Τῇ 19ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Ἀγαθαγγέλου τοῦ Ἐσφιγμενίτου (†19 Ἀπριλίου 1819).

Μαρτύρησε στήν Σμύρνη στίς 19 Ἀπριλίου 1819.Ὁ ἅγιος καταγόταν ἀπό τήν πόλι Αἶνο τῆς Θράκης καί τό κοσμικότου ὄνομα ἦταν Ἀθανάσιος. Ὁ πατέρας του λεγόταν Κωνσταντῖνος καίἡ μητέρα του Κρυστάλλα. Ἀπό μικρός ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα καί ἐξαἰτίας τῆς φτώχειας πῆγε ναύτης σέ ἕνα τούρκικο πλοῖο. Ὁ δυσσεβής πλοίαρχος βλέποντας τήν ἐξυπνάδα, τήν σύνεσι καί τά προτερήματα τοῦνέου, ἔβαλε στόν νοῦ του πῶς νά τόν ἐκβιάση καί νά τόν ἐξισλαμίση. Κάποια νύχτα, ἐνῷ τό πλοῖο βρισκόταν στόλιμάνι τῆς Σμύρνης, προφασιζόμενος, ὅτι θέλεινά πάη γιά κάποια ὑπόθεσί του στήν πόλι, διέ-ταξε τόν νέο νά προπορευθῆ κρατῶντας φανάρι, γιά νά τοῦ φωτίζη τόν δρόμο. Ἔτσι προχωρῶντας τόν ὡδήγησε στό τούρκικο νεκροταφεῖο, ὅπου, κρατῶντας τήν μαχαίρα του, τόν ἀπείλησε πώς, ἄν δέν γίνη μουσουλμᾶνος, θάτόν σφάξη. Ὁ ἅγιος φοβήθηκε καί εἶπε, ὅτι δέχεται. Ἁμέσως τότε ἐκεῖνος, μέσα στήν νύχτα,τόν ὡδήγησε στόν δικαστή, ὅπου ὡμολόγησε καί περιτμήθηκε ἀμέσως.

Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἀρρώστησε βαρειάκαί, φοβούμενος μήπως πεθάνη στήν ἄρνησι, μόλις ἀνέρρωσε, ζήτησε ἄδεια ἀπό τόν πλοίαρχο καί πῆγε στήν πατρίδα του. Μετά ἀπό λίγονκαιρό, ἐπειδή πάλι κινδύνευσε νά φονευθῆ ἀπό τόν πλοίαρχο, ἔφυγε καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μέ συμβουλή ἑνός ἐνάρετου πνευματικοῦ προσῆλθε στήν Ἱερά Μονή Ἐσφιγμένου. Ὁ ἡγούμενος Εὐθύμιος τόν δέχθηκε καί τόν ἔβαλε νά ὑπηρετῆ στό μαγειρεῖο. Κάποια ἡμέρα τόν ἔτσουξαν τά μάτια του ἀπό τόν καπνό καί γυρνῶντας στό κελλί του ἄρχι-σε νά κλαίη μέ τήν σκέψι, «ἐάν δέν μπορῶ νά ὑπομείνω τόν καπνό, πῶς θά ὑπομείνω τό μαρτύριο;». Προσευχόταν θερμά στόν Κύριο καί στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο νά τόν ἐνδυναμώσουν νά ἐκπληρώση τόν πόθο του. Πράγματι τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί τοῦ λέει: «Ἔχε θάρρος, παιδί μου, διότι θά ἀπολαύσης τό ποθούμενο μαρτύριο». Ἀφοῦ τελείωσε τόν κανόνα του, μέ ἐντολή τοῦ ἡγουμένου ὁ πνευματικός τοῦ διάβασε τίς ἀνάλογες εὐχές καί τόν ἔχρισε μέ τό ἅγιο μύρο, ἐπανεντάσσοντάς τον ἔτσι στήν Ἐκκλησία. Κατόπιν συνοδευόμενος ἀπότόν γέροντά του ἐπισκέφθηκε τήν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου καίσυγκεκριμένα τήν καλύβη, ὅπου εἶχαν ἀσκηθῆ οἱ Νεομάρτυρες Εὐθύμιος, Ἀκάκιος, Ἰγνάτιος καί Ὀνούφριος καί προσκύνησε τά τίμια λείψανά τους. Ὅταν ἐπέστρεψαν στήν Μονή, ὁ ἡγούμενος ὥρισε νά ἀρχίση τόν προμαρτυρικό ἀγῶνα, μέ τήν ἐπίβλεψι τοῦ γέροντα Γερμανοῦ. Μέ πολλή χαρά καί προθυμία ὁ ἅγιος ἀπομονώθηκε στόν πύργο, ὅπου ξεκίνησε τήν ἄσκησί του μέ ἀδιάλειπτη προσευχή, αὐστηρή νηστεία καί σωματική ἄσκησι. Κατάσαρκα φοροῦσε μία ἁλυσίδα, πού εἶχε βάρος δέκα ὀκάδων(13 κιλά περίπου) καί ὡς ὑποκάμισο φοροῦσε ἕναν σάκκο τρίχινο. Τήν τετάρτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστῆς ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀγαθάγγελος καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων μυστηρίων. Μετά ἀπό δύο ἑβδομάδες, κατά θεία οἰκονομία, προσωρμίσθηκε πλοῖο στήν Μονή, τό ὁποῖο θά ἀναχωροῦσε γιά τήν Σμύρνη τήν Δευτέρα τοῦ Πάσχα.

Ἔτσι στόν ἑσπερινό τοῦ Πάσχα ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔδωσε τό Μέγα Σχῆμα τῶν μοναχῶν καί ὅλοι οἱ ἀδελφοί τόν ἀσπάσθηκαν μέ δάκρυα, εὐ-χόμενοι νά τόν ἐνισχύση ὁ Κύριος στόν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου.Τήν ἄλλη ἡμέρα ἀναχώρησαν μέ τόν γέροντα Γερμανό καί ἔφθασαν στήν Σμύρνη τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ. Ντυμένος μέ τούρκικα ροῦχα καί κρατῶντας τόν σταυρό καί τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως πῆγε στόν δικα-στή. Ὅταν τόν ρώτησαν «τί θέλει», ἀπάντησε: «Ἐξαπατήθηκα ἀπό τόνπροηγούμενο ἀφέντη μου, Τοῦρκο καί δέχθηκα τήν θρησκεία του, ἀλλά τώρα πάλι εἶμαι Χριστιανός». Ὅλοι οἱ παρόντες ἄρχισαν μέ κολακεῖες, πολλές ὑποσχέσεις καί ταξίματα νά μεταπείσουν τόν ἅγιο. Ἐκεῖνος ὅμως προσευχόμενος συνεχῶς νοερά τούς ἀπάντησε: «Καί σᾶς σιχαίνομαι καίτίς συμβουλές σας καί τίς ὑποσχέσεις σας βδελύσσομαι καί μόνο τόν Χριστό μου ποθῶ νά ἀπολαύσω». Μέ ἐντολή τοῦ δικαστῆ τόν ἅρπαξαν οἱ βάναυσοι ὁπλοφόροι καί, χτυπῶντας τον, τόν ἔκλεισαν στήν φυλακή μέ τά πόδια στήν ποδοκάκηκαί βαρειά ἁλυσίδα στόν λαιμό. Ὅσοι Χριστιανοί βρέθηκαν στήν φυλακή,τόν εὐλαβοῦνταν ὡς μάρτυρα. Ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης, μέ τήν παρά-κλησι τοῦ ἡγουμένου Εὐθυμίου, παράγγειλε σέ ὅλους τούς ἱερεῖς καί ὅλους τούς Χριστιανούς τῆς Σμύρνης καί ἔκαναν θερμή δέησι ὑπέρ τοῦμάρτυρα.ΑΠΡΙΛΙΟΣ146Τήν νύχτα τῆς Παρασκευῆς τόν ἔφεραν πάλι στό κριτήριο. Ὁ ἅγιος ἔμεινε σταθερός στήν ὁμολογία, ὁπότε διατάχθηκε ὁ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατός του. Μέ φωνές καί ἀλαλαγμούς οἱ δήμιοι τόν ὡδήγησαν στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, ὅπου καί ἀποκεφαλίσθηκε, ἡμέρα Σάββατο 19 Ἀ-πριλίου. Ὁ ἅγιος ἦταν εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν. Μετά ἀπό δύο ἡμέρες ἐπε-τράπη στούς Χριστιανούς νά παραλάβουν τό τίμιο λείψανο. Τό ἐνταφίασαν μέ τιμές στόν ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στόν τάφο τοῦ νεομάρτυρα Δήμου, ὁ ὁποῖος εἶχε μαρτυρήσει τό 1763.

Ὁ Σμύρνης Ἄνθιμος μέ ἐπιστολή του πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε΄ περιγράφει μέ λεπτομέρεια τά τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου. Τήν πρώτη Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου τήν συνέταξε ὁ διδάσκαλος Γερμανός, ὁ ὁποῖος συνώδευσε τόν Ἅγιο στό μαρτύριο, στόν ὁποῖο καί ἐμφανίσθηκε εὐχαριστῶντας τον. Τό 1844 μέ ἐνέργειες τοῦ ἡγουμένου Ἀγαθαγγέλου πρός τόν Μητροπολίτη καί τούς Δημογέροντες τῆς Σμύρνης, ἀποδόθηκαν στήν Ἱ. Μονή Ἐσφιγμένου ἡ ἁγία καί θαυματουργή Κάρα καθώς καί τμῆμα λειψάνων τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Ἀγαθαγγέλου.

Πηγές: Νέος Συναξαριστής ..., Ἀπρίλιος, σελ. 179-182.Συναξαριστής Νεομαρτύρων, σελ.475-477.Μωυσέως Μοναχοῦ…, ὅ. π., σελ. 575-576vatopaidi.wordpress.com



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης