Ἡ Πελαγία ἦταν κόρη τοῦ παπᾶ Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Ἡ μητέρα της ἦταν ἀπό τόν Τριπόταμο τῆς Τήνου καί ἀνῆκε στήν οἰκογένεια Φραγκούλη. Γεννήθηκε τό 1752 στό χωριό Κάμπο τῆς Τήνου καί τό κοσμικό της ὄνομα ἦταν Λουκία. Ἀπό διάφορα ἔγγραφα φαίνεται, ὅτι εἶχε ἀκόμα τρεῖς ἀδελφές. Ἡ οἰκογένειά της διακρινόταν γιά τήν ἁγνή πίστι καί τήν προσήλωσι στά θρησκευτικά ἰδεώδη. Λίγα χρόνια μετά τήν γέννησι τῆς Λουκίας ὁ πατέρας της πέθανε. Σέ ἡλικία 12 ἐτῶν ἔδειχνε σημάδια ἔντονης ἐπιθυμίας νά ἀφιερωθῆ καί νά ὑπηρετήση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς ἔκαναν τήν μητέρα της νά τήν στείλη στόν Τριπόταμο, στήν κάπως πιό εὐκατάστατη ἀδελφή της. Ἐκεῖ ἡ Λουκία ἔμεινε τρία χρόνια καί συχνά ἐπισκεπτόταν τήν ἄλλη θεία της, μοναχή στή Μονή Κεχροβουνίου.
Ἔνοιωσε τότε ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη νά ἀκολουθήση τόν μοναχικό βίο καί σέ ἡλικία 15 χρόνων μπῆκε στό Μοναστήρι ὡς δόκιμη, ὑπό τήν ἐπίβλεψι τῆς θείας της, μοναχῆς Πελαγίας. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα, ἔγινε καί ἡ ἴδια μοναχή μέ τό ὄνομα Πελαγία. Ἡ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς της, ἡ ὁσιότητα τῆς ζωῆς της, ἡ αὐταπάρνησί της, ἡ μυστική ζωή της καί ὁ πόθος της γιά λύτρωσι συνετέλεσαν ὥστε ἡ μοναχή Πελαγία νά γίνη τό «σκεῦος ἐκλογῆς», γιά νά ἀποκαλυφθῆ σέ αὐτήν ἡ Παναγία γιά τήν εὕρεσι τῆς Ἁγίας εἰκόνας της στόν ἀγρό τοῦ Δοξαρᾶ στήν πόλι τῆς Τήνου (30 Ἰανουαρίου 1823), γεγονός πού ἔμελλε νά κάνη τήν Τῆνο ἱερό νησί καί νά κατατάξη τήν Πελαγία μεταξύ τῶν Ἁγίων.
Τό γεγονός αὐτό συνέβη ὅταν ἡ Ὁσία ἦταν 73 χρόνων καί Ἀρχιερέας Τήνου ἦταν ὁ Γαβριήλ καί ἔχει ὡς ἑξῆς:
Δέν εἶχε περάσει ἕνας χρόνος ἀπό τήν ἱστορική ἡμέρα, πού ὁ ἐπίσκοπος Πατρῶν Γερμανός ὕψωσε τό λάβαρο τῆς ἐπαναστάσεως. Στό Μοναστήρι τοῦ Κεχροβουνίου, ἐνῷ εἶχε ἀποκοιμηθῆ, ἔνοιωσε ξαφνικά μία ἄρρητη εὐωδία, καί ἀμέσως ἄκουσε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ νά ἀνοίγη μέ πάταγο. Μία μεγαλόπρεπη γυναίκα, πού ἄστραφτε σάν βασίλισσα, μπῆκε μέσα καί στάθηκε ἀπέναντι ἀπό τό κρεβάτι της.
- Σήκω γρήγορα, τῆς εἶπε. Πήγαινε νά συναντήσης τόν Σταματέλλο Καγκάδη καί πές του ὅτι στό χωράφι τοῦ Ἀντώνη Δοξαρᾶ εἶναι χωμένη χρόνια τώρα ἡ εἰκόνα μου. Νά φροντίση νά τήν βγάλη καί νά χτίση τό σπίτι μου.
Ἡ γερόντισσα ξύπνησε τρομαγμένη, ἀλλά ἀπό ταπείνωσι δέν ὑπάκουσε στήν ἐντολή.
Τήν ἄλλη ἑβδομάδα, τήν ὥρα πού ἡ μοναχή προσευχόταν, δέχθηκε στόν ἴδιο τόπο γιά δεύτερη φορά τήν ἐπίσκεψι τῆς Παναγίας. Τήν φορά αὐτή ἡ Θεοτόκος συνόδευε τά λόγια της μέ ἕνα γλυκό μειδίαμα, σάν νά ἔλεγε: «Γνωρίζω τούς λογισμούς καί δισταγμούς σου, ἀλλά μή φοβᾶσαι. Ἐσένα διάλεξα, γιά νά ἐκπληρώσης τήν βουλή μου. Λοιπόν, μή διστάζης».
Ἀλλά ὁ δισταγμός κρατοῦσε ἀκόμη δέσμια τήν ἀγαθή γερόντισσα. Γι’ αὐτό ἡ Θεοτόκος τήν ἐπισκέπτεται καί τρίτη φορά, τήν 29η Ἰουλίου 1822, σέ ὥρα πάλι προσευχῆς. Τήν εἶδε τότε ἡ μοναχή νά στέκεται μπροστά της ἀκίνητη καί νά ἐκπέμπη τριγύρω της ἕνα οὐράνιο φῶς, ἁπαλό καί λευκό. Ὕστερα κάρφωσε τό βλέμμα ἐπάνω της ἐπανέλαβε τήν ἐντολή της καί τήν χαιρέτησε μέ τά ἑξῆς λόγια· « Εὐαγγελίζου γῆ χαράν μεγάλην». «Αἰνεῖτε οὐρανοί Θεοῦ τήν δόξαν», ψέλλισε ἡ μοναχή καί ἔπεσε στά γόνατα.
Ἡ καμπάνα σήμανε γιά τόν ὄρθρο. Ἡ μοναχή Πελαγία σηκώθηκε, ἔκανε τόν σταυρό της καί κατηφόρισε γιά τόν ναό. Ὅταν διηγήθηκε στήν ἡγουμένη τό ὅραμά της, ἐκείνη τήν ἄκουσε μέ προσοχή καί δέος. Τήν ἑπομένη ἡ ἐκλεκτή τῆς Παναγίας ξεκίνησε γιά τήν Καρυά, ὅπου συνάντησε τόν Σταματέλλο Καγκάδη. Καί αὐτός συγκινημένος τήν παρέπεμψε στόν ἐπίσκοπο Γαβριήλ.
Ὁ ἐπίσκοπος παρακολούθησε δακρυσμένος τήν ἀφήγησι καί συγκινημένος ἔδωσε τήν συγκατάθεσί του. Οἱ καμπάνες τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν ἀναστατώνουν τούς κατοίκους. Ὁ δεσπότης μέ λόγια θερμά συγκλονίζει τόν λαό, ὁ ὁποῖος μέ θρησκευτική ἔξαρσι ἀποδύεται στήν προσπάθεια γιά τήν εὕρεσι τῆς εἰκόνας. Ζητοῦν ἀμέσως ἄδεια ἀπό τήν γυναίκα τοῦ Δοξαρᾶ, γιά νά ἀρχίσουν τίς ἀνασκαφές στό κτῆμα του, ἀλλά ἀρνεῖται, ἐπειδή ἀπουσιάζει ὁ σύζυγός της στήν Κων/πολι. Ἐξ ἄλλου τό κτῆμα εἶναι καλλιεργημένο καί δέν πρέπει νά καταστραφῆ.
Τήν νύχτα βλέπει στόν ὕπνο της φοβερό ὄνειρο· Ἕνα ἄγριος φουστανελλοφόρος τήν ἀπειλεῖ πώς, ἄν δέν δώση τήν ἄδεια, θά τήν ἐξοντώση. Τρομαγμένη ἐκείνη ξυπνᾶ καί τρέχει νά βγῆ ἀπό τό σπίτι. Μόλις συνῆλθε, εἰδοποίησε τόν ἐπίσκοπο πώς ὄχι μόνο δίνει τήν ἄδεια, ἀλλά προσφέρει καί τό ἴδιο ἀκόμη τό κτῆμα γιά ἀνέγερσι ναοῦ, ἄν βρεθῆ ἡ εἰκόνα.
Ἔτσι λοιπόν ἀρχίζουν οἱ ἀνασκαφές στό κτῆμα τοῦ Δοξαρᾶ, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1822. Δουλεύουν ἐργάτες ἀπό ὅλο τό νησί, ἀλλά ἡ εἰκόνα δέν φανερώνεται. Ὁ ζῆλος μαραίνεται καί σέ δύο μῆνες τό σκάψιμο σταματᾶ.
Τότε ἐπεμβαίνει ἡ Μεγαλόχαρη μέ νέο θαῦμα. Ἡ σύζυγος καί ἡ ἀδελφή τοῦ Καγκάδη, τόν ὁποῖο ἡ Θεοτόκος ὑπέδειξε ὀνομαστικά γιά τήν εὕρεσι τῆς εἰκόνας, ἀρρωσταίνουν βαρειά. Ὁ κίνδυνος αὐτός τόν κάνει νά συναισθανθῆ τήν ἱερή εὐθύνη, πού εἶχε ἐπωμισθῆ ἀπό τήν Θεοτόκο. Σπεύδει λοιπόν στόν ἐπίσκοπο καί τόν παρακαλεῖ νά προκαλέση γενική κινητοποίησι ἀρχόντων καί λαοῦ. Εἶναι πρόθυμος καί χρήματα νά δώση, προκειμένου νά ξαναρχίσουν οἱ ἀνασκαφές.
Πράγματι τό σκάψιμο ξαναρχίζει. Στίς 30 Ἰανουαρίου 1823 σκάβουν στό χωράφι οἱ Φαλαταδιανοί. Γύρω στό μεσημέρι ἡ ἀξίνα τοῦ Δημήτρη Βλάσση χτυπᾶ πάνω σέ ξύλο. Ρίγησε ὁ εὐλαβής χωρικός ἀπό συγκίνησι, καί πλημμυρισμένος χαρά πῆρε στά χέρια τό κομμάτι, πού βρῆκε. Πράγματι, εἶχε βρεῖ τήν εἰκόνα, ἀλλά μόνο τήν μισή, τόν Ἄγγελο. Σέ λίγο βρῆκαν καί τήν ἄλλη μισή. Κάποια ἀξίνα τήν εἶχε χωρίσει στά δύο, χωρίς ὅμως νά βλάψη καθόλου τά πρόσωπα. Ἡ τομή ἀπό θεία ἐπέμβασι εἶχε γίνει κάθετα. Ἡ ἱερή εἰκόνα καθαρίσθηκε καί πρόβαλε ἡ γλυκειά μορφή τῆς Παρθένου. Παριστάνει τόν Εὐαγγελισμό καί πρόκειται γιά ἕνα ἀριστούργημα τέχνης.
Στήν Μονή Κεχροβουνίου τιμᾶται ἀκόμη καί τό κελλί, στό ὁποῖο ἡ Ὁσία Πελαγία ἔλαβε τήν ἀποκάλυψι τῆς Παναγίας.
Ἀνακηρύχθηκε ὡς Ἁγία μέ Πατριαρχική Συνοδική Πρᾶξι στίς 11 Σεπτεμβρίου 1970 καί ἡ τιμή της ὡρίσθηκε νά τελῆται τήν ἡμέρα τοῦ ὁράματός της, δηλαδή στίς 23 Ἰουλίου.