Τῷ αὐτῷ μηνί Κ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ζαχαρίας, ὁ μαρτυρήσας ἐν ταῖς παλαιαῖς Πάτραις τῆς Πελοποννήσου κατά τό 1782 ἔτος, τά σκέλη σχισθείς, τελειοῦται.

Τῷ αὐτῷ μηνί Κ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου.

 Αὐ­τός ὁ Ὅ­σιος Πα­τήρ ἡ­μῶν καί Μέ­γας Εὐ­θύ­μιος, ἔ­ζη­σε στά χρόνια τοῦ βα­σι­λέ­ως Γρα­τια­νοῦ, κα­τά τό ἔ­τος 377[43], κα­τα­γό­με­νος ἀ­πό τήν Με­λι­τι­νή, πού βρί­σκε­ται στήν Ἀρ­με­νί­α, υἱ­ός γο­νέ­ων εὐ­σε­βῶν καί πι­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὠ­νο­μά­ζον­ταν Παῦ­λος καί Δι­ο­νυ­σί­α. Καί ὅ­πως ὁ Πρό­δρο­μος Ἰ­ω­άν­νης γεν­νή­θη­κε ἀ­πό στεί­ρα μη­τέ­ρα, ἔ­τσι καί ὁ Ὅ­σιος Αὐ­τός Εὐ­θύ­μιος γεν­νή­θη­κε ἀ­πό στεί­ρα, καί ἔ­λα­βε τό ὄ­νο­μα Εὐ­θύ­μιος ἀ­πό τόν Θε­ό, πρό τοῦ νά συλ­λη­φθῆ. Ἐ­πει­δή δη­λα­δή οἱ γο­νεῖς του πα­ρα­κα­λοῦ­σαν τόν Θε­ό νά τούς δώ­ση τέ­κνο, γι’ αὐ­τό τούς δό­θη­κε φω­νή ἀ­πό Ἄγ­γε­λο πού ἔ­λε­γε, νά εὐ­θυ­μοῦν καί νά χαί­ρων­ται. Ἤ μᾶλ­λον νά εὐ­θυ­μοῦν καί νά χαί­ρων­ται ὅ­λοι καί ὄ­χι μό­νον οἱ γο­νεῖς του. Δι­ό­τι μα­ζί μέ τήν γέν­νη­σι τοῦ παι­διοῦ θά κα­τα­λυ­θῆ κά­θε αἵ­ρε­σις καί κά­θε εἰ­ρή­νη θά χα­ρι­σθῆ στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Γι’  αὐ­τή λοι­πόν τήν αἰ­τί­α ὠ­νο­μά­σθη­κε ὁ Ὅ­σιος Αὐ­τός Εὐ­θύ­μιος. Ἀ­φοῦ λοι­πόν πέ­θα­νε ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Ἁ­γί­ου, προ­σφέρ­θη­κε ὁ Ὅ­σιος ἀ­πό τήν μη­τέ­ρα του στόν Εὐ­τρώ­ιο, τόν Ἐ­πί­σκο­πο τῆς Με­λι­τι­νῆς, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο συ­να­ριθ­μή­θη­κε στό τάγ­μα τῶν κλη­ρι­κῶν, δη­λα­δή ἔ­γι­νε Ἀ­να­γνώ­στης. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἱ­κα­νός στήν παι­δεί­α τῶν ἱ­ε­ρῶν μα­θη­μά­των καί ὑ­πε­ρέ­βα­λε ὅ­λους τούς ἐ­να­ρέ­τους στήν αὔ­ξη­σι τῆς ἀ­σκή­σε­ως καί τῆς ἀ­ρε­τῆς, γιά τόν λό­γο αὐ­τόν ἀ­ναγ­κά­σθη­κε νά χει­ρο­το­νη­θῆ Πρε­σβύ­τε­ρος καί νά δε­χθῆ τήν προ­στα­σί­α καί τήν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­σκη­τη­ρί­ων καί Μο­να­στη­ρί­ων. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στήν ἡ­λι­κί­α τῶν εἰ­κο­σι­εν­νέ­α ἐ­τῶν, πῆ­γε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί συγ­κα­τοί­κη­σε μέ τόν Ὅ­σιο Θε­ό­κτι­στο σέ ἕ­να σπή­λαι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο βρι­σκό­ταν στό βου­νό. Ἐ­κεῖ κα­τοι­κῶν­τας ὁ Ὅ­σιος, πολ­λούς ἀν­θρώ­πους ἐ­λευ­θέ­ρω­σε ἀ­πό φο­βε­ρά πά­θη καί ἀ­σθέ­νει­ες.

Λέ­γε­ται δέ, ὅ­τι καί ὁ Ὅ­σιος αὐ­τός ἀ­πό πο­λύ λί­γα ψω­μιά ἔ­θρε­ψε τε­τρα­κό­σιους ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦλ­θαν στό Μο­να­στή­ρι. Καί ὄ­χι μό­νο αὐ­τός ἔ­λυ­σε τήν στεί­ρω­σι τῆς μη­τέ­ρας του καί γεν­νή­θη­κε, ἀλ­λά καί ἄλ­λες στεῖ­ρες καί ἄ­τε­κνες γυ­ναῖ­κες ἀ­πέ­δει­ξε γό­νι­μες καί πο­λύ­τε­κνες μέ τήν προ­σευ­χή του. Αὐ­τός ἄ­νοι­ξε τίς πύ­λες τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­πως καί ὁ Μέ­γας Ἠ­λί­ας καί ἔ­φε­ρε βρο­χή καί μέ αὐ­τήν θε­ρά­πευ­σε τήν γῆ, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­πα­σχε ἀ­πό ἀ­καρ­πί­α. Φα­νέ­ρω­σε ἀ­κό­μη τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή λαμ­πρό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς τοῦ θεί­ου Εὐ­θυ­μί­ου, ὁ στῦ­λος τοῦ πυ­ρός, τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­δαν οἱ πα­ρευ­ρι­σκό­με­νοι, ὅ­τι κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τούς οὐ­ρα­νούς, τόν και­ρό πού τε­λοῦ­σε ὁ Ἅ­γιος τήν ἀ­ναί­μα­κτη θυ­σί­α καί ἔ­λαμ­πε τόν Ὅ­σιο μέ­χρι πού τε­λεί­ω­σε ὁ και­ρός τῆς ἱ­ε­ρουρ­γί­ας. Ἀ­πό­δει­ξις ὅ­μως καί ση­μεῖ­ο τῆς τε­λεί­ας κα­θα­ρό­τη­τος καί ἁ­γνεί­ας τοῦ Ὁ­σί­ου αὐ­τοῦ ἐ­στά­θη τό νά βλέ­πη νο­ε­ρά μέ τό δι­ο­ρα­τι­κό ὄμ­μα τῆς ψυ­χῆς τίς δι­α­θέ­σεις καί κα­τα­στά­σεις τῶν ψυ­χῶν ἐ­κεί­νων, πού πλη­σί­α­ζαν γιά νά με­τα­λά­βουν τά ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια· δη­λα­δή, ποι­ός με­τα­λαμ­βά­νει μέ κα­θα­ρή συ­νεί­δη­σι, ποι­ός μέ μο­λυ­σμέ­νη. Καί ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στό ἐν­νε­νη­κο­στό ἕ­βδο­μο χρό­νο τῆς ζω­ῆς του, πρός Κύ­ριον ἐ­ξε­δή­μη­σε.

Ἦ­ταν ὡς πρός τήν μορ­φή τοῦ προ­σώ­που, χα­ρού­με­νος. Ὡς πρός τόν χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς ψυ­χῆς ἦ­ταν εὐ­κο­λο­πλη­σί­α­στος καί ἁ­πλός. Ὡς πρός τό χρῶ­μα, ἦ­ταν ἄ­σπρος. Καί ὡς πρός τό μέ­γε­θος καί τό ἀ­νά­στη­μα τοῦ σώ­μα­τος, ἦ­ταν εὐ­πρε­πής καί σε­μνός. Εἶ­χε τίς τρί­χες ἄ­σπρες καί τό γέ­νιο μα­κρύ μέ­χρι τούς μοι­ρούς του.

   Λέ­νε ἀ­κό­μη γιά τόν Ἅ­γιο αὐ­τόν, ὅ­τι ὅ­ταν ἕ­νας Μο­να­χός ἐ­πρό­κει­το νά πε­θά­νη, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ἀ­πό τούς πολ­λούς ὡς πρός τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά φαι­νό­με­να, ὅ­τι ἦ­ταν συ­νε­τός καί ἐγ­κρα­τής καί ἅ­γιος, ἐ­νῷ μέ­σα στήν καρ­διά του ἦ­ταν ἀ­κό­λα­στος καί ἀ­κρα­τής, ἐ­πει­δή συγ­κα­τέ­βαι­νε καί γλυ­και­νό­ταν στούς αἰ­σχρούς λο­γι­σμούς· ὅ­ταν, λέ­ω, ὁ Μο­να­χός Αὐ­τός ἐ­πρό­κει­το νά πε­θά­νη, ἔ­βλε­πε ὁ μα­κά­ριος Εὐ­θύ­μιος ἕ­ναν Ἄγ­γε­λο, πού κρα­τοῦ­σε ἕ­να κον­τά­ρι μέ τρί­α δόν­τια, καί μέ αὐ­τό ἔ­βγα­ζε βί­αι­α τήν ψυ­χή τοῦ ἀ­θλί­ου μο­να­χοῦ ἐ­κεί­νου, καί εὐ­θύς ἄ­κου­γε καί φω­νή, ἡ ὁ­ποί­α φα­νέ­ρω­νε τίς κρυ­πτές καί αἰ­σχρές τοῦ ἀ­πο­θα­νόν­τος σκέ­ψεις[44]. Τε­λεῖ­ται ἡ του Ὁ­σί­ου Σύ­να­ξις στήν ἁ­γι­ώ­τα­τη Μεγάλη Ἐκκλησία. (Τόν ἐκτενῆ Βίο τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ βλέπε στό Ἐκλόγιο[45].)

 Μνήμη τοῦ μακαρίου Πέτρου τοῦ τελώνου.

Αὐ­τός ἔ­ζη­σε στά χρό­νια τοῦ βα­σι­λιᾶ Ἰ­ου­στι­νια­νοῦ, κα­τά τό ἔ­τος 530, πα­τρί­κιος ὄν­τας στήν ἀ­ξί­α καί ἔ­χον­τας τήν δι­οί­κη­σι ὅ­λης τῆς Ἀ­φρι­κῆς. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ἦ­ταν πο­λύ ἄ­σπλαγ­χνος καί ἀ­νε­λε­ή­μων, γι’ αὐ­τό ἔ­λα­βε ἐ­πω­νυ­μί­α καί ὠ­νο­μα­ζό­ταν ἀ­πό ὅ­λους τσιγ­γού­νης (φει­δω­λός).

Μί­α φο­ρά ὅ­μως ἕ­νας πτω­χός πῆ­γε σ’ αὐ­τόν δοι­κι­μα­στι­κά καί φορ­τι­κά ζη­τοῦ­σε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ὁ δέ Πέ­τρος θυ­μω­μέ­νος ἅρ­πα­ξε ἕ­να ψω­μί ἀ­πό τά ζε­στά ψω­μιά, πού τό­τε ἔ­τυ­χε νά φέρ­νη ὁ δοῦ­λος του ἀ­πό τόν φοῦρ­νο καί τό ἔρ­ρι­ξε σάν πέ­τρα ἐ­πά­νω στόν πτω­χό. Ὁ πτω­χός ἅρ­πα­ξε τό ψω­μί καί ἔ­φυ­γε. Δέν πέ­ρα­σαν δύ­ο ἡ­μέ­ρες καί ὁ Πέ­τρος πέ­φτει σέ μί­α βα­ρειά ἀ­σθέ­νεια καί στήν ἀ­σθέ­νεια βλέ­πει τόν ἑ­αυ­τό του πού ἐ­ζη­τεῖ­το νά δώ­ση ἀ­πο­λο­γί­α γιά τά ὅ­σα ἔ­πρα­ξε. Κα­τό­πιν ἔ­βλε­πε, ὅ­τι ἐ­κεῖ ἦ­ταν καί μί­α ζυ­γα­ριά, ὅ­που ἔ­βλε­πε ὅ­τι στό ἀ­ρι­στε­ρό μέ­ρος της συγ­κεν­τρώ­νον­ταν με­ρι­κοί μαῦ­ροι καί το­πο­θε­τοῦ­σαν τίς κα­κές του πρά­ξεις, ἐ­νῷ στό δε­ξιό μέ­ρος τῆς ζυ­γα­ριᾶς ἔ­βλε­πε με­ρι­κούς ἄν­δρες ἀ­σπρο­φό­ρους καί ὡ­ραί­ους στό πρό­σω­πο, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν εὕ­ρι­σκαν κά­ποι­ο ἄλ­λο κα­λό νά βά­λουν, γιά νά ἔ­χη τό ἴ­διο βά­ρος μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό, πα­ρά μό­νο ἐ­κεῖ­νο τό ψω­μί, πού ἔρ­ρι­ξε ἐ­ναν­τί­ον τοῦ φτω­χοῦ.

Ὅ­ταν εἶ­δε αὐ­τά ὁ Πέ­τρος, ἦλ­θε στόν ἑ­αυ­τό του. Καί μό­λις ση­κώ­θη­κε ἀ­πό τήν ἀ­σθέ­νεια, μοί­ρα­σε στούς φτω­χούς ὄ­χι μό­νο ὅ­λη του τήν πε­ρι­ου­σί­α, ἀλ­λά καί αὐ­τά τά ἴ­δια τά ροῦ­χα, πού φο­ροῦ­σε τά ἔ­δω­σε σέ ἕ­ναν φτω­χό. Ἐ­πει­δή ὅ­μως εἶ­δε στό ὄ­νει­ρό του τόν Χρι­στό, πού φο­ροῦ­σε τά ροῦ­χα ἐ­κεῖ­να, γι’  αὐ­τό ὁ μα­κά­ριος πού­λη­σε καί τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό του καί τήν τι­μή τήν ἔ­δω­σε στούς φτω­χούς.

Μά­λι­στα πού­λη­σε τόν ἑ­αυ­τό του σέ ἕ­να ἀ­φεν­τι­κό, πού ἦ­ταν ὡς πρός τήν τέ­χνη χρυ­σο­χό­ος. Ἐ­πει­δή ὅ­μως, κα­τό­πιν ἔ­βλε­πε ὁ μα­κά­ριος, ὅ­τι θά γι­νό­ταν γνω­στός ποι­ός εἶ­ναι, γι’ αὐ­τό θέ­λον­τας νά φύ­γη ἀ­πό τό σπί­τι τοῦ ἀ­φεν­τι­κοῦ του, εἶ­πε στόν θυ­ρω­ρό, πού ἦ­ταν κου­φός καί βου­βός· «Ἐν ὀ­νό­μα­τι Χρι­στοῦ, ἄ­κου­σέ με καί ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα». Καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, ἀ­μέ­σως ὁ πρίν κου­φός καί βου­βός μι­λοῦ­σε καί ἄ­κου­γε. Τό­τε βγαί­νον­τας ἔ­ξω ἔ­φυ­γε καί πῆ­γε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἀ­πό ἐ­κεῖ πά­λι, ἀ­φοῦ ἀ­νε­χώ­ρη­σε πῆ­γε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, ὅ­που καί ἀ­να­παύ­θηκε ἐν Κυ­ρί­ῳ καί ἐν­τα­φι­ά­σθη­κε στήν το­πο­θε­σί­α, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται «τοῦ Βο­ός», σέ δι­κή του κα­τοι­κί­α.

  Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ζαχαρίας, ὁ μαρτυρήσας ἐν ταῖς παλαιαῖς Πάτραις τῆς Πελοποννήσου κατά τό 1782 ἔτος, τά σκέλη σχισθείς, τελειοῦται.

Αὐ­τός ὁ νέ­ος ἀ­θλη­τής ἦ­ταν ἀ­πό τήν ἐ­παρ­χί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ἄρ­της, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἐξ αἰτίας κά­ποι­ου γε­γο­νό­τος πού εἶ­χε συμ­βῆ, ἀρ­νή­θη­κε τόν Χρι­στό καί ἔ­γι­νε Τοῦρ­κος. Ἔ­πει­τα ­πῆ­γε στήν Πα­λαι­ά Πά­τρα καί, κα­θώς ἦ­ταν γου­να­ράς στό ἐ­πάγ­γελ­μα, ἄ­νοι­ξε ἐρ­γα­στή­ριο καί ἐ­ξα­σκοῦ­σε τήν τέ­χνη του. Εἶ­χε δέ κρυ­φά τό βι­βλί­ο, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται «Ἁ­μαρ­τω­λῶν Σω­τη­ρί­α» καί δι­α­βά­ζον­τάς το συ­χνά, ἔ­φθα­σε σέ ἄ­κρα με­τά­νοι­α, κλαί­γον­τας πι­κρῶς γιά τό κα­κό πού ἔ­πα­θε καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε θερ­μά τόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό νά τόν ἀ­ξι­ώ­ση νά βρῆ τήν σω­τη­ρί­α του. Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν ρώ­τη­σε ἕ­ναν Χρι­στια­νό φί­λο του καί ἔ­μα­θε πώς ἦ­ταν ἐ­κεῖ ἕ­νας ἐ­νά­ρε­τος καί ἔμ­πει­ρος πνευ­μα­τι­κός, πῆ­γε τήν νύ­χτα σ’ αὐ­τόν καί ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε τήν ἁ­μαρ­τί­α του καί τόν σκο­πό πού εἶ­χε γιά νά ὁ­μι­λή­ση εἰ­λι­κρι­νά καί νά ὁ­μο­λο­γή­ση τόν Χρι­στό, πού ἀρ­νή­θη­κε. Ὁ δέ πνευ­μα­τι­κός τοῦ εἶ­πε, ὅ­τι μο­λο­νό­τι ὁ λο­γι­σμός σου πη­γά­ζει μέ με­γά­λη προ­θυ­μί­α μέ­σα ἀ­πό τήν καρ­διά σου, ὅ­μως δέν πρέ­πει νά τόν βά­λου­με ἀ­μέ­σως σέ πρᾶ­ξι. Δι­ό­τι, πολ­λές φο­ρές ὁ δι­ά­βο­λος συ­νη­θί­ζει νά πλα­νᾶ τούς ἀν­θρώ­πους ἀ­πό τά αἴ­σια, προ­βάλ­λον­τάς τους κα­λούς λο­γι­σμούς. Γι’ αὐτό ἄς δο­κι­μά­σου­με, τέ­κνο, τόν λο­γι­σμό σου, ἐ­άν εἶ­ναι ἀ­πό τόν Θε­ό. Πή­γαι­νε λοι­πόν στό ἐρ­γα­στή­ριό σου καί μέ­νε κλει­σμέ­νος σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες προ­σευ­χό­με­νος, μέ νη­στεί­α καί δι­α­βά­ζον­τας τό βι­βλί­ο, πού εἶ­πες πώς ἔ­χεις. Θά κά­νω καί ἐ­γώ τά ἴ­δια στό κελ­λί μου γιά τήν ἀ­γά­πη σου. Καί τό­τε ἔ­λα νά ἀν­τα­μώ­σου­με πά­λι». Δέ­χε­ται μέ χα­ρά ὁ Ζα­χα­ρί­ας τήν συμ­βου­λή τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ, κλεί­νε­ται στό ἐρ­γα­στή­ριό του καί ἀρ­χί­ζει προ­θύ­μως νά ἐ­κτε­λῆ τήν προ­στα­γή τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ. Ὅ­μως δέν μπό­ρε­σε νά ὑ­πο­φέ­ρη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό εἴ­κο­σι ἡ­μέ­ρες, δι­ό­τι ἄ­να­ψε μί­α φλό­γα στήν καρ­διά του, ἡ ὁ­ποί­α τοῦ προ­ξε­νοῦ­σε με­γά­λη ἀ­γά­πη πρός τόν Χρι­στό καί ἀ­κρά­τη­τη προ­θυ­μί­α, γιά νά δώ­ση δέ­κα ζω­ές (ἄν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά ἔ­χη) γιά τό ὄ­νο­μά του τό Ἅ­γιο. Γι’ αὐ­τό πη­γαί­νει στόν πνευ­μα­τι­κό καί, πέ­φτον­τας στά πό­δια του μέ θερ­μά δά­κρυ­α, τοῦ λέ­ει· «Εὐ­λό­γη­σέ με Πά­τερ, νά πη­γαί­νω στό Μαρ­τύ­ριο, δι­ό­τι δέν μπο­ρῶ πλέ­ον νά ὑ­πο­φέ­ρω ἀ­πό τήν φλό­γα, πού ἄ­να­ψε στήν καρ­διά μου». Ὁ πνευ­μα­τι­κός τοῦ λέ­ει, «Μά δέν εἶ­ναι και­ρός ἀ­κό­μη». Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται· «Ἦλ­θε πνευ­μα­τι­κέ καί πέ­ρα­σε καί λά­θος κά­νεις με­γά­λο νά μέ ἐμ­πο­δί­ζης».

Τό­τε τοῦ εἶ­πε ὁ πνευ­μα­τι­κός νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ ὅ­λες τίς ἁ­μαρ­τί­ες πού ἔ­πρα­ξε ὡς ἄν­θρω­πος σέ ὅ­λη του τήν ζω­ή. Καί αὐ­τός, ἀ­φοῦ ση­κώ­θη­κε στά­θη­κε μέ δε­μέ­να τά χέ­ρια ὄρ­θιος καί ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε μέ κα­τά­νυ­ξι ὅ­λα του τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Βρέ­θη­κε ὅ­μως τό­σο κα­θα­ρός, ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἄρ­νη­σι, πού ἦ­ταν ἄ­ξιος γιά ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Ὁ πνευ­μα­τι­κός πά­λι ὡς πρα­κτι­κός καί φρό­νι­μος ἄν­θρω­πος, σκέ­φθη­κε νά τοῦ κάνη καί ἄλ­λη δο­κι­μή καί ἀ­φοῦ τόν πρό­στα­ξε νά κα­θί­ση ἄρ­χι­σε νά τοῦ λέ­η· «Σκέ­ψου,τέ­κνο, κα­λά, τί πρό­κει­ται νά κά­νης, δι­ό­τι ἀ­πό τόν και­ρό τοῦ πο­λέ­μου, πού ᾖλ­θαν οἱ Ἀρ­βα­νῖ­τες στόν Μω­ρέ­α, ἔ­μα­θαν στούς ντό­πιους Τούρ­κους τό­σους τρό­πους τυ­ραν­νί­ας, γιά νά παι­δεύ­ουν τούς Χρι­στια­νούς, ὥ­στε πραγ­μα­τι­κά, ὅ­σα ἀ­κοῦ­με στούς βί­ους τῶν πα­λαι­ῶν Μαρ­τύ­ρων, δέν εἶ­ναι τί­πο­τε σχε­τι­κά μέ τοῦ­τα τῶν κα­τα­ρα­μέ­νων Ἀρ­βα­νι­τῶν. Γι’ αὐ­τό μή σκε­φθῆς, ὅ­τι, ἀ­φοῦ μι­λή­σης μέ θάρ­ρος μπρο­στά στούς ἄρ­χον­τες, πρό­κει­ται νά προ­στά­ξουν ἀ­μέ­σως νά σοῦ κό­ψουν τήν κε­φα­λή, ἀλ­λά πρέ­πει νά συλ­λο­γι­σθῆς κα­λά ὅ­λα τά ἐ­νάν­τια. Ἐ­γώ σοῦ λέ­ω, τέ­κνο, νά ἀ­φή­σης κα­τά μέ­ρος αὐ­τή τήν σκέ­ψι, πού ἔ­χεις, γιά νά μή βά­λης καί τόν ἑ­αυ­τό σου σέ με­γα­λύ­τε­ρη κό­λα­σι καί ἐ­μᾶς σέ πει­ρα­σμούς καί κιν­δύ­νους. Καί νά προ­νο­ή­σου­με τήν σω­τη­ρί­α σου μέ ἄλ­λον τρό­πο σι­γου­ρό­τε­ρο καί σοῦ ὑ­πό­σχο­μαι νά βρῆς τήν συγ­χώ­ρη­σι τῆς ἀρ­νή­σε­ώς σου. Δι­ό­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἁ­μαρ­τί­α, πού νί­κη­σε τήν εὐ­σπλαγ­χνί­α τοῦ Θε­οῦ».

Ὁ δέ εὐ­λο­γη­μέ­νος Ζα­χα­ρί­ας χα­μο­γε­λοῦ­σε ὅ­σο τά ἔ­λε­γε αὐ­τά ὁ πνευμα­τι­κός. Ἔ­πει­τα, ἀ­φοῦ κα­τσού­φια­σε λί­γο καί ἀ­να­στέ­να­ξε ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς του, ἀ­πο­κρί­θη­κε λέ­γον­τας· «Θαυ­μά­ζω πνευ­μα­τι­κέ τήν τό­ση φρό­νη­σι, πού ἔ­χεις, νά κά­θε­σαι νά μοῦ λές λό­για τῶν μω­ρῶν παι­δι­ῶν. Ἐ­γώ ἔ­χω τόν ἑ­αυ­τό μου ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο ὅ­λο στόν Χρι­στό μου καί τώ­ρα πλέ­ον δέν ἀ­νή­κω στόν ἑ­αυ­τό μου. Γι’ αὐ­τό ἔ­χω τό­ση δί­ψα, γιά νά βα­σα­νι­σθῶ γιά τόν Χρι­στό, ὥ­στε ἐ­πι­θυ­μῶ νά πά­θω, ἄν γι­νό­ταν, ἀ­κό­μη καί πε­ρισ­σό­τε­ρα βα­σα­νι­στή­ρια ἀ­πό αὐ­τά πού μοῦ εἶ­πες τῶν Ἀρ­βα­νι­τῶν. Σέ πα­ρα­κα­λῶ λοι­πόν νά μοῦ δώ­σης τήν εὐ­χή σου νά πη­γαί­νω, δι­ό­τι δέν ὑ­πο­φέ­ρω πλέ­ον τήν φλό­γα, πού αἰ­σθά­νο­μαι στήν καρ­διά μου».

Τό­τε ὁ πνευ­μα­τι­κός δό­ξα­σε τόν Θε­ό, πού τό­σο στά­λα­ξε σ’ αὐ­τόν τήν χά­ρι του. Καί δι­α­βά­ζον­τας τίς πρός ἐ­ξι­λέ­ω­σι εὐ­χές, σύμ­φω­να μέ τήν τά­ξι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, τόν ­μύ­ρω­σε καί τοῦ με­τά­δω­σε τά ἄ­χραν­τα μυ­στή­ρια. Καί ἀ­φοῦ τόν δυ­νά­μω­σε μέ τήν ἐ­που­ρά­νι­α­ τρο­φή καί τόν ἐ­ξώ­πλι­σε μέ τά πνευ­μα­τι­κά ἅρ­μα­τα, δι­ά­βα­σε στί­χο καί δι­ά­βα­σε μα­ζί πα­ρά­κλη­σι πρός τήν Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο, ἔ­πει­τα τόν εὐ­λό­γη­σε καί, σφρα­γί­ζον­τάς τον μέ τό ση­μεῖ­ο τοῦ ζω­ο­ποι­οῦ σταυ­ροῦ, τόν  ἔ­δι­ω­ξε, δί­δον­τάς του πα­ραγ­γε­λί­α νά μή με­τα­χει­ρι­σθῆ βρι­σι­ές κα­τά τῆς θρη­σκεί­ας τῶν Τούρ­κων, δι­ό­τι δέν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη. Ἀλ­λά μό­νο μέ σύν­το­μα λό­για νά κάνη τήν ἄρ­νη­σι ἐ­κεί­νης τῆς θρη­σκεί­ας καί νά ὁ­μο­λο­γή­ση τόν ἑ­αυ­τό του ὡς Χρι­στια­νό.

Τό­τε, ἀ­φοῦ ἀ­σπά­σθη­κε τήν δε­ξιά τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ὁ Ζα­χα­ρί­ας, πῆ­γε στό ἐρ­γα­στή­ριό του, καί πρῶ­τον πού­λη­σε ὅ­λα του τά ὑ­πάρ­χον­τα καί τά ἔ­δω­σε στούς φτω­χούς, κρα­τῶν­τας μό­νο πεν­τέ­μι­συ γρό­σια καί δύ­ο πα­ρά­δες. Ἔ­πει­τα πη­γαί­νει καί δί­νει τό κλει­δί τοῦ ἐρ­γα­στη­ρί­ου στόν νοι­κο­κύ­ρη μα­ζί μέ τό ἐ­νοί­κιο καί ἀ­μέ­σως ὁρ­μᾶ στόν δι­κα­στή τῆς πό­λε­ως, λέ­γον­τας δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά στούς Χρι­στια­νούς, πού συ­ναν­τοῦ­σε στόν δρό­μο, «συγ­χω­ρή­σα­τέ με, ἀ­δελ­φοί μου, καί ὁ Θε­ός ἄς σᾶς συγ­χω­ρή­ση». Συ­νάν­τη­σε δέ στόν δρό­μο καί ἕ­να φτω­χό παι­δί, πού δέν εἶ­χε ζω­νά­ρι καί ἀ­μέ­σως βγά­ζει ἕ­να με­τα­ξω­τό ζω­νά­ρι, μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν ζω­σμέ­νος καί τοῦ τό δί­νει, δί­νει καί ἕ­ναν πα­ρᾶ καί ἀ­γο­ρά­ζει λί­γο σχοι­νί καί δέ­νε­ται.

Με­τά ἀ­πό αὐ­τά ἀ­νε­βαί­νει στόν δι­κα­στή καί, μπαί­νον­τας στόν ὀν­τά του τοῦ λέ­ει· «Πολ­λά τά ἔ­τη ἀ­φέν­τη μου». Ὁ δέ δι­κα­στής ἐ­πει­δή τόν γνώ­ρι­ζε, κα­θώς τοῦ ἔρ­ρα­βε τίς γοῦ­νες του, τοῦ λέ­ει· «Καί ποῦ εἶ­ναι τό Σε­λά­μι σου ζά­βα­λη Με­ε­μέ­τη; (δι­ό­τι ἔ­τσι τόν ὠ­νό­μα­ζαν). Ἔ­λα ἐ­πά­νω, κά­θη­σε. Πές μου, τί ἔ­παθες;­». Ὁ δέ Ζα­χα­ρί­ας τοῦ λέ­ει μέ εἰ­λι­κρί­νεια με­γά­λη καί τόλ­μη· «Ἐ­γώ Με­ε­μέ­της δέν εἶ­μαι, ἀλ­λά Ζα­χα­ρί­ας. Καί ἐ­πει­δή γε­λά­σθη­κα καί ἀρ­νή­θη­κα τόν Χρι­στό τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, πού πί­στευ­α ἀ­πό γεν­νή­σε­ώς μου καί δέ­χθη­κα τήν δι­κή σας πί­στι στήν κρί­σι σας, γι’ αὐ­τόν τό λό­γο τώ­ρα πού ἦλ­θα στόν ἑ­αυ­τό μου, ἀ­να­γνώ­ρι­σα πώς γε­λά­σθη­κα καί ἦλ­θα πά­λι στήν κρί­σι σας, γιά νά ἀρ­νη­θῶ τήν πί­στι σας καί νά ντυ­θῶ τόν Χρι­στό μου, πού ἀρ­νή­θη­κα. Γι’ αὐ­τό, σέ πα­ρα­κα­λῶ, πά­ρε τοῦ­τα τά χρήματα καί στεῖ­λε τόν μου­ζού­ρη σου στόν χα­ρα­τζῆ νά μοῦ πά­ρη ἕ­να χα­ρά- τζο­χάρ­τι γιά νά ἀ­να­γνω­ρί­ζω­μαι καί ἐ­γώ πώς εἶ­μαι ρα­γιάς τοῦ πο­λυ­χρο­νε­μέ­νου βα­σι­λιᾶ μας, ὅ­πως καί οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἀ­δελ­φοί μου Χρι­στια­νοί». Ὁ δέ δι­κα­στής ἄρ­χι­σε νά τοῦ λέ­η· «Παι­δί μου Με­ε­μέτ πασ­σᾶ, ἄν σοῦ συ­νέ­βη καμ­μί­α συμ­φο­ρά καί ἔ­χα­σες τόν νοῦ σου, ἐ­γώ εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νά συγ­κεν­τρώ­σω τούς ἀ­γά­δες καί νά σοῦ δώ­σω ἀρ­κε­τή βο­ή­θεια, μό­νο φα­νέ­ρω­σέ μου τήν καρ­διά σου». Ὁ Μάρ­τυς ἀ­πε­κρί­θη­κε· «Ἐ­γώ ἀ­φέν­τη μου, πού­λη­σα ὅ­λα μου τά ὑ­πάρ­χον­τα καί τά ἔ­δω­σα ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί δέν ἔ­χω ἀ­νάγ­κη ἀ­πό χρήματα». Ὁ δι­κα­στής τοῦ λέ­ει· «Ἄλ­λο δέν συμ­βαί­νει, πα­ρά εἶ­σαι με­θυ­σμέ­νος». Ὁ Μάρ­τυς ἀ­πο­κρί­νε­ται· «Νά μή μοῦ εὐ­ο­δώ­ση ὁ Χρι­στός τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς καρ­διᾶς μου, πί­στε­ψέ με, ὅ­τι ἔ­χω τρεῖς ἡ­μέ­ρες πού δέν ἔ­βα­λα στό στό­μα μου, οὔ­τε ξε­ρό ψω­μί, οὔ­τε νε­ρό, οὔ­τε τόν συ­νη­θι­σμέ­νο κα­φέ. Ἄλ­λη ὅ­μως αἰ­τί­α πού τό κά­νω αὐ­τό, δέν ὑ­πάρ­χει, πα­ρά ἐ­κεί­νη, πού σοῦ εἶ­πα στήν ἀρ­χή. Γι’ αὐτό, πά­ρε τά χρήματα, πού ἔ­βα­λα ἐ­πά­νω στόν μπε­στα­χτά σου, γιά νά τά στεί­λης νά πά­ρης τό χα­ρα­τζο­χάρ­τι μου». Τό­τε βλέ­πον­τας ὁ δι­κα­στής τό ἀ­με­τά­θε­το τῆς γνώ­μης του, τόν ἔ­στει­λε μέ ἕ­ναν τζο­χαν­τά­ρη του στόν ἄρ­χον­τα τῆς πο­λι­τεί­ας, γρά­φον­τάς του ὅ­λη τήν ὑ­πό­θε­σι. Καί, ἀ­φοῦ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε καί ἐ­κεῖ ὁ Μάρ­τυς, εἶ­πε ἀ­πα­ράλ­λα­κτα τά ἴ­δια, πού εἶ­πε καί στόν δι­κα­στή.

Τό­τε ὁ ἄρ­χον­τας συγ­κέν­τρω­σε τούς ἀ­γά­δες καί τούς εἶ­πε τήν ὑ­πό­θε­σι καί ἔ­τσι ἀ­πο­φά­σι­σαν νά τόν βά­λουν στήν φυ­λα­κή, καί τρεῖς φο­ρές τήν ἡ­μέ­ρα νά τόν βγά­ζουν στήν αὐ­λή καί νά τόν ξυ­λο­κο­ποῦ­νε αὐ­στη­ρῶς, ἕ­ως ὅ­του ἤ νά ἔλ­θη στήν πί­στι τους ἤ νά ξε­ψυ­χή­ση βα­σα­νι­ζό­με­νος. Εἶ­παν δέ νά μή χυ­θῆ αἷ­μα ἀ­πό αὐ­τόν, γιά νά μήν ὁρ­μή­σουν οἱ Χρι­στια­νοί νά παίρ­νουν τά μα­τω­μέ­να χώ­μα­τα καί γί­νη ἐξ αἰτίας τού­του ἀ­να­τα­ρα­χή καί ἐ­πα­νά­στα­σις, μέ τό νά ἐμ­πο­δί­ζων­ται καί νά ­βρί­ζων­ται ἀ­πό ἐ­μᾶς. Ἔ­τσι εἶ­παν καί ἔ­τσι ἔ­κα­ναν. Ὁ δέ Μάρ­τυς τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­νῷ τόν ξυ­λο­κο­ποῦ­σαν καί μέ  πο­λύ βα­ρει­ές πέ­τρες τόν χτυ­ποῦ­σαν στήν κοι­λιά καί στό στῆ­θος, ἔ­στε­κε στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ στα­θε­ρός καί ἀ­σά­λευ­τος, χαι­ρό­με­νος καί εὐ­φραι­νό­με­νος καί λέ­γον­τας ἀ­κα­τα­παύ­στως μυ­στι­κά τό, «Κύ­ρι­ε, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, Υἱ­έ τοῦ Θε­οῦ, ἐ­λέ­η­σέ με τόν ἀρ­νη­τή σου καί βο­ή­θη­σέ με». Μί­α δέ τῶν ἡ­με­ρῶν, κα­τά τό βρά­δυ, τό­σο πο­λύ βα­σά­νι­σαν τόν εὐ­λο­γη­μέ­νο, ὥ­στε πλέ­ον δέν μπο­ροῦ­σε νά λέ­η τήν προ­σευ­χή, ἀλ­λά μό­νο τά μά­τια του σήκω­νε καί ­κοί­τα­ζε στούς οὐ­ρα­νούς, ὅ­σο και­ρό τόν ξυ­λο­κο­ποῦ­σαν.

Τό­τε ὁ λε­γό­με­νος μπε­λούμ­πα­σης, πού εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος τῶν στρα­τι­ω­τῶν τοῦ ἐ­ξου­σια­στῆ, πρό­στα­ξε τόν δε­σμο­φύ­λα­κα νά βα­σα­νί­ση τήν νύ­κτα τόν Μάρ­τυ­ρα πο­λύ, ἕ­ως ὅ­του νά πε­θά­νη, γιά νά μή παι­δεύ­ων­ται καί αὐ­τοί βα­σα­νί­ζον­τάς τον τό­σες ἡ­μέ­ρες· ὁ δέ δε­σμο­φύ­λα­κας, ἀ­φοῦ πα­ρέ­λα­βε τόν Ἅ­γιο, ἅ­πλω­σε τά πό­δια του στό ξύ­λο. Ἔ­πει­τα ἀ­νέ­βη­κε στό κρεβ­βά­τι, πού εἶ­χε ψη­λά καί κά­θη­σε γιά νά δει­πνή­ση. Τό­τε ὁ Μάρ­τυ­ρας πό­νε­σε πο­λύ καί ἐ­ξε­φώ­νη­σε, ὤχ! Ἐ­κεῖ­νος τοῦ λέ­ει ἀ­πό πά­νω× «Τώ­ρα ἄ­πι­στε, νά πι­ῶ ὅ­λο τό κρα­σί καί νά κα­τέ­βω νά σέ κό­ψω ἀ­πό ἁρ­μό σέ ἁρ­μό». Ὁ Μάρ­τυ­ρας τοῦ λέ­ει· «Ἄν εἶ­σαι παλ­λη­κά­ρι, μή λές λό­για μό­νον, ἀλ­λ' ἀ­μέ­σως κά­νε καί ἐ­κεῖ­να πού εἶ­πες, γιά νά σοῦ εἶ­μαι καί εὐ­γνώ­μων». Ἐ­κεῖ­νος, ἀ­φοῦ θύ­μω­σε πο­λύ ἀ­πό τά λό­για τοῦ Μάρ­τυ­ρα, κα­τέ­βη­κε καί τρά­βη­ξε πο­λύ τά πό­δια τοῦ Ἁ­γί­ου στό ξύ­λο καί τά τέν­τω­σε μέ ὑ­περ­βο­λή καί ἀ­νέ­βη­κε πά­λι νά ἀ­πο­δει­πνή­ση, φο­βε­ρί­ζον­τας νά τοῦ κά­νη κα­τό­πιν καί ἄλ­λα φρι­κτά βα­σα­νι­στή­ρια. Ὁ Μάρ­τυ­ρας ὅ­μως τοῦ Χρι­στοῦ, στήν προ­σπά­θειά του λί­γο νά με­τα­κι­νη­θῆ, σχί­σθη­-

 

καν ἀ­μέ­σως τά σκέ­λη του. Τό­τε, ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ τι­μί­ου σταυ­ροῦ σέ ὅ­λο τό σῶ­μα του καί ἀ­φοῦ εἶ­πε δυ­να­τά, «Κύ­ρι­ε εἰς χεῖ­ρας σου πα­ρα­τί­θη­μι τό Πνεῦ­μα μου», ξε­ψύ­χη­σε. Καί ἀ­μέ­σως, ὤ το­ῦ θαύ­μα­τος!, γέ­μι­σε ὅ­λη ἡ φυ­λα­κή ἀ­πό ἄρ­ρη­τη εὐ­ω­δί­α, σέ ση­μεῖ­ο πού ὁ κα­τα­ρα­μέ­νος δε­σμο­φύ­λα­κας ἀ­πό τήν ντρο­πή του ἀ­να­χώ­ρη­σε χω­ρίς νά πῆ τί­πο­τε καί πῆ­γε σέ ἄλ­λο μέ­ρος καί κοι­μή­θη­κε.

Τό πρω­ί ἔ­μα­θαν οἱ Χρι­στια­νοί, ὅ­τι τε­λεί­ω­σε ὁ Ἅ­γιος τό Μαρ­τύ­ριο καί γέ­μι­σαν ἀ­πό χα­ρά, δο­ξά­ζον­τας τόν Θε­ό. Ὁ δέ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας ἔ­στει­λε ἀν­θρώ­πους πρός τόν ἐ­ξου­σια­στή ζη­τῶν­τας τό Ἅ­γιο λεί­ψα­νο γιά νά τό ἐν­τα­φιά­ση. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως τούς εἶ­πε× «Αὐ­τός οὔ­τε ἀ­πό ἐ­μᾶς εἶ­ναι οὔ­τε ἀ­πό ἐ­σᾶς, ἐ­πει­δή πε­ρι­έ­παι­ξε καί τίς δύ­ο θρη­σκεῖ­ες, ὁ­πό­τε δέν εἶ­ναι ἄ­ξιος τα­φῆς»· καί ἀ­μέ­σως δι­α­τά­ζει δύ­ο στρα­τι­ῶ­τες καί ἔ­δε­σαν ἀ­πό τά πό­δια τό Ἅ­γιο λεί­ψα­νο καί σύ­ρον­τας τό πῆ­γαν καί τό ἔρ­ρι­ξαν σέ ἕ­να ξη­ρο­πή­γα­δο πρός τήν ἐ­νο­ρί­α τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Ὁ δέ Ἅ­γιος συ­ρό­με­νος στούς δρό­μους, πάν­το­τε βρι­σκό­ταν ἀ­νά­σκε­λα μέ ἀ­νοι­κτές τίς ἀγ­κά­λες× καί πά­λι, ἀ­φοῦ ρί­χθη­κε στό ξη­ρο­πή­γα­δο, βρέ­θη­κε κά­τω νά στέ­κε­ται ὄρ­θιος στά γό­να­τα.. Τήν ἑ­πό­με­νη νύ­κτα εἶ­δαν οἱ Χρι­στια­νοί φῶς ἐ­πά­νω ἀ­πό τό πη­γά­δι, ὁ­πό­τε ἔ­τρε­χαν μέ φω­νές, γιά νά προ­σκυ­νοῦν τόν Ἅ­γιο καί νά τόν βλέ­πουν. Ὅ­ταν τά ἔ­μα­θαν αὐ­τά οἱ Ἄ­γα­ρη­νοι, ἔ­στει­λαν ἀν­θρώ­πους καί, ἀ­φοῦ ἔ­κο­ψαν πολ­λά χόρ­τα τά ἔρ­ρι­ξαν μέ­σα× ἔ­πει­τα τρά­βη­ξαν χώ­μα­τα καί γέ­μι­σαν τό πη­γά­δι. Καί ἔ­τσι ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ ἀ­σφα­λι­σμέ­νος ὁ Ἅ­γιος· μέ τίς Πρε­σβεῖ­ες τοῦ Ὁ­ποί­ου ἄς ἐ­λε­ή­ση καί ἐμᾶς ὁ Κύ­ριος. Ἀ­μήν.



[43] Στό Ὡ­ρο­λό­γιο γρά­φε­ται ὅ­τι ἔ­ζη­σε ὁ Ὅ­σιος Εὐ­θύ­μιος κα­τά τούς χρό­νους Ἀρ­κα­δί­ου καί Ὀ­νω­ρί­ου κα­τά τό ἔ­τος 400, καί ὅ­τι πέ­θα­νε τό ἔ­τος 465 ἐ­πί τῆς βα­σι­λεί­ας Λέ­ον­τος τοῦ Με­γά­λου. Αὐ­τός ὁ Ὅ­σιος δι­ώρ­θω­σε τήν Εὐ­δο­κί­α τήν βα­σί­λισ­σα, πού ἔ­πε­σε στήν αἵ­ρε­σι τῶν Μο­νο­φυ­σι­τῶν, καί βλέ­πε στήν 13η τοῦ Αὐ­γού­στου. Πα­ρό­μοι­α δι­ώρ­θω­σε καί τόν Ὅ­σιο Γε­ρά­σι­μο τόν Ἰ­ορ­δα­νί­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πα­τή­θη­κε καί ἔ­πε­σε στήν ἴ­δια αἵ­ρε­σι καί βλέ­πε στήν 4η Μαρ­τί­ου.

[44] Ἡ θεία φωνή, πού ἄκουσε ὁ Ἅγιος, ἔλεγε τά ἑξῆς, ὅπως ἀναφέρεται στόν ἐν ἐκτάσει Βίο του· «Ὅπως ἡ ψυχή αὐτή δέν μέ ἀνέπαυσε οὔτε μία ἡμέρα, ἔτσι καί σύ μή σταματήσης νά τήν κατασπαράττης καί νά τήν τιμωρῆς σκληρά». Σημείωσε, ὅτι στόν Μέγα αὐτόν Εὐθύμιο ὀκτώηχους Κανόνες φιλοπόνησε ὁ ὀσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης, καί ὅποιος θέλει μπορεῖ νά τούς προμηθευθῆ.

[45] Τόν ἑλληνικό του Βίο συνέγραψε ὁ Μεταφραστής, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Καί παντός μέν ἄλλου πράγματος». (Σῴζεται στήν Μεγίστη Λαύρα, στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἰβήρων καί σέ ἄλλες.)

 

[46] Σημείωσε, ὅτι περιττά ἀναφέρεται ἐδῶ στά Μηναῖα ἡ μνήμη καί τό Συναξάρι τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐγενίου, Κανδίδου, Οὐαλλεριανοῦ καί Ἀκύλα, διότι αὐτά γράφονται κατά τήν 21η εἰκοστή πρώτη τοῦ παρόντος.

 

[47] Ὁ βα­σι­λεύς Αὐ­τός Λέ­ων βα­σί­λευ­σε με­τά τόν εὐ­σε­βέ­στα­το βα­σι­λέ­α Μαρ­κια­νό. Στή­ρι­ξε πο­λύ ὁ Λέ­ων Αὐ­τός τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στι, δι­ό­τι ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε ὅ­λα τά δι­α­τάγ­μα­τα τῶν προ­η­γου­μέ­νων βα­σι­λέ­ων, πού ἦ­ταν κα­τά τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, πού ἔ­γι­νε στήν Χαλ­κη­δό­να. Ἔ­τσι καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στήν ἐ­πο­χή του ἦ­ταν σέ κα­λή κα­τά­στα­σι. Ἀ­φοῦ ἐ­βα­σί­λευ­σε 18 ἔ­τη, ἐ­ξε­δή­μη­σε πρός Κύ­ριον μέ μί­α ὑ­περ­βο­λι­κή δυ­σεν­τε­ρί­α, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε τό λεί­ψα­νό του σάν λαμ­πά­δα. (Βλέ­πε σελ. 39 τοῦ β΄ τό­μου τοῦ Με­λε­τί­ου.)

[48] Ἡ με­τά­θε­σις τῶν λει­ψά­νων τοῦ Ἁ­γί­ου αὐ­τοῦ Μα­ξί­μου ἑ­ορ­τά­ζε­ται κα­τά τήν 13η Αὐ­γού­στου. Βλέ­πε καί στήν 20ή Σε­πτεμ­βρί­ου, ὅ­που ὁ Ἅ­γιος Αὐ­τός Μά­ξι­μος ἑ­ορ­τά­ζε­ται μα­ζί μέ τόν Ἅ­γιο Μαρ­τί­νο καί τούς μα­θη­τές του δύ­ο Ἀ­να­στα­σί­ους καί Θε­ό­δω­ρο καί Εὐ­τρέ­πιο. Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι ἑλ­λη­νι­κός λό­γος πρός τόν Ἅ­γιο Μά­ξι­μο σῴ­ζε­ται στήν Λαύ­ρα, στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τῶν Ἰ­βή­ρων καί σέ ἄλ­λες, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Καί πάν­των μέν τῶν κα­τά Θε­όν πο­λι­τευ­σα­μέ­νων». Πα­ρό­μοι­α καί ὁ ἑλ­λη­νι­κός Βίος του, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Ἡρακλείου τῶν σκήπτρων τῆς Ρωμαϊκῆς».

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης