Τῇ 23ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῆς Ὁσίας Μητρός ἡμῶν Πελαγίας τῆς Τήνου ( †1823;).


Ἡ Πε­λα­γί­α ἦ­ταν κό­ρη τοῦ πα­πᾶ Νι­κη­φό­ρου Νε­γρε­πόν­τη. Ἡ μη­τέ­ρα της ἦ­ταν ἀ­πό τόν Τρι­πό­τα­μο τῆς Τή­νου καί ἀ­νῆ­κε στήν οἰ­κο­γέ­νεια Φραγ­κού­λη. Γεν­νή­θη­κε τό 1752 στό χω­ριό Κάμ­πο τῆς Τή­νου καί τό κο­σμι­κό της ὄ­νο­μα ἦ­ταν Λου­κί­α. Ἀ­πό δι­ά­φο­ρα ἔγ­γρα­φα φαί­νε­ται, ὅ­τι εἶ­χε ἀ­κό­μα τρεῖς ἀ­δελ­φές. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της δι­α­κρι­νό­ταν γιά τήν ἁ­γνή πί­στι καί τήν προ­σή­λω­σι στά θρη­σκευ­τι­κά ἰ­δε­ώ­δη. Λί­γα χρό­νια με­τά τήν γέν­νη­σι τῆς Λου­κί­ας ὁ πα­τέ­ρας της πέ­θα­νε. Σέ ἡ­λι­κί­α 12 ἐ­τῶν ἔ­δει­χνε ση­μά­δια ἔν­το­νης ἐ­πι­θυ­μί­ας νά ἀ­φι­ε­ρω­θῆ καί νά ὑ­πη­ρε­τή­ση τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Οἱ δυ­σκο­λί­ες τῆς ζω­ῆς ἔ­κα­ναν τήν μη­τέ­ρα της νά τήν στεί­λη στόν Τρι­πό­τα­μο, στήν κά­πως πιό εὐ­κα­τά­στα­τη ἀ­δελ­φή της. Ἐ­κεῖ ἡ Λουκία ἔ­μει­νε τρί­α χρό­νια καί συ­χνά ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τήν ἄλ­λη θεί­α της, μο­να­χή στή Μο­νή Κε­χρο­βου­νί­ου.

Ἔνοι­ω­σε τό­τε ἐ­πι­τα­κτι­κή τήν ἀ­νάγ­κη νά ἀ­κο­λου­θή­ση τόν μο­να­χι­κό βί­ο καί σέ ἡ­λι­κί­α 15 χρό­νων μπῆ­κε στό Μον­αστή­ρι ὡς δό­κι­μη, ὑ­πό τήν ἐ­πί­βλε­ψι τῆς θεί­ας της, μο­να­χῆς Πε­λα­γί­ας. Ὅ­ταν ἦλ­θε ἡ ὥ­ρα, ἔ­γι­νε καί ἡ ἴ­δια μο­να­χή μέ τό ὄ­νο­μα Πε­λα­γί­α. Ἡ ἁ­γνό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς της, ἡ ὁ­σι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς της, ἡ αὐ­τα­πάρ­νη­σί της, ἡ μυ­στι­κή ζω­ή της καί ὁ πό­θος της γιά λύ­τρω­σι συ­νε­τέ­λε­σαν ὥ­στε ἡ μο­να­χή Πε­λα­γί­α νά γί­νη τό «σκεῦ­ος ἐ­κλο­γῆς», γιά νά ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ σέ αὐ­τήν ἡ Πα­να­γί­α γιά τήν εὕ­ρε­σι τῆς Ἁ­γί­ας εἰ­κό­νας της στόν ἀ­γρό τοῦ Δο­ξα­ρᾶ στήν πό­λι τῆς Τή­νου (30 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1823), γε­γο­νός πού ἔ­μελ­λε νά κά­νη τήν Τῆ­νο ἱ­ε­ρό νη­σί καί νά κα­τα­τά­ξη τήν Πε­λα­γί­α με­τα­ξύ τῶν Ἁ­γί­ων.

Τό γε­γο­νός αὐ­τό συ­νέ­βη ὅ­ταν ἡ Ὁ­σί­α ἦ­ταν 73 χρό­νων καί Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας Τή­νου ἦ­ταν ὁ Γα­βρι­ήλ καί ἔχει ὡς ἑξῆς:

Δέν εἶχε πε­ρά­σει ἕ­νας χρό­νος ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρι­κή ­ἡμέρα, πού ὁ ἐ­πί­σκο­πος Πα­τρῶν Γερ­μα­νός ὕ­ψω­σε τό λά­βα­ρο τῆς ἐ­πα­να­στά­σε­ως. Στό Μοναστήρι τοῦ Κε­χρο­βου­νί­ου, ἐ­νῷ εἶ­χε ἀ­πο­κοι­μη­θῆ, ἔ­νοι­ω­σε ξαφ­νι­κά μί­α ἄρ­ρη­τη εὐ­ω­δί­α, καί ἀ­μέ­σως ἄ­κου­σε τήν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ νά ἀ­νοί­γη μέ πά­τα­γο. Μί­α με­γα­λό­πρε­πη γυ­ναί­κα, πού ἄ­στρα­φτε σάν βα­σί­λισ­σα, μπῆ­κε μέ­σα καί στά­θη­κε ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τό κρε­βά­τι της.

- Σή­κω γρή­γο­ρα, τῆς εἶ­πε. Πή­γαι­νε νά συ­ναν­τή­σης τόν Στα­μα­τέλ­λο Καγ­κά­δη καί πές του ὅτι στό χω­ρά­φι τοῦ Ἀν­τώ­νη Δο­ξα­ρᾶ εἶ­ναι χω­μέ­νη χρό­νια τώ­ρα ἡ εἰ­κό­να μου. Νά φρον­τί­ση νά τήν βγά­λη καί νά χτί­ση τό σπί­τι μου.

Ἡ γε­ρόν­τισ­σα ξύ­πνη­σε τρο­μαγ­μέ­νη, ἀλ­λά ἀ­πό τα­πεί­νω­σι δέν ὑ­πά­κου­σε στήν ἐν­το­λή.

Τήν ἄλ­λη ἑ­βδο­μά­δα, τήν ὥ­ρα πού ἡ μο­να­χή προ­σευ­χό­ταν, δέ­χθη­κε στόν ἴ­διο τό­πο γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά τήν ἐ­πί­σκε­ψι τῆς Πα­να­γί­ας. Τήν φο­ρά αὐ­τή ἡ Θε­ο­τό­κος συ­νό­δευ­ε τά λό­για της μέ ἕ­να γλυ­κό μει­δί­α­μα, σάν νά ἔ­λε­γε: «Γνω­ρί­ζω τούς λο­γι­σμούς καί δι­σταγ­μούς σου, ἀλ­λά μή φο­βᾶ­σαι. Ἐ­σέ­να δι­ά­λε­ξα, γιά νά ἐκ­πλη­ρώ­σης τήν βου­λή μου. Λοι­πόν, μή δι­στά­ζης».

Ἀλ­λά ὁ δι­σταγ­μός κρα­τοῦ­σε ἀ­κό­μη δέ­σμια τήν ἀ­γα­θή γε­ρόν­τισ­σα. Γι’ αὐ­τό ἡ Θε­ο­τό­κος τήν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται καί τρί­τη φο­ρά, τήν 29η Ἰ­ου­λί­ου 1822, σέ ὥ­ρα πά­λι προ­σευ­χῆς. Τήν εἶ­δε τό­τε ἡ μο­να­χή νά στέ­κε­ται μπρο­στά της ἀ­κί­νη­τη καί νά ἐκ­πέμ­πη τρι­γύ­ρω της ἕ­να οὐ­ρά­νιο φῶς, ἁ­πα­λό καί λευ­κό. Ὕ­στε­ρα κάρ­φω­σε τό βλέμ­μα ἐ­πά­νω της ἐ­πα­νέ­λα­βε τήν ἐν­το­λή της καί τήν χαι­ρέ­τη­σε μέ τά ἑ­ξῆς λό­για· « Εὐ­αγ­γε­λί­ζου γῆ χα­ράν με­γά­λην». «Αἰ­νεῖ­τε οὐ­ρα­νοί Θε­οῦ τήν δό­ξαν», ψέλ­λι­σε ἡ μο­να­χή καί ἔ­πε­σε στά γό­να­τα.

Ἡ καμ­πά­να σή­μα­νε γιά τόν ὄρ­θρο. Ἡ μο­να­χή Πε­λα­γί­α ση­κώ­θη­κε, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό της καί κα­τη­φό­ρι­σε γιά τόν να­ό. Ὅ­ταν δι­η­γή­θη­κε στήν ἡ­γου­μέ­νη τό ὅ­ρα­μά της, ἐ­κεί­νη τήν ἄ­κου­σε μέ προ­σο­χή καί δέ­ος. Τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ ἐ­κλε­κτή τῆς Πα­να­γί­ας ξε­κί­νη­σε γιά τήν Κα­ρυ­ά, ὅ­που συ­νάν­τη­σε τόν Στα­μα­τέλ­λο Καγ­κά­δη. Καί αὐ­τός συγ­κι­νη­μέ­νος τήν πα­ρέ­πεμ­ψε στόν ἐ­πί­σκο­πο Γα­βρι­ήλ.

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος πα­ρα­κο­λού­θη­σε δα­κρυ­σμέ­νος τήν ἀ­φή­γη­σι καί συγ­κι­νη­μέ­νος ἔ­δω­σε τήν συγ­κα­τά­θε­σί του. Οἱ καμ­πά­νες τοῦ ἱ­ε­ροῦ να­οῦ τῶν Τα­ξια­ρχῶν ἀ­να­στα­τώ­νουν τούς κα­τοί­κους. Ὁ δε­σπό­της μέ λό­για θερ­μά συγ­κλο­νί­ζει τόν λα­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ θρη­σκευ­τι­κή ἔ­ξαρ­σι ἀ­πο­δύ­ε­ται στήν προ­σπά­θεια γιά τήν εὕ­ρε­σι τῆς εἰ­κό­νας. Ζη­τοῦν ἀ­μέ­σως ἄ­δεια ἀ­πό τήν γυναίκα τοῦ Δο­ξα­ρᾶ, γιά νά ἀρ­χί­σουν τίς ἀ­να­σκα­φές στό κτῆ­μα του, ἀλ­λά ἀρ­νεῖ­ται, ἐ­πει­δή ἀ­που­σιά­ζει ὁ σύ­ζυ­γός της στήν Κων/πο­λι. Ἐξ ἄλ­λου τό κτῆ­μα εἶ­ναι καλ­λι­ερ­γη­μέ­νο καί δέν πρέ­πει νά κα­τα­στρα­φῆ.

Τήν νύ­χτα βλέ­πει στόν ὕ­πνο της φο­βε­ρό ὄ­νει­ρο· Ἕ­να ἄ­γριος φου­στα­νελ­λο­φό­ρος τήν ἀ­πει­λεῖ πώς, ἄν δέν δώ­ση τήν ἄ­δεια, θά τήν ἐ­ξον­τώ­ση. Τρο­μαγ­μέ­νη ἐ­κεί­νη ξυ­πνᾶ καί τρέ­χει νά βγῆ ἀ­πό τό σπί­τι. Μό­λις συ­νῆλ­θε, εἰ­δο­ποί­η­σε τόν ἐ­πί­σκο­πο πώς ὄ­χι μό­νο δί­νει τήν ἄ­δεια, ἀλ­λά προ­σφέ­ρει καί τό ἴ­διο ἀ­κό­μη τό κτῆ­μα γιά ἀ­νέ­γερ­σι να­οῦ, ἄν βρε­θῆ ἡ εἰ­κό­να.

Ἔ­τσι λοι­πόν ἀρ­χί­ζουν οἱ ἀ­να­σκα­φές στό κτῆ­μα τοῦ Δο­ξα­ρᾶ, τόν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 1822. Δου­λεύ­ουν ἐρ­γά­τες ἀ­πό ὅ­λο τό νη­σί, ἀλ­λά ἡ εἰ­κό­να δέν φα­νε­ρώ­νε­ται. Ὁ ζῆ­λος μα­ραί­νε­ται καί σέ δύ­ο μῆ­νες τό σκά­ψι­μο στα­μα­τᾶ.

Τό­τε ἐ­πεμ­βαί­νει ἡ Με­γα­λό­χα­ρη μέ νέ­ο θαῦ­μα. Ἡ σύ­ζυ­γος καί ἡ ἀ­δελ­φή τοῦ Καγ­κά­δη, τόν ὁ­ποῖ­ο ἡ Θε­ο­τό­κος ὑ­πέ­δει­ξε ὀ­νο­μα­στι­κά γιά τήν εὕ­ρε­σι τῆς εἰ­κό­νας, ἀρ­ρω­σταί­νουν βα­ρειά. Ὁ κίν­δυ­νος αὐ­τός τόν κά­νει νά συ­ναι­σθαν­θῆ τήν ἱ­ε­ρή εὐ­θύ­νη, πού εἶ­χε ἐ­πω­μι­σθῆ ἀ­πό τήν Θε­ο­τό­κο. Σπεύ­δει λοι­πόν στόν ἐ­πί­σκο­πο καί τόν πα­ρα­κα­λεῖ νά προ­κα­λέ­ση γε­νι­κή κι­νη­το­ποί­η­σι ἀρ­χόν­των καί λα­οῦ. Εἶ­ναι πρό­θυ­μος καί χρή­μα­τα νά δώ­ση, προ­κει­μέ­νου νά ξα­ναρ­χί­σουν οἱ ἀ­να­σκα­φές.

Πράγ­μα­τι τό σκά­ψι­μο ξα­ναρ­χί­ζει. Στίς 30 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1823 σκά­βουν στό χω­ρά­φι οἱ Φα­λα­τα­δια­νοί. Γύ­ρω στό με­ση­μέ­ρι ἡ ἀ­ξί­να τοῦ Δη­μή­τρη Βλάσ­ση χτυ­πᾶ πά­νω σέ ξύ­λο. Ρί­γη­σε ὁ εὐ­λα­βής χω­ρι­κός ἀ­πό συγ­κί­νη­σι, καί πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος χα­ρά πῆ­ρε στά χέ­ρια τό κομ­μά­τι, πού βρῆ­κε. Πράγ­μα­τι, εἶ­χε βρεῖ τήν εἰ­κό­να, ἀλ­λά μό­νο τήν μι­σή, τόν Ἄγ­γε­λο. Σέ λί­γο βρῆ­καν καί τήν ἄλ­λη μι­σή. Κά­ποι­α ἀ­ξί­να τήν εἶ­χε χω­ρί­σει στά δύ­ο, χω­ρίς ὅ­μως νά βλά­ψη κα­θό­λου τά πρό­σω­πα. Ἡ το­μή ἀ­πό θεί­α ἐ­πέμ­βα­σι εἶ­χε γί­νει κά­θε­τα. Ἡ ἱ­ε­ρή εἰ­κό­να κα­θα­ρί­σθη­κε καί πρό­βα­λε ἡ γλυ­κειά μορ­φή τῆς Παρ­θέ­νου. Πα­ρι­στά­νει τόν Εὐ­αγ­γε­λι­σμό καί πρό­κει­ται γιά ἕ­να ἀ­ρι­στούρ­γη­μα τέ­χνης.

Στήν Μο­νή Κε­χρο­βου­νί­ου τι­μᾶ­ται ἀ­κό­μη καί τό κελ­λί, στό ὁ­ποῖ­ο ἡ Ὁ­σί­α Πε­λα­γί­α ἔ­λα­βε τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψι τῆς Πα­να­γί­ας.

Ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε ὡς Ἁ­γί­α μέ Πα­τρι­αρ­χι­κή Συ­νο­δι­κή Πρᾶ­ξι στίς 11 Σε­πτεμ­βρί­ου 1970 καί ἡ τι­μή της ὡ­ρί­σθη­κε νά τε­λῆ­ται τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ ὁ­ρά­μα­τός της, δη­λα­δή στίς 23 Ἰ­ου­λί­ου.

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης