Τῷ αὐτῷ μηνί ΚΘ΄, ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου.
Αὐτός ὁ Θεοφόρος Ἰγνάτιος ἦταν διάδοχος τῶν Ἀποστόλων καί ἐχρημάτισε δεύτερος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, μετά τόν Εὔοδο. Ὑπῆρξε μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο μαθητής τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Αὐτός λοιπόν κατά τό ἔτος 110 ὡδηγήθηκε μπροστά στόν αὐτοκράτορα Τραϊανό καί, ἀφοῦ ὑπέμενε κάθε δοκιμή τῶν βασάνων καί ἔμεινε ἀβλαβής ἀπό αὐτά μέ τήν χάρι τοῦ Χριστοῦ, στάλθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα στήν Ρώμη, γιά νά πολεμήση μέ τά θηρία. Ὅταν ἔγινε αὐτό, κατασπαράχθηκε ὁ Ὅσιος ἀπό τά λεοντάρια, καθώς τό ἐπιθυμοῦσε καί εὐχόταν. Τά τίμια λείψανά του, ἀφοῦ τά συγκέντρωσαν μερικοί Χριστιανοί, τά πῆγαν στήν Ἀντιόχεια καί τά χάρισαν, δῶρο ἐπιθυμητό, στούς ἐκεῖ ἀδελφούς. Αὐτοί μέ κάθε τιμή καί εὐλάβεια τά ἀποθησαύρισαν κάτω στήν γῆ. Γιά τόν λόγο αὐτόν ἑορτή χαρμόσυνη ἑορτάζει σήμερα ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, αὐτήν τήν σεπτή ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. (Τόν ἐκτενῆ Βίο του βλέπε στό Ἐκλόγιο[1].)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων ἑπτά Μαρτύρων τῶν ἐν Σαμοσάτοις τελειωθέντων, Φιλοθέου, Ὑπερεχίου, Ἀβίβου, Ἰουλιανοῦ, Ρωμανοῦ, Ἰακώβου καί Παρηγορίου.
Αὐτοί οἱ Ἅγιοι, μόλις ἔγιναν στρατιῶτες τοῦ ἐπουράνιου Βασιλιᾶ Χριστοῦ, στηλίτευσαν καί ἔλεγξαν τήν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν. Γιά τόν λόγο αὐτόν τούς συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες καί ἔσπασαν μέ χοντρά ραβδιά τά μπράτσα τῶν χεριῶν καί τούς μηρούς τους. Ἔπειτα τούς ξέσχισαν ἀλύπητα καί, ἀφοῦ ἔδεσαν στόν λαιμό τους βαρειές ἁλυσίδες, τούς ἔρριξαν στήν φυλακή.
Κατόπιν τούς ἔβγαλαν ἀπό τήν φυλακή καί τούς ξέσχισαν γιά δεύτερη φορά. Κατόπιν τούς κρέμασαν καί ἀφοῦ κάρφωσαν τίς κεφαλές τους μέ καρφιά, τούς ἔκαναν νά παραδώσουν τίς ψυχές τους στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι δέχθηκαν οἱ ἀοίδιμοι τά ἀμάραντα στεφάνια τῆς ἀθλήσεως.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, Σιλουανός[2] Ἐπίσκοπος, Λουκᾶς Διάκονος, καί Μώκιος ὁ Ἀναγνώστης θηριομαχήσαντες, τελειοῦνται.
Ὅταν ὁ Νουμεριανός βασίλευε, κατά τό ἔτος 284, ἔγινε διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν. Τότε ὁ Ἅγιος Αὐτός Σιλουανός ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐμεσηνῶν πόλεως, ἡ ὁποία στήν τουρικική γλῶσσα Ἔμς ὀνομάζεται, ὑπάγεται στόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας καί βρίσκεται στήν Κοίλη Συρία. Ἀφοῦ συκοφαντήθηκε λοιπόν Αὐτός στόν ἐκεῖ ἄρχοντα, ἀμέσως συνελήφθη μαζί μέ τόν Διάκονο Λουκᾶ καί τόν Ἀναγνώστη Μώκιο καί παρουσιάσθηκαν καί οἱ τρεῖς μπροστά του δεμένοι.
Ἀφοῦ τούς ἐξέτασε ὁ ἄρχοντας μέ λεπτομέρεια, ἐπειδή εἶδε, ὅτι ὡμολόγησαν τόν Χριστό Θεό ἀληθινό καί ἀναθεμάτισαν ἐκείνους, πού προσκυνοῦν τά εἴδωλα, γιά τόν λόγο αὐτόν θύμωσε πολύ. Καί, ἐπειδή δέν μπόρεσε νά τούς καταπείση μέ κολακεῖες νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, τούς ἔδειρε δυνατά, καί βάζοντάς τους στήν φυλακή, τούς ἄφησε νά πεθάνουν ἀπό τήν πεῖνα.
Ὕστερα ἀπό ἀρκετές ἡμέρες τούς ἐξέτασε πάλι καί, ἀφοῦ τούς ἔδειρε, τούς ἔκλεισε γιά δεύτερη φορά στήν φυλακή καί, ἀφοῦ τούς ἐξάντλησε ἀπό τήν πεῖνα καί τήν δίψα, ἀπεφάσισε νά τούς παραδώση στά θηρία, γιά νά πολεμήσουν μέ ἐκεῖνα. Στάθηκαν λοιπόν οἱ Ἅγιοι στό στάδιο καί τήν ὥρα πού ἀφέθηκαν διάφορα θηρία ἐναντίον τους, προσευχήθηκαν οἱ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρες νά τελειωθοῦν μέ τόν παρόμοιο ἀγῶνα.
Τότε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἰσακούει τούς δούλους του, παρέλαβε τίς ψυχές τους, ὅπως τό ζήτησαν. Τότε τά ἄγρια θηρία σεβάσθηκαν τά λείψανα τῶν Ἁγίων, καί χωρίς νά τά πλησιάσουν καθόλου, ἀποχώρησαν. Ὅταν νύκτωσε, πῆγαν μερικοί Χριστιανοί καί τά ἔκλεψαν, καί ἀφοῦ τά ἐνταφίασαν μέ τιμές, δόξασαν καί εὐχαρίστησαν τόν Θεό.
Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σαρβήλου καί Βεβαίας τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ, τῶν ἐν Ἐδέσσῃ μαρτυρησάντων.
Αὐτοί οἱ Ἅγιοι ἔζησαν στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ, κατά τό ἔτος 110, καταγόμενοι ἀπό τήν πόλι Ἔδεσσα. Ὁ Ἅγιος Σάρβηλος ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων καί ὑπηρέτης τῶν μυσαρῶν θυσιῶν τῶν δαιμόνων. Ἦταν ὅμως ὁ Σάρβηλος αὐτός πολύ ὡραῖος καί ἔνδοξος, ὁ ὁποῖος φοροῦσε πολυτελῆ καί λαμπρά ἐνδύματα, εἶχε μάλιστα καί κίδαρι, δηλαδή μίτρα χρυσῆ στήν κεφαλή του καί ἐθεωρεῖτο κοντά στούς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες ὡς ἄλλος μικρός βασιλιάς καί ἐτιμᾶτο ὡς ἄλλος θεός, διότι αὐτός ἦταν, πού διέταζε νά προσκυνοῦν καί νά θυσιάζουν στά εἴδωλα. Αὐτός λοιπόν πολλές φορές ἐλέγχθηκε καί κατηχήθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Βαρσίμαιο, τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐδέσσης, ἀλλά δέν ἐπέστρεψε ἀπό τήν πλάνη. Μία φορά ὅμως, ὅταν γινόταν ἑορτή στούς δαίμονες καί ὁ Σάρβηλος ἦταν ἐπιστάτης ἐπάνω στίς δαιμονικές θυσίες, τότε βλέποντάς τον ὁ Ἅγιος Βαρσίμαιος, τόν ἔλεγξε πάλι καί τόν κατηγόρησε, πού γίνεται γιά πολλούς αἴτιος ἀπωλείας. Ὅταν τά ἄκουσε αὐτά ὁ Σάρβηλος, κατανύχθηκε ἀπό τήν τοῦ Χριστοῦ χάρι καί ἀφοῦ πείσθηκε στά λόγια τοῦ Ἐπισκόπου, πίστεψε στόν Χριστό μαζί μέ τήν ἀδελφή του Βεβαία. Τότε βαπτίσθηκαν καί οἱ δύο ἀπό τόν ἴδιο Ἐπίσκοπο, ἀπό τόν ὁποῖον κατηχήθηκε καί γιά δεύτερη φορά ὁ Σάρβηλος. Τότε, ἀφοῦ πούλησε ὅλη τήν περιουσία του, τήν μοίρασε στούς πτωχούς καί πτωχός γενόμενος, πῆγε καί καθόταν κοντά στόν Ἅγιο Βαρσίμαιο.
Ὅταν ἔμαθε αὐτό ὁ Λυσίας, ὁ ἡγεμόνας, καλεῖ μπροστά του τόν Σάρβηλο, καί ἀφοῦ τόν ἐξέτασε καί εἶδε, ὅτι ὁμολογεῖ τόν Χριστό, προστάζει καί τόν δέρνουν μέ ράβδους. Ἐπειδή ὅμως ὁ Μάρτυρας κατηγοροῦσε πολύ αὐτόν καί τά εἴδωλά του, μαζί καί τόν βασιλιά, πού ἔκανε ἄρχοντα, γιά τόν λόγο αὐτό, ἀφοῦ κυριεύθηκε ὁ ἄρχοντας ἀπό θυμό ὑπερβολικό, διέταξε καί ἔδειραν τόν Ἅγιο μέ νεῦρα βοδιῶν, ὄχι μία φορά, ἀλλά ἑπτά φορές, καί μέ χειροπέδες σιδερένιες τόν ξέσχισαν καί τόν ἔκαψαν μέ λαμπάδες ἀναμμένες. Ὁ Μάρτυρας ὅμως, ἐνῷ ἔπασχε αὐτά, ἀπέβλεπε μόνο στόν Θεό καί προσευχόταν, γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἐλάφρυνε τούς πόνους του. Βλέποντας ὅμως ὁ Λυσίας τήν γενναιότητα καί τήν ὑπομονή τοῦ Ἁγίου, διέταξε καί ἔμπηξαν καρφιά στήν κεφαλή του καί κατόπιν τόν ἔβαλαν σέ ἕνα μηχανικό ὄργανο καί τόν πριόνισαν. Ἐπειδή ὅμως διαφυλάχθηκε ὁ Ἅγιος ἀβλαβής μέ τήν χάρι τοῦ Χριστοῦ γι’ αὐτό ἐξέπληξε ὅλους. Αὐτά βλέποντας ἡ ἀδελφή τοῦ Ἁγίου, πού λεγόταν Βεβαία, ἀπό μόνη της πῆγε καί παρουσιάσθηκε στόν ἡγεμόνα, ὀνομάζοντας τόν ἑαυτό της Χριστιανή. Ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ τήν ἔδειρε ἀρκετά, τήν ἔβαλε στήν φυλακή.
Τόν δέ ἀδελφό της Σάρβηλο διέταξε καί τόν ἔδειραν μέ ξύλινα σπαθιά καί κατόπιν ξέσχισαν τό πρόσωπό του. Μετά ἀπό αὐτά ἔδεσαν πίσω τά χέρια του καί τόν ἔδειραν στήν κοιλιά. Ἔπειτα τόν κρέμασαν ἀπό τό ἕνα χέρι καί μέ φωτιά ἔκαψαν διάφορα μέρη τοῦ σώματός του· ὕστερα ἔγδαραν τό δέρμα του. Βλέποντας ὁ ἡγεμόνας, ὅτι ἀκόμη ἀναπνέει, διέταξε καί ἔκοψαν καί τῶν δύο ἀδελφῶν τίς κεφαλές καί ἔτσι ἔλαβαν καί οἱ δύο τοῦ μαρτυρίου τούς στεφάνους. Τά δέ τίμια λείψανά τους τά πῆραν κρυφά μερικοί Χριστιανοί καί τά ἐνταφίασαν μέ τιμές, δοξάζοντας καί εὐλογῶντας τόν Θεό.
Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν Βαρσιμαῖος, Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης ὁ Ὁμολογητής, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Αὐτός ὁ Ἅγιος, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ἔγινε αἴτιος τῆς ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ Ἁγίου Σαρβήλου, ἀφοῦ ἐπέστρεψε καί βάπτισε αὐτόν καί τήν ἀδελφή του Βεβαία. Γιά τόν λόγο αὐτό συκοφαντήθηκε στόν ἡγεμόνα τῆς Ἐδέσσης Λυσία καί, ἀφοῦ ὡμολόγησε τόν Χριστό, ἐδάρη καί τοποθετήθηκε στήν φυλακή. Ἔπειτα ἦλθαν γράμματα βασιλικά, πού ὥριζαν νά σταματήση ὁ κατά τῶν Χριστιανῶν διωγμός. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Αὐτός Βαρσιμαῖος λυτρώθηκε ἀπό τήν φυλακή καί, πηγαίνοντας στήν μητρόπολί του, ἔζησε εὐάρεστα τήν ζωή του καί ἔτσι πρός τόν Κύριο ἐξεδήμησε.
Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Ἀφραάτης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Αὐτός ὁ Ὅσιος ἔζησε στά χρόνια τοῦ Οὐάλεντος, κατά τό ἔτος 370, γεννήθηκε στήν Περσία καί ἀνατράφηκε καί διδάχθηκε αὐτά, πού ὁρίζει ὁ νόμος τῶν Περσῶν. Ἐπειδή ὅμως συγχάθηκε καί μίσησε τήν ἀσέβεια ἐκείνων, γιά τόν λόγο αὐτόν ἀναχώρησε ἀπό τήν Περσία καί πῆγε στήν πόλι Ἔδεσσα καί ἐκεῖ, ἀφοῦ βαπτίσθηκε καί ἔγινε Χριστιανός, ἔκλεισε τόν ἑαυτό του μέσα σέ ἕνα κελλάκι ἔξω ἀπό τό τεῖχος τῆς πόλεως. Κατόπιν πῆγε στήν Ἀντιόχεια καί, μένοντας σέ ἕνα Μοναστήρι, τό ὁποῖο ἦταν μπροστά ἀπό τήν Ἀντιόχεια, μόνος ἐκεῖ φρόντιζε τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Συγκάτοικο ἄλλον ἀδελφό δέν θέλησε νά πάρη, ἀλλ’ οὔτε ψωμί θέλησε νά δεχθῆ τελείως, οὔτε προσφάγι, οὔτε φόρεμα ἀπό κανένα ἄλλο, ἐκτός ἀπό ἕναν μόνο γνωστό πού εἶχε.
Μία φορά ὁ ὕπατος Ἀνθέμιος στάλθηκε ὡς πρέσβυς στήν Περσία ἀπό τόν βασιλιά. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Ἀντιόχεια, ἔφερε στόν Ὅσιο ἕνα ἔνδυμα περσικό. O Ὅσιος ὅμως δέν τό δέχθηκε, χτυπῶντας καί ἐλέγχοντάς τον μέ τά λόγιά του.
Ἀλλά καί μέ τόν βασιλιά Οὐάλεντα, ὅταν συνωμίλησε, ὁ ὁποῖος τάραξε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἀνάγκαζε τούς Ὀρθοδόξους νά φρονοῦν τοῦ Ἀρείου τήν κακοδοξία, μέ αὐτόν, λέω, τόν δυσσεβῆ, ἀφοῦ συνωμίλησε ὁ Ὅσιος, τόν ἔκανε νά ἐκπλαγῆ μέ τούς σοφωτάτους λόγους του καί μέ τά ὑπέροχα παραδείγματα του[3]. Τότε κάποιος εὐνοῦχος τοῦ βασιλιᾶ, τόν ἀπείλησε νά τόν θανατώση. Ἀλλ’ ὅμως μετά ἀπό λίγο ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τήν ἐκδίκησι τῆς θρασύτητας κατά τοῦ Ὁσίου. Διότι, ὄντας αὐτός σέ ἕνα λουτρό, ἔπεσε μέσα στήν λεκάνη, πού εἶχε τό ζεστό νερό καί ἐκεῖ μέ κακό τρόπο παρέδωσε τήν ψυχή του. Ὅταν τό ἔμαθε αὐτό ὁ βασιλιάς, φοβήθηκε. Τότε οὔτε ἐξώρισε, οὔτε γενικά παίδευσε τόν Ὅσιο.
Αὐτός ὁ Ὅσιος θεράπευσε ἕνα ἄλογο τοῦ Οὐάλεντα, πού ἀσθένησε, τό ὁποῖο ἀγαποῦσε πολύ ὁ βασιλιάς. Αὐτός ἔκανε καί μία γυναῖκα νά ἑλκύση στόν ἑαυτό της τήν ἀγάπη τοῦ ἄνδρα της, πού τήν μισοῦσε, δίνοντάς της λίγο λάδι, πού εὐλόγησε ὁ ἴδιος. Καί μόνος ὅμως ὁ ραντισμός τοῦ νεροῦ ἐκείνου, πού εὐλογεῖτο ἀπό τόν Ὅσιο, φύλαξε τά χωράφια ἑνός γεωργοῦ ἀβλαβῆ ἀπό τήν ζημία, πού προκαλοῦσαν οἱ ἀκρίδες.
Μέ τέτοια λοιπόν ἄσκησι καί μέ τέτοια ὑπερφυσικά ἔργα, ἀφοῦ διέλαμψε ὁ ἀοίδιμος Ἀφραάτης, παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια Θεοῦ.
[1]. Βλέπε καί στήν 20ή τοῦ Δεκεμβρίου, ὅσα εἴπαμε γιά τήν καρδία τοῦ Ἁγίου στήν ὑποσημείωσι, ὅτι δηλαδή δέν τήν ἔφαγαν τά λεοντάρια. Σημείωσε ὅτι ὁ Χρυσόστομος λόγο ἑλληνικό ἔχει στήν ἀνακομιδή τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Οἱ πολυτελεῖς καί φιλότιμοι». (Σῴζεται στόν 5ο τόμο τῆς ἐν Ἐτόνῃ ἐκδόσεως).
[2] Στά Μηναῖα καί στόν τυπωμένο Συναξαριστή ἀναφέρεται Σιλβανός.
[3] Ἀναφέρει ὁ Κύρου Θεοδώρητος, ὁ ὁποῖος καί τόν Βίο τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ συνέγραψε στόν 8ο ἀριθμό τῆς Φιλόθεης Ἱστορίας, ὅτι ἐπειδή ὁ Ὅσιος Ἀφραάτης, βλέποντας, ὅτι ἐξωρίσθηκαν οἱ Ἀρχιερεῖς καί ποιμένες τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό τόν Ἀρειανό βασιλέα Οὐάλεντα καί ἔμειναν τά ποίμνια τοῦ Χριστοῦ ἔρημα ἀπό κάθε προστασία πνευματική, σπλαγχνίσθηκε τήν ἐρημία τους καί, ἀφήνοντας τήν ἡσυχία του, κατέβηκε στήν Ἀντιόχεια διδάσκοντας τούς Χριστιανούς καί στηρίζοντάς τους στήν Ὀρθοδοξία. Τότε λοιπόν, ὅταν τόν συνάντησε ὁ βασιλιάς, πού βάδιζε στήν ἀγορά, τόν ρώτησε· «Γιατί ἄφησε τήν ἡσυχία καί κυκλοφορεῖ στήν πόλι;». Ὁ δέ Ὅσιος ἀπάντησε· «Πές μου, βασιλιά, ἄν ἐγώ ἤμουνα παρθένα κρυμμένη μέσα σέ κάποιο δωμάτιο, καί κατόπιν ἔβλεπα κάποιον νά βάλη φωτιά στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, τί θά μέ συμβούλευες νά κάνω; Βέβαια θά μέ συμβούλευες νά τρέξω καί νά σβήσω τήν φλόγα. Αὐτό λοιπόν συμβούλευσέ με καί τώρα, διότι βλέπω, ὅτι καίγεται ὁ οἶκος τοῦ Πατέρα μου Θεοῦ, καί γι’ αὐτό τρέχω καί ἀγωνίζομαι πῶς νά σβήσω τήν φλόγα. Ἐάν ὅμως κατηγορῆς ἐμένα, ἐπειδή ἄφησα τήν ἡσυχία μου, νά κατηγορῆς περισσότερο τόν ἑαυτό σου, πού ἔβαλες τήν φωτιά στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ· καί μή κατηγορῆς ἐμένα, πού ἀγωνίζομαι νά τήν σβήσω».