Αὐτή ἡ Ἁγία ἦταν στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Θεόφιλου τοῦ εἰκονομάχου, κατά τό ἔτος 829, καταγόμενη ἀπό γένος λαμπρό καί ἔνδοξο καί ἔχοντας πλοῦτο καί περιουσία μεγάλη. Αὐτή τήν Ἁγία φρόντιζε ἡ μητέρα της νά τήν ἀναθρέψη μέ κοσμιότητα καί εὐλάβεια, ἐπειδή ὁ πατέρας της εἶχε πεθάνει νωρίτερα. Ἀφοῦ λοιπόν ἡ μητέρα τῆς Ἁγίας ἔζησε μαζί μέ αὐτήν λίγον καιρό καί, ἀφοῦ ἡ Ἁγία συγκέντρωσε γιά τόν ἑαυτό της κάθε καλό καί ἀρετή καί μέ τήν δική της προαίρεσι καί μέ τήν παρακίνησι τῆς μητέρας της, τότε πέθανε καί ἡ μητέρα της. Ἔτσι ἔγινε ἡ μακάρια Ἄννα κυρίαρχος μεγάλου πλούτου, ἀπό τόν ὁποῖο ἔδινε τά ἀπαραίτητα στούς πτωχούς καί σέ ὅσους εἶχαν ἀνάγκες γιά τήν ἐπιβίωσί τους. Τόν καιρό πού ἡ Ὁσία αὐτή γινόταν γνωστή μέ αὐτά τά καλά ἔργα, συνέβη νά ἔλθη στήν βασιλεία τῶν Ρωμαίων ἕνας ἄνθρωπος, Ἀγαρηνός μέν στό γένος, πονηρός ὅμως στόν τρόπο. Ἦταν τότε βασιλιάς ὁ Μακεδόνας Βασίλειος, κατά τό ἔτος 867. Ὁ Ἀγαρηνός λοιπόν αὐτός ζήτησε ἄδεια ἀπό τόν βασιλιά νά πάρη ὡς γυναίκα τήν μακάρια Ἄννα. Ὁ βασιλιάς λοιπόν τοῦ ἔδωσε ἄδεια νά τήν πάρη· ἀλλ’ ἡ ἀοίδιμη Ἄννα δέν δεχόταν νά κάνη αὐτό, ὁπότε δεχόταν πολλές θλίψεις καί στενοχώριες ἀπό τόν μιαρό Ἀγαρηνό. Καί ὁ μέν Ἀγαρηνός φιλονικοῦσε καί ἔλεγε, ὅτι θά τήν πάρη γιά γυναῖκα. Ἡ δέ Ἄννα παρακαλοῦσε τόν Θεό μέ προσευχές καί δάκρυα, νά τήν ἐλευθερώση γρήγορα ἀπό τόν πειρασμό αὐτόν. Ὁπότε εἰσάκουσε ὁ Θεός τήν προσευχή της καί στέρησε τόν βιαστή Ἀγαρηνό ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί ἐκπλήρωσε τό θέλημα τῆς Ἄννας, πού τόν σεβόταν. Τί ἀκολούθησε ἀπό αὐτό; Ἀπαρνήθηκε ἡ μακάρια Ἄννα ὅλα τά τοῦ βίου πράγματα καί, μπαίνοντας μέσα σέ ἕνα Ναό τῆς Θεοτόκου, παρέδωσε τόν ἑαυτό της σέ νηστεία, σέ ἀγρυπνία καί σέ ἐγκράτεια, διότι ὅλη τήν ἑβδομάδα ἔμενε νηστική.
Ἔτσι καταξήρανε τόσο πολύ τό σῶμα της, ὥστε φαίνονταν ἀπό ἔξω ὅλοι οἱ μῦες καί οἱ ἁρμονίες τῶν μελῶν. Ἐπειδή λοιπόν οἱ σάρκες της καταξηράθηκαν ἀπό τήν ὑπερβολική σκληραγωγία καί σχεδόν νεκρώθηκαν, γι’ αὐτό καί ἡ ἐσωτερική σύνθεσι καί ἁρμονία τῶν νεύρων, μέ τήν ὁποία ὁ Πλάστης συνέδεσε ὅλο τό σῶμα, φαινόταν καθαρά ἀπό ἔξω καί μόνο τό δέρμα βρισκόταν ἐπάνω στίς ἁρμονίες καί στά κόκκαλα. Μέ τόν παρόμοιο λοιπόν τρόπο ζωῆς πέρασε ἡ Ἁγία πενῆντα χρόνια. Ἔπειτα, ἐπειδή ἀσθένησε γιά λίγο, παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Τό δέ πολύπαθο καί καρτερικό της σῶμα, τοποθετήθηκε ἀπό τούς συγγενεῖς της μέσα σέ ἕνα κιβώτιο ξύλινο καί ἐνταφιάσθηκε σέ ἕναν τόπο, ὅπου καί ἄλλοι πολλοί συγγενεῖς της βρίσκονταν ἐνταφιασμένοι. Καί ἀφοῦ πέρασαν πολλά χρόνια, μερικοί ἄνθρωποι, ἐνοχλούμενοι ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα, πῆγαν καί ἔβγαλαν ἀπό τόν τάφο τό σῶμα τῆς Ἁγίας, τό ὁποῖο, ὤ τοῦ θαύματος!, βρέθηκε λαμπρό, ὁλόκληρο, ἄφθαρτο καί γεμᾶτο ἀπό κάθε εὐωδία θεϊκή μαζί καί ἀνθρώπινη. Καί αὐτό βέβαια ἦταν θαῦμα βέβαια ὑπερφυσικό καί παράδοξο, καθώς μπορεῖ νά τό καταλάβη κανείς ἀπό τό ἑξῆς· Διότι, μολονότι ἦταν καί ἄλλα πολλά σώματα ἐνταφιασμένα στό μέρος ἐκεῖνο, μαζί μέ τό σῶμα τῆς μακάριας, ἐκεῖνα ὅμως μέ φυσικό τρόπο διαλύθηκαν καί φθάρηκαν, ἐνῶ τό σῶμα τῆς Ὁσίας Ἄννας παρέμεινε μέ ὑπερφυσικό τρόπο σῶο καί ἀδιάφθορο. Ἔτσι παρματοποιήθηκε στήν Ὁσία αὐτή τό Δαβιτικό ἐκεῖνο· Φυλάσσει Κύριος ὅλα τά ὀστᾶ τῶν Ἁγίων καί ἕνα «ἐξ αὐτῶν
οὐ συντριβήσεται». Ἀπό δέ τήν χάρι τοῦ λειψάνου αὐτοῦ, δαίμονες ἐκδιώχθηκαν, τυφλοί ἀνέβλεψαν, χωλοί περπάτησαν καί γενικά, κάθε ἀσθένεια, ἀπό τήν ὁποία ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι καί τότε καί τώρα διά μέσου αὐτοῦ θεραπεύεται. Ἔτσι γνωρίζει ὁ Θεός νά ἀντιδοξάζη ἐκείνους, πού τόν δοξάζουν.