Tοῦ ἐν Ἁγίοις Πατός ἡμῶν Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ Ἐπισκόπου Σταυρουπόλεως.

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε τό ἔτος 1807 στήν κωμόπολι Ποκρόφσκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντᾶ τῆς Ρωσίας ἀπό οἰκογένεια εὐγενῶν. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Δημήτριος. Ὁ τόπος, ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἅγιος, ἦταν γεμᾶτος ἀπό μονές καί σκῆτες καί γι’ αὐτότόν λόγο ὠνομαζόταν «Θηβαΐδα τῆς Ρωσίας». Τό πνευματικό αὐτό περιβάλλον ἐπέδρασε πολύ στήν διαμόρφωσι τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἁγίου καί στήν καλλιέργεια τῆς εὐσέβειάς του, γι’ αὐτό καί ἰδιαίτερα μελετοῦσε τούς Βίους τῶν Ἁγίων. Ὁ πατέρας του τόν ἔγραψε στήν αὐτοκρατορική σχολή πολέμου στήν Ἁγία Πετρούπολι. Παρά τήν πρόοδό του στήν σχολή, ἐκεῖνος ἐπιθυμοῦσε νά γίνη μοναχός καί νά ἀκολουθήση τόν δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀφορμή γι’αὐτό ἔδωσε μία σοβαρή ἀσθένειά του τό ἔτος 1827, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν εἴκοσι ἐτῶν, πού τόν ἔκανε νά παραιτηθῆ ἀπό τήν σχολή παρά τίς ἀντιρρήσεις τῶν ἀξιωματικῶν. Ἀμέσως ἐγκαταβίωσε στήν μονή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ στήν Πετρούπολι. Ἐκεῖ συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν Στάρετς Λεωνίδα τῆς Ὄπτινα, ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖνο τόν καιρό στήν μονή. Στήν συνέχεια πῆγε στήν μονή τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, ὅπου γνώρισε τόν Στάρετς Θεοφάνη. Ἐκεῖ ἔμεινε τέσσερα ἀκόμη χρόνια, γιά νά καταλήξη κοντά στόνγέροντά του Λεωνίδα στήν μονή τῆς Ὄπτινα. Ἐκάρη μοναχός τό 1831 καί ὠνομάσθηκε Ἰγνάτιος. Λίγο καιρό ἀργότερα χειροτονεῖται διάκονος καί πρεσβύτερος. Διωρίσθηκε, παρά τό νεαρό της ἡλικίας του, ἡγούμενος στήν Μονή τοῦ Λοπώφ, τῆς ἐπισκοπῆς Βολογκντᾶ.

Ὁ Ἅγιος ἀρχίζει τόν ἔντονο πνευματικό ἀγῶνα. Σέ αὐτόν ἀναφέρεται σχετικά ὁ γέρων Σωφρόνιος, πού γράφει: «Ἡ χριστιανική τελειότητα ἔγκειται στήν ἐσωτερική καθαρότητα, χάρι στήν ὁποία ἐμφανίζεται ὁ Θεός νά ἀποκαλύπτη τήν διαμονή Του μέσα στήν καρδιά, μέ πολλά καί ποικίλα χαρίσματα τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τήν τελειότητα αὐτή γίνεται φορέας φωτός, ἐκπληρώνοντας τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον ὄχι μέ σωματική ὑπηρεσία, ἀλλά μέ τήν διακονία τοῦ Πνεύματος, καθοδηγῶντας τούς σῳζομένους, ἐγείροντας αὐτούς ἀπό τήν πτῶσι, θεραπεύοντας τίς ψυχικές τους πληγές. Ὁ χορός τῶν μοναχῶν ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ὄχι μέ ἐπιτηδευμένους λόγους ἀνθρώπινης σοφίας ἀλλά μέ τούς λόγους τοῦ Πνεύματος, πού ἐπικυρώνονταν μέ θαύματα, ποίμαναν καί στερέωναν τήν Ἐκκλησία. Ἰδού, γιατί ἡ Ἐκκλησία μετά τήν περίοδο τῶν Μαρτύρων ἐπεκτάθηκε στήν ἔρημο. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ τελειότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πηγή τοῦ φωτός της καί ἡ κύρια δύναμι τῆς στρατευόμενης Ἐκκλησίας». Μέ ἐντολή τοῦ τσάρου Νικολάου τόν κάλεσαν στήν Ἁγία Πετρούπολι καί ἀνἐλαβε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Προηγουμένως ὅμως, παραιτήθηκε ἀπό ὅλα τά ἀξιώματα, πού εἶχε στήν Ἐκκλησία καί ἀποσύρθηκε στήν ἡσυχία τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα. Στό μεταξύ ἡ Ἐκκλησία, τό 1857, τόν κάλεσε νά τήν διακονήση ὡς Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου καί Εὐξείνου Πόντου. Ἡ πνευματική του δραστηριότητα δέν σταμάτησε. Κατά ἐκείνη τήν περίοδο ἔγραψε καί τό περίφημο ἔργο του «Προσφορά εἰς τόν σύγχρονον μοναχισμόν», στό ὁποῖο ἀποτυπώνεται ἡ ἁγιότητα τῆς ὑπάρξεώς του. Λόγοι ἀσθενείας, τό 1861, τόν ἀνάγκασαν νά παραιτηθῆ ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο. Ἔτσι, ἀποσύρθηκε στήν μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό Μπαμπάεβο. Ὕστερα ἀπό μία ζωή ὁσία καί γεμάτη κόπους ἀσκήσεως καί ἀγάπης, ἔφθασε καί γιά τόν ὅσιο στά 60 χρόνια του καί ἡ τελεταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του στίς30 Ἀπριλίου τοῦ 1867.

Κατά τήν νεκρώσιμη ἀκολουθία τῆς κηδείας του παρατηρήθηκε κάτι τό παράδοξο, διότι ὁ πένθιμος χαρακτήρας της μεταβλήθηκε σέ χαρούμενο, σάν νά ἐπρόκειτο γιά γιορτή. Γι’ αὐτό, χωρίς νά τό θέλουν, θυμήθηκαν τότε ὅλοι τά λόγια, πού τούς εἶχε πεῖ ὁ ὅσιος πρίν ἀπό τήν κοίμησί του, ὅτι, δηλαδή, «Εἶναι δυνατόν νά κα-ταλάβετε ὅτι ὁ ἀποβιώσας ἔχει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἄν κατά τήν κηδεία καί τόν ἐνταφιασμό τοῦ σώματός του ἡ θλῖψι τῶν γύρω διαλυθῆ ἀπό κάποια ἀσύλληπτη καί ἀκατανόητη χαρά καί παραμυθία....» Μετά τήν κοίμησι τοῦ ὁσίου, ἐκδόθηκαν στά ρωσικά διάφορα ἔργα του, πού φανερώνουν τήν μεγάλη πνευματικότητά του. Ἐξ αἰτίας τῶν ἔργων προφανῶς αὐτῶν, κάποια ἀπό τά ὁποῖα μεταφράσθηκαν καί στά ἑλληνικά, ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀνακήρυξε τό 1988 τόν Ἰγνάτιο ἅγιο, ὁρίζοντας ὡς ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του τήν 30ή Ἀπριλίου, δηλαδή τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του καί ταυτόχρονα τῆς ἀνόδου στήν Βασιλεία τοῦ Κυρίου.

Ἀπό τά ἔργα του ἔχουν μεταφρασθῆ στά ἑλληνικά, «Υἱέ μου, δός μοισήν καρδίαν...». Ὀρθόδοξη ἀναφορά στήν καρδιακή ἤ νοερά προσευχήτόν Ἰησοῦ, «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1978· Προσφορά στόνΣύγχρονο Μοναχισμό, 3 τόμοι, Ἱ. Μητρόπολις Νικοπόλεως, Πρέβεζα1993-1995· Πέτρος, Μπότσης, Προσευχή καί Πλάνη, Ἀθῆναι 2006. ὉΜοναχισμός στούς Ἐσχάτους Χρόνους, «Ἡλιοσκόπιο», Ἀθῆναι 1992.Θαύματα καί Σημεῖα, Ἱ. Μητρόπολις Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1988. Ὁ Φα-ρισαῖος, Ἱ. Μητρόπολις Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1989. Τά ἅπαντά του ἑτοι-μάζονται ἀπό τήν Μονή Παρακλήτου.

Πηγές: Συναξαριστής… Ἀπρίλιος, σελ. 339-341.Νέος Συναξαριστής…, Ἀπρίλιος, σελ. 287-292.Πιτσίλκα Ἀχιλ., ὅπ. π. Ἀπρίλιος, 281-288.http://www.saint.gr



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης