Τὸ ζήτημα τοῦ πλούτου καὶ τῆς πτωχείας ἔχει ἀπασχολήσει τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Ἡ γενικὴ ἀντίληψις εἶναι ἀρνητικὴ γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ συμπαθὴς γιὰ τὴν πτωχεία. Τὸ ἀπόλυτο, ὅμως, δὲν ἁρμόζει οὔτε στὸν πλοῦτο οὔτε στὴν πτωχεία, διότι αὐτὰ ἀνήκουν στὴν μέση τάξι καὶ ἐξαρτῶνται, ὁ πλοῦτος ἀπὸ τὴν χρῆσι του, ἐνῶ ἡ πτωχεία ἀπὸ τὴν ἀνεκτικότητα καὶ τὴν προαίρεσι. Λέει, ‘οὔτε ὁ πλούσιος θεωρεῖται μὲ βεβαιότητα καταδικασμένος οὔτε ὁ πένης σεσωσμένος. Ἡ διάθεσις καὶ ἡ προαίρεσις εἶναι τὰ κύρια στοιχεῖα καθοριστικῆς ἐκτιμήσεως τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πένητος’. Συγκεκριμένα, «ἐὰν ... πρὸς φιλανθρωπίαν» χρησιμοποιήση τὸν πλοῦτο ὁ πλούσιος, «γέγονε καλοῦ τὸ πράγμα ὑπόθεσις? ἂν δὲ εἰς ἁρπαγὰς καὶ πλεονεξίας καὶ ὕβριν, πρὸς τὸ ἐναντίον» ἔτρεψε «αὐτοῦ τὴν χρῆσιν». Παράλληλα καὶ γιὰ τὴν πτωχεία ἰσχύει ἡ ἴδια διάθεσις: «Ἂν γενναία τὴν ὑπομένη κανεὶς «εὐχαριστῶν τῷ Δεσπότη» ἔγινε «στεφάνων τὸ πράγμα ἀφορμὴ καὶ ὑπόθεσις...», ἂν ὅμως βλασφημῆ, γίνεται κατήγορος «τῆς προνοίας» τοῦ Θεοῦ.
Σέλ. 412.