Τῷ αὐτῷ μηνί Κ΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου.
Αὐτός ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν καί Μέγας Εὐθύμιος, ἔζησε στά χρόνια τοῦ βασιλέως Γρατιανοῦ, κατά τό ἔτος 377[43], καταγόμενος ἀπό τήν Μελιτινή, πού βρίσκεται στήν Ἀρμενία, υἱός γονέων εὐσεβῶν καί πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὠνομάζονταν Παῦλος καί Διονυσία. Καί ὅπως ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης γεννήθηκε ἀπό στείρα μητέρα, ἔτσι καί ὁ Ὅσιος Αὐτός Εὐθύμιος γεννήθηκε ἀπό στείρα, καί ἔλαβε τό ὄνομα Εὐθύμιος ἀπό τόν Θεό, πρό τοῦ νά συλληφθῆ. Ἐπειδή δηλαδή οἱ γονεῖς του παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τούς δώση τέκνο, γι’ αὐτό τούς δόθηκε φωνή ἀπό Ἄγγελο πού ἔλεγε, νά εὐθυμοῦν καί νά χαίρωνται. Ἤ μᾶλλον νά εὐθυμοῦν καί νά χαίρωνται ὅλοι καί ὄχι μόνον οἱ γονεῖς του. Διότι μαζί μέ τήν γέννησι τοῦ παιδιοῦ θά καταλυθῆ κάθε αἵρεσις καί κάθε εἰρήνη θά χαρισθῆ στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτή λοιπόν τήν αἰτία ὠνομάσθηκε ὁ Ὅσιος Αὐτός Εὐθύμιος. Ἀφοῦ λοιπόν πέθανε ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου, προσφέρθηκε ὁ Ὅσιος ἀπό τήν μητέρα του στόν Εὐτρώιο, τόν Ἐπίσκοπο τῆς Μελιτινῆς, ἀπό τόν ὁποῖο συναριθμήθηκε στό τάγμα τῶν κληρικῶν, δηλαδή ἔγινε Ἀναγνώστης. Ἐπειδή ὅμως ἀποδείχθηκε ἱκανός στήν παιδεία τῶν ἱερῶν μαθημάτων καί ὑπερέβαλε ὅλους τούς ἐναρέτους στήν αὔξησι τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἀρετῆς, γιά τόν λόγο αὐτόν ἀναγκάσθηκε νά χειροτονηθῆ Πρεσβύτερος καί νά δεχθῆ τήν προστασία καί τήν ἐπιμέλεια τῶν ἱερῶν ἀσκητηρίων καί Μοναστηρίων. Ὅταν ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν εἰκοσιεννέα ἐτῶν, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί συγκατοίκησε μέ τόν Ὅσιο Θεόκτιστο σέ ἕνα σπήλαιο, τό ὁποῖο βρισκόταν στό βουνό. Ἐκεῖ κατοικῶντας ὁ Ὅσιος, πολλούς ἀνθρώπους ἐλευθέρωσε ἀπό φοβερά πάθη καί ἀσθένειες.
Λέγεται δέ, ὅτι καί ὁ Ὅσιος αὐτός ἀπό πολύ λίγα ψωμιά ἔθρεψε τετρακόσιους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν στό Μοναστήρι. Καί ὄχι μόνο αὐτός ἔλυσε τήν στείρωσι τῆς μητέρας του καί γεννήθηκε, ἀλλά καί ἄλλες στεῖρες καί ἄτεκνες γυναῖκες ἀπέδειξε γόνιμες καί πολύτεκνες μέ τήν προσευχή του. Αὐτός ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως καί ὁ Μέγας Ἠλίας καί ἔφερε βροχή καί μέ αὐτήν θεράπευσε τήν γῆ, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό ἀκαρπία. Φανέρωσε ἀκόμη τήν ἐσωτερική λαμπρότητα τῆς ψυχῆς τοῦ θείου Εὐθυμίου, ὁ στῦλος τοῦ πυρός, τόν ὁποῖο εἶδαν οἱ παρευρισκόμενοι, ὅτι κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς, τόν καιρό πού τελοῦσε ὁ Ἅγιος τήν ἀναίμακτη θυσία καί ἔλαμπε τόν Ὅσιο μέχρι πού τελείωσε ὁ καιρός τῆς ἱερουργίας. Ἀπόδειξις ὅμως καί σημεῖο τῆς τελείας καθαρότητος καί ἁγνείας τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ ἐστάθη τό νά βλέπη νοερά μέ τό διορατικό ὄμμα τῆς ψυχῆς τίς διαθέσεις καί καταστάσεις τῶν ψυχῶν ἐκείνων, πού πλησίαζαν γιά νά μεταλάβουν τά ἄχραντα Μυστήρια· δηλαδή, ποιός μεταλαμβάνει μέ καθαρή συνείδησι, ποιός μέ μολυσμένη. Καί ὅταν ἔφθασε στό ἐννενηκοστό ἕβδομο χρόνο τῆς ζωῆς του, πρός Κύριον ἐξεδήμησε.
Ἦταν ὡς πρός τήν μορφή τοῦ προσώπου, χαρούμενος. Ὡς πρός τόν χαρακτῆρα τῆς ψυχῆς ἦταν εὐκολοπλησίαστος καί ἁπλός. Ὡς πρός τό χρῶμα, ἦταν ἄσπρος. Καί ὡς πρός τό μέγεθος καί τό ἀνάστημα τοῦ σώματος, ἦταν εὐπρεπής καί σεμνός. Εἶχε τίς τρίχες ἄσπρες καί τό γένιο μακρύ μέχρι τούς μοιρούς του.
Λένε ἀκόμη γιά τόν Ἅγιο αὐτόν, ὅτι ὅταν ἕνας Μοναχός ἐπρόκειτο νά πεθάνη, ὁ ὁποῖος, ἐθεωρεῖτο ἀπό τούς πολλούς ὡς πρός τά ἐξωτερικά φαινόμενα, ὅτι ἦταν συνετός καί ἐγκρατής καί ἅγιος, ἐνῷ μέσα στήν καρδιά του ἦταν ἀκόλαστος καί ἀκρατής, ἐπειδή συγκατέβαινε καί γλυκαινόταν στούς αἰσχρούς λογισμούς· ὅταν, λέω, ὁ Μοναχός Αὐτός ἐπρόκειτο νά πεθάνη, ἔβλεπε ὁ μακάριος Εὐθύμιος ἕναν Ἄγγελο, πού κρατοῦσε ἕνα κοντάρι μέ τρία δόντια, καί μέ αὐτό ἔβγαζε βίαια τήν ψυχή τοῦ ἀθλίου μοναχοῦ ἐκείνου, καί εὐθύς ἄκουγε καί φωνή, ἡ ὁποία φανέρωνε τίς κρυπτές καί αἰσχρές τοῦ ἀποθανόντος σκέψεις[44]. Τελεῖται ἡ του Ὁσίου Σύναξις στήν ἁγιώτατη Μεγάλη Ἐκκλησία. (Τόν ἐκτενῆ Βίο τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ βλέπε στό Ἐκλόγιο[45].)
Μνήμη τοῦ μακαρίου Πέτρου τοῦ τελώνου.
Αὐτός ἔζησε στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἰουστινιανοῦ, κατά τό ἔτος 530, πατρίκιος ὄντας στήν ἀξία καί ἔχοντας τήν διοίκησι ὅλης τῆς Ἀφρικῆς. Ἐπειδή ὅμως ἦταν πολύ ἄσπλαγχνος καί ἀνελεήμων, γι’ αὐτό ἔλαβε ἐπωνυμία καί ὠνομαζόταν ἀπό ὅλους τσιγγούνης (φειδωλός).
Μία φορά ὅμως ἕνας πτωχός πῆγε σ’ αὐτόν δοικιμαστικά καί φορτικά ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Ὁ δέ Πέτρος θυμωμένος ἅρπαξε ἕνα ψωμί ἀπό τά ζεστά ψωμιά, πού τότε ἔτυχε νά φέρνη ὁ δοῦλος του ἀπό τόν φοῦρνο καί τό ἔρριξε σάν πέτρα ἐπάνω στόν πτωχό. Ὁ πτωχός ἅρπαξε τό ψωμί καί ἔφυγε. Δέν πέρασαν δύο ἡμέρες καί ὁ Πέτρος πέφτει σέ μία βαρειά ἀσθένεια καί στήν ἀσθένεια βλέπει τόν ἑαυτό του πού ἐζητεῖτο νά δώση ἀπολογία γιά τά ὅσα ἔπραξε. Κατόπιν ἔβλεπε, ὅτι ἐκεῖ ἦταν καί μία ζυγαριά, ὅπου ἔβλεπε ὅτι στό ἀριστερό μέρος της συγκεντρώνονταν μερικοί μαῦροι καί τοποθετοῦσαν τίς κακές του πράξεις, ἐνῷ στό δεξιό μέρος τῆς ζυγαριᾶς ἔβλεπε μερικούς ἄνδρες ἀσπροφόρους καί ὡραίους στό πρόσωπο, οἱ ὁποῖοι δέν εὕρισκαν κάποιο ἄλλο καλό νά βάλουν, γιά νά ἔχη τό ἴδιο βάρος μέ τό ἀριστερό, παρά μόνο ἐκεῖνο τό ψωμί, πού ἔρριξε ἐναντίον τοῦ φτωχοῦ.
Ὅταν εἶδε αὐτά ὁ Πέτρος, ἦλθε στόν ἑαυτό του. Καί μόλις σηκώθηκε ἀπό τήν ἀσθένεια, μοίρασε στούς φτωχούς ὄχι μόνο ὅλη του τήν περιουσία, ἀλλά καί αὐτά τά ἴδια τά ροῦχα, πού φοροῦσε τά ἔδωσε σέ ἕναν φτωχό. Ἐπειδή ὅμως εἶδε στό ὄνειρό του τόν Χριστό, πού φοροῦσε τά ροῦχα ἐκεῖνα, γι’ αὐτό ὁ μακάριος πούλησε καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί τήν τιμή τήν ἔδωσε στούς φτωχούς.
Μάλιστα πούλησε τόν ἑαυτό του σέ ἕνα ἀφεντικό, πού ἦταν ὡς πρός τήν τέχνη χρυσοχόος. Ἐπειδή ὅμως, κατόπιν ἔβλεπε ὁ μακάριος, ὅτι θά γινόταν γνωστός ποιός εἶναι, γι’ αὐτό θέλοντας νά φύγη ἀπό τό σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του, εἶπε στόν θυρωρό, πού ἦταν κουφός καί βουβός· «Ἐν ὀνόματι Χριστοῦ, ἄκουσέ με καί ἄνοιξε τήν πόρτα». Καί, ὤ τοῦ θαύματος!, ἀμέσως ὁ πρίν κουφός καί βουβός μιλοῦσε καί ἄκουγε. Τότε βγαίνοντας ἔξω ἔφυγε καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα. Ἀπό ἐκεῖ πάλι, ἀφοῦ ἀνεχώρησε πῆγε στήν Κωνσταντινούπολι, ὅπου καί ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ καί ἐνταφιάσθηκε στήν τοποθεσία, πού ὀνομάζεται «τοῦ Βοός», σέ δική του κατοικία.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ζαχαρίας, ὁ μαρτυρήσας ἐν ταῖς παλαιαῖς Πάτραις τῆς Πελοποννήσου κατά τό 1782 ἔτος, τά σκέλη σχισθείς, τελειοῦται.
Αὐτός ὁ νέος ἀθλητής ἦταν ἀπό τήν ἐπαρχία τοῦ Ἁγίου Ἄρτης, ὁ ὁποῖος, ἐξ αἰτίας κάποιου γεγονότος πού εἶχε συμβῆ, ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί ἔγινε Τοῦρκος. Ἔπειτα πῆγε στήν Παλαιά Πάτρα καί, καθώς ἦταν γουναράς στό ἐπάγγελμα, ἄνοιξε ἐργαστήριο καί ἐξασκοῦσε τήν τέχνη του. Εἶχε δέ κρυφά τό βιβλίο, πού ὀνομάζεται «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία» καί διαβάζοντάς το συχνά, ἔφθασε σέ ἄκρα μετάνοια, κλαίγοντας πικρῶς γιά τό κακό πού ἔπαθε καί παρακαλοῦσε θερμά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό νά τόν ἀξιώση νά βρῆ τήν σωτηρία του. Γι’ αὐτό, ὅταν ρώτησε ἕναν Χριστιανό φίλο του καί ἔμαθε πώς ἦταν ἐκεῖ ἕνας ἐνάρετος καί ἔμπειρος πνευματικός, πῆγε τήν νύχτα σ’ αὐτόν καί ἐξωμολογήθηκε τήν ἁμαρτία του καί τόν σκοπό πού εἶχε γιά νά ὁμιλήση εἰλικρινά καί νά ὁμολογήση τόν Χριστό, πού ἀρνήθηκε. Ὁ δέ πνευματικός τοῦ εἶπε, ὅτι μολονότι ὁ λογισμός σου πηγάζει μέ μεγάλη προθυμία μέσα ἀπό τήν καρδιά σου, ὅμως δέν πρέπει νά τόν βάλουμε ἀμέσως σέ πρᾶξι. Διότι, πολλές φορές ὁ διάβολος συνηθίζει νά πλανᾶ τούς ἀνθρώπους ἀπό τά αἴσια, προβάλλοντάς τους καλούς λογισμούς. Γι’ αὐτό ἄς δοκιμάσουμε, τέκνο, τόν λογισμό σου, ἐάν εἶναι ἀπό τόν Θεό. Πήγαινε λοιπόν στό ἐργαστήριό σου καί μένε κλεισμένος σαράντα ἡμέρες προσευχόμενος, μέ νηστεία καί διαβάζοντας τό βιβλίο, πού εἶπες πώς ἔχεις. Θά κάνω καί ἐγώ τά ἴδια στό κελλί μου γιά τήν ἀγάπη σου. Καί τότε ἔλα νά ἀνταμώσουμε πάλι». Δέχεται μέ χαρά ὁ Ζαχαρίας τήν συμβουλή τοῦ πνευματικοῦ, κλείνεται στό ἐργαστήριό του καί ἀρχίζει προθύμως νά ἐκτελῆ τήν προσταγή τοῦ πνευματικοῦ. Ὅμως δέν μπόρεσε νά ὑποφέρη περισσότερο ἀπό εἴκοσι ἡμέρες, διότι ἄναψε μία φλόγα στήν καρδιά του, ἡ ὁποία τοῦ προξενοῦσε μεγάλη ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί ἀκράτητη προθυμία, γιά νά δώση δέκα ζωές (ἄν ἦταν δυνατόν νά ἔχη) γιά τό ὄνομά του τό Ἅγιο. Γι’ αὐτό πηγαίνει στόν πνευματικό καί, πέφτοντας στά πόδια του μέ θερμά δάκρυα, τοῦ λέει· «Εὐλόγησέ με Πάτερ, νά πηγαίνω στό Μαρτύριο, διότι δέν μπορῶ πλέον νά ὑποφέρω ἀπό τήν φλόγα, πού ἄναψε στήν καρδιά μου». Ὁ πνευματικός τοῦ λέει, «Μά δέν εἶναι καιρός ἀκόμη». Ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίνεται· «Ἦλθε πνευματικέ καί πέρασε καί λάθος κάνεις μεγάλο νά μέ ἐμποδίζης».
Τότε τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός νά ἐξομολογηθῆ ὅλες τίς ἁμαρτίες πού ἔπραξε ὡς ἄνθρωπος σέ ὅλη του τήν ζωή. Καί αὐτός, ἀφοῦ σηκώθηκε στάθηκε μέ δεμένα τά χέρια ὄρθιος καί ἐξωμολογήθηκε μέ κατάνυξι ὅλα του τά ἁμαρτήματα. Βρέθηκε ὅμως τόσο καθαρός, ἐκτός ἀπό τήν ἄρνησι, πού ἦταν ἄξιος γιά ἱερωσύνη. Ὁ πνευματικός πάλι ὡς πρακτικός καί φρόνιμος ἄνθρωπος, σκέφθηκε νά τοῦ κάνη καί ἄλλη δοκιμή καί ἀφοῦ τόν πρόσταξε νά καθίση ἄρχισε νά τοῦ λέη· «Σκέψου,τέκνο, καλά, τί πρόκειται νά κάνης, διότι ἀπό τόν καιρό τοῦ πολέμου, πού ᾖλθαν οἱ Ἀρβανῖτες στόν Μωρέα, ἔμαθαν στούς ντόπιους Τούρκους τόσους τρόπους τυραννίας, γιά νά παιδεύουν τούς Χριστιανούς, ὥστε πραγματικά, ὅσα ἀκοῦμε στούς βίους τῶν παλαιῶν Μαρτύρων, δέν εἶναι τίποτε σχετικά μέ τοῦτα τῶν καταραμένων Ἀρβανιτῶν. Γι’ αὐτό μή σκεφθῆς, ὅτι, ἀφοῦ μιλήσης μέ θάρρος μπροστά στούς ἄρχοντες, πρόκειται νά προστάξουν ἀμέσως νά σοῦ κόψουν τήν κεφαλή, ἀλλά πρέπει νά συλλογισθῆς καλά ὅλα τά ἐνάντια. Ἐγώ σοῦ λέω, τέκνο, νά ἀφήσης κατά μέρος αὐτή τήν σκέψι, πού ἔχεις, γιά νά μή βάλης καί τόν ἑαυτό σου σέ μεγαλύτερη κόλασι καί ἐμᾶς σέ πειρασμούς καί κινδύνους. Καί νά προνοήσουμε τήν σωτηρία σου μέ ἄλλον τρόπο σιγουρότερο καί σοῦ ὑπόσχομαι νά βρῆς τήν συγχώρησι τῆς ἀρνήσεώς σου. Διότι δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, πού νίκησε τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ».
Ὁ δέ εὐλογημένος Ζαχαρίας χαμογελοῦσε ὅσο τά ἔλεγε αὐτά ὁ πνευματικός. Ἔπειτα, ἀφοῦ κατσούφιασε λίγο καί ἀναστέναξε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, ἀποκρίθηκε λέγοντας· «Θαυμάζω πνευματικέ τήν τόση φρόνησι, πού ἔχεις, νά κάθεσαι νά μοῦ λές λόγια τῶν μωρῶν παιδιῶν. Ἐγώ ἔχω τόν ἑαυτό μου ἀφιερωμένο ὅλο στόν Χριστό μου καί τώρα πλέον δέν ἀνήκω στόν ἑαυτό μου. Γι’ αὐτό ἔχω τόση δίψα, γιά νά βασανισθῶ γιά τόν Χριστό, ὥστε ἐπιθυμῶ νά πάθω, ἄν γινόταν, ἀκόμη καί περισσότερα βασανιστήρια ἀπό αὐτά πού μοῦ εἶπες τῶν Ἀρβανιτῶν. Σέ παρακαλῶ λοιπόν νά μοῦ δώσης τήν εὐχή σου νά πηγαίνω, διότι δέν ὑποφέρω πλέον τήν φλόγα, πού αἰσθάνομαι στήν καρδιά μου».
Τότε ὁ πνευματικός δόξασε τόν Θεό, πού τόσο στάλαξε σ’ αὐτόν τήν χάρι του. Καί διαβάζοντας τίς πρός ἐξιλέωσι εὐχές, σύμφωνα μέ τήν τάξι τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν μύρωσε καί τοῦ μετάδωσε τά ἄχραντα μυστήρια. Καί ἀφοῦ τόν δυνάμωσε μέ τήν ἐπουράνια τροφή καί τόν ἐξώπλισε μέ τά πνευματικά ἅρματα, διάβασε στίχο καί διάβασε μαζί παράκλησι πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἔπειτα τόν εὐλόγησε καί, σφραγίζοντάς τον μέ τό σημεῖο τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, τόν ἔδιωξε, δίδοντάς του παραγγελία νά μή μεταχειρισθῆ βρισιές κατά τῆς θρησκείας τῶν Τούρκων, διότι δέν εἶναι ἀνάγκη. Ἀλλά μόνο μέ σύντομα λόγια νά κάνη τήν ἄρνησι ἐκείνης τῆς θρησκείας καί νά ὁμολογήση τόν ἑαυτό του ὡς Χριστιανό.
Τότε, ἀφοῦ ἀσπάσθηκε τήν δεξιά τοῦ πνευματικοῦ ὁ Ζαχαρίας, πῆγε στό ἐργαστήριό του, καί πρῶτον πούλησε ὅλα του τά ὑπάρχοντα καί τά ἔδωσε στούς φτωχούς, κρατῶντας μόνο πεντέμισυ γρόσια καί δύο παράδες. Ἔπειτα πηγαίνει καί δίνει τό κλειδί τοῦ ἐργαστηρίου στόν νοικοκύρη μαζί μέ τό ἐνοίκιο καί ἀμέσως ὁρμᾶ στόν δικαστή τῆς πόλεως, λέγοντας δεξιά καί ἀριστερά στούς Χριστιανούς, πού συναντοῦσε στόν δρόμο, «συγχωρήσατέ με, ἀδελφοί μου, καί ὁ Θεός ἄς σᾶς συγχωρήση». Συνάντησε δέ στόν δρόμο καί ἕνα φτωχό παιδί, πού δέν εἶχε ζωνάρι καί ἀμέσως βγάζει ἕνα μεταξωτό ζωνάρι, μέ τό ὁποῖο ἦταν ζωσμένος καί τοῦ τό δίνει, δίνει καί ἕναν παρᾶ καί ἀγοράζει λίγο σχοινί καί δένεται.
Μετά ἀπό αὐτά ἀνεβαίνει στόν δικαστή καί, μπαίνοντας στόν ὀντά του τοῦ λέει· «Πολλά τά ἔτη ἀφέντη μου». Ὁ δέ δικαστής ἐπειδή τόν γνώριζε, καθώς τοῦ ἔρραβε τίς γοῦνες του, τοῦ λέει· «Καί ποῦ εἶναι τό Σελάμι σου ζάβαλη Μεεμέτη; (διότι ἔτσι τόν ὠνόμαζαν). Ἔλα ἐπάνω, κάθησε. Πές μου, τί ἔπαθες;». Ὁ δέ Ζαχαρίας τοῦ λέει μέ εἰλικρίνεια μεγάλη καί τόλμη· «Ἐγώ Μεεμέτης δέν εἶμαι, ἀλλά Ζαχαρίας. Καί ἐπειδή γελάσθηκα καί ἀρνήθηκα τόν Χριστό τόν ἀληθινό Θεό, πού πίστευα ἀπό γεννήσεώς μου καί δέχθηκα τήν δική σας πίστι στήν κρίσι σας, γι’ αὐτόν τό λόγο τώρα πού ἦλθα στόν ἑαυτό μου, ἀναγνώρισα πώς γελάσθηκα καί ἦλθα πάλι στήν κρίσι σας, γιά νά ἀρνηθῶ τήν πίστι σας καί νά ντυθῶ τόν Χριστό μου, πού ἀρνήθηκα. Γι’ αὐτό, σέ παρακαλῶ, πάρε τοῦτα τά χρήματα καί στεῖλε τόν μουζούρη σου στόν χαρατζῆ νά μοῦ πάρη ἕνα χαρά- τζοχάρτι γιά νά ἀναγνωρίζωμαι καί ἐγώ πώς εἶμαι ραγιάς τοῦ πολυχρονεμένου βασιλιᾶ μας, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι ἀδελφοί μου Χριστιανοί». Ὁ δέ δικαστής ἄρχισε νά τοῦ λέη· «Παιδί μου Μεεμέτ πασσᾶ, ἄν σοῦ συνέβη καμμία συμφορά καί ἔχασες τόν νοῦ σου, ἐγώ εἶμαι ἕτοιμος νά συγκεντρώσω τούς ἀγάδες καί νά σοῦ δώσω ἀρκετή βοήθεια, μόνο φανέρωσέ μου τήν καρδιά σου». Ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθηκε· «Ἐγώ ἀφέντη μου, πούλησα ὅλα μου τά ὑπάρχοντα καί τά ἔδωσα ἐλεημοσύνη καί δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό χρήματα». Ὁ δικαστής τοῦ λέει· «Ἄλλο δέν συμβαίνει, παρά εἶσαι μεθυσμένος». Ὁ Μάρτυς ἀποκρίνεται· «Νά μή μοῦ εὐοδώση ὁ Χριστός τήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς μου, πίστεψέ με, ὅτι ἔχω τρεῖς ἡμέρες πού δέν ἔβαλα στό στόμα μου, οὔτε ξερό ψωμί, οὔτε νερό, οὔτε τόν συνηθισμένο καφέ. Ἄλλη ὅμως αἰτία πού τό κάνω αὐτό, δέν ὑπάρχει, παρά ἐκείνη, πού σοῦ εἶπα στήν ἀρχή. Γι’ αὐτό, πάρε τά χρήματα, πού ἔβαλα ἐπάνω στόν μπεσταχτά σου, γιά νά τά στείλης νά πάρης τό χαρατζοχάρτι μου». Τότε βλέποντας ὁ δικαστής τό ἀμετάθετο τῆς γνώμης του, τόν ἔστειλε μέ ἕναν τζοχαντάρη του στόν ἄρχοντα τῆς πολιτείας, γράφοντάς του ὅλη τήν ὑπόθεσι. Καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκε καί ἐκεῖ ὁ Μάρτυς, εἶπε ἀπαράλλακτα τά ἴδια, πού εἶπε καί στόν δικαστή.
Τότε ὁ ἄρχοντας συγκέντρωσε τούς ἀγάδες καί τούς εἶπε τήν ὑπόθεσι καί ἔτσι ἀποφάσισαν νά τόν βάλουν στήν φυλακή, καί τρεῖς φορές τήν ἡμέρα νά τόν βγάζουν στήν αὐλή καί νά τόν ξυλοκοποῦνε αὐστηρῶς, ἕως ὅτου ἤ νά ἔλθη στήν πίστι τους ἤ νά ξεψυχήση βασανιζόμενος. Εἶπαν δέ νά μή χυθῆ αἷμα ἀπό αὐτόν, γιά νά μήν ὁρμήσουν οἱ Χριστιανοί νά παίρνουν τά ματωμένα χώματα καί γίνη ἐξ αἰτίας τούτου ἀναταραχή καί ἐπανάστασις, μέ τό νά ἐμποδίζωνται καί νά βρίζωνται ἀπό ἐμᾶς. Ἔτσι εἶπαν καί ἔτσι ἔκαναν. Ὁ δέ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ τόν ξυλοκοποῦσαν καί μέ πολύ βαρειές πέτρες τόν χτυποῦσαν στήν κοιλιά καί στό στῆθος, ἔστεκε στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ σταθερός καί ἀσάλευτος, χαιρόμενος καί εὐφραινόμενος καί λέγοντας ἀκαταπαύστως μυστικά τό, «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησέ με τόν ἀρνητή σου καί βοήθησέ με». Μία δέ τῶν ἡμερῶν, κατά τό βράδυ, τόσο πολύ βασάνισαν τόν εὐλογημένο, ὥστε πλέον δέν μποροῦσε νά λέη τήν προσευχή, ἀλλά μόνο τά μάτια του σήκωνε καί κοίταζε στούς οὐρανούς, ὅσο καιρό τόν ξυλοκοποῦσαν.
Τότε ὁ λεγόμενος μπελούμπασης, πού εἶναι ὁ πρῶτος τῶν στρατιωτῶν τοῦ ἐξουσιαστῆ, πρόσταξε τόν δεσμοφύλακα νά βασανίση τήν νύκτα τόν Μάρτυρα πολύ, ἕως ὅτου νά πεθάνη, γιά νά μή παιδεύωνται καί αὐτοί βασανίζοντάς τον τόσες ἡμέρες· ὁ δέ δεσμοφύλακας, ἀφοῦ παρέλαβε τόν Ἅγιο, ἅπλωσε τά πόδια του στό ξύλο. Ἔπειτα ἀνέβηκε στό κρεββάτι, πού εἶχε ψηλά καί κάθησε γιά νά δειπνήση. Τότε ὁ Μάρτυρας πόνεσε πολύ καί ἐξεφώνησε, ὤχ! Ἐκεῖνος τοῦ λέει ἀπό πάνω× «Τώρα ἄπιστε, νά πιῶ ὅλο τό κρασί καί νά κατέβω νά σέ κόψω ἀπό ἁρμό σέ ἁρμό». Ὁ Μάρτυρας τοῦ λέει· «Ἄν εἶσαι παλληκάρι, μή λές λόγια μόνον, ἀλλ' ἀμέσως κάνε καί ἐκεῖνα πού εἶπες, γιά νά σοῦ εἶμαι καί εὐγνώμων». Ἐκεῖνος, ἀφοῦ θύμωσε πολύ ἀπό τά λόγια τοῦ Μάρτυρα, κατέβηκε καί τράβηξε πολύ τά πόδια τοῦ Ἁγίου στό ξύλο καί τά τέντωσε μέ ὑπερβολή καί ἀνέβηκε πάλι νά ἀποδειπνήση, φοβερίζοντας νά τοῦ κάνη κατόπιν καί ἄλλα φρικτά βασανιστήρια. Ὁ Μάρτυρας ὅμως τοῦ Χριστοῦ, στήν προσπάθειά του λίγο νά μετακινηθῆ, σχίσθη-
καν ἀμέσως τά σκέλη του. Τότε, ἀφοῦ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ σέ ὅλο τό σῶμα του καί ἀφοῦ εἶπε δυνατά, «Κύριε εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τό Πνεῦμα μου», ξεψύχησε. Καί ἀμέσως, ὤ τοῦ θαύματος!, γέμισε ὅλη ἡ φυλακή ἀπό ἄρρητη εὐωδία, σέ σημεῖο πού ὁ καταραμένος δεσμοφύλακας ἀπό τήν ντροπή του ἀναχώρησε χωρίς νά πῆ τίποτε καί πῆγε σέ ἄλλο μέρος καί κοιμήθηκε.
Τό πρωί ἔμαθαν οἱ Χριστιανοί, ὅτι τελείωσε ὁ Ἅγιος τό Μαρτύριο καί γέμισαν ἀπό χαρά, δοξάζοντας τόν Θεό. Ὁ δέ ἀρχιερέας ἔστειλε ἀνθρώπους πρός τόν ἐξουσιαστή ζητῶντας τό Ἅγιο λείψανο γιά νά τό ἐνταφιάση. Ἐκεῖνος ὅμως τούς εἶπε× «Αὐτός οὔτε ἀπό ἐμᾶς εἶναι οὔτε ἀπό ἐσᾶς, ἐπειδή περιέπαιξε καί τίς δύο θρησκεῖες, ὁπότε δέν εἶναι ἄξιος ταφῆς»· καί ἀμέσως διατάζει δύο στρατιῶτες καί ἔδεσαν ἀπό τά πόδια τό Ἅγιο λείψανο καί σύροντας τό πῆγαν καί τό ἔρριξαν σέ ἕνα ξηροπήγαδο πρός τήν ἐνορία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ δέ Ἅγιος συρόμενος στούς δρόμους, πάντοτε βρισκόταν ἀνάσκελα μέ ἀνοικτές τίς ἀγκάλες× καί πάλι, ἀφοῦ ρίχθηκε στό ξηροπήγαδο, βρέθηκε κάτω νά στέκεται ὄρθιος στά γόνατα.. Τήν ἑπόμενη νύκτα εἶδαν οἱ Χριστιανοί φῶς ἐπάνω ἀπό τό πηγάδι, ὁπότε ἔτρεχαν μέ φωνές, γιά νά προσκυνοῦν τόν Ἅγιο καί νά τόν βλέπουν. Ὅταν τά ἔμαθαν αὐτά οἱ Ἄγαρηνοι, ἔστειλαν ἀνθρώπους καί, ἀφοῦ ἔκοψαν πολλά χόρτα τά ἔρριξαν μέσα× ἔπειτα τράβηξαν χώματα καί γέμισαν τό πηγάδι. Καί ἔτσι ἔμεινε ἐκεῖ ἀσφαλισμένος ὁ Ἅγιος· μέ τίς Πρεσβεῖες τοῦ Ὁποίου ἄς ἐλεήση καί ἐμᾶς ὁ Κύριος. Ἀμήν.
[43] Στό Ὡρολόγιο γράφεται ὅτι ἔζησε ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κατά τούς χρόνους Ἀρκαδίου καί Ὀνωρίου κατά τό ἔτος 400, καί ὅτι πέθανε τό ἔτος 465 ἐπί τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Μεγάλου. Αὐτός ὁ Ὅσιος διώρθωσε τήν Εὐδοκία τήν βασίλισσα, πού ἔπεσε στήν αἵρεσι τῶν Μονοφυσιτῶν, καί βλέπε στήν 13η τοῦ Αὐγούστου. Παρόμοια διώρθωσε καί τόν Ὅσιο Γεράσιμο τόν Ἰορδανίτη, ὁ ὁποῖος ἀπατήθηκε καί ἔπεσε στήν ἴδια αἵρεσι καί βλέπε στήν 4η Μαρτίου.
[44] Ἡ θεία φωνή, πού ἄκουσε ὁ Ἅγιος, ἔλεγε τά ἑξῆς, ὅπως ἀναφέρεται στόν ἐν ἐκτάσει Βίο του· «Ὅπως ἡ ψυχή αὐτή δέν μέ ἀνέπαυσε οὔτε μία ἡμέρα, ἔτσι καί σύ μή σταματήσης νά τήν κατασπαράττης καί νά τήν τιμωρῆς σκληρά». Σημείωσε, ὅτι στόν Μέγα αὐτόν Εὐθύμιο ὀκτώηχους Κανόνες φιλοπόνησε ὁ ὀσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης, καί ὅποιος θέλει μπορεῖ νά τούς προμηθευθῆ.
[45] Τόν ἑλληνικό του Βίο συνέγραψε ὁ Μεταφραστής, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Καί παντός μέν ἄλλου πράγματος». (Σῴζεται στήν Μεγίστη Λαύρα, στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἰβήρων καί σέ ἄλλες.)
[46] Σημείωσε, ὅτι περιττά ἀναφέρεται ἐδῶ στά Μηναῖα ἡ μνήμη καί τό Συναξάρι τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐγενίου, Κανδίδου, Οὐαλλεριανοῦ καί Ἀκύλα, διότι αὐτά γράφονται κατά τήν 21η εἰκοστή πρώτη τοῦ παρόντος.
[47] Ὁ βασιλεύς Αὐτός Λέων βασίλευσε μετά τόν εὐσεβέστατο βασιλέα Μαρκιανό. Στήριξε πολύ ὁ Λέων Αὐτός τήν Ὀρθόδοξη πίστι, διότι ἐπιβεβαίωσε ὅλα τά διατάγματα τῶν προηγουμένων βασιλέων, πού ἦταν κατά τῶν αἱρετικῶν καί ἰδιαιτέρως τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἔγινε στήν Χαλκηδόνα. Ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία στήν ἐποχή του ἦταν σέ καλή κατάστασι. Ἀφοῦ ἐβασίλευσε 18 ἔτη, ἐξεδήμησε πρός Κύριον μέ μία ὑπερβολική δυσεντερία, ἀπό τήν ὁποία ἔγινε τό λείψανό του σάν λαμπάδα. (Βλέπε σελ. 39 τοῦ β΄ τόμου τοῦ Μελετίου.)
[48] Ἡ μετάθεσις τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ Μαξίμου ἑορτάζεται κατά τήν 13η Αὐγούστου. Βλέπε καί στήν 20ή Σεπτεμβρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος Αὐτός Μάξιμος ἑορτάζεται μαζί μέ τόν Ἅγιο Μαρτίνο καί τούς μαθητές του δύο Ἀναστασίους καί Θεόδωρο καί Εὐτρέπιο. Σημείωσε, ὅτι ἑλληνικός λόγος πρός τόν Ἅγιο Μάξιμο σῴζεται στήν Λαύρα, στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἰβήρων καί σέ ἄλλες, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Καί πάντων μέν τῶν κατά Θεόν πολιτευσαμένων». Παρόμοια καί ὁ ἑλληνικός Βίος του, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Ἡρακλείου τῶν σκήπτρων τῆς Ρωμαϊκῆς».