Τῷ αὐτῷ μηνί ΚΘ΄, ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου.

Τῷ αὐτῷ μηνί ΚΘ΄, ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου.

Αὐ­τός ὁ Θε­ο­φό­ρος Ἰ­γνά­τιος ἦ­ταν δι­ά­δο­χος τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί ἐ­χρη­μά­τι­σε δεύ­τε­ρος Ἐ­πί­σκο­πος Ἀν­τι­ο­χεί­ας, με­τά τόν Εὔ­ο­δο. Ὑ­πῆρ­ξε μα­ζί μέ τόν Ἐ­πί­σκο­πο Σμύρ­νης Πο­λύ­καρ­πο μα­θη­τής τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου. Αὐ­τός λοι­πόν κα­τά τό ἔ­τος 110 ὡ­δη­γή­θη­κε μπροστά στόν αὐτοκράτορα Τρα­ϊ­α­νό καί, ἀ­φοῦ ὑ­πέ­με­νε κά­θε δο­κι­μή τῶν βα­σά­νων καί ἔ­μει­νε ἀ­βλα­βής ἀ­πό αὐ­τά μέ τήν χά­ρι τοῦ Χρι­στοῦ, στά­λθηκε ἀ­πό τόν αὐ­το­κρά­το­ρα στήν Ρώ­μη, γιά νά πο­λε­μή­ση μέ τά θη­ρί­α. Ὅ­ταν ἔ­γι­νε αὐ­τό, κα­τα­σπα­ρά­χθηκε ὁ Ὅ­σιος ἀ­πό τά λε­ον­τά­ρια, κα­θώς τό ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε καί εὐ­χό­ταν. Τά τί­μια λεί­ψα­νά του, ἀ­φοῦ τά συγ­κέν­τρω­σαν με­ρι­κοί Χρι­στια­νοί, τά πῆ­γαν στήν Ἀν­τι­ό­χεια καί τά χά­ρι­σαν, δῶ­ρο ἐ­πι­θυ­μη­τό, στούς ἐ­κεῖ ἀ­δελ­φούς. Αὐ­τοί μέ κά­θε τι­μή καί εὐ­λά­βεια τά ἀ­πο­θη­σαύ­ρι­σαν κά­τω στήν γῆ. Γιά τόν λό­γο αὐ­τόν ἑ­ορ­τή χαρ­μό­συ­νη ἑ­ορ­τά­ζει σή­με­ρα ἡ τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­α, αὐ­τήν τήν σε­πτή ἀ­να­κο­μι­δή τῶν λει­ψά­νων του. (Τόν ἐ­κτε­νῆ Βί­ο του βλέ­πε στό Ἐ­κλό­γιο[1].)

  Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων ἑπτά Μαρτύρων τῶν ἐν Σαμοσάτοις τελειωθέντων, Φιλοθέου, Ὑπερεχίου, Ἀβίβου, Ἰουλιανοῦ, Ρωμανοῦ, Ἰακώβου καί Παρηγορίου.

Αὐ­τοί οἱ Ἅ­γιοι, μό­λις ἔ­γι­ναν στρα­τι­ῶ­τες τοῦ ἐ­που­ρά­νιου Βα­σι­λιᾶ Χρι­στοῦ, στη­λί­τευ­σαν καί ἔ­λεγ­ξαν τήν πλά­νη τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Γιά τόν λό­γο αὐ­τόν τούς συ­νέ­λα­βαν οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες καί ἔ­σπα­σαν μέ χον­τρά ρα­βδιά τά μπρά­τσα τῶν χε­ρι­ῶν καί τούς μη­ρούς τους. Ἔ­πει­τα τούς ξέ­σχι­σαν ἀ­λύ­πη­τα καί, ἀ­φοῦ ἔ­δε­σαν στόν λαι­μό τους βα­ρει­ές ἁ­λυ­σί­δες, τούς ἔρ­ρι­ξαν στήν φυ­λα­κή.

Κα­τό­πιν τούς ἔ­βγα­λαν ἀ­πό τήν φυ­λα­κή καί τούς ξέ­σχι­σαν γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά. Κα­τό­πιν τούς κρέ­μα­σαν καί ἀ­φοῦ κάρ­φω­σαν τίς κε­φα­λές τους μέ καρ­φιά, τούς ἔ­κα­ναν νά πα­ρα­δώ­σουν τίς ψυ­χές τους στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ καί ἔ­τσι δέ­χθη­καν οἱ ἀ­οί­δι­μοι τά ἀ­μά­ραν­τα στε­φά­νια τῆς ἀ­θλή­σε­ως.

  Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, Σιλουανός[2] Ἐπίσκοπος, Λουκᾶς Διάκονος, καί Μώκιος ὁ Ἀναγνώστης θηριομαχήσαντες, τελειοῦνται.

Ὅ­ταν ὁ Νου­με­ρια­νός βα­σί­λευ­ε, κα­τά τό ἔ­τος 284, ἔ­γι­νε δι­ωγ­μός κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν. Τό­τε ὁ Ἅ­γιος Αὐ­τός Σι­λουα­νός ἦ­ταν Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἐ­με­ση­νῶν πό­λε­ως, ἡ ὁ­ποί­α στήν του­ρι­κι­κή γλῶσ­σα Ἔμς ὀ­νο­μά­ζε­ται, ὑ­πά­γε­ται στόν Πα­τριά­ρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας καί βρί­σκε­ται στήν Κοί­λη Συ­ρί­α. Ἀ­φοῦ συ­κο­φαν­τή­θη­κε λοι­πόν Αὐ­τός στόν ἐ­κεῖ ἄρ­χον­τα, ἀ­μέ­σως συ­νε­λή­φθη μα­ζί μέ τόν Δι­ά­κο­νο Λου­κᾶ καί τόν Ἀ­να­γνώ­στη Μώ­κιο καί πα­ρου­σι­ά­σθη­καν καί οἱ τρεῖς μπροστά του δε­μέ­νοι.

Ἀ­φοῦ τούς ἐ­ξέ­τα­σε ὁ ἄρ­χον­τας μέ λε­πτο­μέ­ρεια, ἐ­πει­δή εἶ­δε, ὅ­τι ὡ­μο­λό­γη­σαν τόν Χρι­στό Θε­ό ἀ­λη­θι­νό καί ἀ­να­θε­μά­τι­σαν ἐ­κεί­νους, πού προ­σκυ­νοῦν τά εἴ­δω­λα, γιά τόν λό­γο αὐ­τόν θύ­μω­σε πο­λύ. Καί, ἐ­πει­δή δέν μπό­ρε­σε νά τούς κα­τα­πεί­ση μέ κο­λα­κεῖ­ες νά ἀρ­νη­θοῦν τόν Χρι­στό, τούς ἔ­δει­ρε δυ­να­τά, καί βά­ζον­τάς τους στήν φυ­λα­κή, τούς ἄ­φη­σε νά πε­θά­νουν ἀ­πό τήν πεῖ­να.

Ὕ­στε­ρα ἀ­πό ἀρ­κε­τές ἡ­μέ­ρες τούς ἐ­ξέ­τα­σε πά­λι καί, ἀ­φοῦ τούς ἔ­δει­ρε, τούς ἔ­κλει­σε γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά στήν φυ­λα­κή καί, ἀ­φοῦ τούς ἐ­ξάν­τλη­σε ἀ­πό τήν πεῖ­να καί τήν δί­ψα, ἀ­πε­φά­σι­σε νά τούς πα­ρα­δώ­ση στά θη­ρί­α, γιά νά πο­λε­μή­σουν μέ ἐ­κεῖ­να. Στά­θη­καν λοι­πόν οἱ Ἅ­γιοι στό στά­διο καί τήν ὥ­ρα πού ἀ­φέ­θη­καν δι­ά­φο­ρα θη­ρί­α ἐ­ναν­τί­ον τους, προ­σευ­χή­θη­καν οἱ τοῦ Χρι­στοῦ Μάρ­τυ­ρες νά τε­λει­ω­θοῦν μέ τόν πα­ρό­μοι­ο ἀ­γῶ­να.

 Τό­τε ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἰ­σα­κού­ει τούς δού­λους του, πα­ρέ­λα­βε τίς ψυ­χές τους, ὅ­πως τό ζή­τη­σαν. Τό­τε τά ἄ­γρια θη­ρί­α σε­βά­σθη­καν τά λεί­ψα­να τῶν Ἁ­γί­ων, καί χω­ρίς νά τά πλη­σιά­σουν κα­θό­λου, ἀ­πο­χώ­ρη­σαν. Ὅ­ταν νύ­κτω­σε, πῆ­γαν με­ρι­κοί Χρι­στια­νοί καί τά ἔ­κλε­ψαν, καί ἀ­φοῦ τά ἐν­τα­φί­α­σαν μέ τι­μές, δό­ξα­σαν καί εὐ­χα­ρί­στη­σαν τόν Θε­ό.

  Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σαρβήλου καί Βεβαίας τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ, τῶν ἐν Ἐδέσσῃ μαρτυρησάντων.

Αὐ­τοί οἱ Ἅ­γιοι ἔ­ζη­σαν στά χρό­νια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Τρα­ϊ­α­νοῦ, κα­τά τό ἔ­τος 110, κα­τα­γό­με­νοι ἀ­πό τήν πό­λι Ἔ­δεσ­σα. Ὁ Ἅ­γιος Σάρ­βη­λος ἦ­ταν ἱ­ε­ρέ­ας τῶν εἰ­δώ­λων καί ὑ­πη­ρέ­της τῶν μυ­σα­ρῶν θυ­σι­ῶν τῶν δαι­μό­νων. Ἦ­ταν ὅ­μως ὁ Σάρ­βη­λος αὐ­τός πο­λύ ὡ­ραῖ­ος καί ἔν­δο­ξος, ὁ ὁ­ποῖ­ος φο­ροῦ­σε πο­λυ­τε­λῆ καί λαμ­πρά ἐν­δύ­μα­τα, εἶ­χε μά­λι­στα καί κί­δα­ρι, δη­λα­δή μί­τρα χρυ­σῆ στήν κε­φα­λή του καί ἐ­θε­ω­ρεῖ­το κον­τά στούς ἐ­κεῖ εἰ­δω­λο­λά­τρες ὡς ἄλ­λος μι­κρός βα­σι­λιάς καί ἐ­τι­μᾶ­το ὡς ἄλ­λος θε­ός, δι­ό­τι αὐ­τός ἦ­ταν, πού δι­έ­τα­ζε νά προ­σκυ­νοῦν καί νά θυ­σιά­ζουν στά εἴ­δω­λα. Αὐ­τός λοι­πόν πολ­λές φο­ρές ἐ­λέγ­χθη­κε καί κα­τη­χή­θη­κε ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Βαρ­σί­μαι­ο, τόν Ἐ­πί­σκο­πο τῆς Ἐ­δέσ­σης, ἀλ­λά δέν ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πό τήν πλά­νη. Μί­α φο­ρά ὅ­μως, ὅ­ταν γι­νό­ταν ἑ­ορ­τή στούς δαί­μο­νες καί ὁ Σάρ­βη­λος ἦ­ταν ἐ­πι­στά­της ἐ­πά­νω στίς δαι­μο­νι­κές θυ­σί­ες, τό­τε βλέ­πον­τάς τον ὁ Ἅ­γιος Βαρ­σί­μαι­ος, τόν ἔ­λεγ­ξε πά­λι καί τόν κα­τη­γό­ρη­σε, πού γί­νε­ται γιά πολ­λούς αἴ­τιος ἀ­πω­λεί­ας. Ὅ­ταν τά ἄ­κου­σε αὐ­τά ὁ Σάρ­βη­λος, κα­τα­νύ­χθη­κε ἀ­πό τήν τοῦ Χρι­στοῦ χά­ρι καί ἀ­φοῦ πεί­σθη­κε στά λό­για τοῦ Ἐ­πι­σκό­που, πί­στε­ψε στόν Χρι­στό μα­ζί μέ τήν ἀ­δελ­φή του Βε­βαί­α. Τό­τε βα­πτί­σθη­καν καί οἱ δύ­ο ἀ­πό τόν ἴ­διο Ἐ­πί­σκο­πο, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ον κα­τη­χή­θη­κε καί γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά ὁ Σάρ­βη­λος. Τό­τε, ἀ­φοῦ πού­λη­σε ὅ­λη τήν πε­ρι­ου­σί­α του, τήν μοί­ρα­σε στούς πτω­χούς καί πτω­χός γε­νό­με­νος, πῆ­γε καί κα­θό­ταν κον­τά στόν Ἅ­γιο Βαρ­σί­μαι­ο.

Ὅ­ταν ἔ­μα­θε αὐ­τό ὁ Λυ­σί­ας, ὁ ἡ­γε­μό­νας, κα­λεῖ μπροστά του τόν Σάρ­βη­λο, καί ἀ­φοῦ τόν ἐ­ξέ­τα­σε καί εἶ­δε, ὅ­τι ὁ­μο­λο­γεῖ τόν Χρι­στό, προ­στά­ζει καί τόν δέρ­νουν μέ ρά­βδους. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ Μάρ­τυ­ρας κα­τη­γο­ροῦ­σε πο­λύ αὐ­τόν καί τά εἴ­δω­λά του, μα­ζί καί τόν βα­σι­λιά, πού ἔ­κα­νε ἄρ­χον­τα, γιά τόν λό­γο αὐ­τό, ἀ­φοῦ κυ­ρι­εύ­θη­κε ὁ ἄρ­χον­τας ἀ­πό θυ­μό ὑ­περ­βο­λι­κό, δι­έ­τα­ξε καί ἔ­δει­ραν τόν Ἅ­γιο μέ νεῦ­ρα βο­δι­ῶν, ὄ­χι μί­α φο­ρά, ἀλ­λά ἑ­πτά φο­ρές, καί μέ χει­ρο­πέ­δες σι­δε­ρέ­νι­ες τόν ξέ­σχι­σαν καί τόν ἔ­κα­ψαν μέ λαμ­πά­δες ἀ­ναμ­μέ­νες. Ὁ Μάρ­τυ­ρας ὅ­μως, ἐ­νῷ ἔ­πα­σχε αὐ­τά, ἀ­πέ­βλε­πε μό­νο στόν Θε­ό καί προ­σευ­χό­ταν, γι’ αὐ­τό καί ὁ Θε­ός ἐ­λά­φρυ­νε τούς πό­νους του. Βλέ­πον­τας ὅ­μως ὁ Λυ­σί­ας τήν γεν­ναι­ό­τη­τα καί τήν ὑ­πο­μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου, δι­έ­τα­ξε καί ἔμ­πη­ξαν καρ­φιά στήν κε­φα­λή του καί κα­τό­πιν τόν ἔ­βα­λαν σέ ἕ­να μη­χα­νι­κό ὄρ­γα­νο καί τόν πρι­ό­νι­σαν. Ἐ­πει­δή ὅ­μως δι­α­φυ­λά­χθη­κε ὁ Ἅ­γιος ἀ­βλα­βής μέ τήν χά­ρι τοῦ Χρι­στοῦ γι’ αὐ­τό ἐ­ξέ­πλη­ξε ὅ­λους. Αὐ­τά βλέ­πον­τας ἡ ἀ­δελ­φή τοῦ Ἁ­γί­ου, πού λε­γό­ταν Βε­βαί­α, ἀ­πό μό­νη της πῆ­γε καί πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν ἡ­γε­μό­να, ὀ­νο­μά­ζον­τας τόν ἑ­αυ­τό της Χρι­στια­νή. Ὁ ἡ­γε­μό­νας, ἀ­φοῦ τήν ἔ­δει­ρε ἀρ­κε­τά, τήν ἔ­βα­λε στήν φυ­λα­κή.

Τόν δέ ἀ­δελ­φό της Σάρ­βη­λο δι­έ­τα­ξε καί τόν ἔ­δει­ραν μέ ξύ­λι­να σπα­θιά καί κα­τό­πιν ξέ­σχι­σαν τό πρό­σω­πό του. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά ἔ­δε­σαν πί­σω τά χέ­ρια του καί τόν ἔ­δει­ραν στήν κοι­λιά. Ἔ­πει­τα τόν κρέ­μα­σαν ἀ­πό τό ἕ­να χέ­ρι καί μέ φω­τιά ἔ­κα­ψαν δι­ά­φο­ρα μέ­ρη τοῦ σώ­μα­τός του· ὕ­στε­ρα ἔ­γδα­ραν τό δέρ­μα του. Βλέ­πον­τας ὁ ἡ­γε­μό­νας, ὅ­τι ἀ­κό­μη ἀ­να­πνέ­ει, δι­έ­τα­ξε καί ἔ­κο­ψαν καί τῶν δύ­ο ἀ­δελ­φῶν τίς κε­φα­λές καί ἔ­τσι ἔ­λα­βαν καί οἱ δύ­ο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τούς στε­φά­νους. Τά δέ τί­μια λεί­ψα­νά τους τά πῆ­ραν κρυ­φά με­ρι­κοί Χρι­στια­νοί καί τά ἐν­τα­φί­α­σαν μέ τι­μές, δο­ξά­ζον­τας καί εὐ­λο­γῶν­τας τόν Θε­ό.

  Ὁ ἐν Ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν Βαρσιμαῖος, Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης ὁ Ὁμολογητής, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

 Αὐ­τός ὁ Ἅ­γιος, ὅ­πως εἴ­πα­με πα­ρα­πά­νω, ἔ­γι­νε αἴ­τιος τῆς ψυ­χι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Σαρ­βή­λου, ἀ­φοῦ ἐ­πέ­στρε­ψε καί βά­πτι­σε αὐ­τόν καί τήν ἀ­δελ­φή του Βε­βαί­α. Γιά τόν λό­γο αὐ­τό συ­κο­φαν­τή­θη­κε στόν ἡ­γε­μό­να τῆς Ἐ­δέσ­σης Λυ­σί­α καί, ἀ­φοῦ ὡ­μο­λό­γη­σε τόν Χρι­στό, ἐ­δά­ρη καί το­πο­θε­τή­θη­κε στήν φυ­λα­κή. Ἔ­πει­τα ἦλ­θαν γράμ­μα­τα βα­σι­λι­κά, πού ὥ­ρι­ζαν νά στα­μα­τή­ση ὁ κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν δι­ωγ­μός. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Ἅ­γιος Αὐ­τός Βαρ­σι­μαῖ­ος λυ­τρώ­θη­κε ἀ­πό τήν φυ­λα­κή καί, πη­γαί­νον­τας στήν μη­τρό­πο­λί του, ἔ­ζη­σε εὐ­ά­ρε­στα τήν ζω­ή του καί ἔ­τσι πρός τόν Κύ­ριο ἐ­ξε­δή­μη­σε.

  Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Ἀφραάτης ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Αὐ­τός ὁ Ὅ­σιος ἔ­ζη­σε στά χρό­νια τοῦ Οὐ­ά­λεν­τος, κα­τά τό ἔ­τος 370, γεν­νή­θη­κε στήν Περ­σί­α καί ἀ­να­τρά­φη­κε καί δι­δά­χθη­κε αὐ­τά, πού ὁ­ρί­ζει ὁ νό­μος τῶν Περ­σῶν. Ἐ­πει­δή ὅ­μως συγ­χά­θη­κε καί μί­ση­σε τήν ἀ­σέ­βεια ἐ­κεί­νων, γιά τόν λό­γο αὐ­τόν ἀ­ναχώ­ρη­σε ἀ­πό τήν Περ­σί­α καί πῆ­γε στήν πό­λι Ἔ­δεσ­σα καί ἐ­κεῖ, ἀ­φοῦ βα­πτί­σθη­κε καί ἔ­γι­νε Χρι­στια­νός, ἔ­κλει­σε τόν ἑ­αυ­τό του μέ­σα σέ ἕ­να κελ­λά­κι ἔ­ξω ἀ­πό τό τεῖ­χος τῆς πό­λε­ως. Κα­τό­πιν πῆ­γε στήν Ἀν­τι­ό­χεια καί, μέ­νον­τας σέ ἕ­να Μο­να­στή­ρι, τό ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν μπρο­στά ἀ­πό τήν Ἀν­τι­ό­χεια, μό­νος ἐ­κεῖ φρόν­τι­ζε τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς του. Συγ­κά­τοι­κο ἄλ­λον ἀ­δελ­φό δέν θέ­λη­σε νά πά­ρη, ἀλ­λ’ οὔ­τε ψω­μί θέ­λη­σε νά δε­χθῆ τε­λεί­ως, οὔ­τε προ­σφά­γι, οὔ­τε φό­ρε­μα ἀ­πό κα­νέ­να ἄλ­λο, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­ναν μό­νο γνω­στό πού εἶ­χε.

Μί­α φο­ρά ὁ ὕ­πα­τος Ἀν­θέ­μιος στάλ­θη­κε ὡς πρέ­σβυς στήν Περ­σί­α ἀ­πό τόν βα­σι­λιά. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἀ­πό τήν Ἀν­τι­ό­χεια, ἔ­φε­ρε στόν Ὅ­σιο ἕ­να ἔν­δυ­μα περ­σι­κό. O Ὅ­σιος ὅ­μως δέν τό δέ­χθη­κε, χτυ­πῶν­τας καί ἐ­λέγ­χον­τάς τον μέ τά λό­γιά του.

Ἀλ­λά καί μέ τόν βα­σι­λιά Οὐ­ά­λεν­τα, ὅ­ταν συ­νω­μί­λη­σε, ὁ ὁ­ποῖ­ος ­τά­ραξε τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί ἀ­νάγ­κα­ζε τούς Ὀρ­θο­δό­ξους νά φρο­νοῦν τοῦ Ἀ­ρεί­ου τήν κα­κο­δο­ξί­α, μέ αὐ­τόν, λέ­ω, τόν δυσ­σε­βῆ, ἀ­φοῦ συ­νω­μί­λη­σε ὁ Ὅ­σιος, τόν ἔ­κα­νε νά ἐκ­πλα­γῆ μέ τούς σο­φω­τά­τους λό­γους του καί μέ τά ὑ­πέ­ρο­χα πα­ρα­δείγ­μα­τα του[3]. Τό­τε κά­ποι­ος εὐ­νοῦ­χος τοῦ βα­σι­λιᾶ, τόν ἀ­πεί­λη­σε νά τόν θα­να­τώ­ση. Ἀλ­λ’ ὅ­μως με­τά ἀ­πό λί­γο ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Θε­ό τήν ἐκ­δί­κη­σι τῆς θρα­σύ­τη­τας κα­τά τοῦ Ὁ­σί­ου. Δι­ό­τι, ὄν­τας αὐ­τός σέ ἕ­να λου­τρό, ἔ­πε­σε μέ­σα στήν λε­κά­νη, πού εἶ­χε τό ζε­στό νε­ρό καί ἐ­κεῖ μέ κα­κό τρό­πο πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του. Ὅ­ταν τό ἔ­μα­θε αὐ­τό ὁ βα­σι­λιάς, φο­βή­θη­κε. Τό­τε οὔ­τε ἐ­ξώ­ρι­σε, οὔ­τε γε­νι­κά ­παί­δευ­σε τόν Ὅ­σιο.

Αὐ­τός ὁ Ὅ­σιος θε­ρά­πευ­σε ἕ­να ἄ­λο­γο τοῦ Οὐ­ά­λεν­τα, πού ἀ­σθέ­νη­σε, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ ὁ βα­σι­λιάς. Αὐ­τός ἔ­κα­νε καί μί­α γυ­ναῖ­κα νά ἑλ­κύ­ση στόν ἑ­αυ­τό της τήν ἀ­γά­πη τοῦ ἄν­δρα της, πού τήν μι­σοῦ­σε, δί­νον­τάς της λί­γο λά­δι, πού εὐ­λό­γη­σε ὁ ἴ­διος. Καί μό­νος ὅ­μως ὁ ραν­τι­σμός τοῦ νε­ροῦ ἐ­κεί­νου, πού εὐ­λο­γεῖ­το ἀ­πό τόν Ὅ­σιο, φύ­λα­ξε τά χω­ρά­φια ἑ­νός γε­ωρ­γοῦ ἀ­βλα­βῆ ἀ­πό τήν ζη­μί­α, πού προ­κα­λοῦ­σαν οἱ ἀ­κρί­δες.

Μέ τέ­τοι­α λοι­πόν ἄ­σκη­σι καί μέ τέ­τοι­α ὑ­περ­φυ­σι­κά ἔρ­γα, ἀ­φοῦ δι­έ­λαμ­ψε ὁ ἀ­οί­δι­μος Ἀ­φρα­ά­της, πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του στά χέ­ρια Θε­οῦ.



[1]. Βλέ­πε καί στήν 20ή τοῦ Δε­κεμ­βρί­ου, ὅ­σα εἴ­πα­με γιά τήν καρ­δί­α τοῦ Ἁ­γί­ου στήν ὑ­πο­ση­μεί­ω­σι, ὅ­τι δη­λα­δή δέν τήν ἔ­φα­γαν τά λε­ον­τά­ρια. Ση­μεί­ω­σε ὅ­τι ὁ Χρυ­σό­στο­μος λό­γο ἑλ­λη­νι­κό ἔ­χει στήν ἀ­να­κο­μι­δή τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­γνα­τί­ου, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Οἱ πο­λυ­τε­λεῖς καί φι­λό­τι­μοι». (Σῴ­ζε­ται στόν 5ο τό­μο τῆς ἐν Ἐ­τό­νῃ ἐκ­δό­σε­ως).

[2]      Στά Μηναῖα καί στόν τυπωμένο Συναξαριστή ἀναφέρεται Σιλβανός.

 [3] Ἀ­να­φέ­ρει ὁ Κύ­ρου Θε­ο­δώ­ρη­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί τόν Βί­ο τοῦ Ὁ­σί­ου αὐ­τοῦ συ­νέ­γρα­ψε στόν 8ο ἀ­ριθ­μό τῆς Φι­λόθεης Ἱ­στο­ρί­ας, ὅ­τι ἐ­πει­δή ὁ Ὅ­σιος Ἀ­φρα­ά­της, βλέ­πον­τας, ὅ­τι ἐ­ξω­ρί­σθη­καν οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί ποι­μέ­νες τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν ἀ­πό τόν Ἀ­ρεια­νό βα­σι­λέ­α Οὐ­ά­λεν­τα καί ἔ­μει­ναν τά ποί­μνια τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­ρη­μα ἀ­πό κά­θε προ­στα­σί­α πνευ­μα­τι­κή, σπλαγ­χνί­σθη­κε τήν ἐ­ρη­μί­α τους καί, ἀ­φή­νον­τας τήν ἡ­συ­χί­α του, κα­τέ­βη­κε στήν Ἀν­τι­ό­χεια δι­δά­σκον­τας τούς Χρι­στια­νούς καί στη­ρί­ζον­τάς τους στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Τό­τε λοι­πόν, ὅ­ταν τόν συ­νάν­τη­σε ὁ βα­σι­λιάς, πού βά­δι­ζε στήν ἀ­γο­ρά, τόν ρώ­τη­σε· «Για­τί ἄ­φη­σε τήν ἡ­συ­χί­α καί κυ­κλο­φο­ρεῖ στήν πό­λι;­». Ὁ δέ Ὅ­σιος ἀ­πάν­τη­σε· «Πές μου, βα­σι­λιά, ἄν ἐ­γώ ἤ­μου­να παρ­θέ­να κρυμ­μέ­νη μέ­σα σέ κά­ποι­ο δω­μά­τιο, καί κα­τό­πιν ἔ­βλε­πα κά­ποι­ον νά βά­λη φω­τιά στό σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα μου, τί θά μέ συμ­βού­λευ­ες νά κά­νω; Βέ­βαι­α θά μέ συμ­βού­λευ­ες νά τρέ­ξω καί νά σβή­σω τήν φλό­γα. Αὐ­τό λοι­πόν συμ­βού­λευ­σέ με καί τώ­ρα, δι­ό­τι βλέ­πω, ὅ­τι καί­γε­ται ὁ οἶ­κος τοῦ Πα­τέ­ρα μου Θε­οῦ, καί γι’ αὐ­τό τρέ­χω καί ἀ­γω­νί­ζο­μαι πῶς νά σβή­σω τήν φλό­γα. Ἐ­άν ὅ­μως κα­τη­γο­ρῆς ἐ­μέ­να, ἐ­πει­δή ἄ­φη­σα τήν ἡ­συ­χί­α μου, νά κα­τη­γο­ρῆς πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν ἑ­αυ­τό σου, πού ἔ­βα­λες τήν φω­τιά στόν οἶ­κο τοῦ Θε­οῦ· καί μή κα­τη­γο­ρῆς ἐ­μέ­να, πού ἀ­γω­νί­ζο­μαι νά τήν σβή­σω».

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης