Τῷ αὐτῷ μηνί KΣΤ΄, ἡ μετάστασις τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ, φίλου, παρθένου, ἐπιστηθίου, ἠγαπημένου, Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Τῷ αὐτῷ μηνί KΣΤ΄, ἡ μετάστασις τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ, φίλου, παρθένου, ἐπιστηθίου, ἠγαπημένου, Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

 Πατρός παρέστης ἠγαπημένῳ Λόγῳ,

Πάντων μαθητῶν ἠγαπημένε πλέον.

Πρός γε Θεόν μετέβη βροντῆς παῖς εἰκάδι ἕκτῃ.

 

Αὐ­τός κα­τα­γό­ταν ἀ­πό ἕ­να τα­πει­νό χω­ριό τῆς Γα­λι­λαί­ας, πού λε­γό­ταν Βηθ­σα­ϊ­δά καί ἦ­ταν υἱός ὡς πρός τόν πα­τέ­ρα τοῦ Ζε­βε­δαί­ου τοῦ ψα­ρᾶ καί πτω­χοῦ ἀν­θρώ­που, ὡς πρός τήν μητέρα,  τῆς Σαλώ­μης, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν θυ­γα­τέ­ρα τοῦ Ἰ­ω­σήφ, τοῦ Μνή­στο­ρος τῆς Θε­ο­τό­κου. Δι­ό­τι ὁ Ἰ­ω­σήφ εἶ­χε τέσ­σε­ρις υἱούς, τόν Ἰ­ά­κω­βο, τόν Ἰ­ω­σῆ, τόν Ἰ­ού­δα καί τόν Σί­μω­να (ἤ Συ­με­ών), καί θυ­γα­τέ­ρες τρεῖς· τήν Ἐ­σθήρ, τήν Μάρ­θα καί τήν Σα­λώ­μη, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν γυ­ναί­κα τοῦ Ζε­βε­δαί­ου καί μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ τοῦ Ἰ­ω­άν­νου[1]. Ἀ­πό αὐ­τό βγαί­νει τό συμ­πέ­ρα­σμα, ὅ­τι ὁ Κύ­ριος ἡμῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ἦ­ταν θεῖ­ος αὐ­τοῦ τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, ἐ­πει­δή ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ἀ­δελ­φός τῆς Σα­λώ­μης τῆς θυ­γα­τέ­ρας τοῦ Ἰ­ω­σήφ καί μη­τέ­ρας τοῦ Ἰ­ω­άν­νου. Ὁ δέ Ἰ­ω­άν­νης ἦ­ταν ἀ­νε­ψιός τοῦ Κυ­ρί­ου. Βο­η­θοῦ­σε λοι­πόν ὁ θεῖ­ος Ἰ­ω­άν­νης τόν πα­τέ­ρα του Ζε­βε­δαῖ­ο στήν ἁ­λι­ευ­τι­κή τέ­χνη μα­ζί μέ τόν ἀ­δελ­φό του Ἰ­ά­κω­βο.

Ὅ­ταν ὅ­μως αὐ­τός προ­σκ­λήθη­κε ἀ­πό τόν Κύ­ριο, ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τόν πα­τέ­ρα μα­ζί καί τό ­πλοῖ­ο του καί ἑ­νώ­θη­κε μέ τόν Κύ­ριο πού τόν κά­λε­σε καί δι­δά­χθη­κε μέ ἀ­κρί­βεια τούς νό­μους του. Γι’ αὐ­τό ἐγ­κα­τα­λεί­πον­τας τήν τέ­χνη τοῦ πῶς μπο­ρεῖ νά συλλ­λαμ­βά­νη τά ψά­ρια, ἔ­μα­θε πῶς νά συλ­λαμ­βά­νη μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α τίς λο­γι­κές ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων. Καί ἐ­πει­δή χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε ἀ­πό­λυ­τη ἐγ­κρά­τεια σέ ὅ­λα ἐ­κεῖ­να πού τόν βλά­πτουν, γι’ αὐ­τό οἰ­κει­ώ­θη­κε ὁ­λό­κλη­ρος μέ τήν παρ­θε­νί­α. Ἀ­πό αὐ­τό ἀ­πό­-


κτη­σε καί τόν πλοῦ­το νά ὀ­νο­μά­ζε­ται Παρ­θέ­νος κα­τ’ ἐ­ξαί­ρε­σι καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λους τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους.

 Ἀ­πό αὐ­τό ἔ­γι­νε καί ἀ­γα­πη­μέ­νος ἰ­δι­αι­τέ­ρως στόν Βα­σι­λέ­α Χρι­στό, στό ση­μεῖ­ο πού μό­νος αὐ­τός ἔ­λα­βε τήν ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ ἀ­γα­πη­μέ­νου. Ἔ­τσι καί ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ἀ­νέ­βη­κε στό Θα­βώ­ριο Ὄ­ρος γιά νά με­τα­μορ­φω­θῆ, ἀ­νέ­βη­κε μα­ζί καί ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος αὐ­τός Ἰ­ω­άν­νης καί εἶ­δε τήν θε­ό­τη­τα πού φά­νη­κε ἐ­κεῖ καί φα­νε­ρώ­θη­κε ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ Λό­γου καί ἄ­κου­σε τήν φω­νή πού λέ­ει· «Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ός μου ὁ ἀ­γα­πη­τός, ἐν ᾧ ηὐ­δό­κη­σα· αὐ­τοῦ ἀ­κού­ε­τε». Καί στόν μυ­στι­κό Δεῖ­πνο αὐ­τός κοντά στόν ἀ­γα­πη­μέ­νο του Δι­δά­σκα­λο κά­θι­σε. Αὐ­τός καί ἐ­πά­νω στό στῆ­θος του ἀ­νέ­πε­σε ἐξ αἰ­τί­ας τῆς με­γά­λης ἀ­γά­πης πού εἶ­χε γι’ αὐ­τόν. Αὐ­τός τόν ρώ­τη­σε λέ­γον­τας· «Κύ­ρι­ε, τίς ἐ­στιν ὁ πα­ρα­δι­δούς σε;» Αὐ­τός ζή­τη­σε καί νά κα­θί­ση στά δε­ξιά τοῦ Δι­δα­σκά­λου του, δεί­χνον­τας μέ αὐ­τό φα­νε­ρά τήν πολ­λή θερ­μή ἀ­γά­πη του πρός αὐ­τόν. Ἀλ­λά καί ὅ­ταν συ­νε­λή­φθη ὁ Κύ­ριος ἀ­πό τούς Ἰ­ου­δαί­ους, αὐ­τός τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σε καί μπῆ­κε στήν αὐ­λή τοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­ως, ὄν­τας γνω­στός του. Καί ὅ­ταν ἀ­κό­μη σταυ­ρώ­θη­κε, αὐ­τός πα­ρευρισκόταν  στόν Σταυ­ρό μα­ζί μέ τήν Θε­ο­μή­το­ρα. Καί ἡ μέν Θε­ο­τό­κος, ἄ­κου­σε ἀ­πό αὐ­τόν τό «Γύ­ναι, ἴ­δε ὁ υἱ­ός σου», ἐ­νῷ αὐ­τός ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἄ­κου­σε τό «Ἰ­δού ἡ μή­τηρ σου». Καί ἀ­πό τόν λό­γο αὐ­τόν ἄλ­λος πιό μα­κά­ριος μπο­ρεῖ νά βρε­θῆ;  Ἔ­τσι καί  ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα πα­ρέ­λα­βε μέ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια στόν οἶ­κο του τήν Μη­τέ­ρα καί Παρ­θέ­νο ὁ κα­τά τήν ψυ­χή καί τό σῶ­μα παρ­θέ­νος. Καί ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ἀ­να­στή­θη­κε, αὐ­τός πῆ­γε πρίν ἀ­πό τόν κο­ρυ­φαῖ­ο Πέ­τρο καί, ἀ­φοῦ ἔ­σκυ­ψε πρῶ­τος στόν τά­φο, εἶ­δε τά ἐν­τά­φια καί τόν πο­θού­με­νο εἶ­δε καί δέ­χε­ται ἀ­πό αὐ­τόν τό ἐμ­φύ­ση­μα καί τῆς οἰ­κου­μέ­νης ὅ­λης προ­βάλ­λε­ται Ἀ­πό­στο­λος. Αὐ­τός καί νά ἀ­να­λαμ­βά­νε­ται εἶ­δε τόν Κύ­ριο. Αὐ­τός στήν συ­νέ­χεια καί τήν ἐ­πι­φοί­τη­σι τοῦ Πα­ρα­κλή­του σέ μορ­φή πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν δέ­χθη­κε μέ τούς ἄλ­λους συμ­μα­θη­τές, τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Αὐ­τός τέ­λος καί μέ­χρι τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου πα­ρέ­μει­νε στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, δι­α­κο­νῶντας αὐ­τήν σέ ὅ,τι ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­το.

Ὅ­ταν πά­λι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­βα­λαν κλή­ρους[2], γιά νά γνω­ρί­σουν, ποῦ ἐ­πρό­κει­το ὁ κα­θέ­νας νά πά­η, γιά νά κη­ρύ­ξη τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, ἔ­πε­σε ὁ κλῆ­ρος νά πά­η ὁ Ἰ­ω­άν­νης αὐ­τός στήν Μι­κρά Ἀ­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν γε­μά­τη ἀ­πό εἴ­δω­λα καί ὅ­λη ἦ­ταν πα­ρα­δο­μέ­νη στήν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κή πλά­νη. Ἀ­πό αὐ­τό τό πρᾶγ­μα λυ­πή­θη­κε ὁ Ἀ­πό­στο­λος καί, ἀ­γω­νι­ῶντας ὡς ἄν­θρω­πος, προ­σέ­κρου­σε στόν Θε­ό, ἐ­πει­δή δέν ἔλ­πι­σε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στήν ἀ­κα­τα­μά­χη­τη δύ­να­μι τοῦ Θε­οῦ. Γι’ αὐ­τό ἐ­πι­τρά­πη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό νά πέ­ση σέ πει­ρα­σμό, ὥ­στε μέ τόν πει­ρα­σμό νά τοῦ συγ­χω­ρη­θῆ τό ἀν­θρώ­πι­νο σφάλ­μα του. Δι­ό­τι οἱ με­γά­λοι καί τέ­λει­οι στήν ἀ­ρε­τή ἄν­δρες ἀ­παι­τοῦν­ται νά δι­α­φυ­λάσσουν τήν ἀ­κρί­βεια μέ­χρι καί στά πιό ἀ­σή­μαν­τα πράγ­μα­τα.

Προ­λέ­γει λοι­πόν ὁ Ἰ­ω­άν­νης στόν μα­θη­τή του Πρό­χο­ρο τήν τρι­κυ­μί­α καί θα­λασ­σο­τα­ρα­χή (κα­ρα­βο­τσα­κι­σμό), πού καί οἱ δύ­ο ἐ­πρό­κει­το νά δε­χθοῦν. Καί ὅ­τι μό­νος ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἐ­πρό­κει­το νά δο­κι­μα­σθῆ στήν θά­λασ­σα σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες. Ἔ­τσι ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἡ φουρ­τού­να, σύμ­φω­να μέ τά προλεγόμενα τοῦ Ἀ­πο­στό­λου, ἐ­κ­βρά­σθηκε ὁ Πρό­χο­ρος ἀ­πό τά κύ­μα­τα τῆς θα­λάσ­σης στήν Σε­λεύ­κεια, ὅ­που συ­κο­φαν­τή­θη­κε, ὅ­τι εἶ­ναι μά­γος καί ὅ­τι πῆ­ρε χρή­μα­τα ἀ­πό τό κα­ρα­βο­τσα­κι­σμέ­νο πλοῖ­ο καί ἔ­χει καί  τά ξο­δεύ­ει. Ἀ­πό τήν Σε­λεύ­κεια κα­τό­πιν, σέ δι­ά­στη­μα σα­ράν­τα ἡ­με­ρῶν, πῆ­γε σέ ἕ­ναν τό­πο τῆς Ἀ­σί­ας, πού λέ­γε­ται Μαρ­μα­ρε­ώ­της.

Ἐ­κεῖ πη­γαί­νον­τας, βρί­σκει τόν δά­σκα­λό του Ἰ­ω­άν­νη, τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε ξε­ρά­σει ἐ­κεῖ ἡ θά­λασ­σα. Ἔ­τσι καί οἱ δύ­ο δό­ξα­σαν καί εὐ­χα­ρί­στη­σαν τόν Θε­ό πού τούς λύ­τρω­σε. Κατό­πιν πη­γαί­νουν καί οἱ δύ­ο στήν Ἔ­φε­σο, ὅ­που καί συ­ναν­τοῦν μί­α γυ­ναῖ­κα, Ρω­μά­να ὀ­νό­μα­τι, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν ἀρ­ρα­βω­νι­α­σμέ­νη μέ ἕ­ναν ἄρ­χον­τα, πού λε­γό­ταν Πρι­βά­τος. Γυ­ναί­κα, λέ­ω, πε­ρι­βό­η­τη στήν κα­κί­α καί γνω­στή μέ­χρι καί σ’ αὐ­τήν τήν Ρώ­μη. Αὐ­τή λοι­πόν, παίρ­νον­τας τόν μέ­γα Ἰ­ω­άν­νη καί τόν Πρό­χο­ρο τόν μα­θη­τή του, τούς ἀ­νάγ­κα­ζε νά δου­λεύ­ουν σέ ἕ­να λου­τρό δι­κό της.

Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὄν­τας ἄ­πει­ρος σέ πα­ρό­μοι­ο δι­α­κό­νη­μα, τύ­χαι­νε νά σφάλ­λη κά­πως σέ κα­νέ­να ἔρ­γο, αὐ­τή ἡ κά­κι­στη τούς συμ­πε­ρι­φε­ρό­ταν μέ τό­ση με­γά­λη ὠ­μό­τη­τα καί ἀ­παν­θρω­πί­α, σάν νά τούς εἶ­χε ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νους δού­λους. Ἔ­τσι καί ἀ­νάγ­κα­ζε νά ἔ­χη τόν μέν Ἰ­ω­άν­νη ὡς ὑ­πη­ρέ­τη, γιά νά καί­η τό λου­τρό· ἐ­νῷ τόν Πρό­χο­ρο ὑ­πη­ρέ­τη, γιά νά χύ­νη τό νε­ρό σέ ὅ­σους λού­ζον­ται. Κα­τοι­κοῦ­σε ἀ­κό­μη μέ­σα στό λου­τρό ἐ­κεῖ­νο καί ἕ­νας δαί­μο­νας ἄ­γριος, ὁ ὁ­ποῖ­ος τρεῖς φο­ρές τόν χρό­νο συ­νή­θι­ζε νά πνί­γη ἕ­ναν νέ­ο ἤ μί­α νέ­α. Πῆ­ρε αὐ­τή τήν ἐ­ξου­σί­α καί ἄ­δεια ὁ Δι­ά­βο­λος νά κά­νη τόν πα­ρό­μοι­ο φό­νο, δι­ό­τι, ὅ­ταν θε­με­λι­ω­νό­ταν τό λου­τρό ἐ­κεῖ­νο, κα­τέ­πει­σε ὁ μια­ρός ἐ­κεί­νους πού τό ἔ­κτι­ζαν νά θά­ψουν ἕ­να νέ­ο καί μί­α νέ­α μέ­σα στά θε­μέ­λια, μέ σκο­πό νά ἀν­τι­λα­λῆ καί νά βγά­ζη με­γά­λο ἦ­χο τό λου­τρό. Ἀ­πό αὐ­τό τό γε­γο­νός λοι­πόν, παίρ­νον­τας ἀ­φορ­μή ὁ ἀν­θρω­πο­κτό­νος, ἔ­πνι­γε ἐ­κεῖ συ­χνά τούς ἀν­θρώ­πους.

Με­τά ἀ­πό τρεῖς μῆ­νες λοι­πόν ἀ­πό τό­τε πού πῆ­γαν στό λου­τρό ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί ὁ Πρό­χο­ρος μπαί­νον­τας στό λου­τρό, γιά νά λου­σθῆ κά­πο­ιος Δό­μνος, υἱ­ός τοῦ Δι­ο­σκο­ρί­δη τοῦ κυ­ρί­ου τῆς Ρω­μά­νας, πνί­γη­κε ἀ­πό τόν δαί­μο­να. Τό­τε ἡ μέν Ρω­μά­να θρη­νοῦ­σε ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα γιά τόν θά­να­το τοῦ Δό­μνου, ὁ δέ πα­τέ­ρας του Δι­ο­σκο­ρί­δης, ὅ­ταν ἔ­μα­θε ξαφ­νι­κά τόν θά­να­τό του ἀ­πό τήν ὑ­περ­βο­λι­κή του λύ­πη πέ­θα­νε. Πα­ρα­κα­λοῦ­σε λοι­πόν ἡ Ρω­μά­να τήν ψευ­δο­θε­ά Ἄρ­τε­μι νά ἀ­να­στή­ση τόν Δό­μνο καί κα­τα­ξέ­σχι­ζε τίς σάρ­κες της. Ἀλ­λ’ ὅ­μως ἄ­δι­κα τά ἔ­κα­μνε ὅ­λα αὐ­τά. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ρώ­τη­σε τόν Πρό­χο­ρο γιά ποι­ά αἰ­τί­α θρη­νοῦ­σε ἡ Ρω­μά­να. Βλέ­πον­τάς τους αὐ­τή νά συ­νο­μι­λοῦν, συ­νέ­λα­βε τόν Ἰ­ω­άν­νη καί τόν στε­νο­χώ­ρη­σε πά­ρα πο­λύ, συ­κο­φαν­τῶντας τον, ὅ­τι εἶ­ναι μά­γος καί στό τέ­λος ἀ­πει­λῶντας τον, ὅ­τι θά τόν θα­να­τώ­ση, ἐ­άν δέν προ­σπα­θή­ση μέ κά­θε τρό­πο νά ἀ­να­στή­ση τόν Δό­μνο.

Ἔ­τσι ἀ­ναγ­κά­σθη­κε ὁ Ἀ­πό­στο­λος, προ­σευ­χή­θη­κε καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! ἀ­μέ­σως ἀ­νέ­στη­σε τόν Δό­μνο. Αὐ­τό τό θαῦ­μα βλέ­πον­τας ἡ Ρω­μά­να, ἔ­μει­νε ἐκ­στα­τι­κή καί ὠ­νό­μα­ζε τόν Ἰ­ω­άν­νη θε­ό καί θε­οῦ υἱ­ό. Στήν συ­νέ­χεια ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε κα­θα­ρά τίς ἁ­μαρ­τί­ες της καί ἀ­φοῦ ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­σι γιά τίς τα­λαι­πω­ρί­ες, πού προ­ξέ­νη­σε στόν Ἀ­πό­στο­λο καί στόν μα­θη­τή του, πί­στευ­σε στόν Χρι­στό καί βα­πτί­σθη­κε. Ἀ­νέ­στη­σε μά­λι­στα ὁ Ἰ­ω­άν­νης με­τά ἀ­πό τόν Δό­μνο καί τόν πα­τέ­ρα του Δι­ο­σκο­ρί­δη, τόν ὁ­ποῖ­ο καί βά­πτι­σε. Πα­ρό­μοι­α βά­πτι­σε καί τόν ἀ­να­στη­μέ­νο υἱό  του καί ὅ­λους τούς ἄλ­λους πού ἐ­κεῖ συ­νέ­δρα­μαν. Ἔ­δι­ω­ξε ἀ­κό­μη καί τόν πο­νη­ρό δαί­μο­να, πού κα­τοι­κοῦ­σε στό λου­τρό.

Ὅ­ταν δέ οἱ Ἐ­φέ­σιοι τε­λοῦ­σαν με­γά­λη ἑ­ορ­τή στήν ψευ­δο­θε­ά Ἄρ­τε­μι, ὁ Ἀ­πό­στο­λος πῆ­γε στόν και­ρό τῆς ἑ­ορ­τῆς καί ἀ­νέ­βη­κε ἐ­πά­νω σέ ἐ­κεῖ­νο τόν τό­πο, ὅ­που στε­κό­ταν τό εἴ­δω­λο τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος. Οἱ δέ ὄ­χλοι βλέ­πον­τάς τον, θύ­μω­σαν πο­λύ καί τόν λι­θο­βο­λοῦ­σαν. Ἀλ­λ’ οἱ λί­θοι, τόν Ἅ­γιο δέν τόν κτύ­πη­σαν κα­θό­λου, ἐ­νῷ κτυ­ποῦ­σαν τό εἴ­δω­λο, σέ ση­μεῖ­ο πού τό συ­νέ­τρι­ψαν σέ λε­πτά κομ­μά­τια. Οἱ ἀ­νό­η­τοι ὅ­μως ἐ­κεῖ­νοι δέν θέ­λη­σαν νά ἔλ­θουν σέ συ­ναί­σθη­σι. Ἀλ­λά βλέ­πον­τας τόν Ἀ­πό­στο­λο νά τούς ὁ­μι­λῆ πά­λι γιά τήν πί­στι, πά­λι τόν λι­θο­βο­λοῦ­σαν. Οἱ λί­θοι ὅ­μως γυ­ρί­ζον­τας χτυ­ποῦ­σαν τούς ἴ­διους πα­ρα­δό­ξως καί τούς κα­τα­πλή­γω­ναν. Τό­τε ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος ἔ­κα­νε στόν Θε­ό προ­σευ­χή, καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! ἀ­μέ­σως ἔ­γι­νε ἕ­νας σει­σμός καί με­γά­λος ἀναβρα­σμός τῆς γῆς, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο χά­θη­καν δι­α­κό­σιοι ἄν­θρω­ποι. Βλέ­πον­τας αὐ­τό οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἄν­θρω­ποι, μό­λις καί με­τά βί­ας ξε­μέ­θυ­σαν ἀ­πό τήν μέ­θη καί ἀ­πό τό σκό­τος τῆς πλά­νης καί πα­ρα­κα­λοῦ­σαν θερ­μά τόν Ἀ­πό­στο­λο νά ἐ­λε­η­θοῦν καί αὐ­τοί καί νά ἀ­να­στη­θοῦν αὐ­τοί πού πέ­θα­ναν. Τό­τε, ἀ­φοῦ προ­σευ­χή­θη­κε ὁ Ἀ­πό­στο­λος, ἀ­μέ­σως ὅ­λοι ἀ­να­στή­θη­καν. Καί ἐ­πει­δή πά­λι ἔ­γι­νε ἀναβρα­σμός τῆς γῆς, πρό­σπε­σαν ὅ­λοι στόν Ἀ­πό­στο­λο καί, ἀ­φοῦ πί­στεψαν στόν Χρι­στό, βα­πτί­σθη­καν. Κα­τό­πιν πη­γαί­νον­τας ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος σέ ἕ­ναν τό­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὠ­νο­μα­ζό­ταν Τύ­χη, θε­ρά­πευ­σε ἕ­ναν πα­ρα­λυ­τι­κό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν κα­τά­κοι­τος δώ­δε­κα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια.

Ἐ­πει­δή ὅ­μως πολ­λά καί ἄλ­λα θαυ­μά­σια γί­νον­ταν ἀ­πό τόν Ἀ­πό­στο­λο καί ἡ φή­μη του ἔ­τρε­χε παν­τοῦ, ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τοῦ βλέ­πον­τας αὐ­τά ὁ δαί­μο­νας ἐ­κεῖ­νος, πού πα­ρέ­με­νε καί κα­τοι­κοῦ­σε στόν να­ό τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος καί κα­τά­λα­βε ὅ­τι καί αὐ­τός θά ἐκ­δι­ω­χθῆ ἀ­πό ἐ­κεῖ ἀ­πό τόν Ἰ­ω­άν­νη, με­τα­μορ­φώ­θη­κε σέ μορ­φή τα­ξε­ώ­τη, δη­λα­δή στρα­τι­ώ­τη, κρα­τῶντας στά χέ­ρια του χαρ­τιά καί ἔ­κλαι­γε σέ ἕ­να μέ­ρος, ἐ­πει­δή δῆ­θεν ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τά χέ­ρια του δύ­ο μά­γοι δό­κι­μοι καί ἐ­ξαί­ρε­τοι, πού πα­ρα­δό­θη­καν στήν ἐ­ξου­σί­α του γιά νά τούς φυ­λά­η, καί μέ τήν φυ­γή τους αὐ­τή τόν ἔ­βα­λαν σέ με­γά­λο κίν­δυ­νο. Ἔ­δει­χνε ἀ­κό­μη σέ ὅ­σους πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ καί ἕ­να σακ­κού­λι φλου­ριά, τό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πο­σχό­ταν νά δώ­ση σέ ἐ­κεί­νους πού θά βροῦν τυ­χόν τούς μά­γους καί θά τούς θα­να­τώ­σουν.

Τό­τε ἀ­κού­γον­τας αὐ­τά, κι­νή­θη­καν ὄ­χλοι πολ­λοί ἐ­ναν­τί­ον τῆς οἰ­κί­ας τοῦ Δι­ο­σκο­ρί­δη, ἀ­πει­λῶντας ὅ­τι θά κα­τα­καύ­σουν αὐ­τήν μα­ζί μέ αὐ­τόν, ἄν δέν πα­ρα­δώ­ση στά χέ­ρια του τούς μά­γους. Ὁ δέ εὐ­λα­βής καί εὐ­χά­ρι­στος Δι­ο­σκο­ρί­δης, πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­τι­μοῦ­σε νά κα­ῆ, πα­ρά νά προ­δώ­ση τούς Ἀ­πο­στό­λους, οἱ ὁ­ποῖ­οι φά­νη­καν εὐ­ερ­γέ­τες του. Ὁ δέ μέ­γας Ἰ­ω­άν­νης προ­γνω­ρί­ζον­τας μέ τήν προ­ο­ρα­τι­κή χά­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὅ­τι, ἄν πα­ρα­δο­θῆ σ’ αὐ­τούς, πά­λι θά θαυ­μα­τουρ­γή­ση καί ἀ­πό αὐ­τό θά ἐ­πι­στρέ­ψη πολ­λούς στήν εὐ­σέ­βεια, γι’ αὐ­τό τόν λό­γο πα­ρέ­δω­σε ὁ ἴ­διος τόν ἑ­αυ­τό του μα­ζί μέ τόν Πρό­χο­ρο στούς ἄ­πι­στους πού τόν κα­τα­ζη­τοῦ­σαν.

Συ­ρό­με­νοι λοι­πόν ἀ­πό τούς ἄ­πι­στους οἱ Ἀ­πό­στο­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­ταν πῆ­γαν στόν να­ό τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος, προ­σευ­χή­θη­καν στόν Θε­ό νά γκρε­μι­σθῆ μέν ὁ να­ός, κα­νέ­νας ὅ­μως ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους νά μή πά­θη κα­κό. Καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! ἀ­μέ­σως ἔ­γι­νε αὐ­τό. Τό­τε ὁ μέ­γας Ἀ­πό­στο­λος  πρό­στα­ξε τόν δαί­μο­να πού κα­τοι­κοῦσε ἐ­κεῖ μέ τά ἑ­ξῆς λό­για· «Σ’ ἐ­σέ­να λέ­ω τόν ἀ­κά­θαρ­το δαί­μο­να». Ὁ δέ δαί­μο­νας ἀ­πο­κρί­θη­κε, ‘τί θέ­λεις’; Καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος· «Θέ­λω νά ὁ­μο­λο­γή­σης φα­νε­ρά, πό­σα χρό­νια ἔ­χεις πού κα­τοι­κεῖς ἐ­δῶ καί ἄν ἐ­σύ εἶ­σαι πού ξε­σή­κω­σες τό­σο λα­ό ἐ­να­ντί­ον μας». Ὁ δαί­μο­νας βι­α­ζό­με­νος, φώ­να­ζε· «Ἔ­χω δι­α­κό­σια σα­ράν­τα ἐν­νέ­α χρό­νια πού κα­τοι­κῶ σ’ αὐ­τόν τόν να­ό. Καί ἐ­γώ εἶ­μαι πού ὅ­λους αὐ­τούς τούς ξε­σή­κω­σα ἐ­ναν­τί­ον σας». Τό­τε τοῦ λέ­ει ὁ Ἰ­ω­άν­νης· «Σέ δι­α­τάσ­σω στό ὄ­νο­μα Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ τοῦ Να­ζω­ραί­ου στό ἑ­ξῆς νά μή κα­τοι­κή­σης στόν τό­πο αὐ­τόν». Καί ἀ­μέ­σως βγῆ­κε ὁ δαί­μο­νας ἀ­πό τήν πό­λι τῆς Ἐ­φέ­σου. Οἱ δέ Ἕλ­λη­νες βλέ­πον­τας αὐ­τά φο­βή­θη­καν καί τρό­μα­ξαν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό αὐ­τούς καί ἔ­τσι πί­στε­ψαν στόν Κύ­ριο.

Ἐ­πει­δή λοι­πόν καί ἄλ­λα πολ­λά θαύ­μα­τα ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­μέ­τρη­το πλῆ­θος Ἑλ­λή­νων νά προ­σέλ­θουν στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ· καί κα­τό­πιν, ἐ­πει­δή ἡ φή­μη τους ἔ­φθα­σε στά αὐ­τιά τοῦ τό­τε αὐ­το­κρά­το­ρα Δο­με­τια­νοῦ, πού βα­σί­λευ­ε κα­τά τό ἔ­τος 82· γι’ αὐ­τό ὁ Δο­με­τια­νός στέλ­νει καί φέρ­νει μπροστά του τόν μέ­γα Ἰ­ω­άν­νη μα­ζί μέ τόν Πρό­χο­ρο. Ρω­τῶντας τους ὅ­μως καί βλέ­πον­τας τό θάρ­ρος πού ἔ­δει­ξαν γιά ­τήν πί­στι τους στόν Χρι­στό, τούς ἐ­ξώ­ρι­σε στό νη­σί τῆς Πά­τμου. Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως νω­ρί­τε­ρα ἀ­πε­κά­λυ­ψε μέ ὅ­ρα­μα στόν Ἰ­ω­άν­νη τά σχετικά μέ τήν ὑπόθεσι αὐτή· ὅ­τι, δη­λα­δή, θά πά­θη πολ­λούς πει­ρα­σμούς καί ὅ­τι θά ἐ­ξο­ρι­σθῆ σέ ἔ­να­ νη­σί, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει με­γά­λη ἀ­νάγ­κη τῆς πα­ρου­σί­ας του[3].

Πλέ­ον­τας λοι­πόν στήν θά­λασ­σα ὁ Ἀ­πό­στο­λος μα­ζί μέ τούς προ­τι­κτό­ρους τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα, ἀ­νέ­στη­σε ἕ­ναν στρα­τι­ώ­τη, πού πέ­θα­νε κα­θ’ ὁ­δόν, μετά ἀπό μεγάλη παράκλησι τῶν προ­τι­κτό­ρων (σ. προ­τί­κτωρ ἤ προ­τή­κτωρ· ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος, μέ­λος τοῦ σώ­μα­τος τῆς ἀ­να­κτο­ρι­κῆς φρου­ρᾶς). Ἀλ­λά καί τήν τρι­κυ­μί­α, πού συ­νέ­βη με­τά ἀ­πό αὐ­τά στήν θά­λασ­σα, σέ γα­λή­νη τήν  με­τέ­βα­λε καί ἀ­κό­μη θε­ρά­πευ­σε καί ἕ­ναν ἀ­πό τούς προ­τί­κτο­ρες, πού ἔ­πα­σχε ἀ­πό δυ­σεν­τε­ρί­α καί σέ λί­γο κιν­δύ­νευ­ε νά πε­θά­νη. Ὁ­πό­τε, βλέ­πον­τας ὅ­λα αὐ­τά οἱ προ­τί­κτο­ρες, πί­στεψαν ὅ­λοι στόν Χρι­στό καί βα­πτί­σθη­καν.

Ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἔ­φθα­σε στήν Πά­τμο, ἐ­λευ­θέ­ρω­σε τόν Ἀ­πολ­λω­νί­δη, υἱό  τοῦ Μύ­ρω­να, ἀ­πό τό πνεῦ­μα τοῦ πύ­θω­να πού κα­τοι­κοῦ­σε μέ­σα του, τό ὁ­ποῖ­ο καί τό ἐ­ξώ­ρι­σε μα­κριά ἀ­πό τό νη­σί. Τό­τε ἀ­πό τό θαῦ­μα αὐ­τό πί­στε­ψαν στόν Χρι­στό καί βα­πτί­σθη­καν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι, οἱ ὁ­ποῖ­οι βρί­σκον­ταν στήν οἰ­κί­α τοῦ Μύ­ρω­να, ὅ­πως καί ὁ Ἀ­πολ­λω­νί­δης, πού ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κε καί ἡ θυ­γα­τέ­ρα του, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Χρυ­σί­πη, μα­ζί μέ τούς ἀν­θρώ­πους της. Στό τέ­λος βα­πτί­σθη­κε καί αὐ­τός ὁ ἀν­θύ­πα­τος, δη­λα­δή ὁ ἄρ­χον­τας τῆς χώ­ρας τῆς Πά­τμου.

Βρι­σκό­ταν λοι­πόν στήν Πά­τμο ἕ­νας μά­γος, Κύ­νω­πας ὀ­νο­μα­ζό­με­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τοι­κοῦ­σε σέ ἔ­ρη­μο μέ­ρος πρίν ἀ­πό ἀρ­κε­τά χρό­νια μα­ζί μέ τά ἀ­κά­θαρ­τα δαι­μό­νια. Αὐ­τόν τόν μά­γο ὅ­λοι, ὅ­σοι κα­τ­οι­κοῦ­σαν στό νη­σί, τόν θε­ω­ροῦ­σαν ὡς θε­ό, λόγῳ τῶν φαν­τα­σι­ῶν καί τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν τῶν δαι­μό­νων, πού γί­νον­ταν ἀ­πό αὐ­τόν. Οἱ δέ ἱ­ε­ρεῖς τοῦ ψευ­δώ­νυ­μου θε­οῦ Ἀ­πόλ­λω­να, μό­λις εἶ­δαν τόν Ἰ­ω­άν­νη, πού δί­δα­σκε μέ με­γά­λο θάρ­ρος τήν πί­στι στόν Χρι­στό, πρό­στρε­ξαν στόν Κύ­νω­πα, πα­ρα­κα­λῶντας τον γο­νυ­κλι­νεῖς νά κι­νη­θῆ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, ἐ­πει­δή αὐ­τός σχε­δόν ἐ­ρή­μω­σε τό ἱ­ε­ρό τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να καί ἀ­πε­μά­κρυ­νε ὅ­λους ἀ­πό τό σέ­βας καί τήν λα­τρεί­α τῶν θε­ῶν.

Ὁ Κύ­νω­πας, ὅ­ταν τά ἄ­κου­σε αὐ­τά, ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­θη­κε καί ἔ­κρι­νε ἀ­νά­ξιο τῆς ὑ­πο­λή­ψε­ώς του, τό νά πά­η μό­νος του στήν χώ­ρα, ἀ­φε­νός μέν δι­ό­τι γιά δι­ά­στη­μα πολ­λῶν ἐ­τῶν βρι­σκό­ταν στήν ἔ­ρη­μο ἔγ­κλει­στος, καί ἀ­φε­τέ­ρου, δι­ό­τι οἱ κά­τοι­κοι τῆς χώ­ρας τῆς Πά­τμου πε­ρισ­σό­τε­ρο αὐ­τοί πή­γαι­ναν πρός αὐ­τόν καί ὄ­χι αὐ­τός πρός ἐ­κεί­νους. Ὁ­πό­τε ὑ­πο­σχέ­θη­κε στούς ἱ­ε­ρεῖς, ὅ­τι αὐ­τός θά στεί­λη ἕ­ναν ἄγ­γε­λο πο­νη­ρό στήν οἰ­κί­α τοῦ Μύ­ρω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος πί­στε­ψε, γιά νά πα­ρα­λά­βη τήν ψυ­χή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, πού βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ, καί νά τήν πα­ρα­δώ­ση σέ κα­τα­δί­κη αἰ­ώ­νια. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα λοι­πόν ἀ­πέ­στει­λε ὁ Κύ­νω­πας ἕ­ναν ἄρ­χον­τα τῶν πο­νη­ρῶν δαι­μό­νων πρός τόν Ἰ­ω­άν­νη, σύμ­φω­να μέ τήν ὑ­πό­σχε­σί του. Ὁ δαί­μο­νας πη­γαί­νον­τας στήν οἰ­κί­α τοῦ Μύ­ρω­να, στα­μά­τη­σε στό μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο, ὅ­που ἦ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης.

Μό­λις τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος, τοῦ λέ­ει· «Σέ πα­ραγ­γέλ­λω στό ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, νά μήν βγῆς ἀ­πό τόν τό­πο ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο στέ­κε­σαι, ἕ­ως ὅ­του νά μοῦ φα­νε­ρώ­σης γιά ποι­ά αἰ­τί­α ἦλθες σέ μέ­να». Καί ἀ­μέ­σως μα­ζί μέ τόν λό­γο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου στά­θη­κε τό δαι­μό­νιο δε­μέ­νο καί ἀ­πήν­τη­σε τά ἑ­ξῆς ἀ­ναγ­κα­ζό­με­νο ἀ­πό τήν θεί­α δύ­να­μι· «Οἱ ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να ἦλθαν στόν Κύ­νω­πα καί τοῦ εἶ­παν πολ­λά ἐ­ναν­τί­ον σου. Καί τόν πα­ρα­κά­λε­σαν νά ἔλ­θη ἐ­δῶ στήν χώ­ρα καί νά σέ θα­να­τώ­ση. Ὁ Κύ­νω­πας ὅ­μως δέν τό κα­τα­δέ­χθη­κε, λέ­γον­τας· ‘Ἐ­γώ ἔ­χω πολ­λά χρό­νια πού δέν βγῆ­κα ἀ­πό αὐ­τόν τόν τό­πο μου. Καί τώ­ρα γιά ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ἀ­σή­μαν­το καί κα­τα­φρο­νη­μέ­νο νά ἀ­φή­σω τήν ἀ­γα­πη­τή μου ἔ­ρη­μο καί πο­λι­τεί­α; Ἀλ­λά γυ­ρί­στε πί­σω καί ἐ­γώ αὔ­ριο θά στεί­λω ἕ­ναν πο­νη­ρό ἄγ­γε­λο, γιά νά πα­ρα­λά­βη τήν ψυ­χή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου καί νά μοῦ τήν φέ­ρη, γιά νά τήν πα­ρα­δώ­σω σέ κρί­σι’».

Ὁ δέ Ἰ­ω­άν­νης εἶ­πε· «Στάλ­θη­κες καμ­μί­α φο­ρά ἀ­πό τόν Κύ­νω­πα καί πῆ­ρες ψυ­χή ἀν­θρώ­που καί τήν πῆ­γες σ’ αὐ­τόν»; Ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ δαί­μο­νας· ‘Ἀ­πο­στάλ­θη­κα καί θα­νά­τω­σα ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά ψυ­χή ἀν­θρώ­που πο­τέ δέν πα­ρέ­δω­σα σέ κό­λα­σι’. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης εἶ­πε· «Γιά ποιά αἰ­τί­α πεί­θε­σθε στόν Κύ­νω­πα»; Ὁ δαί­μο­νας ἀ­πάν­τη­σε· «Ὅ­λη ἡ δύ­να­μις τοῦ Σα­τα­νᾶ μέ­σα σ’ αὐ­τόν κα­τοι­κεῖ. Καί συμ­φω­νί­ες ἔ­χει, αὐ­τός νά εἶ­ναι πάν­το­τε μα­ζί μας καί ἐ­μεῖς νά εἴ­μα­στε πάν­το­τε μα­ζί του. Καί ὁ μέν Κύ­νω­πας ἀ­κού­ει ἐ­μᾶς τούς δαί­μο­νες, ἐ­νῷ ἐ­μεῖς οἱ δαί­μο­νες ἀ­κοῦ­με τόν Κύ­νω­πα». Τό­τε λέ­γει ὁ Ἰ­ω­άν­νης· «Ἄ­κου­σε, πνεῦ­μα πο­νη­ρό, σέ προ­στά­ζει Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἄλ­λη φο­ρά νά μήν ἐ­νο­χλή­σης ἄν­θρω­πο, οὔ­τε νά γυ­ρί­σης στόν τό­πο σου, ἀλ­λά νά φύ­γης ἔ­ξω ἀ­πό τό νη­σί αὐ­τό καί νά πε­ρι­πλα­νι­έ­σαι ἐ­δῶ καί ἐ­κεῖ». Καί ἀ­μέ­σως τό πνεῦ­μα ἔ­φυ­γε ἔ­ξω ἀ­πό τό νη­σί.

Βλέ­πον­τας ὅ­μως ὁ Κύ­νω­πας, ὅ­τι δέν ἐ­πέ­στρε­ψε σ’ αὐ­τόν τό πρῶ­το δαι­μό­νιο, ἀ­πέ­στει­λε καί δεύ­τε­ρο. Ἀλ­λ’ ἐ­πει­δή καί αὐ­τό ἔ­πα­θε τά ἴ­δια, ἀ­πέ­στει­λε ἀ­κό­μη καί ἄλ­λα δύ­ο δαι­μό­νια ἀ­πό τά ἀρ­χον­τι­κά, ὥ­στε, τό μέν ἕ­να νά μπῆ στόν Ἰ­ω­άν­νη, ἐ­νῷ τό ἄλ­λο νά ­στα­θῆ ἔ­ξω καί νά δῆ τά γε­νό­με­να καί κα­τό­πιν νά ἐ­πι­στρέ­ψη καί νά τά φα­νε­ρώ­ση στόν Κύ­νω­πα. Ἐ­πει­δή λοι­πόν πῆ­γε τό ἕ­να δαι­μό­νιο καί ἐκ­δι­ώ­χθη­κε ἀ­πό τό νη­σί, ὅ­πως ἐκ­δι­ώ­χθη­καν καί τά δύ­ο προ­η­γού­με­να, γι’ αὐ­τό ἐ­κεῖ­νο τό δαι­μό­νιο, πού στε­κό­ταν ἔ­ξω, ἐ­πέ­στρε­ψε καί φα­νέ­ρω­σε στόν Κύ­νω­πα τά γε­νό­με­να. Τό­τε ὠρ­γί­σθη­κε πο­λύ μέ αὐ­τά ὁ Κύ­νω­πας καί  πῆ­ρε μα­ζί του ὅ­λα τά πλή­θη τῶν δαι­μό­νων καί πῆ­γε στήν χώ­ρα. Ἔ­κα­νε θό­ρυ­βο ὅ­μως καί τα­ρά­χθη­κε ὅ­λη ἡ χώ­ρα, μό­λις εἶ­δε τόν Κύ­νω­πα, καί ὅ­λοι τόν προ­σκυ­νοῦ­σαν. Μό­λις συ­νάν­τη­σε ὅ­μως ὁ Κύ­νω­πας τόν Ἰ­ω­άν­νη ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα πού δί­δα­σκε τόν λα­ό, θύ­μω­σε πά­ρα πο­λύ καί εἶ­πε στόν λα­ό· «Ἄν­δρες ἀ­νό­η­τοι καί τυ­φλοί, ἀ­κοῦ­στε. Ἄν εἶ­ναι δί­και­ος ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί τά ὅ­σα λέ­γει εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά, θά θε­ρα­πεύ­ση καί ἐ­σᾶς καί ἐ­μέ­να. Δι­ό­τι ἐ­άν μπο­ρέ­ση νά κά­νη ἐ­κεῖ­νο, πού θά τοῦ πῶ, τό­τε καί ἐ­γώ θά πι­στέ­ψω σέ ὅ­λα ὅ­σα λέ­ει».

Ἀ­φοῦ ἔ­πι­α­σε λοι­πόν ὁ Κύ­νω­πας ἕ­να νέ­ο πα­λι­κά­ρι, πού ἦ­ταν ἐ­κεῖ, τοῦ λέ­ει· «Πα­λι­κά­ρι, ζεῖ ὁ πα­τέ­ρας σου»; Ὁ νέ­ος ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Κα­ρα­βο­τσα­κί­σθη­κε στήν θά­λασ­σα καί πνί­γη­κε στόν βυ­θό τῆς θά­λασ­σας». Τό­τε λέ­ει ὁ Κύ­νω­πας πρός τόν Ἰ­ω­άν­νη· «Νά, δεῖ­ξε μέ τό ἔρ­γο, ἄν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά τά λό­γιά σου καί ἀ­φοῦ ἀ­νε­βά­σης ἀ­πό τό βά­θος τῆς θά­λασ­σας τόν πα­τέ­ρα τοῦ νέ­ου αὐ­τοῦ, πα­ρου­σί­α­σέ τον μπρο­στά σέ ὅ­λους μας ζων­τα­νό καί ὑ­γι­ῆ». Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Δέν μέ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Χρι­στός, γιά νά ἀ­να­σταί­νω νε­κρούς, ἀλ­λά γιά νά δι­δά­σκω τούς πλα­νε­μέ­νους ἀν­θρώ­πους». Ὁ Κύ­νω­πας τότε εἶ­πε σέ ὅ­λο τόν λα­ό· «Του­λά­χι­στον τώ­ρα πι­στέψ­τε, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι πλά­νος καί σᾶς πλα­νᾶ μέ μα­γι­κές τέ­χνες. Γι’ αὐ­τό κρα­τῆ­στε τον, μέ­χρι νά φέ­ρω ἐ­γώ ἀ­πό τήν θά­λασ­σα τόν πα­τέ­ρα τοῦ νέ­ου καί νά τόν πα­ρου­σιά­σω ζων­τα­νό».

Ἀ­φοῦ κρά­τη­σαν τόν Ἰ­ω­άν­νη, ἅ­πλω­σε ὁ Κύ­νω­πας τά χέ­ρια του καί  κτυ­πῶντας τα ἔ­κα­νε καί ἔ­γι­νε στόν για­λό κρό­τος με­γά­λος, πού ὅ­λοι φο­βή­θη­καν. Τό­τε ὁ Κύ­νω­πας ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε ἀ­πό τά μά­τια ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Καί ἀ­μέ­σως ὕ­ψω­σαν ὅ­λοι τήν φω­νή τους καί εἶ­παν· «Μέ­γας εἶ­σαι, Κύ­νω­πα, καί ἐ­κτός ἀ­πό ἐ­σέ­να δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος». Ξαφ­νι­κά λοι­πόν ἀ­νέ­βη­κε ὁ Κύ­νω­πας ἀ­πό τήν θά­λασ­σα, ἔ­χον­τας ἕ­ναν δαί­μο­να μα­ζί του, ὁ ὁ­ποῖ­ος, κα­τά φαν­τα­σί­αν, σχη­μά­τι­ζε τό πρό­σω­πο τοῦ πνιγ­μέ­νου πα­τέ­ρα τοῦ νέ­ου καί ὅ­λοι θαύ­μα­σαν. Κα­τό­πιν λέ­γει στόν νέ­ο· «Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας σου;». Ὁ νέ­ος ἀ­πάν­τη­σε· «Ναί κύ­ρι­ε». Καί ἔ­τσι προ­σκύ­νη­σαν ὅ­λοι τόν Κύ­νω­πα καί ζη­τοῦ­σαν νά θα­να­τώ­σουν τόν Ἰ­ω­άν­νη. Ὁ Κύ­νω­πας δέν ἐ­πέ­τρε­ψε νά τόν θα­να­τώ­σουν, λέ­γον­τας. «Ὅ­ταν δῆ­τε με­γα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα ἀ­πό αὐ­τά, τό­τε θά τι­μω­ρη­θῆ, ὅ­πως τοῦ πρέ­πει».

Προ­σκα­λῶντας πά­λι ἄλ­λον ἄν­θρω­πο, τοῦ εἶ­πε· «Εἶ­χες υἱ­ό;». Καί ἐ­κεῖ­νος ἀ­πάν­τη­σε· «Ναί κύ­ρι­ε, εἶ­χα, καί κά­ποι­ος πού τόν φθό­νη­σε, τόν θα­νά­τω­σε». Εἶ­πε ὁ Κύ­νω­πας· «Θά ἀ­να­στη­θῆ ὁ υἱ­ός σου». Καί ἀ­μέ­σως φώ­να­ξε­ καί κά­λε­σε μέ τό ὄ­νο­μά του καί τόν φο­νεύ­σαν­τα καί τόν φο­νευ­θέν­τα. Τό­τε καί οἱ δύ­ο μα­ζί πα­ρου­σι­ά­σθη­καν μπροστά του. Καί εἶ­πε ὁ Κύ­νω­πας στόν ἄν­θρω­πο· «Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ υἱ­ός σου; καί αὐ­τός εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού τόν φό­νευ­σε»; Ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κρί­θη­κε, «ναί κύ­ρι­ε». Τό­τε ὁ Κύ­νω­πας καυ­χώ­με­νος λέ­γει πρός τόν Ἰ­ω­άν­νη: «Τί θαυ­μά­ζεις, ὦ Ἰ­ω­άν­νη»; Ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Ἐ­γώ σ’ αὐ­τά δέν θαυ­μά­ζω». Τό­τε λέ­γει ὁ Κύ­νω­πας, «ὅ­ταν θά δῆς με­γα­λύ­τε­ρα ση­μεῖ­α ἀ­πό αὐ­τά, τό­τε θά θαυ­μά­σης». Ὁ Ἰ­ω­άν­νης εἶ­πε: «Τά ση­μεῖ­α σου γρή­γο­ρα θά δι­α­λυ­θοῦν». Μό­λις ἄ­κου­σε αὐ­τόν τόν λό­γο ὁ ὄ­χλος, κα­τα­σπά­ρα­ξε ἀ­μέ­σως τόν Ἰ­ω­άν­νη καί λί­γο ἔ­λει­ψε νά τόν κά­νη νε­κρό. Νο­μί­ζον­τας ὅ­μως ὁ Κύ­νω­πας, ὅ­τι πέ­θα­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης, εἶ­πε πρός τόν λα­ό· «Ἀ­φῆ­στε τον ἄ­τα­φο, γιά νά τόν φᾶ­νε τά ὄρ­νε­α». Ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν λοι­πόν ὅ­λοι, ὅ­τι πέ­θα­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­νε­χώ­ρη­σαν ἀ­πό ἐ­κεῖ μα­ζί μέ τόν Κύ­νω­πα χα­ρού­με­νοι καί ἐ­παι­νῶντας τον.

Με­τά ἀ­πό αὐ­τά ὅ­μως, ὅ­ταν ἄ­κου­σε ὁ Κύ­νω­πας, ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ζεῖ καί δι­δά­σκει τόν λα­ό σέ ἕ­ναν τό­πο πού λέ­γε­ται Λί­θου βο­λή,  προ­σκά­λε­σε τόν δαί­μο­να ἐ­κεῖ­νον, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­κα­μνε τίς νε­κρο­μαν­τεῖ­ες, καί ἀ­φοῦ πῆ­γε στόν Ἰ­ω­άν­νη τοῦ εἶ­πε· «Ἐ­γώ ἐπειδή ἤθελα νά σέ ντρο­πιά­σω πε­ρισ­σό­τε­ρο καί νά σέ κα­τα­δι­κά­σω αὐ­στη­ρό­τε­ρα, γι’ αὐ­τό μέ­χρι τώ­ρα σέ ἄ­φη­σα νά ζῆς. Ἀλ­λά ἔ­λα νά πᾶ­με στήν πα­ρα­λί­α καί ἐ­κεῖ θά δῆς τήν δύ­να­μί μου καί θά ντρα­πῆς». Τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν βέ­βαι­α καί οἱ τρεῖς δαί­μο­νες ἐ­κεῖ­νοι, πού νο­μί­σθη­καν ὅ­τι ἀ­να­στή­θη­καν ἀ­πό τούς νε­κρούς. Ἀ­φοῦ λοι­πόν χτύ­πη­σε τά χέ­ρια του καί ἔ­κα­νε θό­ρυ­βο με­γά­λο, ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε ἀ­πό τά μάτια τῶν ἀν­θρώ­πων, βου­τῶντας ξαφ­νικά στήν θά­λασ­σα, ἐ­νῷ οἱ ὄ­χλοι πά­λι φώ­να­ζαν, «με­γά­λος εἶ­σαι Κύ­νω­πα καί ἄλ­λος δέν εἶ­ναι σάν καί ἐ­σέ­να». Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὅ­μως πρό­στα­ξε τούς δαί­μο­νες, πού στέ­κον­ταν μα­ζί μέ τόν Κύ­νω­πα μέ μορ­φή ἀν­θρώ­πων νά μή με­τα­κι­νη­θοῦν ἀ­πό τόν τό­πο τους. Καί ἀ­μέ­σως προ­σευ­χή­θη­κε στόν Θε­ό, ἄλ­λη φο­ρά νά μήν ἐμ­φα­νι­σθῆ ζων­τα­νός ὁ Κύ­νω­πας. Καί λοι­πόν μό­λις βού­τη­ξε ὁ Κύ­νω­πας, ἦ­χος με­γά­λος ἔ­γι­νε στήν θά­λασ­σα. Τό νε­ρό τῆς θά­λασ­σας ἐ­πέ­στρε­ψε στόν τό­πο πού ὁ Κύ­νω­πας βού­τη­ξε καί πλέ­ον δέν μπό­ρε­σε ὁ ἄ­θλιος νά βγῆ ἀ­πό τήν θά­λασ­σα, ἐ­νῷ οἱ δαί­μο­νες πού ἦ­ταν μέ τήν μορ­φή τῶν ἀ­να­στη­θέν­των ἀν­θρώ­πων, δι­ώ­χθη­καν ἀ­πό τόν Ἰ­ω­άν­νη, στό ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, μα­κριά ἀ­πό τήν Πά­τμο καί ἐ­ξα­φα­νί­σθη­καν.

Ὁ λα­ός ὅ­μως πα­ρέ­μει­νε τρεῖς ἡ­μέ­ρες καί τρεῖς νύ­κτες πε­ρι­μέ­νον­τας νά βγῆ ὁ Κύ­νω­πας ἀ­πό τήν θά­λασ­σα. Ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τοῦ, ἀ­πό τήν ἀ­σι­τί­α καί ἀ­πό τίς φω­νές πού ἔ­κα­μναν καί ἀ­πό τήν ζέ­στη τοῦ ἡ­λί­ου, κεί­τον­ταν στήν γῆ ἄ­φω­νοι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό αὐ­τούς, σέ ση­μεῖ­ο πού πέ­θα­ναν καί τρί­α παι­διά. Τό­τε ὁ μέ­γας Ἰ­ω­άν­νης σπλαγ­χνί­σθη­κε ὅ­λους αὐ­τούς καί τά μέν πε­θα­μέ­να παι­διά ἀ­νέ­στη­σε, ἐ­νῷ τούς πα­ρα­λυ­μέ­νους ἀν­θρώ­πους, δυ­νά­μω­σε. Καί ἀ­φοῦ τούς εἶ­πε πολ­λά γιά τήν πί­στι, τούς κα­τέ­πει­σε ὅ­λους νά πι­στέ­ψουν στόν Χρι­στό καί νά βα­πτι­σθοῦν, ἀ­φοῦ δη­λα­δή ὁ ἄ­θλιος Κύ­νω­πας κα­τα­πον­τί­σθη­κε στήν θά­λασ­σα, ὅ­πως πα­λαι­ά ὁ Φα­ρα­ώ.

Μί­α γυ­ναῖ­κα, πού λε­γό­ταν Προ­κλια­νή, συ­νέ­λα­βε ἔ­ρω­τα πο­νη­ρό μέ τόν υἱό  της, ὀ­νό­μα­τι Σω­σί­πα­τρο (ἀλ­λοί­μο­νο! Μέ­χρι ποῦ φθά­νει ἡ κα­κί­α τοῦ σαρ­κι­κοῦ ἔ­ρω­τα!), καί ἐ­πει­δή δέν πέ­τυ­χε τήν ἀ­σελ­γέ­στα­τη ἐ­πι­θυ­μί­α της, κα­τη­γό­ρη­σε τόν υἱ­ό της στόν ἄρ­χον­τα τῆς νή­σου[4] ὅ­τι τήν βί­α­σε. Καί ὅ­ταν ὁ Σω­σί­πα­τρος ἐ­πρό­κει­το νά τι­μω­ρη­θῆ ἄ­δι­κα ἀ­πό τόν ἄρ­χον­τα, τόν βο­ή­θη­σε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὡς ἀ­ναί­τιο. Τό­τε ξη­ρά­θη­καν ἀ­μέ­σως τά δε­ξιά χέ­ρια τό­σο τοῦ ἄρ­χον­τα, ὅ­σο καί τῆς ἀ­σελ­γέ­στα­της Προ­κλια­νῆς, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως, σεί­σθη­κε ἡ γῆ μέ ἕ­να με­γά­λο ἦ­χο καί βρυγ­μό. Παθαίνοντας λοι­πόν αὐ­τή τήν θε­ϊ­κή τι­μω­ρί­α, πί­στε­ψαν καί οἱ δύ­ο στόν Χρι­στό καί βα­πτί­σθη­καν. Καί ἔ­τσι τά χέ­ρια τους θε­ρα­πεύ­θη­καν καί ἡ γῆ στα­μά­τη­σε νά σεί­ε­ται.

Τόν και­ρό πού βρι­σκό­ταν ὁ με­γά­λος Ἰ­ω­άν­νης στήν Πά­τμο, τοῦ στέλ­νει ἐ­πι­στο­λή ἀ­πό τήν Ἀ­θή­να ὁ μα­κά­ριος Δι­ο­νύ­σιος ὁ Ἀ­ρε­ο­πα­γί­της, ἦ­ταν τό­τε ἐ­νε­νήν­τα ἐ­τῶν γέ­ρον­τας, στήν ὁ­ποί­α ἐγ­κω­μιά­ζει αὐ­τόν τόν μέ­γα Ἀ­πό­στο­λο, λέ­γον­τας· «Ἐ­σέ­να, τήν ἱ­ε­ρή ψυ­χή, προ­σφω­νῶ ὡς ἀ­γα­πη­μέ­νη. Καί αὐ­τό εἶ­ναι γιά μέ­να τό ἰ­δι­αί­τε­ρο γνώ­ρι­σμά σου ἀ­πό πολ­λούς ἄλ­λους. Χαῖ­ρε ἀ­λη­θι­νά, ἀ­γα­πη­μέ­νε, πο­λύ ἀ­γα­πη­μέ­νε στόν ὄν­τως ἐ­ρα­στό καί ἐ­φε­τό καί πο­λύ ἀ­γα­πη­τό. Ποι­ό εἶ­ναι τό πα­ρά­ξε­νο, ὅ­ταν βγαί­νουν ἀ­λη­θι­νά τά λό­για τοῦ Χρι­στοῦ καί οἱ ἄ­δι­κοι δι­ώ­χνουν ἀ­πό τίς πό­λες τούς μα­θη­τές τοῦ Χρι­στοῦ, οἱ ἴ­διοι δί­νον­τας στόν ἑ­αυ­τό τους αὐ­τό πού τούς ἀ­ξί­ζει καί ξεχωρίζουν καί ἀπομα-κρύνονται ἀπό τούς ἁγίους οἱ ἔνοχοι;» Προ­σθέ­τον­τας δέ καί ἄλ­λα πολ­λά ἐγ­κώ­μια καί ὀ­νο­μά­ζον­τας ἥ­λιο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τόν μέ­γα Θε­ο­λό­γο, προ­φη­τεύ­ει στό τέ­λος τῆς ἐ­πι­στο­λῆς, ὅ­τι θά λυ­τρω­θῆ ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α καί θά γυ­ρί­ση πά­λι στόν τό­πο τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας καί ὅ­τι ἐ­κεῖ θά προ­σφέ­ρη πολ­λά ἀ­γα­θά. Λέ­ει κατά λέξι· «Πι­στεύ­ω αὐ­τά πού σοῦ λέ­ω γιά τό μέλ­λον σου καί τά λέ­ω, ἐ­πει­δή τά ἔ­μα­θα ἀ­πό τόν Θε­ό, ὅ­τι, δη­λα­δή θά ἐ­λευ­θε­ρω­θῆς ἀ­πό τήν φυ­λα­κή τῆς Πά­τμου καί θά ἐ­πι­στρέ­ψης στήν γῆ τῆς Ἀ­σί­ας καί θά δρά­σης ἐ­κεῖ μέ ἔρ­γα τοῦ ἀ­γα­θοῦ Θε­οῦ καί θά τά πα­ρα­δώ­σης σέ ὅ­σους θά σέ δι­α­δε­χθοῦν».

Σύμ­φω­να λοι­πόν μέ τήν πρόρ­ρη­σι αὐ­τή τοῦ θεί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου, ὅ­ταν ὁ βα­σι­λιάς Τρα­ϊ­α­νός βα­σί­λευ­σε ὕ­στε­ρα ἀ­πό τόν Νε­ρού­α κα­τά τό ἔ­τος 98, στάλ­θη­καν γράμ­μα­τα βα­σι­λι­κά στήν Πά­τμο, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­κα­λοῦ­σαν τόν μέ­γα Ἰ­ω­άν­νη ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α. Τό­τε ὁ μέν Ἰ­ω­άν­νης ἤ­θε­λε νά ἀ­να­χω­ρή­ση ἀ­πό τήν Πά­τμο καί νά πά­η στήν Ἔ­φε­σο, ἐ­νῷ οἱ Χρι­στια­νοί τῆς Πά­τμου θρη­νοῦ­σαν καί ὠ­δύ­ρον­ταν γιά τόν ἀ­πο­χω­ρι­σμό του. Καί ποι­όν τρό­πο δέν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν γιά νά μή στε­ρη­θοῦν τέ­τοι­ον κα­λό ποι­μέ­να; Ἐ­πει­δή ὅ­μως δέν μπο­ροῦ­σαν νά τόν ἐμ­πο­δί­σουν, γι’ αὐ­τό θέ­τουν ἕ­να ζή­τη­μα δεύ­τε­ρο πρός τόν μέ­γα Ἀ­πό­στο­λο· δη­λα­δή, τό νά ἀ­φή­ση σ’ αὐ­τούς ἀν­τί τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, τούς δι­κούς του λό­γους καί τό νά γρα­φῆ σέ βι­βλί­ο τό μυ­στή­ριο ὅ­λης τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας τοῦ Χρι­στοῦ πού ἔγινε γιά μᾶς.

Ὁ μέ­γας Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­φε­νός μέν ὑ­πα­κού­ον­τας στό δί­και­ο αἴ­τη­μά τους, ἀ­φε­τέ­ρου βέ­βαι­α κι­νού­με­νος καί ἀ­πό τήν θεί­α  Πρό­νοι­α, πρῶ­τα μέν νη­στεύ­ει τρεῖς ἡ­μέ­ρες, ἔ­χον­τας καί τούς ἄλ­λους Χρι­στια­νούς νη­στεύ­ον­τας καί συμ­βο­η­θῶντας τον μέ τήν προ­σευ­χή· Δεύ­τε­ρον, ἀ­νε­βαί­νει στό ἐ­κεῖ βου­νό μα­ζί μέ τόν μα­θη­τή του Πρό­χο­ρο καί ὅ­λον τόν νοῦ τοῦ ἀ­νε­βά­ζει πρός τόν Θε­ό. Καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, ἀ­μέ­σως γί­νον­ται βρον­τές καί ἀ­στρα­πές φο­βε­ρές καί σεί­ε­ται ὅ­λο τό βου­νό, σέ ση­μεῖ­ο πού ὁ μα­θη­τής του Πρό­χο­ρος ἔ­πε­σε ἀ­πό τόν φό­βο του μέ τό πρό­σω­πο στήν γῆ καί ἔ­γι­νε σάν νε­κρός.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὅ­μως δέν φο­βεῖ­ται, ἀλ­λά στέ­κε­ται ἀ­με­τα­κί­νη­τος, δι­ό­τι ἡ τέ­λεια ἀ­γά­πη, πού εἶ­χε στόν Θε­ό, ἔ­δι­ω­χνε τόν φό­βο ἔ­ξω ἀ­πό τήν καρ­διά του, κα­θώς πά­λι αὐ­τός ὁ ἴ­διος εἶ­πε· «Ἡ τε­λεί­α ἀ­γά­πη ἔ­ξω βάλ­λει τόν φό­βον» (A΄ Ἰ­ω. 4,18). Γι’ αὐ­τό καί ἀ­κού­ει μί­α βρον­τε­ρή φω­νή, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­λε­γε τά ἑ­ξῆς· «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ λό­γος, καί ὁ λό­γος ἦν πρός τόν Θε­όν, καί Θε­ός ἦν ὁ λό­γος» (Ἰ­ω. 1,1). Ἀ­φοῦ ἄ­κου­σε πά­λι αὐ­τήν τήν φω­νή ὁ Ἰ­ω­άν­νης τήν φα­νε­ρώ­νει στόν μα­θη­τή του Πρό­χο­ρο, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τόν σή­κω­σε ἀ­πό τό χέ­ρι του καί ἔδιω­ξε ἀ­πό αὐ­τόν λί­γο τόν φό­βο. Ἀ­φοῦ τέ­λει­ω­σε ὅ­λο τό θεῖ­ο Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τό ἔ­γρα­ψε μέ τό χέ­ρι τοῦ Πρό­χο­ρου, τό πα­ρέ­δω­σε στούς Χρι­στια­νούς, πού τό ζή­τη­σαν, ὅ­πως καί ὁ Μω­υ­σῆς πα­ρέ­δω­σε τίς θε­ο­χά­ρα­κτες πλά­κες στόν λα­ό τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Ἀ­πό ἐ­κεῖ κα­τό­πιν δι­α­δό­θη­κε σέ ὅλα τά πέρατα τοῦ κό­σμου[5].

Ἀ­φοῦ ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό νη­σί τῆς Πά­τμου ὁ μέ­γας Ἀ­πό­στο­λος, πῆ­γε σέ κά­ποι­ον τό­πο, πού λε­γό­ταν Ἀ­γροι­κί­α. Καί ἐ­κεῖ ἀ­φοῦ θε­ρά­πευ­σε ἕ­ναν τυ­φλό, πο­ρεύ­θη­κε σέ μί­α γει­το­νι­κή πό­λι, ὅ­που βρί­σκον­τας ἕ­ναν νέ­ο εὐ­γε­νῆ στήν ψυ­χή καί στήν ὄ­ψι ὡ­ραῖ­ο, τόν πρό­σφε­ρε στόν Χρι­στό. Κα­τό­πιν, ἀ­φοῦ τόν πα­ρε­κί­νη­σε στήν ἐρ­γα­σί­α τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τόν πα­ρέ­δω­σε στόν Ἐ­πί­σκο­πο τῆς πό­λε­ως, ὡς  μάρ­τυ­ρα μπροστά στόν Χρι­στό, γιά νά τόν φρον­τί­ζη, ἀ­νε­χώ­ρη­σε στήν Ἔ­φε­σο[6]. Ἀ­φοῦ λοι­πόν τά ἐ­κεῖ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά πράγ­μα­τα τά δι­ευ­θέ­τη­σε κα­λά καί τακτοποίησε μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α του ὅ­λο τό ἐ­κεῖ ποί­μνιο τοῦ Χρι­στοῦ καί ἀ­φοῦ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τίς ἄλ­λες πλη­σι­ό­χω­ρες πό­λεις καί χει­ρο­τό­νη­σε σ’ αὐ­τούς Ἐ­πι­σκό­πους, τό­τε πά­λι ἐ­πέ­στρε­ψε στήν πό­λι, πού πα­ρα­πά­νω εἴ­πα­με.

Ἀ­να­ζη­τῶν­τας ὅ­μως τόν νέ­ο ἐ­κεῖ­νο, τόν ὁ­ποῖ­ο πα­ρέ­δω­σε στόν Ἐ­πί­σκο­πο καί μα­θαί­νον­τας ὅ­τι ἔ­γι­νε ἀρ­χη­γός τῶν κλε­πτῶν, ἐ­πει­δή κα­τα­στρά­φη­κε ἀ­πό τά ξε­φαν­τώ­μα­τα καί τίς κα­κές συ­να­να­στρο­φές τῶν συ­νο­μη­λί­κων του νέ­ων – δι­ό­τι εἶ­ναι εὔ­κο­λη καί κα­τα­φο­ρι­κή ἡ ὁ­δός τῆς κα­κί­ας, αὐ­τό, λέ­ω, μα­θαί­νον­τας ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Κυ­ρί­ου, πο­λύ λυ­πή­θη­κε. Τό­τε ἀ­νε­βαί­νον­τας ἐ­πά­νω σέ ἄ­λο­γο καί πη­γαί­νον­τας μό­νος του στόν τό­πο τῶν κλε­φτῶν, πα­ρα­δό­θη­κε σ’ αὐ­τούς θε­λη­μα­τι­κά καί μέ­ τήν βο­ή­θειά τους ὡ­δη­γή­θη­κε καί βρῆ­κε τόν νέ­ο. Ὅ­ταν τόν συ­νάν­τη­σε ζή­τη­σε νά φύ­γη (δι­ό­τι ἐν­νό­η­σε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ εὐ­ερ­γέ­της του Ἰ­ω­άν­νης), τόν εἵλ­κυ­σε ὅμως ὁ Ἀ­πό­στο­λος στόν ἑ­αυ­τό του μέ τούς γλυ­κούς καί ἑλ­κυ­στι­κούς λό­γους. Ὁ­πό­τε παίρ­νον­τάς τον ἐ­πέ­στρε­ψε στήν πό­λι. Καί τό­σο τόν ἔ­κα­νε νά προ­ο­δεύ­ση στήν ἀ­ρε­τή μέ τίς με­λι­στά­λα­κτες συμ­βου­λές καί ἱ­ε­ρές νου­θε­σί­ες του, ὥ­στε ἔ­γι­νε πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἀ­ρε­τῆς καί με­τα­νοί­ας καί στούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους.

Ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό πί­στε­ψε ὁ­λό­ψυ­χα στόν Χρι­στό ἕ­νας Ἑ­βραῖ­ος. Αἰ­τί­α τῆς πί­στε­ώς του ἦ­ταν ἡ ἑ­ξῆς· Εἶ­δε ἕ­ναν Χρι­στια­νό πού γιά τά πολ­λά χρέ­η πού εἶ­χε καί γιά τήν ἔ­σχα­τη πτω­χεί­α του ἀ­γό­ρα­σε δύ­ο φο­ρές φαρ­μά­κι θα­να­τη­φό­ρο καί ἤ­πι­ε, γιά νά θα­να­τω­θῆ. Ἔ­κα­νε ὅ­μως τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ, ὅ­ταν τό ἤ­πι­ε, καί γι’ αὐ­τό μέ τήν δύ­να­μι τοῦ Σταυ­ροῦ δέν ἔ­πα­θε καμ­μί­α βλά­βη. Αὐ­τός λοι­πόν ὁ Ἑ­βραῖ­ος πρό­στρε­ξε στόν μέ­γα Ἰ­ω­άν­νη. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος τόν δέ­χθη­κε καί μέ χα­ρά τόν βά­πτι­σε. Ἀλ­λά καί τόν πτω­χό ἐ­κεῖ­νο Χρι­στια­νό, πού ἔ­γι­νε αἰ­τί­α, γιά νά πι­στέ­ψη ὁ Ἑ­βραῖ­ος, τόν πα­ρη­γό­ρη­σε ὁ μα­θη­τής τοῦ ἐ­λε­ή­μο­νος Χρι­στοῦ τό­σο μέ τά πα­ρη­γο­ρη­τι­κά του λό­για, ὅ­σο καί μέ ἀρ­κε­τό χρυ­σό, τό ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν προ­η­γου­μέ­νως χόρ­το καί ἀ­πό χόρ­το θαυματουργικά τό με­τέ­βα­λε σέ χρυ­σό ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας πά­λι στήν Ἔ­φε­σο ὁ ἐ­πι­στή­θιος τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­κεῖ πέ­ρα­σε τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του. Ὅ­ταν βγῆ­κε  ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στό κή­ρυγ­μα ἦ­ταν πε­νήν­τα ἕ­ξι ἐ­τῶν. Πέ­ρα­σε ἐν­νέ­α χρό­νια κη­ρύτ­τον­τας, ἕ­ως ὅ­του ἐ­ξω­ρί­σθη­κε. Στήν ἐ­ξο­ρί­α στό νη­σί τῆς Πά­τμου πέ­ρα­σε χρό­νια δε­κα­πέν­τε. Με­τά δέ τήν ἐ­ξο­ρί­α ἔ­ζη­σε εἴ­κο­σι ἕ­ξι χρό­νια· ὥ­στε ὅ­λα τά χρό­νια τῆς ζω­ῆς του ἦ­ταν ἑ­κα­τόν πέν­τε καί ἑ­πτά μῆ­νες.

Μέ τέ­τοι­ο λοι­πόν τρό­πο ἀ­φοῦ ἔ­ζη­σε ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Κυ­ρί­ου  καί ἀ­γω­νί­σθη­κε γιά ­τήν εὐ­σέ­βεια μέ­χρι καί νά δώ­ση τό αἷ­μα του καί ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε πά­ρα πολ­λά θαύ­μα­τα καί ἀ­μέ­τρη­τα πλή­θη ἀ­πί­στων ἀ­πό δι­άφ­ο­ρα ἔ­θνη τά ἔ­φε­ρε στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ, στό τέ­λος ζῶν­τας στήν οἰ­κί­α τοῦ Δό­μνου, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­στη­σε μέ τούς ἑ­πτά μα­θη­τές του, βγῆ­κε μα­ζί μέ αὐ­τούς ἔ­ξω ἀ­πό τήν οἰ­κί­α. Καί φθά­νον­τας σέ ἕ­ναν τό­πο, στούς μα­θη­τές του πα­ρήγ­γει­λε νά κα­θί­σουν ἐ­κεῖ, ἐ­νῷ ὁ ἴ­διος, προ­χω­ρῶντας «ἕ­ως λί­θου βο­λήν», προ­σευ­χή­θη­κε. Ἦ­ταν ὁ και­ρός πρός τόν ὄρ­θρο. Ἔ­πει­τα ἐ­πι­στρέ­φον­τας δι­α­τά­ζει τούς μα­θη­τές του νά σκά­ψουν τήν γῆ σέ σχῆ­μα σταυ­ροῦ τό­σο, ὅ­σο ἦ­ταν τό μέ­γε­θος τοῦ σώ­μα­τός του. Τό­τε, ἀ­φοῦ ξά­πλω­σε σ’ ἐ­κεῖ­νον τόν σκαμ­μέ­νο τό­πο, ἀ­πο­χαι­ρέ­τι­σε τούς μα­θη­τές του, οἱ ὁ­ποῖ­οι θρη­νοῦ­σαν πο­λύ καί τούς εἶ­πε· «Τρα­βῆξ­τε τό χῶ­μα τῆς γῆς, τῆς δι­κῆς μου μη­τέ­ρας καί μέ αὐ­τό σκε­πά­στε με». Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­φοῦ τόν ἀ­σπά­σθη­καν καί τόν ἀ­πο­χαι­ρέ­τι­σαν σκέ­πα­σαν τό σῶ­μα του μέ­χρι τά γό­να­τα. Ἔ­πει­τα πά­λι, ἀ­φοῦ τόν ἀ­σπά­σθη­καν τόν σκέ­πα­σαν μέ­χρι τόν τρά­χη­λο. Καί πά­λι, γιά τρί­τη φο­ρά ἀ­φοῦ τόν ἀ­σπά­σθη­καν, το­πο­θέ­τη­σαν ἐ­πά­νω στό πρό­σω­πό του ἕ­να μαν­δή­λι. Καί ἔ­τσι κλαί­γον­τας πι­κρά, σκέ­πα­σαν ὅ­λο τό σῶ­μα του. Τό­τε καί ὁ ἥ­λιος ἀ­νέ­τει­λε καί αὐ­τός πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του[7].

Ἀ­φοῦ θρή­νη­σαν οἱ μα­θη­τές τόν ἀ­πορ­φα­νι­σμό τοῦ ­δα­σκά­λου τους, ἐ­πέ­στρε­ψαν στήν πό­λι δι­η­γού­με­νοι τά πε­ρί τοῦ Ἀ­πο­στό­λου. Οἱ δέ ἀ­δελ­φοί, ἀ­φοῦ ἄ­κου­σαν, πῆ­γαν στόν τά­φο καί, ὅ­ταν ἔσκ­αψαν, δέν βρῆ­καν τί­πο­τε. Τό­τε ἐ­πέ­στρε­ψαν κλαί­γον­τας θερ­μά γιά τήν στέ­ρη­σι τέ­τοι­ου ποι­μέ­να. Ὁ δέ Πρόχο­ρος πῆ­γε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γιά νά τε­λει­ώ­ση ἐ­κεῖ τήν ζω­ή του, ὅ­πως δι­ατά­χθη­κε ἀ­πό τόν ­δά­σκα­λό του Ἰ­ω­άν­νη. Καί αὐ­τά βέ­βαι­α ὄν­τως ἔ­γι­ναν. Τό ὅ­τι βέ­βαι­α πέ­θα­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης, μπο­ροῦ­με νά τό μά­θου­με ἀ­πό πολ­λές μαρ­τυ­ρί­ες. Δι­ό­τι ὁ Πο­λυ­κρά­της, ὁ Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἐ­φέ­σου, γρά­φον­τας πρός τόν Βί­κτω­ρα Ρώ­μης λέ­ει κα­τά λέξ­ι τά ἑ­ξῆς· «Κα­τά τήν Ἀ­σί­α (τήν μι­κρά δη­λα­δή) με­γά­λος ἄν­θρω­πος ­κοι­μή­θηκε, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί θά ἀ­να­στη­θῆ στήν ἔ­σχα­τη ἡ­μέ­ρα τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἐν­νο­ῶ ὁ ἐ­πι­στή­θιος μα­θη­τής τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος φο­ροῦσε στό μέ­τω­πο, ὡς Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, καί τό πέ­τα­λο τοῦ πα­λαι­οῦ νο­μι­κοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­ως (ἐ­πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν γραμ­μέ­νο τό τε­τρα­γράμ­μα­το ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, τό λε­γό­με­νο Ἰ­ε­χω­βᾶ, πού ση­μαί­νει, Κύ­ριος, κα­τά τούς Ἑ­βδο­μή­κον­τα) καί ὁ ὁ­ποῖ­ος  ἔ­γι­νε δά­σκα­λος στήν Ἔ­φε­σο».

Ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος πά­λι ὁ ἱ­ε­ρός Πά­πας τῆς Ρώ­μης, δι­η­γού­με­νος γιά τό κή­ρυγ­μα καί γιά τήν τε­λεί­ω­σι τῶν Ἀ­πο­στό­λων, λέ­ει καί γι’ αὐ­τόν τόν θεῖ­ο Ἀ­πό­στο­λο· «Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ ἀ­δελ­φός τοῦ Ἰ­α­κώ­βου (τοῦ με­γά­λου, δη­λα­δή, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς δώ­δε­κα Ἀ­πο­στό­λους) κη­ρύτ­τον­τας στήν μι­κρά Ἀ­σί­α τόν λό­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἐ­ξω­ρί­σθη­κε στήν νῆ­σο Πά­τμο. Καί ἀ­πό ἐ­κεῖ πά­λι ἀ­να­κα­λεῖ­ται ἀ­πό τόν αὐ­το­κρά­το­ρα Νέ­ρω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ζη­σε κα­τά τό ἔ­τος 96 καί ἔρ­χε­ται στήν Ἔ­φε­σο καί ἐ­κεῖ πε­θαί­νει. Τό λεί­ψα­νο αὐ­τοῦ ζη­τή­θη­κε ἀ­πό τούς κα­τοί­κους τῆς Ἐ­φέ­σου καί δέν βρέ­θη­κε». Ἀλ­λά καί ὁ Και­σά­ριος ὁ ἀ­δελ­φός τοῦ με­γά­λου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Θε­ο­λό­γου, ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε γι’ αὐ­τό ἀ­πό τόν Σή­κρε­το τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἀ­πάν­τη­σε τά ἑ­ξῆς· «Ὁ μέ­γας αὐ­τός Ἰ­ω­άν­νης στό τέ­λος τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του γρά­φει τά ἑ­ξῆς· “Καί αὐ­τό ἀ­φοῦ εἶ­πε ὁ Ἰ­η­σοῦς, λέ­ει σ’ αὐ­τόν· “Ἀ­κο­λού­θη­σέ με”. Γυ­ρί­ζον­τας τό­τε ὁ Πέ­τρος βλέ­πει νά ἀ­κο­λου­θῆ καί ὁ μα­θη­τής πού ὁ Ἰ­η­σοῦς τόν ἀ­γα­ποῦ­σε, ἐ­κεῖ­νος πού στό δεῖ­πνο εἶ­χε γεί­ρει στό στῆ­θος του καί εἶ­χε πεῖ: «Κύ­ρι­ε, ποι­ός εἶ­ναι αὐ­τός πού θά σέ πα­ρα­δώ­ση;» Ὅ­ταν λοι­πόν τόν εἶ­δε ὁ Πέ­τρος, λέ­ει στόν Ἰ­η­σοῦ: «Κύ­ρι­ε, καί σ' αὐ­τόν τί θά γί­νη;» Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ λέ­ει: «Κι ἄν θέ­λω νά μέ πε­ρι­μέ­νη αὐ­τός ὥ­σπου νά ξα­νάρ­θω, τί ἔ­χει νά κά­νει αὐ­τό μ' ἐ­σέ­να; Ἐ­σύ ἀ­κο­λού­θη­σέ με». Δι­α­δό­θη­κε, λοι­πόν, αὐ­τός ὁ λό­γος στούς ἀ­δελ­φούς, ὅ­τι δη­λα­δή ὁ μα­θη­τής ἐ­κεῖ­νος δέν θά πε­θά­νη. Ἐ­νῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς δέν τοῦ εἶ­πε πώς δέ θά πε­θά­νη, ἀλ­λά «κι ἄν θέ­λω νά μέ πε­ρι­μέ­νη αὐ­τός, ὥ­σπου νά ξα­νάρ­θω, τί ἔ­χει νά κά­νη αὐ­τό μ' ἐ­σέ­να;»  (Ἰ­ω. 21,20-23).

Αὐ­τό τό ρη­τό, λέ­ω, παίρ­νον­τάς το με­ρι­κοί ὡς πρό­φα­σι, εἶ­παν, ὅ­τι τό, «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός, ὥσπου νά ξανάρθω», λέ­χθη­κε ἀ­πό τόν Κύ­ριο γιά τήν  Δευ­τέ­ρα του Πα­ρου­σί­α. Γι’ αὐ­τό καί νο­μί­ζουν, ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­κό­μη δέν πέ­θα­νε, ἀλ­λά με­τα­τέ­θη­κε ζων­τα­νός, ὅ­πως ὁ Ἐ­νώχ καί Ἠ­λί­ας. Δέν ἔ­χει ὅ­μως ἔ­τσι ἡ ἀ­λή­θεια. Δι­ό­τι δέν εἶ­πε ὁ Χρι­στός τό, «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός» μέ  ὑ­πο­νο­ού­με­να, ὅ­τι τά­χα θά ζῆ ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Ἀλ­λά τό εἶ­πε ἁπλᾶ καί αἰ­σθη­τά καί κα­τάλ­λη­λα γιά τήν τό­τε ἐρ­γα­σί­α τῶν μα­θη­τῶν.

Ὅ­ταν δη­λα­δή τούς βρῆ­κε ὁ Κύ­ριος νά ψα­ρεύ­ουν στήν Τι­βε­ριά­δα, ἀ­φοῦ συ­νέ­φα­γε καί δι­α­λέ­χθη­κε μέ ὅ­λους τούς Ἀ­πο­στό­λους, πού πα­ρα­βρέ­θη­καν ἐ­κεῖ, τό­τε ὁ Πέ­τρος θέ­λον­τας νά ἔ­χη συ­να­κό­λου­θο καί τόν Ἰ­ω­άν­νη, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἀ­γά­πης πού τοῦ εἶ­χε, γι’ αὐ­τό εἶ­πε πρός τόν δι­δά­σκα­λο Χρι­στό· «Οὗ­τος δέ τί;» Φα­νέ­ρω­σε ὅ­μως ὁ Κύ­ριος τήν αἰ­τί­α, γιά τήν ὁ­ποί­α δέν ἤ­θε­λε νά συ­να­κο­λου­θή­ση καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­πο­λογού­με­νος καί λέ­γον­τας· «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός ὥσπου νά ξανάρθω τί ἔ­χει νά κά­νει αὐ­τό μ' ἐ­σέ­να;» Δη­λα­δή, «ἄν θέ­λω νά μέ­νη στό ψά­ρεμ­μα ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί νά ψα­ρεύ­η ἕ­ως ὅ­του ἐ­γώ ἐ­πι­στρέ­ψω ἐ­δῶ, τί σέ ἀ­φορᾶ ἐ­σέ­να;». Ἐ­πει­δή λοι­πόν ὁ Χρι­στός σέ κα­νέ­να ἄλ­λο μέ­ρος δέν φα­νέ­ρω­σε ὅ­τι δέν θά πε­θά­νη ὁ Ἰ­ω­άν­νης, γι’ αὐ­τό εἶ­ναι φα­νε­ρό, ὅ­τι καί αὐ­τός πα­ρό­μοι­α μέ τούς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους πέ­θα­νε. Μαρ­τυ­ρεῖ ἀ­κό­μη τόν θά­να­τό του καί ὁ τά­φος του, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο βγαί­νει καί σκό­νι λε­πτή γιά τήν θε­ρα­πεί­α πολλῶν ἀ­σθε­νει­ῶν». Καί ὁ μέν Και­σά­ριος αὐ­τά ἀ­πάν­τη­σε σ’ ἐ­κεί­νους πού τόν ρώ­τη­σαν.

Ὁ δέ ὡς πρός τήν γλῶσ­σα χρυ­σός Ἰ­ω­άν­νης σέ πολ­λά μέ­ρη τῶν γλυ­κυ­τά­των λό­γων του ἀ­πο­δει­κνύ­ει, ὅ­τι πέ­θα­νε ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Πρῶ­τα λοι­πόν ἑρμηνεύ­ον­τας αὐ­τό πού λέ­χθη­κε στό Εὐ­αγ­γέ­λιο γι’ αὐ­τόν, λέ­ει, ὅ­τι τό μέν νά πα­ρα­μέ­νη ὁ Ἰ­ω­άν­νης, δέν εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, γιά νά μήν πε­θά­νη. Ἀλ­λά γιά νά μήν εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νος ὁ Ἰ­ω­άν­νης μέ τόν Πέ­τρο στό δι­ά­στη­μα τοῦ κη­ρύγ­μα­τος, ἀλ­λά νά πα­ρα­μέ­νη κη­ρύτ­τον­τας χω­ρι­στά στούς τό­πους, πού εἶ­ναι γύ­ρω ἀ­πό τήν Γα­λι­λαί­α. Ἐ­πει­δή, δη­λα­δή, ὁ Χρι­στός εἶ­δε ὅ­τι ὁ Πέ­τρος φρόν­τι­ζε πο­λύ τόν Ἰ­ω­άν­νη καί δέν ἤ­θε­λε νά τόν ἀ­πο­χω­ρι­σθῆ, καί γι’ αὐ­τό ἔ­κα­νε καί τήν ἐ­ρώ­τη­σι γι’ αὐ­τόν, λέ­γον­τας «οὗ­τος δέ τί;», δη­λα­δή, ‘για­τί δέν θά ἀ­κο­λου­θή­ση καί αὐ­τός τήν ἴ­δια πο­ρεί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος, ὅ­πως καί ἐ­γώ; Για­τί δέν θά γί­νη καί αὐ­τός συγ­κοι­νω­νός μέ ἐ­μᾶς τῆς ἐ­πι­στα­σί­ας τῶν προ­βά­των; Για­τί δέν θά προ­χει­ρι­σθῆ καί αὐ­τός οἰ­κο­νό­μος τῶν λο­γι­κῶν ψυ­χῶν’; Αὐ­τά, λέ­ω, ὅ­ταν εἶ­πε ὁ Πέ­τρος, ἀ­πάν­τη­σε ὁ Κύ­ριος· «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός, ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔ­χει νά κά­νει αὐ­τό μ' ἐ­σέ­να;»

 

Τά εἶ­πε αὐ­τά, ἀ­φε­νός μέν, γιά νά τούς χω­ρί­ση ἀ­πό τήν με­τα­ξύ τους προ­σκόλ­λη­σι καί πα­ρό­μοι­α ἕ­νω­σι καί ἀ­φε­τέ­ρου, γιά νά δεί­ξη, ὅτι, ὅ­σο καί ἄν ἀ­γα­πή­ση ὁ Πέ­τρος τόν Ἰ­ω­άν­νη, ἀλ­λ’ ὅ­μως δέν φθά­νει πο­τέ τήν ἀ­γά­πη ἐ­κεί­νη, τήν ὁ­ποί­α ἔ­χει ὁ Κύ­ριος πρός αὐ­τόν. Καί τρί­τον, δι­δά­σκει τόν Πέ­τρο μέ τά λό­για αὐ­τά ὁ Κύ­ριος, ὅ­τι δέν πρέ­πει νά εἶ­ναι τό­σο πε­ρί­ερ­γος καί νά προ­τρέ­χη στίς ἐ­ρω­τή­σεις.

Καί γιά ἄλ­λον ὅ­μως λό­γο· δέν ἔ­πρε­πε οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, πού δέ­χθη­καν τήν ἐ­πι­στα­σί­α τῆς οἰ­κου­μέ­νης, νά εἶ­ναι πάν­το­τε ἑ­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους, ἀλ­λά ὁ ἕ­νας Ἀ­πό­στο­λος νά πη­γαί­νη σέ ἕ­ναν τό­πο, γιά νά κη­ρύ­ξη, ὁ ἄλ­λος σέ ἄλ­λον τό­πο. Γι’ αὐ­τό λέ­ει πρός τόν Πέ­τρο· «ἄν θέλω νά μέ περιμένη αὐτός, ὥσπου νά ξανάρθω, τί ἔ­χει νά κά­νει αὐ­τό μ' ἐ­σέ­να; Ἐσύ ἀ­κο­λού­θησέ με». Σχε­δόν σάν νά ἔ­λε­γε τό ἑ­ξῆς· «Σοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε ἔρ­γο, ὦ Πέ­τρε. Αὐ­τό λοι­πόν νά ἐρ­γά­ζε­σαι καί τε­λεί­ω­νε. Καί ἀ­κο­λού­θα ἐ­μέ­να, πού σέ στέλ­νω στό κή­ρυγ­μα καί σοῦ ἀ­να­θέ­τω ὅ­λη τήν Οἰ­κου­μέ­νη. Αὐ­τόν ὅ­μως τόν Ἰ­ω­άν­νη, ἐ­άν θέ­λω νά πα­ρα­μέ­νη ἐ­δῶ γύ­ρω στούς τό­πους τῆς Γα­λι­λαί­ας καί νά μή τόν στεί­λω μα­ζί μέ ἐ­σέ­να, τί σέ ἀ­φο­ρᾶ»; Δη­λα­δή, τί φρον­τί­ζεις ἐ­σύ γι’ αὐ­τόν; Τό δέ, «ἕ­ως ἔρ­χο­μαι», αὐ­τό εἶ­ναι, ἀν­τί τοῦ, «ἕ­ως ὅ­του θε­λή­σω νά τόν στεί­λω στό κή­ρυγ­μα. Δι­ό­τι, ἐ­σέ­να, ὦ Πέ­τρε, τώ­ρα σέ στέλ­νω σ’ αὐ­τό καί στήν προ­στα­σί­α τῆς Οἰ­κου­μέ­νης, γι’ αὐ­τό ἀ­κο­λού­θη­σέ με, δη­λα­δή κά­νε ὑ­πα­κο­ή στά λό­γιά μου. Ὁ δέ Ἰ­ω­άν­νης, ἄς μέ­νη ἐ­δῶ, ἕ­ως ὅ­του πά­λι νά ἔλ­θω νά στε­ίλω καί αὐ­τόν, ὅ­πως καί ἐ­σέ­να»[8].

Ἔ­τσι λοι­πόν ἑρμηνεύ­ον­τας ὁ Χρυ­σό­στο­μος στό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό ἀ­νω­τέ­ρω ρη­τό, δεί­χνει φα­νε­ρά, ὅ­τι ὁ Θε­ο­λό­γος Ἰ­ω­άν­νης πέ­θα­νε. Στήν ὑ­πό­θε­σι πά­λι τῆς πρός Ἐ­φε­σί­ους Ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ με­γά­λου Παύ­λου, μέ τίς ἴ­δι­ες τίς λέ­ξεις τό ἴ­διο φα­νε­ρώ­νε­ται, λέ­γον­τας· «Καί ὁ μα­κά­ριος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ἔμεινε πολύ καιρό  ἐ­κεῖ (στήν Ἔ­φε­σο δη­λα­δή). Διότι ἐ­κεῖ πέθανε». Ἀλ­λά καί στόν 22ο λό­γο καί 26ο τῆς πρός Ἑ­βραί­ους ἑρ­μη­νεί­ας καί στόν 78ο λό­γο τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τοῦ κα­τά Ματ­θαῖ­ον, ὅ­που ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θέ­μα αὐ­τό, φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης πέ­θα­νε. Ἐ­πει­δή λοι­πόν φα­νε­ρά λέ­ει ὁ θεῖ­ος Χρυ­σό­στο­μος καί οἱ ἀ­ξι­ό­πι­στοι καί ἅ­γιοι ἄν­δρες, πού ἀ­να­φέρ­θη­καν πα­ρα­πά­νω, ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης πέ­θα­νε, ποι­ός εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού δέν θά συμ­φω­νή­ση μέ αὐ­τούς; Ἤ ποι­ός θά σκε­φθῆ γι’ αὐ­τό τό θέ­μα δι­α­φο­ρε­τι­κά;



[1]      Βλέπε γι’ αὐτούς καί στό Συναξάρι τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου κατά τήν 23η  τοῦ Ὀκτωβρίου.

 

[2] Τί δηλώνουν οἱ λαχνοί αὐτοί, βλέπε στήν ὑποσημείωσι τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Κορνηλίου, κατά τήν 13η τοῦ παρόντος μηνός.

[3]  Ὁ θεῖ­ος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής συμ­πε­ραί­νει, ὅ­τι αὐ­τός ὁ μέ­γας Ἰ­ω­άν­νης ἐ­ξω­ρί­σθη­κε στήν Πά­τμο κα­τά τό τε­λευ­ταῖ­ο ἔ­τος τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Δο­με­τια­νοῦ· δη­λα­δή κα­τά τό 15ο ἔ­τος αὐ­τοῦ, δι­ό­τι τό­σα ἔ­τη βα­σί­λευ­σε· δη­λα­δή κα­τά τό 95ο ἔ­τος ἀ­πό τήν γέν­νη­σι τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­πως χρο­νο­λο­γεῖ ὁ Με­λέ­τιος. Ἀ­να­φέ­ρει ἀ­κό­μη καί τήν ἐ­ξο­ρί­α τοῦ ἁ­γι­ώ­τα­του Ἰ­ω­άν­νου τήν ἐ­πο­χή τοῦ Δο­με­τια­νοῦ καί ὁ θεῖ­ος Εἰ­ρη­ναῖ­ος στό 3ο καί 5ο ἀ­πό τά κε­φά­λαι­α κα­τά αἱ­ρέ­σε­ων, ὅ­που ἀ­να­φέ­ρει καί τόν χρό­νο. Καί Κλή­μης ὁ Ἀ­λε­ξαν­δρέ­ας στόν λό­γο του, «τίς ὁ σῳ­ζό­με­νος πλού­σιος». Ὁ δέ Ἀ­δρι­χώ­μιος στόν Βί­ο τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ λέ­ει, ὅ­τι ὁ Ἀ­πό­στο­λος αὐ­τός στάλ­θη­κε δε­μέ­νος ἀ­πό τήν Ἔ­φε­σο στήν Ρώ­μη, ὅ­που κοντά στήν πύλη, πού λέγεται Λατίνα, πο­τί­σθη­κε μέ φαρ­μά­κι θα­να­τη­φό­ρο καί δέν δη­λη­τη­ρι­ά­σθη­κε. Κα­τό­πιν ρί­χθη­κε μέ­σα σέ ἕ­να πι­θά­ρι γε­μᾶ­το ἀ­πό βρα­στό λά­δι κα­τά τήν 6η Μα­ΐ­ου ἡ­μέ­ρα Κυ­ρια­κή. Καί ἀ­φοῦ πα­ρέ­μει­νε καί ἀ­πό αὐ­τό ἀ­βλα­βής ἐ­ξω­ρί­σθη­κε στήν Πά­τμο ἀ­πό τόν Δο­με­τια­νό (τόμ. α΄, σελ. 164, τῆς Ἐκ­κλ. Ἱ­στορ. τοῦ Με­λε­τί­ου). Τήν πό­σι τοῦ δη­λη­τη­ρί­ου τήν ἀ­να­φέ­ρει καί ὁ θεῖ­ος Αὐ­γου­στῖ­νος στό 22ο κεφ. τῶν Μο­νο­λο­γί­ων, λέ­γον­τας· «Γιά νά γευ­θῆ αὐ­τήν (τήν γλυ­κύ­τη­τα τοῦ Θε­οῦ) ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἤ­πι­ε χω­ρίς τρόμο πο­τήρι δη­λη­τη­ρί­ου».

[4]  Ὁ ἄρ­χον­τας αὐ­τός ὀ­νο­μά­ζε­ται στό χει­ρό­γρα­φο καί στόν τυ­πω­μέ­νο Συ­να­ξα­ρι­στή ἀν­θύ­πα­τος. Τό ὄ­νο­μα αὐ­τό ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ὡς ἑ­ξῆς· ὕ­πα­τος θά πῆ, αὐ­τός ­πού εἶ­ναι ὁ ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό ὅ­λους τούς ἄλ­λους συγ­κλη­τι­κούς καί ἀ­ξι­ω­μα­τι­κούς τοῦ βα­σι­λιᾶ, δεύ­τε­ρος ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­πό τόν βα­σι­λιά. Ὅ­πως εἶ­ναι καί τώ­ρα αὐ­τός ­πού στήν τουρ­κι­κή γλῶσ­σα λέ­γε­ται βε­ζύ­ρης. Ἀν­θύ­πα­τος λοι­πόν εἶ­ναι αὐ­τός πού εἶ­ναι στήν θέ­σι τοῦ ὑ­πά­του καί ἀ­να­πλη­ρώ­νει τήν θέ­σι τοῦ ὑ­πά­του, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος λεί­πη. Ὅ­πως καί τώ­ρα εἶ­ναι αὐ­τός πού στήν τουρ­κι­κή γλῶσ­σα λέ­γε­ται κα­ϊ­μα­κά­μης. Ὅ­πως, δη­λα­δή, ὁ βε­ζύ­ρης εἶ­ναι ἐ­πί­τρο­πος τοῦ βα­σι­λιᾶ, ἔ­τσι καί ὁ κα­ϊ­μα­κά­μης πά­λι εἶ­ναι τοῦ βε­ζύ­ρη ἐ­πί­τρο­πος. Πῶς ὅ­μως ἕ­νας τό­σο με­γά­λος ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός βρι­σκό­ταν στό μι­κρό νη­σί τῆς Πά­τμου; Ἀ­πο­ρῶ. Ἀλ­λ’ ἴ­σως τό, ἀν­θύ­πα­τος νά ἐν­νο­εῖ­ται καί μέ εὐ­ρύ­τε­ρη ἔν­νοι­α, δη­λα­δή νά λέ­γε­ται ἀν­τί τοῦ ἡ­γε­μό­να καί ἄρ­χον­τα, τό ὁ­ποῖ­ο καί αὐ­τήν τήν ση­μα­σί­α ἔ­χει καί τώ­ρα ἐ­δῶ.

[5] Ὁ Δο­σί­θε­ος, στήν σε­λί­δα 13 τῆς Δω­δε­κα­βί­βλου, λέ­ει, ὅ­τι συ­νέ­γρα­ψε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο ὁ Ἰ­ω­άν­νης με­τά ἀ­πό πα­ρά­κλη­σι τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῆς Ἀ­σί­ας καί ὄ­χι τῶν Πα­τμί­ων, ὅ­πως γρά­φε­ται ἐ­δῶ. Συμ­φω­νεῖ σ’ αὐ­τό καί ὁ Με­λέ­τιος στόν πρῶ­το τό­μο τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας λέ­γον­τας, ὅ­τι στήν Ἔ­φε­σο συ­νέ­γρα­ψε ὁ Ἰ­ω­άν­νης τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τίς Ἐ­πι­στο­λές του. Συμ­βι­βά­ζει ὅ­μως καί θε­ρα­πεύ­ει τήν δι­α­φω­νί­α αὐ­τή ὁ αὐ­τός Με­λέ­τιος λέ­γον­τας, ὅ­τι προ­έ­γρα­ψε ὁ Ἰ­ω­άν­νης τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τίς Ἐ­πι­στο­λές στήν Πά­τμο, τά ἐ­ξέ­δω­σε ὅ­μως καί τά δη­μο­σί­ευ­σε στήν Ἔ­φε­σο. Σύμ­φω­να μέ τόν Δο­σί­θε­ο ἔ­γρα­ψε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο κα­τά τό 64ο ἔ­τος ἀ­πό τήν τα­φή ἤ ἀ­πό τήν Ἀ­νά­λη­ψι τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἤ σύμ­φω­να μέ  ἄλ­λους, με­τά ἀ­πό ἕ­ξι χρό­νια ἀ­πό τήν ἀ­νά­λη­ψι καί με­τά δύ­ο χρό­νια ἀ­πό τή συγ­γρα­φή τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, ἡ ὁ­ποί­α, σύμ­φω­να μέ τόν Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο, εἶ­ναι τό δυ­σκο­λώ­τε­ρο βι­βλί­ο ἀ­πό ὅ­λα τα βι­βλί­α, πού ὑ­πάρ­χουν στόν κό­σμο καί ἡ σκο­τει­νό­τα­τη καί δυ­σκο­λώ­τα­τη βί­βλος σύμ­φω­να μέ τόν Με­λέ­τιο. Ἄρ­χι­σε δέ ἀ­πό τήν προ­αι­ώ­νια Γέν­νη­σι τοῦ Κυ­ρί­ου καί τήν ἄ­φη­σε στό τέ­λος κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­αν, γιά τούς αἱ­ρε­τι­κούς τοῦ και­ροῦ ἐ­κεί­νου, τόν Ἐ­βί­ω­να καί τόν Κή­ριν­θο, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀρ­νοῦν­ταν τήν θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ καί γιά στε­ρέ­ω­σι τῶν εὐ­σε­βῶν καί ἀν­τίρ­ρη­σι τῶν Γνω­στι­κῶν λε­γο­μέ­νων αἱ­ρε­τι­κῶν καί αὐ­τῶν τῶν Νι­κο­λα­ϊ­τῶν, ὅ­πως λέ­ει ὁ Εἰ­ρη­ναῖ­ος, ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος καί ὁ Ἐ­πι­φά­νιος. Ἔ­γρα­ψε τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψι τέσ­σε­ρα χρό­νια πρίν ἀ­πό τήν κοί­μη­σί του, σύμ­φω­να μέ τόν Με­λέ­τιο.

Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι ὁ Ἅ­γιος Πέ­τρος ὁ Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ζη­σε στό τέλ­ος τοῦ δεύ­τε­ρου αἰ­ῶ­να, λέ­ει στό Χρο­νι­κό, πού ἐκ­δό­θη­κε μα­ζί μέ τά βι­βλί­α τῆς Βυ­ζαν­τί­δας, ὅ­τι τό ἰ­δι­ό­χει­ρο Εὐ­αγ­γέ­λιο αὐ­τοῦ τοῦ θεί­ου Ἰ­ω­άν­νου μέ­χρι τώ­ρα φυ­λά­γε­ται μέ τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ στήν ἁ­γι­ώ­τα­τη Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἐ­φε­σί­ων καί ἐ­κεῖ προ­σκυ­νεῖ­ται ἀ­πό τούς πι­στούς. Αὐ­τό πε­ρι­έ­χει καί τό ὅ­τι τρί­τη ὥ­ρα ἦ­ταν, ὅ­ταν ὁ Χρι­στός σταυ­ρώ­θη­κε, ὅ­πως ἐ­πί­σης πε­ρι­έ­χει καί τά ἀ­κρι­βῆ χει­ρό­γρα­φα. Βλέ­πε στήν 20ή ση­μεί­ω­σι Νι­κη­φό­ρου τοῦ Θε­ο­τό­κη στήν με­τά­φρα­σι Κλή­μεν­τος τοῦ Κα­νο­νι­κοῦ στήν ἀ­να­σκευ­ή τῆς τε­λευ­ταί­α δι­ερ­μη­νευ­θεί­σης Δι­α­θή­κης. Βλέ­πε καί στήν 20ή τοῦ Δε­κεμ­βρί­ου στήν ὑ­πο­ση­μεί­ω­σι τοῦ Συ­να­ξα­ρί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­γνα­τί­ου. Στήν νε­ο­τύ­πω­τη Ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δα γρά­φε­ται, ὅ­τι ἐ­πί τοῦ Δο­με­τια­νοῦ, κα­τά τό ἔ­τος 96, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ω­άν­νης στάλ­θη­κε δέ­σμιος ἀ­πό τήν Ἀ­σί­α στήν Ρώ­μη ἀ­πό τόν ἀν­θύ­πα­το, ὅ­που το­πο­θε­τή­θη­κε μέ­σα σέ λέ­βη­τα γεμᾶτο ἀ­πό λά­δι βρα­στό καί ἀ­βλα­βής δι­α­φυ­λά­χθη­κε, ὅ­πως γρά­φει ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος, βι­βλ. α΄. Κα­τό­πιν ἐ­ξω­ρί­σθη­κε ἐ­κεῖ στήν Πά­τμο καί συ­νέ­γρα­ψε τήν θεί­α Ἀ­πο­κά­λυ­ψι, κα­τά τά ἔ­τη τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Δο­με­τια­νοῦ σύμ­φω­να μέ τόν Εἰ­ρη­ναῖ­ο καί τόν Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο. Τά λό­για ἐ­κεῖ­να πού γρά­φει ὁ Ἰ­ω­άν­νης στήν Κα­θο­λι­κή πρώ­τη Ἐ­πι­στο­λή του, δη­λα­δή, τό «Τρεῖς εἰ­σίν οἱ μαρ­τυ­ροῦν­τες ἐν τῷ οὐ­ρα­νῷ, ὁ Πα­τήρ, ὁ Λό­γος, καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Καί οὗ­τοι οἱ τρεῖς ἕν εἰ­σι. Καί τρεῖς εἰ­σίν οἱ μαρ­τυ­ροῦν­τες ἐν τῇ γῇ, τό Πνεῦ­μα, τό Ὕ­δωρ, καί τό Αἷ­μα, καί οἱ τρεῖς οὗτοι ἕν εἰ­σι» (κεφ. 5,7)· αὐ­τά, λέ­ω, τά λό­για, ἄλ­λοι ὄ­χι σω­στά, τά θε­ω­ροῦν ὡς νό­θα, ἐ­πει­δή σέ πολ­λά ἀρ­χαῖα χει­ρό­γρα­φα δέν πε­ρι­έ­χον­ται, ἀλ­λ’ αὐ­τά βρί­σκον­ται σέ ἄ­φθο­να ἀν­τί­γρα­φα. Ἔ­τσι καί ὁ νε­ώ­τε­ρος Σι­μώ­νιος ὁ­μο­λο­γεῖ ὅ­τι βρῆ­κε τά λό­για αὐ­τά σέ δι­α­κό­σια ἀν­τί­γρα­φα ἀρ­χαι­ό­τα­τα. Τά ὅ­σα πά­λι ἀν­τί­γρα­φα βρῆ­κε, τά ὁ­ποῖ­α δέν πε­ρι­έ­χουν τά λό­για αὐ­τά, δέν ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἑ­ξα­κό­σια χρό­νια. Ἀ­να­φέ­ρον­ται τά λό­για αὐ­τά καί ἀ­πό τόν Τερ­τυλ­λια­νό στό πρῶ­το βι­βλί­ο κα­τά Πρα­ξέ­ου, στό 25ο  κε­φά­λαι­ο. Καί ἀ­πό τόν Κυ­πρια­νό στήν ἐ­πι­στο­λή πρός Ἰ­ω­βι­νια­νό στό κε­φά­λαι­ο πε­ρί μο­νά­δος. Καί οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἀ­φρι­κῆς, τε­τρα­κό­σιοι τό­σοι Ἐ­πί­σκο­ποι, ἐκ­θέ­τον­τας τήν πί­στι τους στόν Οὐ­νε­ρί­κο στόν βα­σι­λιά τῶν Ἀ­ρεια­νῶν Οὐ­αν­δάλ­λων, κα­τά τό ἔ­τος 484, τά ἴ­δια λό­για ἀ­να­φέ­ρουν ἐ­πί λέ­ξει. Ἀλ­λά καί ὁ νε­ώ­τε­ρος Καλ­μέ­τος ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται ἐ­κεί­νους πού ὑ­πε­ρα­σπί­σθη­καν τήν αὐ­θεν­τί­α τῶν λό­γων αὐ­τῶν ἐ­ναν­τί­ον ἐ­κεί­νων πού τούς ἀρ­νοῦν­ται. Εἴ­πα­με καί ἐ­μεῖς με­ρι­κά στήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν Κα­θο­λι­κῶν Ἐ­πι­στο­λῶν.

[6] Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι ἐσφαλμένα ἀναφέρεται στόν ­τυ­πω­μέ­νο Συ­να­ξα­ρι­στή, ὅ­τι, πρίν νά ἐ­ξο­ρι­σθῆ στήν Πά­τμο ὁ Ἰ­ω­άν­νης, πα­ρέ­δω­σε τόν νέ­ο αὐτόν στόν Ἐ­πί­σκο­πο. Διοτι δι­η­γεῖ­ται ὁ Κλήμης ὁ Στρω­μα­τᾶς στόν λόγο «Τίς ὁ σῳ­ζό­με­νος πλού­σιος», ὅ­τι με­τά τήν ἐ­ξο­ρί­α τόν πα­ρέ­δω­σε στόν Ἐπίσκοπο, ὅπως γράφεται καί στόν χειρόγραφο Συ­να­ξα­ρι­στή.

[7]  Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι τό, «ὁ ἥ­λιος ἀ­νέ­τει­λε καί αὐ­τός τό πνεῦ­μα πα­ρέ­δω­σε», δέν γρά­φε­ται στόν χει­ρό­γρα­φο Συ­να­ξα­ρι­στή, ἀλ­λά στόν τυ­πω­μέ­νο. Ὅ­πως καί τό ἀ­νω­τέ­ρω λό­γιο, δη­λα­δή τό, «ἦ­ταν δέ ὁ και­ρός πρός ὄρ­θρον». Ἐ­κοι­μή­θη δέ ὁ θεῖ­ος Ἰ­ω­άν­νης κα­τά τό 68ο ἔ­τος ἀ­πό τό πά­θος ἤ ἀ­πό τήν Ἀ­νά­λη­ψι τοῦ Κυ­ρί­ου, κα­τά τόν τρί­το χρό­νο τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τοῦ Τρα­ϊ­α­νοῦ.

 

 

[8]  Ὁ Θε­ο­φύ­λα­κτος Βουλ­γα­ρί­ας τό, “ἕ­ως ἔρ­χο­μια”, τό ἐ­νό­η­σε ἀν­τί τοῦ, “ἕ­ως ὅ­του νά ἔλ­θω στόν και­ρό τῆς ἁ­λώ­σε­ως τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων”. Δι­ό­τι πολ­λές φο­ρές ἔ­λευ­σις λέ­γε­ται ἡ τι­μω­ρί­α καί ἡ ἐκ­δί­κη­σις. Ἄλ­λοι πά­λι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται, ὅ­τι «ἕ­ως τό­τε θέ­λω νά πα­ρα­μέ­νη ὁ Ἰ­ω­άν­νης στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἕ­ως ὅ­του νά ἔλ­θω»· δη­λα­δή ‘ἕ­ως ὅ­του νά ἔλ­θω στήν κοί­μη­σι τῆς μη­τέ­ρας μου γιά νά πα­ρα­λά­βω τήν ἁ­γί­α της ψυ­χή’. Δι­ό­τι μέ­χρι τό­τε ὁ Ἰ­ω­άν­νης πα­ρέ­μει­νε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, προ­νο­ῶντας καί φρον­τί­ζον­τας τήν Θε­ο­τό­κο. Δι­ό­τι τήν «πα­ρέ­λα­βε στά ἴ­δια». Καί ὅ­ταν κοι­μή­θη­κε ἐ­κεί­νη, τό­τε αὐ­τός ἐ­ξῆλ­θε ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί πῆ­γε στήν Ἔ­φε­σο, κη­ρύτ­τον­τας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, ὅ­πως λέ­χθη­κε πα­ρα­πά­νω στό πα­ρόν Συ­να­ξά­ρι. Ὁ δέ Νι­κη­φό­ρος Βλεμ­μί­δης στό ἐγ­κώ­μιό του πρός αὐ­τόν τόν Θε­ο­λό­γο, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Εὐ­αγ­γε­λι­στῇ θε­ο­λό­γῳ», λέ­ει, ὅ­τι αὐ­τός ὄ­χι μό­νο με­τέ­στη, ἀλ­λά καί ἀ­να­στή­θη­κε. «Κοι­μήθηκε καί πέθανε· κατόπιν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀλλάζοντας πέταξε ἀπό ἐπάνω του τήν φθορά καί ἔγινε ἄφθαρτος» καί θά ἔλ­θη λέ­ει σέ ἄ­φθαρτο σῶ­μα, γιά νά ἐ­λέγ­ξη τόν Ἀν­τί­χρι­στο. Συμ­φω­νεῖ μέ αὐ­τό καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Εὐ­γε­νι­κός, ὁ ἀ­δελ­φός τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου τοῦ Ἐ­φέ­σου καί Εὐ­γε­νι­κοῦ, λέ­γον­τας στούς οἴ­κους πού φι­λο­πό­νη­σε στόν Θε­ο­λό­γο τά ἑ­ξῆς:

         «Χαῖ­ρε, ὅ­τι με­τα­στά­σε­ως συμ­με­τέ­σχες ὡς υἱ­ός.

        Χαῖ­ρε, ὅ­τι ἀ­να­στά­σε­ως, οἷα Λό­γου ἀ­δελ­φός».

 Ση­μει­ώ­νου­με ἐ­δῶ ὅ­τι σ’ αὐ­τόν τόν μέ­γα Θε­ο­λό­γο ἐγ­κώ­μιο ἔ­χει ὁ Στου­δί­της Θε­ό­δω­ρος, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Οὐ­ρα­νοῦ προ­κει­μέ­νου», ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Ἑ­ορ­τήν ἄ­γο­μεν σή­με­ρον» (στό Πρω­τᾶ­το), ὁ Φι­λα­δελ­φεί­ας Μα­κά­ριος ὁ Χρυ­σο­κέ­φα­λος, ὁ ρη­θείς Βλεμ­μί­δης (πού βρί­σκε­ται στό Μο­να­στήρι τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος), ὁ Χρυ­σό­στο­μος δύ­ο, ὅ­που στόν δεύ­τε­ρο λό­γο λέ­ει, ὅ­τι ὁ Θε­ο­λό­γος αὐ­τός ἀ­νέ­στη­σε ἕ­ναν Ἱ­ε­ρέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος σκο­τώ­θη­κε ἀ­πό κά­ποια ­κο­λώ­να καί προ­σφέρ­θη­κε νε­κρός στήν θύ­ρα τοῦ θεί­ου να­οῦ του. Ἐγ­κώ­μιο ἁ­πλό καί γλα­φυ­ρό αὐ­τοῦ βρί­σκε­ται στήν Ἱ­ε­ρή Σάλ­πιγ­γα τοῦ Μα­κα­ρί­ου. Κα­νό­ν­ες ὀ­κτω­ή­χους ἔ­χει σ’ αὐ­τόν ὁ ὑ­μνο­γρά­φος Ἰ­ω­σήφ. Φι­λο­πό­νη­σε σ’ αὐ­τόν καί ἡ δι­κή μου ἀ­δυ­να­μί­α δύ­ο Κα­νό­νες, πού  ὅ­λοι μα­ζί τυ­πώ­θη­καν. Ἀλ­λά καί ὁ Νι­κή­τας ὁ Ρή­τωρ ἔ­πλε­ξε σ’ αὐ­τόν ἐγ­κώ­μιο, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Ὁ τόν μέ­γαν τῆς βρον­τῆς γό­νον». (Σῴ­ζε­ται στήν Λαύ­ρα, στήν τῶν Ἰ­βή­ρων καί στήν τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου.) Ἔ­χει ἀ­κό­μη καί λό­γο στόν Θε­ο­λό­γο ὁ Με­τα­φρα­στής, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Ὅ­τι μή πο­λύ τῶν Ἀγ­γέ­λων». (Σῴ­ζε­ται στήν Λαύ­ρα καί στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τῶν Ἰ­βή­ρων). Βλέ­πε καί στήν 8η τοῦ M­α­ΐ­ου.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης