐπειδή ἐθεωρεῖτο ἀδελφός τῆς Σαλώμης τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰωσήφ καί μητέρας τοῦ Ἰωάννου. Ὁ δέ Ἰωάννης ἦταν ἀνεψιός τοῦ Κυρίου. Βοηθοῦσε λοιπόν ὁ θεῖος Ἰωάννης τόν πατέρα του Ζεβεδαῖο στήν ἁλιευτική τέχνη μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἰάκωβο.
Ὅταν ὅμως αὐτός προσκλήθηκε ἀπό τόν Κύριο, ἐγκατέλειψε τόν πατέρα μαζί καί τό πλοῖο του καί ἑνώθηκε μέ τόν Κύριο πού τόν κάλεσε καί διδάχθηκε μέ ἀκρίβεια τούς νόμους του. Γι’ αὐτό ἐγκαταλείποντας τήν τέχνη τοῦ πῶς μπορεῖ νά συλλλαμβάνη τά ψάρια, ἔμαθε πῶς νά συλλαμβάνη μέ τήν διδασκαλία τίς λογικές ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Καί ἐπειδή χρησιμοποιοῦσε ἀπόλυτη ἐγκράτεια σέ ὅλα ἐκεῖνα πού τόν βλάπτουν, γι’ αὐτό οἰκειώθηκε ὁλόκληρος μέ τήν παρθενία. Ἀπό αὐτό ἀπό-
κτησε καί τόν πλοῦτο νά ὀνομάζεται Παρθένος κατ’ ἐξαίρεσι καί περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἀπό αὐτό ἔγινε καί ἀγαπημένος ἰδιαιτέρως στόν Βασιλέα Χριστό, στό σημεῖο πού μόνος αὐτός ἔλαβε τήν ὀνομασία τοῦ ἀγαπημένου. Ἔτσι καί ὅταν ὁ Κύριος ἀνέβηκε στό Θαβώριο Ὄρος γιά νά μεταμορφωθῆ, ἀνέβηκε μαζί καί ὁ ἀγαπημένος αὐτός Ἰωάννης καί εἶδε τήν θεότητα πού φάνηκε ἐκεῖ καί φανερώθηκε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἄκουσε τήν φωνή πού λέει· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». Καί στόν μυστικό Δεῖπνο αὐτός κοντά στόν ἀγαπημένο του Διδάσκαλο κάθισε. Αὐτός καί ἐπάνω στό στῆθος του ἀνέπεσε ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἀγάπης πού εἶχε γι’ αὐτόν. Αὐτός τόν ρώτησε λέγοντας· «Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε;» Αὐτός ζήτησε καί νά καθίση στά δεξιά τοῦ Διδασκάλου του, δείχνοντας μέ αὐτό φανερά τήν πολλή θερμή ἀγάπη του πρός αὐτόν. Ἀλλά καί ὅταν συνελήφθη ὁ Κύριος ἀπό τούς Ἰουδαίους, αὐτός τόν ἀκολουθοῦσε καί μπῆκε στήν αὐλή τοῦ ἀρχιερέως, ὄντας γνωστός του. Καί ὅταν ἀκόμη σταυρώθηκε, αὐτός παρευρισκόταν στόν Σταυρό μαζί μέ τήν Θεομήτορα. Καί ἡ μέν Θεοτόκος, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τό «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου», ἐνῷ αὐτός ὁ Ἰωάννης, ἄκουσε τό «Ἰδού ἡ μήτηρ σου». Καί ἀπό τόν λόγο αὐτόν ἄλλος πιό μακάριος μπορεῖ νά βρεθῆ; Ἔτσι καί ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα παρέλαβε μέ ἀξιοπρέπεια στόν οἶκο του τήν Μητέρα καί Παρθένο ὁ κατά τήν ψυχή καί τό σῶμα παρθένος. Καί ὅταν ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, αὐτός πῆγε πρίν ἀπό τόν κορυφαῖο Πέτρο καί, ἀφοῦ ἔσκυψε πρῶτος στόν τάφο, εἶδε τά ἐντάφια καί τόν ποθούμενο εἶδε καί δέχεται ἀπό αὐτόν τό ἐμφύσημα καί τῆς οἰκουμένης ὅλης προβάλλεται Ἀπόστολος. Αὐτός καί νά ἀναλαμβάνεται εἶδε τόν Κύριο. Αὐτός στήν συνέχεια καί τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Παρακλήτου σέ μορφή πυρίνων γλωσσῶν δέχθηκε μέ τούς ἄλλους συμμαθητές, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτός τέλος καί μέχρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου παρέμεινε στήν Ἱερουσαλήμ, διακονῶντας αὐτήν σέ ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο.
Ὅταν πάλι οἱ Ἀπόστολοι ἔβαλαν κλήρους[2], γιά νά γνωρίσουν, ποῦ ἐπρόκειτο ὁ καθένας νά πάη, γιά νά κηρύξη τό Εὐαγγέλιο, ἔπεσε ὁ κλῆρος νά πάη ὁ Ἰωάννης αὐτός στήν Μικρά Ἀσία, ἡ ὁποία ἦταν γεμάτη ἀπό εἴδωλα καί ὅλη ἦταν παραδομένη στήν εἰδωλολατρική πλάνη. Ἀπό αὐτό τό πρᾶγμα λυπήθηκε ὁ Ἀπόστολος καί, ἀγωνιῶντας ὡς ἄνθρωπος, προσέκρουσε στόν Θεό, ἐπειδή δέν ἔλπισε ὁλοκληρωτικά στήν ἀκαταμάχητη δύναμι τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἐπιτράπηκε ἀπό τόν Θεό νά πέση σέ πειρασμό, ὥστε μέ τόν πειρασμό νά τοῦ συγχωρηθῆ τό ἀνθρώπινο σφάλμα του. Διότι οἱ μεγάλοι καί τέλειοι στήν ἀρετή ἄνδρες ἀπαιτοῦνται νά διαφυλάσσουν τήν ἀκρίβεια μέχρι καί στά πιό ἀσήμαντα πράγματα.
Προλέγει λοιπόν ὁ Ἰωάννης στόν μαθητή του Πρόχορο τήν τρικυμία καί θαλασσοταραχή (καραβοτσακισμό), πού καί οἱ δύο ἐπρόκειτο νά δεχθοῦν. Καί ὅτι μόνος ὁ Ἰωάννης ἐπρόκειτο νά δοκιμασθῆ στήν θάλασσα σαράντα ἡμέρες. Ἔτσι ὅταν ἔγινε ἡ φουρτούνα, σύμφωνα μέ τά προλεγόμενα τοῦ Ἀποστόλου, ἐκβράσθηκε ὁ Πρόχορος ἀπό τά κύματα τῆς θαλάσσης στήν Σελεύκεια, ὅπου συκοφαντήθηκε, ὅτι εἶναι μάγος καί ὅτι πῆρε χρήματα ἀπό τό καραβοτσακισμένο πλοῖο καί ἔχει καί τά ξοδεύει. Ἀπό τήν Σελεύκεια κατόπιν, σέ διάστημα σαράντα ἡμερῶν, πῆγε σέ ἕναν τόπο τῆς Ἀσίας, πού λέγεται Μαρμαρεώτης.
Ἐκεῖ πηγαίνοντας, βρίσκει τόν δάσκαλό του Ἰωάννη, τόν ὁποῖο εἶχε ξεράσει ἐκεῖ ἡ θάλασσα. Ἔτσι καί οἱ δύο δόξασαν καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό πού τούς λύτρωσε. Κατόπιν πηγαίνουν καί οἱ δύο στήν Ἔφεσο, ὅπου καί συναντοῦν μία γυναῖκα, Ρωμάνα ὀνόματι, ἡ ὁποία ἦταν ἀρραβωνιασμένη μέ ἕναν ἄρχοντα, πού λεγόταν Πριβάτος. Γυναίκα, λέω, περιβόητη στήν κακία καί γνωστή μέχρι καί σ’ αὐτήν τήν Ρώμη. Αὐτή λοιπόν, παίρνοντας τόν μέγα Ἰωάννη καί τόν Πρόχορο τόν μαθητή του, τούς ἀνάγκαζε νά δουλεύουν σέ ἕνα λουτρό δικό της.
Ἐπειδή ὅμως ὁ Ἰωάννης, ὄντας ἄπειρος σέ παρόμοιο διακόνημα, τύχαινε νά σφάλλη κάπως σέ κανένα ἔργο, αὐτή ἡ κάκιστη τούς συμπεριφερόταν μέ τόση μεγάλη ὠμότητα καί ἀπανθρωπία, σάν νά τούς εἶχε ἐξαγορασμένους δούλους. Ἔτσι καί ἀνάγκαζε νά ἔχη τόν μέν Ἰωάννη ὡς ὑπηρέτη, γιά νά καίη τό λουτρό· ἐνῷ τόν Πρόχορο ὑπηρέτη, γιά νά χύνη τό νερό σέ ὅσους λούζονται. Κατοικοῦσε ἀκόμη μέσα στό λουτρό ἐκεῖνο καί ἕνας δαίμονας ἄγριος, ὁ ὁποῖος τρεῖς φορές τόν χρόνο συνήθιζε νά πνίγη ἕναν νέο ἤ μία νέα. Πῆρε αὐτή τήν ἐξουσία καί ἄδεια ὁ Διάβολος νά κάνη τόν παρόμοιο φόνο, διότι, ὅταν θεμελιωνόταν τό λουτρό ἐκεῖνο, κατέπεισε ὁ μιαρός ἐκείνους πού τό ἔκτιζαν νά θάψουν ἕνα νέο καί μία νέα μέσα στά θεμέλια, μέ σκοπό νά ἀντιλαλῆ καί νά βγάζη μεγάλο ἦχο τό λουτρό. Ἀπό αὐτό τό γεγονός λοιπόν, παίρνοντας ἀφορμή ὁ ἀνθρωποκτόνος, ἔπνιγε ἐκεῖ συχνά τούς ἀνθρώπους.
Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες λοιπόν ἀπό τότε πού πῆγαν στό λουτρό ὁ Ἰωάννης καί ὁ Πρόχορος μπαίνοντας στό λουτρό, γιά νά λουσθῆ κάποιος Δόμνος, υἱός τοῦ Διοσκορίδη τοῦ κυρίου τῆς Ρωμάνας, πνίγηκε ἀπό τόν δαίμονα. Τότε ἡ μέν Ρωμάνα θρηνοῦσε ἀπαρηγόρητα γιά τόν θάνατο τοῦ Δόμνου, ὁ δέ πατέρας του Διοσκορίδης, ὅταν ἔμαθε ξαφνικά τόν θάνατό του ἀπό τήν ὑπερβολική του λύπη πέθανε. Παρακαλοῦσε λοιπόν ἡ Ρωμάνα τήν ψευδοθεά Ἄρτεμι νά ἀναστήση τόν Δόμνο καί καταξέσχιζε τίς σάρκες της. Ἀλλ’ ὅμως ἄδικα τά ἔκαμνε ὅλα αὐτά. Ὁ Ἰωάννης ρώτησε τόν Πρόχορο γιά ποιά αἰτία θρηνοῦσε ἡ Ρωμάνα. Βλέποντάς τους αὐτή νά συνομιλοῦν, συνέλαβε τόν Ἰωάννη καί τόν στενοχώρησε πάρα πολύ, συκοφαντῶντας τον, ὅτι εἶναι μάγος καί στό τέλος ἀπειλῶντας τον, ὅτι θά τόν θανατώση, ἐάν δέν προσπαθήση μέ κάθε τρόπο νά ἀναστήση τόν Δόμνο.
Ἔτσι ἀναγκάσθηκε ὁ Ἀπόστολος, προσευχήθηκε καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἀμέσως ἀνέστησε τόν Δόμνο. Αὐτό τό θαῦμα βλέποντας ἡ Ρωμάνα, ἔμεινε ἐκστατική καί ὠνόμαζε τόν Ἰωάννη θεό καί θεοῦ υἱό. Στήν συνέχεια ἐξωμολογήθηκε καθαρά τίς ἁμαρτίες της καί ἀφοῦ ζήτησε συγχώρησι γιά τίς ταλαιπωρίες, πού προξένησε στόν Ἀπόστολο καί στόν μαθητή του, πίστευσε στόν Χριστό καί βαπτίσθηκε. Ἀνέστησε μάλιστα ὁ Ἰωάννης μετά ἀπό τόν Δόμνο καί τόν πατέρα του Διοσκορίδη, τόν ὁποῖο καί βάπτισε. Παρόμοια βάπτισε καί τόν ἀναστημένο υἱό του καί ὅλους τούς ἄλλους πού ἐκεῖ συνέδραμαν. Ἔδιωξε ἀκόμη καί τόν πονηρό δαίμονα, πού κατοικοῦσε στό λουτρό.
Ὅταν δέ οἱ Ἐφέσιοι τελοῦσαν μεγάλη ἑορτή στήν ψευδοθεά Ἄρτεμι, ὁ Ἀπόστολος πῆγε στόν καιρό τῆς ἑορτῆς καί ἀνέβηκε ἐπάνω σέ ἐκεῖνο τόν τόπο, ὅπου στεκόταν τό εἴδωλο τῆς Ἀρτέμιδος. Οἱ δέ ὄχλοι βλέποντάς τον, θύμωσαν πολύ καί τόν λιθοβολοῦσαν. Ἀλλ’ οἱ λίθοι, τόν Ἅγιο δέν τόν κτύπησαν καθόλου, ἐνῷ κτυποῦσαν τό εἴδωλο, σέ σημεῖο πού τό συνέτριψαν σέ λεπτά κομμάτια. Οἱ ἀνόητοι ὅμως ἐκεῖνοι δέν θέλησαν νά ἔλθουν σέ συναίσθησι. Ἀλλά βλέποντας τόν Ἀπόστολο νά τούς ὁμιλῆ πάλι γιά τήν πίστι, πάλι τόν λιθοβολοῦσαν. Οἱ λίθοι ὅμως γυρίζοντας χτυποῦσαν τούς ἴδιους παραδόξως καί τούς καταπλήγωναν. Τότε ὁ θεῖος Ἀπόστολος ἔκανε στόν Θεό προσευχή, καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἀμέσως ἔγινε ἕνας σεισμός καί μεγάλος ἀναβρασμός τῆς γῆς, ἀπό τόν ὁποῖο χάθηκαν διακόσιοι ἄνθρωποι. Βλέποντας αὐτό οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, μόλις καί μετά βίας ξεμέθυσαν ἀπό τήν μέθη καί ἀπό τό σκότος τῆς πλάνης καί παρακαλοῦσαν θερμά τόν Ἀπόστολο νά ἐλεηθοῦν καί αὐτοί καί νά ἀναστηθοῦν αὐτοί πού πέθαναν. Τότε, ἀφοῦ προσευχήθηκε ὁ Ἀπόστολος, ἀμέσως ὅλοι ἀναστήθηκαν. Καί ἐπειδή πάλι ἔγινε ἀναβρασμός τῆς γῆς, πρόσπεσαν ὅλοι στόν Ἀπόστολο καί, ἀφοῦ πίστεψαν στόν Χριστό, βαπτίσθηκαν. Κατόπιν πηγαίνοντας ὁ θεῖος Ἀπόστολος σέ ἕναν τόπο, ὁ ὁποῖος ὠνομαζόταν Τύχη, θεράπευσε ἕναν παραλυτικό, ὁ ὁποῖος ἦταν κατάκοιτος δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια.
Ἐπειδή ὅμως πολλά καί ἄλλα θαυμάσια γίνονταν ἀπό τόν Ἀπόστολο καί ἡ φήμη του ἔτρεχε παντοῦ, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ βλέποντας αὐτά ὁ δαίμονας ἐκεῖνος, πού παρέμενε καί κατοικοῦσε στόν ναό τῆς Ἀρτέμιδος καί κατάλαβε ὅτι καί αὐτός θά ἐκδιωχθῆ ἀπό ἐκεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη, μεταμορφώθηκε σέ μορφή ταξεώτη, δηλαδή στρατιώτη, κρατῶντας στά χέρια του χαρτιά καί ἔκλαιγε σέ ἕνα μέρος, ἐπειδή δῆθεν ἔφυγαν ἀπό τά χέρια του δύο μάγοι δόκιμοι καί ἐξαίρετοι, πού παραδόθηκαν στήν ἐξουσία του γιά νά τούς φυλάη, καί μέ τήν φυγή τους αὐτή τόν ἔβαλαν σέ μεγάλο κίνδυνο. Ἔδειχνε ἀκόμη σέ ὅσους παρευρίσκονταν ἐκεῖ καί ἕνα σακκούλι φλουριά, τό ὁποῖο ὑποσχόταν νά δώση σέ ἐκείνους πού θά βροῦν τυχόν τούς μάγους καί θά τούς θανατώσουν.
Τότε ἀκούγοντας αὐτά, κινήθηκαν ὄχλοι πολλοί ἐναντίον τῆς οἰκίας τοῦ Διοσκορίδη, ἀπειλῶντας ὅτι θά κατακαύσουν αὐτήν μαζί μέ αὐτόν, ἄν δέν παραδώση στά χέρια του τούς μάγους. Ὁ δέ εὐλαβής καί εὐχάριστος Διοσκορίδης, περισσότερο προτιμοῦσε νά καῆ, παρά νά προδώση τούς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι φάνηκαν εὐεργέτες του. Ὁ δέ μέγας Ἰωάννης προγνωρίζοντας μέ τήν προορατική χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅτι, ἄν παραδοθῆ σ’ αὐτούς, πάλι θά θαυματουργήση καί ἀπό αὐτό θά ἐπιστρέψη πολλούς στήν εὐσέβεια, γι’ αὐτό τόν λόγο παρέδωσε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του μαζί μέ τόν Πρόχορο στούς ἄπιστους πού τόν καταζητοῦσαν.
Συρόμενοι λοιπόν ἀπό τούς ἄπιστους οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, ὅταν πῆγαν στόν ναό τῆς Ἀρτέμιδος, προσευχήθηκαν στόν Θεό νά γκρεμισθῆ μέν ὁ ναός, κανένας ὅμως ἀπό τούς ἀνθρώπους νά μή πάθη κακό. Καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἀμέσως ἔγινε αὐτό. Τότε ὁ μέγας Ἀπόστολος πρόσταξε τόν δαίμονα πού κατοικοῦσε ἐκεῖ μέ τά ἑξῆς λόγια· «Σ’ ἐσένα λέω τόν ἀκάθαρτο δαίμονα». Ὁ δέ δαίμονας ἀποκρίθηκε, ‘τί θέλεις’; Καί ὁ Ἀπόστολος· «Θέλω νά ὁμολογήσης φανερά, πόσα χρόνια ἔχεις πού κατοικεῖς ἐδῶ καί ἄν ἐσύ εἶσαι πού ξεσήκωσες τόσο λαό ἐναντίον μας». Ὁ δαίμονας βιαζόμενος, φώναζε· «Ἔχω διακόσια σαράντα ἐννέα χρόνια πού κατοικῶ σ’ αὐτόν τόν ναό. Καί ἐγώ εἶμαι πού ὅλους αὐτούς τούς ξεσήκωσα ἐναντίον σας». Τότε τοῦ λέει ὁ Ἰωάννης· «Σέ διατάσσω στό ὄνομα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου στό ἑξῆς νά μή κατοικήσης στόν τόπο αὐτόν». Καί ἀμέσως βγῆκε ὁ δαίμονας ἀπό τήν πόλι τῆς Ἐφέσου. Οἱ δέ Ἕλληνες βλέποντας αὐτά φοβήθηκαν καί τρόμαξαν οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς καί ἔτσι πίστεψαν στόν Κύριο.
Ἐπειδή λοιπόν καί ἄλλα πολλά θαύματα ἔκανε ὁ Ἰωάννης μέ ἀποτέλεσμα ἀμέτρητο πλῆθος Ἑλλήνων νά προσέλθουν στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ· καί κατόπιν, ἐπειδή ἡ φήμη τους ἔφθασε στά αὐτιά τοῦ τότε αὐτοκράτορα Δομετιανοῦ, πού βασίλευε κατά τό ἔτος 82· γι’ αὐτό ὁ Δομετιανός στέλνει καί φέρνει μπροστά του τόν μέγα Ἰωάννη μαζί μέ τόν Πρόχορο. Ρωτῶντας τους ὅμως καί βλέποντας τό θάρρος πού ἔδειξαν γιά τήν πίστι τους στόν Χριστό, τούς ἐξώρισε στό νησί τῆς Πάτμου. Ὁ Κύριος ὅμως νωρίτερα ἀπεκάλυψε μέ ὅραμα στόν Ἰωάννη τά σχετικά μέ τήν ὑπόθεσι αὐτή· ὅτι, δηλαδή, θά πάθη πολλούς πειρασμούς καί ὅτι θά ἐξορισθῆ σέ ἔνα νησί, τό ὁποῖο ἔχει μεγάλη ἀνάγκη τῆς παρουσίας του[3].
Πλέοντας λοιπόν στήν θάλασσα ὁ Ἀπόστολος μαζί μέ τούς προτικτόρους τοῦ αὐτοκράτορα, ἀνέστησε ἕναν στρατιώτη, πού πέθανε καθ’ ὁδόν, μετά ἀπό μεγάλη παράκλησι τῶν προτικτόρων (σ. προτίκτωρ ἤ προτήκτωρ· ἀξιωματοῦχος, μέλος τοῦ σώματος τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς). Ἀλλά καί τήν τρικυμία, πού συνέβη μετά ἀπό αὐτά στήν θάλασσα, σέ γαλήνη τήν μετέβαλε καί ἀκόμη θεράπευσε καί ἕναν ἀπό τούς προτίκτορες, πού ἔπασχε ἀπό δυσεντερία καί σέ λίγο κινδύνευε νά πεθάνη. Ὁπότε, βλέποντας ὅλα αὐτά οἱ προτίκτορες, πίστεψαν ὅλοι στόν Χριστό καί βαπτίσθηκαν.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔφθασε στήν Πάτμο, ἐλευθέρωσε τόν Ἀπολλωνίδη, υἱό τοῦ Μύρωνα, ἀπό τό πνεῦμα τοῦ πύθωνα πού κατοικοῦσε μέσα του, τό ὁποῖο καί τό ἐξώρισε μακριά ἀπό τό νησί. Τότε ἀπό τό θαῦμα αὐτό πίστεψαν στόν Χριστό καί βαπτίσθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν στήν οἰκία τοῦ Μύρωνα, ὅπως καί ὁ Ἀπολλωνίδης, πού ἐλευθερώθηκε καί ἡ θυγατέρα του, πού ὠνομαζόταν Χρυσίπη, μαζί μέ τούς ἀνθρώπους της. Στό τέλος βαπτίσθηκε καί αὐτός ὁ ἀνθύπατος, δηλαδή ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας τῆς Πάτμου.
Βρισκόταν λοιπόν στήν Πάτμο ἕνας μάγος, Κύνωπας ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε σέ ἔρημο μέρος πρίν ἀπό ἀρκετά χρόνια μαζί μέ τά ἀκάθαρτα δαιμόνια. Αὐτόν τόν μάγο ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦσαν στό νησί, τόν θεωροῦσαν ὡς θεό, λόγῳ τῶν φαντασιῶν καί τῶν ἐνεργειῶν τῶν δαιμόνων, πού γίνονταν ἀπό αὐτόν. Οἱ δέ ἱερεῖς τοῦ ψευδώνυμου θεοῦ Ἀπόλλωνα, μόλις εἶδαν τόν Ἰωάννη, πού δίδασκε μέ μεγάλο θάρρος τήν πίστι στόν Χριστό, πρόστρεξαν στόν Κύνωπα, παρακαλῶντας τον γονυκλινεῖς νά κινηθῆ ἐναντίον τοῦ Ἰωάννου, ἐπειδή αὐτός σχεδόν ἐρήμωσε τό ἱερό τοῦ Ἀπόλλωνα καί ἀπεμάκρυνε ὅλους ἀπό τό σέβας καί τήν λατρεία τῶν θεῶν.
Ὁ Κύνωπας, ὅταν τά ἄκουσε αὐτά, ὑπερηφανεύθηκε καί ἔκρινε ἀνάξιο τῆς ὑπολήψεώς του, τό νά πάη μόνος του στήν χώρα, ἀφενός μέν διότι γιά διάστημα πολλῶν ἐτῶν βρισκόταν στήν ἔρημο ἔγκλειστος, καί ἀφετέρου, διότι οἱ κάτοικοι τῆς χώρας τῆς Πάτμου περισσότερο αὐτοί πήγαιναν πρός αὐτόν καί ὄχι αὐτός πρός ἐκείνους. Ὁπότε ὑποσχέθηκε στούς ἱερεῖς, ὅτι αὐτός θά στείλη ἕναν ἄγγελο πονηρό στήν οἰκία τοῦ Μύρωνα, ὁ ὁποῖος πίστεψε, γιά νά παραλάβη τήν ψυχή τοῦ Ἰωάννου, πού βρισκόταν ἐκεῖ, καί νά τήν παραδώση σέ καταδίκη αἰώνια. Τήν ἄλλη μέρα λοιπόν ἀπέστειλε ὁ Κύνωπας ἕναν ἄρχοντα τῶν πονηρῶν δαιμόνων πρός τόν Ἰωάννη, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσί του. Ὁ δαίμονας πηγαίνοντας στήν οἰκία τοῦ Μύρωνα, σταμάτησε στό μέρος ἐκεῖνο, ὅπου ἦταν ὁ Ἰωάννης.
Μόλις τόν ἀναγνώρισε ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τοῦ λέει· «Σέ παραγγέλλω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μήν βγῆς ἀπό τόν τόπο ἀπό τόν ὁποῖο στέκεσαι, ἕως ὅτου νά μοῦ φανερώσης γιά ποιά αἰτία ἦλθες σέ μένα». Καί ἀμέσως μαζί μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου στάθηκε τό δαιμόνιο δεμένο καί ἀπήντησε τά ἑξῆς ἀναγκαζόμενο ἀπό τήν θεία δύναμι· «Οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἀπόλλωνα ἦλθαν στόν Κύνωπα καί τοῦ εἶπαν πολλά ἐναντίον σου. Καί τόν παρακάλεσαν νά ἔλθη ἐδῶ στήν χώρα καί νά σέ θανατώση. Ὁ Κύνωπας ὅμως δέν τό καταδέχθηκε, λέγοντας· ‘Ἐγώ ἔχω πολλά χρόνια πού δέν βγῆκα ἀπό αὐτόν τόν τόπο μου. Καί τώρα γιά ἕναν ἄνθρωπο ἀσήμαντο καί καταφρονημένο νά ἀφήσω τήν ἀγαπητή μου ἔρημο καί πολιτεία; Ἀλλά γυρίστε πίσω καί ἐγώ αὔριο θά στείλω ἕναν πονηρό ἄγγελο, γιά νά παραλάβη τήν ψυχή τοῦ Ἰωάννου καί νά μοῦ τήν φέρη, γιά νά τήν παραδώσω σέ κρίσι’».
Ὁ δέ Ἰωάννης εἶπε· «Στάλθηκες καμμία φορά ἀπό τόν Κύνωπα καί πῆρες ψυχή ἀνθρώπου καί τήν πῆγες σ’ αὐτόν»; Ἀποκρίθηκε ὁ δαίμονας· ‘Ἀποστάλθηκα καί θανάτωσα ἄνθρωπο, ἀλλά ψυχή ἀνθρώπου ποτέ δέν παρέδωσα σέ κόλασι’. Ὁ Ἰωάννης εἶπε· «Γιά ποιά αἰτία πείθεσθε στόν Κύνωπα»; Ὁ δαίμονας ἀπάντησε· «Ὅλη ἡ δύναμις τοῦ Σατανᾶ μέσα σ’ αὐτόν κατοικεῖ. Καί συμφωνίες ἔχει, αὐτός νά εἶναι πάντοτε μαζί μας καί ἐμεῖς νά εἴμαστε πάντοτε μαζί του. Καί ὁ μέν Κύνωπας ἀκούει ἐμᾶς τούς δαίμονες, ἐνῷ ἐμεῖς οἱ δαίμονες ἀκοῦμε τόν Κύνωπα». Τότε λέγει ὁ Ἰωάννης· «Ἄκουσε, πνεῦμα πονηρό, σέ προστάζει Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἄλλη φορά νά μήν ἐνοχλήσης ἄνθρωπο, οὔτε νά γυρίσης στόν τόπο σου, ἀλλά νά φύγης ἔξω ἀπό τό νησί αὐτό καί νά περιπλανιέσαι ἐδῶ καί ἐκεῖ». Καί ἀμέσως τό πνεῦμα ἔφυγε ἔξω ἀπό τό νησί.
Βλέποντας ὅμως ὁ Κύνωπας, ὅτι δέν ἐπέστρεψε σ’ αὐτόν τό πρῶτο δαιμόνιο, ἀπέστειλε καί δεύτερο. Ἀλλ’ ἐπειδή καί αὐτό ἔπαθε τά ἴδια, ἀπέστειλε ἀκόμη καί ἄλλα δύο δαιμόνια ἀπό τά ἀρχοντικά, ὥστε, τό μέν ἕνα νά μπῆ στόν Ἰωάννη, ἐνῷ τό ἄλλο νά σταθῆ ἔξω καί νά δῆ τά γενόμενα καί κατόπιν νά ἐπιστρέψη καί νά τά φανερώση στόν Κύνωπα. Ἐπειδή λοιπόν πῆγε τό ἕνα δαιμόνιο καί ἐκδιώχθηκε ἀπό τό νησί, ὅπως ἐκδιώχθηκαν καί τά δύο προηγούμενα, γι’ αὐτό ἐκεῖνο τό δαιμόνιο, πού στεκόταν ἔξω, ἐπέστρεψε καί φανέρωσε στόν Κύνωπα τά γενόμενα. Τότε ὠργίσθηκε πολύ μέ αὐτά ὁ Κύνωπας καί πῆρε μαζί του ὅλα τά πλήθη τῶν δαιμόνων καί πῆγε στήν χώρα. Ἔκανε θόρυβο ὅμως καί ταράχθηκε ὅλη ἡ χώρα, μόλις εἶδε τόν Κύνωπα, καί ὅλοι τόν προσκυνοῦσαν. Μόλις συνάντησε ὅμως ὁ Κύνωπας τόν Ἰωάννη ἐκείνη τήν ὥρα πού δίδασκε τόν λαό, θύμωσε πάρα πολύ καί εἶπε στόν λαό· «Ἄνδρες ἀνόητοι καί τυφλοί, ἀκοῦστε. Ἄν εἶναι δίκαιος ὁ Ἰωάννης καί τά ὅσα λέγει εἶναι ἀληθινά, θά θεραπεύση καί ἐσᾶς καί ἐμένα. Διότι ἐάν μπορέση νά κάνη ἐκεῖνο, πού θά τοῦ πῶ, τότε καί ἐγώ θά πιστέψω σέ ὅλα ὅσα λέει».
Ἀφοῦ ἔπιασε λοιπόν ὁ Κύνωπας ἕνα νέο παλικάρι, πού ἦταν ἐκεῖ, τοῦ λέει· «Παλικάρι, ζεῖ ὁ πατέρας σου»; Ὁ νέος ἀποκρίθηκε· «Καραβοτσακίσθηκε στήν θάλασσα καί πνίγηκε στόν βυθό τῆς θάλασσας». Τότε λέει ὁ Κύνωπας πρός τόν Ἰωάννη· «Νά, δεῖξε μέ τό ἔργο, ἄν εἶναι ἀληθινά τά λόγιά σου καί ἀφοῦ ἀνεβάσης ἀπό τό βάθος τῆς θάλασσας τόν πατέρα τοῦ νέου αὐτοῦ, παρουσίασέ τον μπροστά σέ ὅλους μας ζωντανό καί ὑγιῆ». Ὁ Ἰωάννης ἀποκρίθηκε· «Δέν μέ ἀπέστειλε ὁ Χριστός, γιά νά ἀνασταίνω νεκρούς, ἀλλά γιά νά διδάσκω τούς πλανεμένους ἀνθρώπους». Ὁ Κύνωπας τότε εἶπε σέ ὅλο τόν λαό· «Τουλάχιστον τώρα πιστέψτε, ὅτι αὐτός εἶναι πλάνος καί σᾶς πλανᾶ μέ μαγικές τέχνες. Γι’ αὐτό κρατῆστε τον, μέχρι νά φέρω ἐγώ ἀπό τήν θάλασσα τόν πατέρα τοῦ νέου καί νά τόν παρουσιάσω ζωντανό».
Ἀφοῦ κράτησαν τόν Ἰωάννη, ἅπλωσε ὁ Κύνωπας τά χέρια του καί κτυπῶντας τα ἔκανε καί ἔγινε στόν γιαλό κρότος μεγάλος, πού ὅλοι φοβήθηκαν. Τότε ὁ Κύνωπας ἐξαφανίσθηκε ἀπό τά μάτια ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καί ἀμέσως ὕψωσαν ὅλοι τήν φωνή τους καί εἶπαν· «Μέγας εἶσαι, Κύνωπα, καί ἐκτός ἀπό ἐσένα δέν ὑπάρχει ἄλλος». Ξαφνικά λοιπόν ἀνέβηκε ὁ Κύνωπας ἀπό τήν θάλασσα, ἔχοντας ἕναν δαίμονα μαζί του, ὁ ὁποῖος, κατά φαντασίαν, σχημάτιζε τό πρόσωπο τοῦ πνιγμένου πατέρα τοῦ νέου καί ὅλοι θαύμασαν. Κατόπιν λέγει στόν νέο· «Αὐτός εἶναι ὁ πατέρας σου;». Ὁ νέος ἀπάντησε· «Ναί κύριε». Καί ἔτσι προσκύνησαν ὅλοι τόν Κύνωπα καί ζητοῦσαν νά θανατώσουν τόν Ἰωάννη. Ὁ Κύνωπας δέν ἐπέτρεψε νά τόν θανατώσουν, λέγοντας. «Ὅταν δῆτε μεγαλύτερα θαύματα ἀπό αὐτά, τότε θά τιμωρηθῆ, ὅπως τοῦ πρέπει».
Προσκαλῶντας πάλι ἄλλον ἄνθρωπο, τοῦ εἶπε· «Εἶχες υἱό;». Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε· «Ναί κύριε, εἶχα, καί κάποιος πού τόν φθόνησε, τόν θανάτωσε». Εἶπε ὁ Κύνωπας· «Θά ἀναστηθῆ ὁ υἱός σου». Καί ἀμέσως φώναξε καί κάλεσε μέ τό ὄνομά του καί τόν φονεύσαντα καί τόν φονευθέντα. Τότε καί οἱ δύο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά του. Καί εἶπε ὁ Κύνωπας στόν ἄνθρωπο· «Αὐτός εἶναι ὁ υἱός σου; καί αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού τόν φόνευσε»; Ὁ ἄνθρωπος ἀποκρίθηκε, «ναί κύριε». Τότε ὁ Κύνωπας καυχώμενος λέγει πρός τόν Ἰωάννη: «Τί θαυμάζεις, ὦ Ἰωάννη»; Ὁ Ἀπόστολος ἀποκρίθηκε· «Ἐγώ σ’ αὐτά δέν θαυμάζω». Τότε λέγει ὁ Κύνωπας, «ὅταν θά δῆς μεγαλύτερα σημεῖα ἀπό αὐτά, τότε θά θαυμάσης». Ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Τά σημεῖα σου γρήγορα θά διαλυθοῦν». Μόλις ἄκουσε αὐτόν τόν λόγο ὁ ὄχλος, κατασπάραξε ἀμέσως τόν Ἰωάννη καί λίγο ἔλειψε νά τόν κάνη νεκρό. Νομίζοντας ὅμως ὁ Κύνωπας, ὅτι πέθανε ὁ Ἰωάννης, εἶπε πρός τόν λαό· «Ἀφῆστε τον ἄταφο, γιά νά τόν φᾶνε τά ὄρνεα». Ὅταν πληροφορήθηκαν λοιπόν ὅλοι, ὅτι πέθανε ὁ Ἰωάννης, ἀνεχώρησαν ἀπό ἐκεῖ μαζί μέ τόν Κύνωπα χαρούμενοι καί ἐπαινῶντας τον.
Μετά ἀπό αὐτά ὅμως, ὅταν ἄκουσε ὁ Κύνωπας, ὅτι ὁ Ἰωάννης ζεῖ καί διδάσκει τόν λαό σέ ἕναν τόπο πού λέγεται Λίθου βολή, προσκάλεσε τόν δαίμονα ἐκεῖνον, μέ τόν ὁποῖο ἔκαμνε τίς νεκρομαντεῖες, καί ἀφοῦ πῆγε στόν Ἰωάννη τοῦ εἶπε· «Ἐγώ ἐπειδή ἤθελα νά σέ ντροπιάσω περισσότερο καί νά σέ καταδικάσω αὐστηρότερα, γι’ αὐτό μέχρι τώρα σέ ἄφησα νά ζῆς. Ἀλλά ἔλα νά πᾶμε στήν παραλία καί ἐκεῖ θά δῆς τήν δύναμί μου καί θά ντραπῆς». Τόν ἀκολουθοῦσαν βέβαια καί οἱ τρεῖς δαίμονες ἐκεῖνοι, πού νομίσθηκαν ὅτι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς. Ἀφοῦ λοιπόν χτύπησε τά χέρια του καί ἔκανε θόρυβο μεγάλο, ἐξαφανίσθηκε ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων, βουτῶντας ξαφνικά στήν θάλασσα, ἐνῷ οἱ ὄχλοι πάλι φώναζαν, «μεγάλος εἶσαι Κύνωπα καί ἄλλος δέν εἶναι σάν καί ἐσένα». Ὁ Ἰωάννης ὅμως πρόσταξε τούς δαίμονες, πού στέκονταν μαζί μέ τόν Κύνωπα μέ μορφή ἀνθρώπων νά μή μετακινηθοῦν ἀπό τόν τόπο τους. Καί ἀμέσως προσευχήθηκε στόν Θεό, ἄλλη φορά νά μήν ἐμφανισθῆ ζωντανός ὁ Κύνωπας. Καί λοιπόν μόλις βούτηξε ὁ Κύνωπας, ἦχος μεγάλος ἔγινε στήν θάλασσα. Τό νερό τῆς θάλασσας ἐπέστρεψε στόν τόπο πού ὁ Κύνωπας βούτηξε καί πλέον δέν μπόρεσε ὁ ἄθλιος νά βγῆ ἀπό τήν θάλασσα, ἐνῷ οἱ δαίμονες πού ἦταν μέ τήν μορφή τῶν ἀναστηθέντων ἀνθρώπων, διώχθηκαν ἀπό τόν Ἰωάννη, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μακριά ἀπό τήν Πάτμο καί ἐξαφανίσθηκαν.
Ὁ λαός ὅμως παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες περιμένοντας νά βγῆ ὁ Κύνωπας ἀπό τήν θάλασσα. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀπό τήν ἀσιτία καί ἀπό τίς φωνές πού ἔκαμναν καί ἀπό τήν ζέστη τοῦ ἡλίου, κείτονταν στήν γῆ ἄφωνοι οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς, σέ σημεῖο πού πέθαναν καί τρία παιδιά. Τότε ὁ μέγας Ἰωάννης σπλαγχνίσθηκε ὅλους αὐτούς καί τά μέν πεθαμένα παιδιά ἀνέστησε, ἐνῷ τούς παραλυμένους ἀνθρώπους, δυνάμωσε. Καί ἀφοῦ τούς εἶπε πολλά γιά τήν πίστι, τούς κατέπεισε ὅλους νά πιστέψουν στόν Χριστό καί νά βαπτισθοῦν, ἀφοῦ δηλαδή ὁ ἄθλιος Κύνωπας καταποντίσθηκε στήν θάλασσα, ὅπως παλαιά ὁ Φαραώ.
Μία γυναῖκα, πού λεγόταν Προκλιανή, συνέλαβε ἔρωτα πονηρό μέ τόν υἱό της, ὀνόματι Σωσίπατρο (ἀλλοίμονο! Μέχρι ποῦ φθάνει ἡ κακία τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτα!), καί ἐπειδή δέν πέτυχε τήν ἀσελγέστατη ἐπιθυμία της, κατηγόρησε τόν υἱό της στόν ἄρχοντα τῆς νήσου[4] ὅτι τήν βίασε. Καί ὅταν ὁ Σωσίπατρος ἐπρόκειτο νά τιμωρηθῆ ἄδικα ἀπό τόν ἄρχοντα, τόν βοήθησε ὁ Ἰωάννης ὡς ἀναίτιο. Τότε ξηράθηκαν ἀμέσως τά δεξιά χέρια τόσο τοῦ ἄρχοντα, ὅσο καί τῆς ἀσελγέστατης Προκλιανῆς, ἀφοῦ προηγουμένως, σείσθηκε ἡ γῆ μέ ἕνα μεγάλο ἦχο καί βρυγμό. Παθαίνοντας λοιπόν αὐτή τήν θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν καί οἱ δύο στόν Χριστό καί βαπτίσθηκαν. Καί ἔτσι τά χέρια τους θεραπεύθηκαν καί ἡ γῆ σταμάτησε νά σείεται.
Τόν καιρό πού βρισκόταν ὁ μεγάλος Ἰωάννης στήν Πάτμο, τοῦ στέλνει ἐπιστολή ἀπό τήν Ἀθήνα ὁ μακάριος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ἦταν τότε ἐνενήντα ἐτῶν γέροντας, στήν ὁποία ἐγκωμιάζει αὐτόν τόν μέγα Ἀπόστολο, λέγοντας· «Ἐσένα, τήν ἱερή ψυχή, προσφωνῶ ὡς ἀγαπημένη. Καί αὐτό εἶναι γιά μένα τό ἰδιαίτερο γνώρισμά σου ἀπό πολλούς ἄλλους. Χαῖρε ἀληθινά, ἀγαπημένε, πολύ ἀγαπημένε στόν ὄντως ἐραστό καί ἐφετό καί πολύ ἀγαπητό. Ποιό εἶναι τό παράξενο, ὅταν βγαίνουν ἀληθινά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἄδικοι διώχνουν ἀπό τίς πόλες τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἴδιοι δίνοντας στόν ἑαυτό τους αὐτό πού τούς ἀξίζει καί ξεχωρίζουν καί ἀπομα-κρύνονται ἀπό τούς ἁγίους οἱ ἔνοχοι;» Προσθέτοντας δέ καί ἄλλα πολλά ἐγκώμια καί ὀνομάζοντας ἥλιο τοῦ Εὐαγγελίου τόν μέγα Θεολόγο, προφητεύει στό τέλος τῆς ἐπιστολῆς, ὅτι θά λυτρωθῆ ἀπό τήν ἐξορία καί θά γυρίση πάλι στόν τόπο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ὅτι ἐκεῖ θά προσφέρη πολλά ἀγαθά. Λέει κατά λέξι· «Πιστεύω αὐτά πού σοῦ λέω γιά τό μέλλον σου καί τά λέω, ἐπειδή τά ἔμαθα ἀπό τόν Θεό, ὅτι, δηλαδή θά ἐλευθερωθῆς ἀπό τήν φυλακή τῆς Πάτμου καί θά ἐπιστρέψης στήν γῆ τῆς Ἀσίας καί θά δράσης ἐκεῖ μέ ἔργα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καί θά τά παραδώσης σέ ὅσους θά σέ διαδεχθοῦν».
Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν πρόρρησι αὐτή τοῦ θείου Διονυσίου, ὅταν ὁ βασιλιάς Τραϊανός βασίλευσε ὕστερα ἀπό τόν Νερούα κατά τό ἔτος 98, στάλθηκαν γράμματα βασιλικά στήν Πάτμο, τά ὁποῖα ἀνακαλοῦσαν τόν μέγα Ἰωάννη ἀπό τήν ἐξορία. Τότε ὁ μέν Ἰωάννης ἤθελε νά ἀναχωρήση ἀπό τήν Πάτμο καί νά πάη στήν Ἔφεσο, ἐνῷ οἱ Χριστιανοί τῆς Πάτμου θρηνοῦσαν καί ὠδύρονταν γιά τόν ἀποχωρισμό του. Καί ποιόν τρόπο δέν χρησιμοποιοῦσαν γιά νά μή στερηθοῦν τέτοιον καλό ποιμένα; Ἐπειδή ὅμως δέν μποροῦσαν νά τόν ἐμποδίσουν, γι’ αὐτό θέτουν ἕνα ζήτημα δεύτερο πρός τόν μέγα Ἀπόστολο· δηλαδή, τό νά ἀφήση σ’ αὐτούς ἀντί τοῦ ἑαυτοῦ του, τούς δικούς του λόγους καί τό νά γραφῆ σέ βιβλίο τό μυστήριο ὅλης τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ πού ἔγινε γιά μᾶς.
Ὁ μέγας Ἰωάννης, ἀφενός μέν ὑπακούοντας στό δίκαιο αἴτημά τους, ἀφετέρου βέβαια κινούμενος καί ἀπό τήν θεία Πρόνοια, πρῶτα μέν νηστεύει τρεῖς ἡμέρες, ἔχοντας καί τούς ἄλλους Χριστιανούς νηστεύοντας καί συμβοηθῶντας τον μέ τήν προσευχή· Δεύτερον, ἀνεβαίνει στό ἐκεῖ βουνό μαζί μέ τόν μαθητή του Πρόχορο καί ὅλον τόν νοῦ τοῦ ἀνεβάζει πρός τόν Θεό. Καί, ὤ τοῦ θαύματος!, ἀμέσως γίνονται βροντές καί ἀστραπές φοβερές καί σείεται ὅλο τό βουνό, σέ σημεῖο πού ὁ μαθητής του Πρόχορος ἔπεσε ἀπό τόν φόβο του μέ τό πρόσωπο στήν γῆ καί ἔγινε σάν νεκρός.
Ὁ Ἰωάννης ὅμως δέν φοβεῖται, ἀλλά στέκεται ἀμετακίνητος, διότι ἡ τέλεια ἀγάπη, πού εἶχε στόν Θεό, ἔδιωχνε τόν φόβο ἔξω ἀπό τήν καρδιά του, καθώς πάλι αὐτός ὁ ἴδιος εἶπε· «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (A΄ Ἰω. 4,18). Γι’ αὐτό καί ἀκούει μία βροντερή φωνή, ἡ ὁποία ἔλεγε τά ἑξῆς· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καί ὁ λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ λόγος» (Ἰω. 1,1). Ἀφοῦ ἄκουσε πάλι αὐτήν τήν φωνή ὁ Ἰωάννης τήν φανερώνει στόν μαθητή του Πρόχορο, ἀφοῦ προηγουμένως τόν σήκωσε ἀπό τό χέρι του καί ἔδιωξε ἀπό αὐτόν λίγο τόν φόβο. Ἀφοῦ τέλειωσε ὅλο τό θεῖο Εὐαγγέλιο καί τό ἔγραψε μέ τό χέρι τοῦ Πρόχορου, τό παρέδωσε στούς Χριστιανούς, πού τό ζήτησαν, ὅπως καί ὁ Μωυσῆς παρέδωσε τίς θεοχάρακτες πλάκες στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ. Ἀπό ἐκεῖ κατόπιν διαδόθηκε σέ ὅλα τά πέρατα τοῦ κόσμου[5].
Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπό τό νησί τῆς Πάτμου ὁ μέγας Ἀπόστολος, πῆγε σέ κάποιον τόπο, πού λεγόταν Ἀγροικία. Καί ἐκεῖ ἀφοῦ θεράπευσε ἕναν τυφλό, πορεύθηκε σέ μία γειτονική πόλι, ὅπου βρίσκοντας ἕναν νέο εὐγενῆ στήν ψυχή καί στήν ὄψι ὡραῖο, τόν πρόσφερε στόν Χριστό. Κατόπιν, ἀφοῦ τόν παρεκίνησε στήν ἐργασία τῆς ἀρετῆς καί τόν παρέδωσε στόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, ὡς μάρτυρα μπροστά στόν Χριστό, γιά νά τόν φροντίζη, ἀνεχώρησε στήν Ἔφεσο[6]. Ἀφοῦ λοιπόν τά ἐκεῖ ἐκκλησιαστικά πράγματα τά διευθέτησε καλά καί τακτοποίησε μέ τήν διδασκαλία του ὅλο τό ἐκεῖ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καί ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τίς ἄλλες πλησιόχωρες πόλεις καί χειροτόνησε σ’ αὐτούς Ἐπισκόπους, τότε πάλι ἐπέστρεψε στήν πόλι, πού παραπάνω εἴπαμε.
Ἀναζητῶντας ὅμως τόν νέο ἐκεῖνο, τόν ὁποῖο παρέδωσε στόν Ἐπίσκοπο καί μαθαίνοντας ὅτι ἔγινε ἀρχηγός τῶν κλεπτῶν, ἐπειδή καταστράφηκε ἀπό τά ξεφαντώματα καί τίς κακές συναναστροφές τῶν συνομηλίκων του νέων – διότι εἶναι εὔκολη καί καταφορική ἡ ὁδός τῆς κακίας, αὐτό, λέω, μαθαίνοντας ὁ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου, πολύ λυπήθηκε. Τότε ἀνεβαίνοντας ἐπάνω σέ ἄλογο καί πηγαίνοντας μόνος του στόν τόπο τῶν κλεφτῶν, παραδόθηκε σ’ αὐτούς θεληματικά καί μέ τήν βοήθειά τους ὡδηγήθηκε καί βρῆκε τόν νέο. Ὅταν τόν συνάντησε ζήτησε νά φύγη (διότι ἐννόησε ὅτι εἶναι ὁ εὐεργέτης του Ἰωάννης), τόν εἵλκυσε ὅμως ὁ Ἀπόστολος στόν ἑαυτό του μέ τούς γλυκούς καί ἑλκυστικούς λόγους. Ὁπότε παίρνοντάς τον ἐπέστρεψε στήν πόλι. Καί τόσο τόν ἔκανε νά προοδεύση στήν ἀρετή μέ τίς μελιστάλακτες συμβουλές καί ἱερές νουθεσίες του, ὥστε ἔγινε παράδειγμα τῆς ἀρετῆς καί μετανοίας καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἐκεῖνον τόν καιρό πίστεψε ὁλόψυχα στόν Χριστό ἕνας Ἑβραῖος. Αἰτία τῆς πίστεώς του ἦταν ἡ ἑξῆς· Εἶδε ἕναν Χριστιανό πού γιά τά πολλά χρέη πού εἶχε καί γιά τήν ἔσχατη πτωχεία του ἀγόρασε δύο φορές φαρμάκι θανατηφόρο καί ἤπιε, γιά νά θανατωθῆ. Ἔκανε ὅμως τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ὅταν τό ἤπιε, καί γι’ αὐτό μέ τήν δύναμι τοῦ Σταυροῦ δέν ἔπαθε καμμία βλάβη. Αὐτός λοιπόν ὁ Ἑβραῖος πρόστρεξε στόν μέγα Ἰωάννη. Ὁ Ἀπόστολος τόν δέχθηκε καί μέ χαρά τόν βάπτισε. Ἀλλά καί τόν πτωχό ἐκεῖνο Χριστιανό, πού ἔγινε αἰτία, γιά νά πιστέψη ὁ Ἑβραῖος, τόν παρηγόρησε ὁ μαθητής τοῦ ἐλεήμονος Χριστοῦ τόσο μέ τά παρηγορητικά του λόγια, ὅσο καί μέ ἀρκετό χρυσό, τό ὁποῖο ἦταν προηγουμένως χόρτο καί ἀπό χόρτο θαυματουργικά τό μετέβαλε σέ χρυσό ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ἐπιστρέφοντας πάλι στήν Ἔφεσο ὁ ἐπιστήθιος τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ πέρασε τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Ὅταν βγῆκε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στό κήρυγμα ἦταν πενήντα ἕξι ἐτῶν. Πέρασε ἐννέα χρόνια κηρύττοντας, ἕως ὅτου ἐξωρίσθηκε. Στήν ἐξορία στό νησί τῆς Πάτμου πέρασε χρόνια δεκαπέντε. Μετά δέ τήν ἐξορία ἔζησε εἴκοσι ἕξι χρόνια· ὥστε ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς του ἦταν ἑκατόν πέντε καί ἑπτά μῆνες.
Μέ τέτοιο λοιπόν τρόπο ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου καί ἀγωνίσθηκε γιά τήν εὐσέβεια μέχρι καί νά δώση τό αἷμα του καί ἀφοῦ ἔκανε πάρα πολλά θαύματα καί ἀμέτρητα πλήθη ἀπίστων ἀπό διάφορα ἔθνη τά ἔφερε στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, στό τέλος ζῶντας στήν οἰκία τοῦ Δόμνου, τόν ὁποῖο ἀνέστησε μέ τούς ἑπτά μαθητές του, βγῆκε μαζί μέ αὐτούς ἔξω ἀπό τήν οἰκία. Καί φθάνοντας σέ ἕναν τόπο, στούς μαθητές του παρήγγειλε νά καθίσουν ἐκεῖ, ἐνῷ ὁ ἴδιος, προχωρῶντας «ἕως λίθου βολήν», προσευχήθηκε. Ἦταν ὁ καιρός πρός τόν ὄρθρο. Ἔπειτα ἐπιστρέφοντας διατάζει τούς μαθητές του νά σκάψουν τήν γῆ σέ σχῆμα σταυροῦ τόσο, ὅσο ἦταν τό μέγεθος τοῦ σώματός του. Τότε, ἀφοῦ ξάπλωσε σ’ ἐκεῖνον τόν σκαμμένο τόπο, ἀποχαιρέτισε τούς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι θρηνοῦσαν πολύ καί τούς εἶπε· «Τραβῆξτε τό χῶμα τῆς γῆς, τῆς δικῆς μου μητέρας καί μέ αὐτό σκεπάστε με». Ἐκεῖνοι ἀφοῦ τόν ἀσπάσθηκαν καί τόν ἀποχαιρέτισαν σκέπασαν τό σῶμα του μέχρι τά γόνατα. Ἔπειτα πάλι, ἀφοῦ τόν ἀσπάσθηκαν τόν σκέπασαν μέχρι τόν τράχηλο. Καί πάλι, γιά τρίτη φορά ἀφοῦ τόν ἀσπάσθηκαν, τοποθέτησαν ἐπάνω στό πρόσωπό του ἕνα μανδήλι. Καί ἔτσι κλαίγοντας πικρά, σκέπασαν ὅλο τό σῶμα του. Τότε καί ὁ ἥλιος ἀνέτειλε καί αὐτός παρέδωσε τό πνεῦμα του[7].
Ἀφοῦ θρήνησαν οἱ μαθητές τόν ἀπορφανισμό τοῦ δασκάλου τους, ἐπέστρεψαν στήν πόλι διηγούμενοι τά περί τοῦ Ἀποστόλου. Οἱ δέ ἀδελφοί, ἀφοῦ ἄκουσαν, πῆγαν στόν τάφο καί, ὅταν ἔσκαψαν, δέν βρῆκαν τίποτε. Τότε ἐπέστρεψαν κλαίγοντας θερμά γιά τήν στέρησι τέτοιου ποιμένα. Ὁ δέ Πρόχορος πῆγε στά Ἱεροσόλυμα γιά νά τελειώση ἐκεῖ τήν ζωή του, ὅπως διατάχθηκε ἀπό τόν δάσκαλό του Ἰωάννη. Καί αὐτά βέβαια ὄντως ἔγιναν. Τό ὅτι βέβαια πέθανε ὁ Ἰωάννης, μποροῦμε νά τό μάθουμε ἀπό πολλές μαρτυρίες. Διότι ὁ Πολυκράτης, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἐφέσου, γράφοντας πρός τόν Βίκτωρα Ρώμης λέει κατά λέξι τά ἑξῆς· «Κατά τήν Ἀσία (τήν μικρά δηλαδή) μεγάλος ἄνθρωπος κοιμήθηκε, ὁ ὁποῖος καί θά ἀναστηθῆ στήν ἔσχατη ἡμέρα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὁ Ἰωάννης, ἐννοῶ ὁ ἐπιστήθιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος φοροῦσε στό μέτωπο, ὡς Ἀρχιερέας, καί τό πέταλο τοῦ παλαιοῦ νομικοῦ ἀρχιερέως (ἐπάνω στό ὁποῖο ἦταν γραμμένο τό τετραγράμματο ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τό λεγόμενο Ἰεχωβᾶ, πού σημαίνει, Κύριος, κατά τούς Ἑβδομήκοντα) καί ὁ ὁποῖος ἔγινε δάσκαλος στήν Ἔφεσο».
Ὁ Ἰππόλυτος πάλι ὁ ἱερός Πάπας τῆς Ρώμης, διηγούμενος γιά τό κήρυγμα καί γιά τήν τελείωσι τῶν Ἀποστόλων, λέει καί γι’ αὐτόν τόν θεῖο Ἀπόστολο· «Ὁ Ἰωάννης ὁ ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου (τοῦ μεγάλου, δηλαδή, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα Ἀποστόλους) κηρύττοντας στήν μικρά Ἀσία τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ἐξωρίσθηκε στήν νῆσο Πάτμο. Καί ἀπό ἐκεῖ πάλι ἀνακαλεῖται ἀπό τόν αὐτοκράτορα Νέρωνα, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τό ἔτος 96 καί ἔρχεται στήν Ἔφεσο καί ἐκεῖ πεθαίνει. Τό λείψανο αὐτοῦ ζητήθηκε ἀπό τούς κατοίκους τῆς Ἐφέσου καί δέν βρέθηκε». Ἀλλά καί ὁ Καισάριος ὁ ἀδελφός τοῦ μεγάλου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅταν ρωτήθηκε γι’ αὐτό ἀπό τόν Σήκρετο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπάντησε τά ἑξῆς· «Ὁ μέγας αὐτός Ἰωάννης στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του γράφει τά ἑξῆς· “Καί αὐτό ἀφοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, λέει σ’ αὐτόν· “Ἀκολούθησέ με”. Γυρίζοντας τότε ὁ Πέτρος βλέπει νά ἀκολουθῆ καί ὁ μαθητής πού ὁ Ἰησοῦς τόν ἀγαποῦσε, ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει στό στῆθος του καί εἶχε πεῖ: «Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός πού θά σέ παραδώση;» Ὅταν λοιπόν τόν εἶδε ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: «Κύριε, καί σ' αὐτόν τί θά γίνη;» Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Κι ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔχει νά κάνει αὐτό μ' ἐσένα; Ἐσύ ἀκολούθησέ με». Διαδόθηκε, λοιπόν, αὐτός ὁ λόγος στούς ἀδελφούς, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέν θά πεθάνη. Ἐνῷ ὁ Ἰησοῦς δέν τοῦ εἶπε πώς δέ θά πεθάνη, ἀλλά «κι ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός, ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔχει νά κάνη αὐτό μ' ἐσένα;» (Ἰω. 21,20-23).
Αὐτό τό ρητό, λέω, παίρνοντάς το μερικοί ὡς πρόφασι, εἶπαν, ὅτι τό, «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός, ὥσπου νά ξανάρθω», λέχθηκε ἀπό τόν Κύριο γιά τήν Δευτέρα του Παρουσία. Γι’ αὐτό καί νομίζουν, ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀκόμη δέν πέθανε, ἀλλά μετατέθηκε ζωντανός, ὅπως ὁ Ἐνώχ καί Ἠλίας. Δέν ἔχει ὅμως ἔτσι ἡ ἀλήθεια. Διότι δέν εἶπε ὁ Χριστός τό, «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός» μέ ὑπονοούμενα, ὅτι τάχα θά ζῆ ὁ Ἰωάννης. Ἀλλά τό εἶπε ἁπλᾶ καί αἰσθητά καί κατάλληλα γιά τήν τότε ἐργασία τῶν μαθητῶν.
Ὅταν δηλαδή τούς βρῆκε ὁ Κύριος νά ψαρεύουν στήν Τιβεριάδα, ἀφοῦ συνέφαγε καί διαλέχθηκε μέ ὅλους τούς Ἀποστόλους, πού παραβρέθηκαν ἐκεῖ, τότε ὁ Πέτρος θέλοντας νά ἔχη συνακόλουθο καί τόν Ἰωάννη, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης πού τοῦ εἶχε, γι’ αὐτό εἶπε πρός τόν διδάσκαλο Χριστό· «Οὗτος δέ τί;» Φανέρωσε ὅμως ὁ Κύριος τήν αἰτία, γιά τήν ὁποία δέν ἤθελε νά συνακολουθήση καί ὁ Ἰωάννης, ἀπολογούμενος καί λέγοντας· «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός ὥσπου νά ξανάρθω τί ἔχει νά κάνει αὐτό μ' ἐσένα;» Δηλαδή, «ἄν θέλω νά μένη στό ψάρεμμα ὁ Ἰωάννης καί νά ψαρεύη ἕως ὅτου ἐγώ ἐπιστρέψω ἐδῶ, τί σέ ἀφορᾶ ἐσένα;». Ἐπειδή λοιπόν ὁ Χριστός σέ κανένα ἄλλο μέρος δέν φανέρωσε ὅτι δέν θά πεθάνη ὁ Ἰωάννης, γι’ αὐτό εἶναι φανερό, ὅτι καί αὐτός παρόμοια μέ τούς ἄλλους Ἀποστόλους πέθανε. Μαρτυρεῖ ἀκόμη τόν θάνατό του καί ὁ τάφος του, ἀπό τόν ὁποῖο βγαίνει καί σκόνι λεπτή γιά τήν θεραπεία πολλῶν ἀσθενειῶν». Καί ὁ μέν Καισάριος αὐτά ἀπάντησε σ’ ἐκείνους πού τόν ρώτησαν.
Ὁ δέ ὡς πρός τήν γλῶσσα χρυσός Ἰωάννης σέ πολλά μέρη τῶν γλυκυτάτων λόγων του ἀποδεικνύει, ὅτι πέθανε ὁ Ἰωάννης. Πρῶτα λοιπόν ἑρμηνεύοντας αὐτό πού λέχθηκε στό Εὐαγγέλιο γι’ αὐτόν, λέει, ὅτι τό μέν νά παραμένη ὁ Ἰωάννης, δέν εἶπε ὁ Κύριος, γιά νά μήν πεθάνη. Ἀλλά γιά νά μήν εἶναι ἑνωμένος ὁ Ἰωάννης μέ τόν Πέτρο στό διάστημα τοῦ κηρύγματος, ἀλλά νά παραμένη κηρύττοντας χωριστά στούς τόπους, πού εἶναι γύρω ἀπό τήν Γαλιλαία. Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ Χριστός εἶδε ὅτι ὁ Πέτρος φρόντιζε πολύ τόν Ἰωάννη καί δέν ἤθελε νά τόν ἀποχωρισθῆ, καί γι’ αὐτό ἔκανε καί τήν ἐρώτησι γι’ αὐτόν, λέγοντας «οὗτος δέ τί;», δηλαδή, ‘γιατί δέν θά ἀκολουθήση καί αὐτός τήν ἴδια πορεία τοῦ κηρύγματος, ὅπως καί ἐγώ; Γιατί δέν θά γίνη καί αὐτός συγκοινωνός μέ ἐμᾶς τῆς ἐπιστασίας τῶν προβάτων; Γιατί δέν θά προχειρισθῆ καί αὐτός οἰκονόμος τῶν λογικῶν ψυχῶν’; Αὐτά, λέω, ὅταν εἶπε ὁ Πέτρος, ἀπάντησε ὁ Κύριος· «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός, ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔχει νά κάνει αὐτό μ' ἐσένα;»
Τά εἶπε αὐτά, ἀφενός μέν, γιά νά τούς χωρίση ἀπό τήν μεταξύ τους προσκόλλησι καί παρόμοια ἕνωσι καί ἀφετέρου, γιά νά δείξη, ὅτι, ὅσο καί ἄν ἀγαπήση ὁ Πέτρος τόν Ἰωάννη, ἀλλ’ ὅμως δέν φθάνει ποτέ τήν ἀγάπη ἐκείνη, τήν ὁποία ἔχει ὁ Κύριος πρός αὐτόν. Καί τρίτον, διδάσκει τόν Πέτρο μέ τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος, ὅτι δέν πρέπει νά εἶναι τόσο περίεργος καί νά προτρέχη στίς ἐρωτήσεις.
Καί γιά ἄλλον ὅμως λόγο· δέν ἔπρεπε οἱ Ἀπόστολοι, πού δέχθηκαν τήν ἐπιστασία τῆς οἰκουμένης, νά εἶναι πάντοτε ἑνωμένοι μεταξύ τους, ἀλλά ὁ ἕνας Ἀπόστολος νά πηγαίνη σέ ἕναν τόπο, γιά νά κηρύξη, ὁ ἄλλος σέ ἄλλον τόπο. Γι’ αὐτό λέει πρός τόν Πέτρο· «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός, ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔχει νά κάνει αὐτό μ' ἐσένα; Ἐσύ ἀκολούθησέ με». Σχεδόν σάν νά ἔλεγε τό ἑξῆς· «Σοῦ ἀνατέθηκε ἔργο, ὦ Πέτρε. Αὐτό λοιπόν νά ἐργάζεσαι καί τελείωνε. Καί ἀκολούθα ἐμένα, πού σέ στέλνω στό κήρυγμα καί σοῦ ἀναθέτω ὅλη τήν Οἰκουμένη. Αὐτόν ὅμως τόν Ἰωάννη, ἐάν θέλω νά παραμένη ἐδῶ γύρω στούς τόπους τῆς Γαλιλαίας καί νά μή τόν στείλω μαζί μέ ἐσένα, τί σέ ἀφορᾶ»; Δηλαδή, τί φροντίζεις ἐσύ γι’ αὐτόν; Τό δέ, «ἕως ἔρχομαι», αὐτό εἶναι, ἀντί τοῦ, «ἕως ὅτου θελήσω νά τόν στείλω στό κήρυγμα. Διότι, ἐσένα, ὦ Πέτρε, τώρα σέ στέλνω σ’ αὐτό καί στήν προστασία τῆς Οἰκουμένης, γι’ αὐτό ἀκολούθησέ με, δηλαδή κάνε ὑπακοή στά λόγιά μου. Ὁ δέ Ἰωάννης, ἄς μένη ἐδῶ, ἕως ὅτου πάλι νά ἔλθω νά στείλω καί αὐτόν, ὅπως καί ἐσένα»[8].
Ἔτσι λοιπόν ἑρμηνεύοντας ὁ Χρυσόστομος στό Εὐαγγέλιο τό ἀνωτέρω ρητό, δείχνει φανερά, ὅτι ὁ Θεολόγος Ἰωάννης πέθανε. Στήν ὑπόθεσι πάλι τῆς πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς τοῦ μεγάλου Παύλου, μέ τίς ἴδιες τίς λέξεις τό ἴδιο φανερώνεται, λέγοντας· «Καί ὁ μακάριος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ἔμεινε πολύ καιρό ἐκεῖ (στήν Ἔφεσο δηλαδή). Διότι ἐκεῖ πέθανε». Ἀλλά καί στόν 22ο λόγο καί 26ο τῆς πρός Ἑβραίους ἑρμηνείας καί στόν 78ο λόγο τῆς ἑρμηνείας τοῦ κατά Ματθαῖον, ὅπου ἀναφέρεται στό θέμα αὐτό, φανερώνει ὅτι ὁ Ἰωάννης πέθανε. Ἐπειδή λοιπόν φανερά λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος καί οἱ ἀξιόπιστοι καί ἅγιοι ἄνδρες, πού ἀναφέρθηκαν παραπάνω, ὅτι ὁ Ἰωάννης πέθανε, ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού δέν θά συμφωνήση μέ αὐτούς; Ἤ ποιός θά σκεφθῆ γι’ αὐτό τό θέμα διαφορετικά;
[1] Βλέπε γι’ αὐτούς καί στό Συναξάρι τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου κατά τήν 23η τοῦ Ὀκτωβρίου.
[2] Τί δηλώνουν οἱ λαχνοί αὐτοί, βλέπε στήν ὑποσημείωσι τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Κορνηλίου, κατά τήν 13η τοῦ παρόντος μηνός.
[3] Ὁ θεῖος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής συμπεραίνει, ὅτι αὐτός ὁ μέγας Ἰωάννης ἐξωρίσθηκε στήν Πάτμο κατά τό τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Δομετιανοῦ· δηλαδή κατά τό 15ο ἔτος αὐτοῦ, διότι τόσα ἔτη βασίλευσε· δηλαδή κατά τό 95ο ἔτος ἀπό τήν γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως χρονολογεῖ ὁ Μελέτιος. Ἀναφέρει ἀκόμη καί τήν ἐξορία τοῦ ἁγιώτατου Ἰωάννου τήν ἐποχή τοῦ Δομετιανοῦ καί ὁ θεῖος Εἰρηναῖος στό 3ο καί 5ο ἀπό τά κεφάλαια κατά αἱρέσεων, ὅπου ἀναφέρει καί τόν χρόνο. Καί Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας στόν λόγο του, «τίς ὁ σῳζόμενος πλούσιος». Ὁ δέ Ἀδριχώμιος στόν Βίο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ λέει, ὅτι ὁ Ἀπόστολος αὐτός στάλθηκε δεμένος ἀπό τήν Ἔφεσο στήν Ρώμη, ὅπου κοντά στήν πύλη, πού λέγεται Λατίνα, ποτίσθηκε μέ φαρμάκι θανατηφόρο καί δέν δηλητηριάσθηκε. Κατόπιν ρίχθηκε μέσα σέ ἕνα πιθάρι γεμᾶτο ἀπό βραστό λάδι κατά τήν 6η Μαΐου ἡμέρα Κυριακή. Καί ἀφοῦ παρέμεινε καί ἀπό αὐτό ἀβλαβής ἐξωρίσθηκε στήν Πάτμο ἀπό τόν Δομετιανό (τόμ. α΄, σελ. 164, τῆς Ἐκκλ. Ἱστορ. τοῦ Μελετίου). Τήν πόσι τοῦ δηλητηρίου τήν ἀναφέρει καί ὁ θεῖος Αὐγουστῖνος στό 22ο κεφ. τῶν Μονολογίων, λέγοντας· «Γιά νά γευθῆ αὐτήν (τήν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ) ὁ Ἰωάννης ἤπιε χωρίς τρόμο ποτήρι δηλητηρίου».
[4] Ὁ ἄρχοντας αὐτός ὀνομάζεται στό χειρόγραφο καί στόν τυπωμένο Συναξαριστή ἀνθύπατος. Τό ὄνομα αὐτό ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς· ὕπατος θά πῆ, αὐτός πού εἶναι ὁ ἀνώτερος ἀπό ὅλους τούς ἄλλους συγκλητικούς καί ἀξιωματικούς τοῦ βασιλιᾶ, δεύτερος ὅμως ἦταν ἀπό τόν βασιλιά. Ὅπως εἶναι καί τώρα αὐτός πού στήν τουρκική γλῶσσα λέγεται βεζύρης. Ἀνθύπατος λοιπόν εἶναι αὐτός πού εἶναι στήν θέσι τοῦ ὑπάτου καί ἀναπληρώνει τήν θέσι τοῦ ὑπάτου, ὅταν ἐκεῖνος λείπη. Ὅπως καί τώρα εἶναι αὐτός πού στήν τουρκική γλῶσσα λέγεται καϊμακάμης. Ὅπως, δηλαδή, ὁ βεζύρης εἶναι ἐπίτροπος τοῦ βασιλιᾶ, ἔτσι καί ὁ καϊμακάμης πάλι εἶναι τοῦ βεζύρη ἐπίτροπος. Πῶς ὅμως ἕνας τόσο μεγάλος ἀξιωματικός βρισκόταν στό μικρό νησί τῆς Πάτμου; Ἀπορῶ. Ἀλλ’ ἴσως τό, ἀνθύπατος νά ἐννοεῖται καί μέ εὐρύτερη ἔννοια, δηλαδή νά λέγεται ἀντί τοῦ ἡγεμόνα καί ἄρχοντα, τό ὁποῖο καί αὐτήν τήν σημασία ἔχει καί τώρα ἐδῶ.
[5] Ὁ Δοσίθεος, στήν σελίδα 13 τῆς Δωδεκαβίβλου, λέει, ὅτι συνέγραψε τό Εὐαγγέλιο ὁ Ἰωάννης μετά ἀπό παράκλησι τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἀσίας καί ὄχι τῶν Πατμίων, ὅπως γράφεται ἐδῶ. Συμφωνεῖ σ’ αὐτό καί ὁ Μελέτιος στόν πρῶτο τόμο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας λέγοντας, ὅτι στήν Ἔφεσο συνέγραψε ὁ Ἰωάννης τό Εὐαγγέλιο καί τίς Ἐπιστολές του. Συμβιβάζει ὅμως καί θεραπεύει τήν διαφωνία αὐτή ὁ αὐτός Μελέτιος λέγοντας, ὅτι προέγραψε ὁ Ἰωάννης τό Εὐαγγέλιο καί τίς Ἐπιστολές στήν Πάτμο, τά ἐξέδωσε ὅμως καί τά δημοσίευσε στήν Ἔφεσο. Σύμφωνα μέ τόν Δοσίθεο ἔγραψε τό Εὐαγγέλιο κατά τό 64ο ἔτος ἀπό τήν ταφή ἤ ἀπό τήν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου. Ἤ σύμφωνα μέ ἄλλους, μετά ἀπό ἕξι χρόνια ἀπό τήν ἀνάληψι καί μετά δύο χρόνια ἀπό τή συγγραφή τῆς Ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τόν Ἱερώνυμο, εἶναι τό δυσκολώτερο βιβλίο ἀπό ὅλα τα βιβλία, πού ὑπάρχουν στόν κόσμο καί ἡ σκοτεινότατη καί δυσκολώτατη βίβλος σύμφωνα μέ τόν Μελέτιο. Ἄρχισε δέ ἀπό τήν προαιώνια Γέννησι τοῦ Κυρίου καί τήν ἄφησε στό τέλος κατ’ οἰκονομίαν, γιά τούς αἱρετικούς τοῦ καιροῦ ἐκείνου, τόν Ἐβίωνα καί τόν Κήρινθο, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί γιά στερέωσι τῶν εὐσεβῶν καί ἀντίρρησι τῶν Γνωστικῶν λεγομένων αἱρετικῶν καί αὐτῶν τῶν Νικολαϊτῶν, ὅπως λέει ὁ Εἰρηναῖος, ὁ Ἱερώνυμος καί ὁ Ἐπιφάνιος. Ἔγραψε τήν Ἀποκάλυψι τέσσερα χρόνια πρίν ἀπό τήν κοίμησί του, σύμφωνα μέ τόν Μελέτιο.
Σημείωσε, ὅτι ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ἔζησε στό τέλος τοῦ δεύτερου αἰῶνα, λέει στό Χρονικό, πού ἐκδόθηκε μαζί μέ τά βιβλία τῆς Βυζαντίδας, ὅτι τό ἰδιόχειρο Εὐαγγέλιο αὐτοῦ τοῦ θείου Ἰωάννου μέχρι τώρα φυλάγεται μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ στήν ἁγιώτατη Ἐκκλησία τῶν Ἐφεσίων καί ἐκεῖ προσκυνεῖται ἀπό τούς πιστούς. Αὐτό περιέχει καί τό ὅτι τρίτη ὥρα ἦταν, ὅταν ὁ Χριστός σταυρώθηκε, ὅπως ἐπίσης περιέχει καί τά ἀκριβῆ χειρόγραφα. Βλέπε στήν 20ή σημείωσι Νικηφόρου τοῦ Θεοτόκη στήν μετάφρασι Κλήμεντος τοῦ Κανονικοῦ στήν ἀνασκευή τῆς τελευταία διερμηνευθείσης Διαθήκης. Βλέπε καί στήν 20ή τοῦ Δεκεμβρίου στήν ὑποσημείωσι τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου. Στήν νεοτύπωτη Ἑκατονταετηρίδα γράφεται, ὅτι ἐπί τοῦ Δομετιανοῦ, κατά τό ἔτος 96, ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης στάλθηκε δέσμιος ἀπό τήν Ἀσία στήν Ρώμη ἀπό τόν ἀνθύπατο, ὅπου τοποθετήθηκε μέσα σέ λέβητα γεμᾶτο ἀπό λάδι βραστό καί ἀβλαβής διαφυλάχθηκε, ὅπως γράφει ὁ Ἱερώνυμος, βιβλ. α΄. Κατόπιν ἐξωρίσθηκε ἐκεῖ στήν Πάτμο καί συνέγραψε τήν θεία Ἀποκάλυψι, κατά τά ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Δομετιανοῦ σύμφωνα μέ τόν Εἰρηναῖο καί τόν Ἱερώνυμο. Τά λόγια ἐκεῖνα πού γράφει ὁ Ἰωάννης στήν Καθολική πρώτη Ἐπιστολή του, δηλαδή, τό «Τρεῖς εἰσίν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Καί οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι. Καί τρεῖς εἰσίν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ, τό Πνεῦμα, τό Ὕδωρ, καί τό Αἷμα, καί οἱ τρεῖς οὗτοι ἕν εἰσι» (κεφ. 5,7)· αὐτά, λέω, τά λόγια, ἄλλοι ὄχι σωστά, τά θεωροῦν ὡς νόθα, ἐπειδή σέ πολλά ἀρχαῖα χειρόγραφα δέν περιέχονται, ἀλλ’ αὐτά βρίσκονται σέ ἄφθονα ἀντίγραφα. Ἔτσι καί ὁ νεώτερος Σιμώνιος ὁμολογεῖ ὅτι βρῆκε τά λόγια αὐτά σέ διακόσια ἀντίγραφα ἀρχαιότατα. Τά ὅσα πάλι ἀντίγραφα βρῆκε, τά ὁποῖα δέν περιέχουν τά λόγια αὐτά, δέν ἦταν περισσότερο ἀπό ἑξακόσια χρόνια. Ἀναφέρονται τά λόγια αὐτά καί ἀπό τόν Τερτυλλιανό στό πρῶτο βιβλίο κατά Πραξέου, στό 25ο κεφάλαιο. Καί ἀπό τόν Κυπριανό στήν ἐπιστολή πρός Ἰωβινιανό στό κεφάλαιο περί μονάδος. Καί οἱ Πατέρες τῆς Ἀφρικῆς, τετρακόσιοι τόσοι Ἐπίσκοποι, ἐκθέτοντας τήν πίστι τους στόν Οὐνερίκο στόν βασιλιά τῶν Ἀρειανῶν Οὐανδάλλων, κατά τό ἔτος 484, τά ἴδια λόγια ἀναφέρουν ἐπί λέξει. Ἀλλά καί ὁ νεώτερος Καλμέτος ὑπερασπίζεται ἐκείνους πού ὑπερασπίσθηκαν τήν αὐθεντία τῶν λόγων αὐτῶν ἐναντίον ἐκείνων πού τούς ἀρνοῦνται. Εἴπαμε καί ἐμεῖς μερικά στήν ἑρμηνεία τῶν Καθολικῶν Ἐπιστολῶν.
[6] Σημείωσε, ὅτι ἐσφαλμένα ἀναφέρεται στόν τυπωμένο Συναξαριστή, ὅτι, πρίν νά ἐξορισθῆ στήν Πάτμο ὁ Ἰωάννης, παρέδωσε τόν νέο αὐτόν στόν Ἐπίσκοπο. Διοτι διηγεῖται ὁ Κλήμης ὁ Στρωματᾶς στόν λόγο «Τίς ὁ σῳζόμενος πλούσιος», ὅτι μετά τήν ἐξορία τόν παρέδωσε στόν Ἐπίσκοπο, ὅπως γράφεται καί στόν χειρόγραφο Συναξαριστή.
[7] Σημείωσε, ὅτι τό, «ὁ ἥλιος ἀνέτειλε καί αὐτός τό πνεῦμα παρέδωσε», δέν γράφεται στόν χειρόγραφο Συναξαριστή, ἀλλά στόν τυπωμένο. Ὅπως καί τό ἀνωτέρω λόγιο, δηλαδή τό, «ἦταν δέ ὁ καιρός πρός ὄρθρον». Ἐκοιμήθη δέ ὁ θεῖος Ἰωάννης κατά τό 68ο ἔτος ἀπό τό πάθος ἤ ἀπό τήν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου, κατά τόν τρίτο χρόνο τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Τραϊανοῦ.
[8] Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας τό, “ἕως ἔρχομια”, τό ἐνόησε ἀντί τοῦ, “ἕως ὅτου νά ἔλθω στόν καιρό τῆς ἁλώσεως τῶν Ἱεροσολύμων”. Διότι πολλές φορές ἔλευσις λέγεται ἡ τιμωρία καί ἡ ἐκδίκησις. Ἄλλοι πάλι ἰσχυρίζονται, ὅτι «ἕως τότε θέλω νά παραμένη ὁ Ἰωάννης στά Ἱεροσόλυμα, ἕως ὅτου νά ἔλθω»· δηλαδή ‘ἕως ὅτου νά ἔλθω στήν κοίμησι τῆς μητέρας μου γιά νά παραλάβω τήν ἁγία της ψυχή’. Διότι μέχρι τότε ὁ Ἰωάννης παρέμεινε στά Ἱεροσόλυμα, προνοῶντας καί φροντίζοντας τήν Θεοτόκο. Διότι τήν «παρέλαβε στά ἴδια». Καί ὅταν κοιμήθηκε ἐκείνη, τότε αὐτός ἐξῆλθε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί πῆγε στήν Ἔφεσο, κηρύττοντας τό Εὐαγγέλιο, ὅπως λέχθηκε παραπάνω στό παρόν Συναξάρι. Ὁ δέ Νικηφόρος Βλεμμίδης στό ἐγκώμιό του πρός αὐτόν τόν Θεολόγο, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Εὐαγγελιστῇ θεολόγῳ», λέει, ὅτι αὐτός ὄχι μόνο μετέστη, ἀλλά καί ἀναστήθηκε. «Κοιμήθηκε καί πέθανε· κατόπιν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀλλάζοντας πέταξε ἀπό ἐπάνω του τήν φθορά καί ἔγινε ἄφθαρτος» καί θά ἔλθη λέει σέ ἄφθαρτο σῶμα, γιά νά ἐλέγξη τόν Ἀντίχριστο. Συμφωνεῖ μέ αὐτό καί ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐγενικός, ὁ ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἐφέσου καί Εὐγενικοῦ, λέγοντας στούς οἴκους πού φιλοπόνησε στόν Θεολόγο τά ἑξῆς:
«Χαῖρε, ὅτι μεταστάσεως συμμετέσχες ὡς υἱός.
Χαῖρε, ὅτι ἀναστάσεως, οἷα Λόγου ἀδελφός».
Σημειώνουμε ἐδῶ ὅτι σ’ αὐτόν τόν μέγα Θεολόγο ἐγκώμιο ἔχει ὁ Στουδίτης Θεόδωρος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Οὐρανοῦ προκειμένου», ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Ἑορτήν ἄγομεν σήμερον» (στό Πρωτᾶτο), ὁ Φιλαδελφείας Μακάριος ὁ Χρυσοκέφαλος, ὁ ρηθείς Βλεμμίδης (πού βρίσκεται στό Μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος), ὁ Χρυσόστομος δύο, ὅπου στόν δεύτερο λόγο λέει, ὅτι ὁ Θεολόγος αὐτός ἀνέστησε ἕναν Ἱερέα, ὁ ὁποῖος σκοτώθηκε ἀπό κάποια κολώνα καί προσφέρθηκε νεκρός στήν θύρα τοῦ θείου ναοῦ του. Ἐγκώμιο ἁπλό καί γλαφυρό αὐτοῦ βρίσκεται στήν Ἱερή Σάλπιγγα τοῦ Μακαρίου. Κανόνες ὀκτωήχους ἔχει σ’ αὐτόν ὁ ὑμνογράφος Ἰωσήφ. Φιλοπόνησε σ’ αὐτόν καί ἡ δική μου ἀδυναμία δύο Κανόνες, πού ὅλοι μαζί τυπώθηκαν. Ἀλλά καί ὁ Νικήτας ὁ Ρήτωρ ἔπλεξε σ’ αὐτόν ἐγκώμιο, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Ὁ τόν μέγαν τῆς βροντῆς γόνον». (Σῴζεται στήν Λαύρα, στήν τῶν Ἰβήρων καί στήν τοῦ Διονυσίου.) Ἔχει ἀκόμη καί λόγο στόν Θεολόγο ὁ Μεταφραστής, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Ὅτι μή πολύ τῶν Ἀγγέλων». (Σῴζεται στήν Λαύρα καί στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἰβήρων). Βλέπε καί στήν 8η τοῦ Mαΐου.