τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσωνος καί Σωσιπάτρου(161)

Ἀπό τούς δύο αὐτούς Ἀποστόλους ὁ μέν Ἰάσωνας(162) καταγόταν ἀπότήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, ὁ ὁποῖος πρῶτος πιάστηκε ὡς κυνήγι στήν εὐσέβεια. Ὁ δέ Σωσίπατρος, καταγόταν ἀπό τήν Ἀχαΐα, δηλαδή τήν Λιβαδία, καί δέχθηκε τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ ὕστερα ἀπό τόν Ἰάσονα. Ὑπῆρξαν καί οἱ δύο μαθητές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, σχετικά μέ τούς ὁποίους αὐτός γράφει στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή· «Ἀσπάζονται ὑμᾶς Ἰάσων καίΣωσίπατρος οἱ συγγενεῖς μου» (Ρωμ. 16,21).Καί ὁ μέν Ἰάσωνας, ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς δικῆς του πατρίδας, δηλαδή τῆς Ταρσοῦ, ὁ δέ Σωσίπατρος ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἰκονίου. Αὐτοί λοιπόν ἀφοῦ ἐποίμαναν τίς Ἐκκλησίες τους, πῆγαν στήν Δύσι καί, ἀφοῦ ἔφθασαν στήν χώρα τῶν Κυρηναίων(163), ἔκτισαν Ἐκκλησίαστό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου καί, ἐκεῖ λειτουργῶντας στόν Θεό, προσέλκυαν πολλούς ἀπίστους στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅμως τούς διέβαλαν στόν βασιλέα Κερκυλλῖνο, γι’ αὐτό τούς ἔβαλαν στήν φυλακή, μέσα στήν ὁποία βρίσκονταν κλεισμένοι ἑπτά ἀρχηγοί τῶνκλεφτῶν, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα εἶναι τά ἑξῆς: Σατορνῖνος, Ἰακίσχολος. Φαυστιανός, Ἰαννουάριος, Μαρσάλιος, Εὐφράσιος καί Μαμμῖνος. Αὐτούς λοιπόν ἀφοῦ τούς δίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι μέ τά λόγια τους καί ἀφοῦ τούς πληροφόρησαν μέ τά θαυμάσια πού ἔκαναν, τούς ἔφερανστήν πίστι τοῦ Χριστοῦ καί τούς ἔκαναν πρόβατα ἀντί γιά λύκους. Στήν συνέχεια τούς ἔβαλαν μέσα σέ πυρωμένα καζάνια, γεμᾶτα ἀπό πίσσα καί λάδι καί κερί καί θειάφι καί ἐκεῖ, ἀφοῦ τελείωσαν, ἔλαβαντούς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Τό ἴδιο καί ὁ δεσμοφύλακας, ἐπειδή πίστεψε στόν Χριστό, γι’ αὐτό ἔκοψαν τό ἀριστερό του χέρι καί τά δύο του πόδια. Ἔπειτα τοῦ ἔκοψαν καί τήν κεφαλή, ἐνῷ ἐπικαλεῖτο τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ λοιπόν ἔβγαλε ὁ βασιλιάς ἀπό τήν φυλακή τούς Ἁγίους Ἰάσονα καί Σωσίπατρο, τούς ἔδωσε στόν ἔπαρχο Καρπιανό, γιά νά τούς τιμωρήση. Αὐτός λοιπόν ἀφοῦ ρώτησε τούς Ἀποστόλους, ἐάν ἀρνοῦνται τόν Χριστό καί τούς εἶδε ὅτι ἦταν ἀμετάθετοι, τότε τούς ἔδεσε καί τούς ἔρριξε στήν φυλακή. Ὅταν τούς εἶδε ὅμως αὐτούς ἔτσι δεμένους σάν κατάδικους ἡ Κερκύρα, ἡ θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ, καί ἔμαθε, ὅτι γιά τόν Χριστό τά ὑπομένουν αὐτά, ἀνακήρυξε τόν ἑαυτό της Χριστιανή. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔβγαλε τά στολίδια πού φοροῦσε, τά μοίρασε στούς φτωχούς. Μόλις τό ἔμαθε ὅμως αὐτό ὁ πατέρας της, τήν παρακίνησε νά μεταβληθῆ. Ἐπειδή ὅμως δέν τό κατώρθωσε, τήν ἔβαλε στήν φυλακή καί ἔπειτα τήν παρέδωσε σέ ἕναν Αἰθίοπα, γιά νά τήν σκοτώση. Ὁ Αἰθίοπας ὅμως, ἀμέσως μόλις μόνο πού ἀκούμπησε στήν πόρτα τῆς φυλακῆς, κατασπαράχθηκε ἀπό ἕνα θηρίο. Ἡ δέ Ἁγία Κερκύρα μόλις τό ἔμαθε αὐτό, τόν θεράπευσε καί ἔπειτα μέ τίς διδασκαλίες της τόν ἕκανε στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ καί Χριστιανό. Γι’ αὐτό μέ μεγάλη φωνή ἀναβόησε ὁ Αἰθίοπας· «Μέγας ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν». Μόλις ὅμως τό ἔμαθε αὐτό ὁ βασιλιάς, τόν βασάνισε ἔντονα καί ἔτσι παρέδωσε ὁ πανύμνητος τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Οἱ δέ στρατιῶτες ἔφεραν πολλά ξύλα στήν φυλακή καί ἄναψαν πυρκαγιά γιά νά κατακάψουν τήν Ἁγία Κερκύρα. Ἀφοῦ ὅμως ἔγινε αὐτό, ἔμεινε ἀβλαβής ἡ Ἁγία. Ἔτσι προσείλκυσε πολλούς στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό τήν κρέμασαν σέ ξύλο καί τήν κάπνισαν ἀπό κάτω μέ πνιγερό καπνό. Ἔπειτα τήν σαΐτευσαν καί τόσο πολύ τήν καταπλήγωσαν ἔτσι, ὥστε ἀπό τούς πόνους παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Μετά ἀπό αὐτά, κίνησε διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν ὁ προαναφερθείς βασιλιάς Κερκυλλῖνος. Καί ἐπειδή οἱ Χριστιανοί κατέφυγαν σέ ἕνα μικρό νησάκι, πού ἦταν ἐκεῖ κοντά, γι’ αὐτό μπῆκε σέ ἕνα καΐκι ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς γιά νά πάη ἐκεῖ νά τούς τιμωρήση. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στήν μέση τοῦ πελάγους, καταποντίσθηκε στόν βυθό τῆς θάλασσας, ὅπως παλιότερα ὁ Φαραώ. Καί ὁ μέν λαός τοῦ Κυρίου, προσέφερε στόν Θεό ὕμνους καί εὐχαριστίες, ὁ δέ Ἰάσων καί ὁ Σωσίπατρος, ἀφοῦ ἐλευθερώθηκαν ἀπό τήν φυλακή, δίδασκαν ἀνεμπόδιστα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἔγινε βασιλιάς ἄλλος καί ἔμαθε τά σχετικά μέ τούς Ἁγίους, πρόσταξε νά φέρουν σ’ αὐτόν μία βούτη, δηλαδή μία παραβούτα σιδερένια, καί μέσα σ’ αὐτή νά βάλουν πίσσα καί ρετσίνι καί κερί καί νά τά βράσουν δυνατά· ἔπειτα ἔβαλαν μέσα σ’ αὐτήν τούς Ἁγίους. Ἀλλά οἱ μέν Ἅγιοι διαφυλάχθηκαν ἄφλεκτοι, ἐνῶ ἀπό τούς ἄπιστους ἄλλοι κάηκαν καί ἄλλοι πίστεψαν στόν Χριστό. Ὁ δέ βασιλιάς, ἀφοῦ ἔδεσε μία πέτρα ἀπό τόν λαιμό του, μετανόησε καί θρηνῶντας ἔλεγε· «Ὁ Θεός, ἐσύ τοῦ Ἰάσονος καί τοῦ Σωσίπατρου, βοήθησέ με καί ἐλέησέ με». Τότε ὁ μακάριος Ἰάσωνας, ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν, τούς δίδαξε τόν λόγο τῆς ἀληθείας, ἐνῶ ἦταν παρών καί ὁ βασιλιάς, καί ἀφοῦ τούς κατήχησε, τούς βάπτισε ὅλους, μαζί καί τόν βασιλιά στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπωνόμασε δέ τόν βασιλιά Σεβαστιανό· μετά ἀπό λίγες ὅμως ἡμέρες, ἀφοῦ ἀρρώστησε ὁ υἱός τοῦ βασιλιᾶ, πέθανε. Ὁ δέ Ἀπόστολος Ἰάσωνας, ἀφοῦ προσευχήθηκε, τόν ἀνέστησε. Πολλά δέ καί ἄλλα θαύματα ἔκανε ὁ Ἅγιος, ἄξια λόγου καί μνήμης. Καί ἀφοῦ ἔχτισε καί ὡραῖες Ἐκκλησίες μαζί μέ τόν βασιλιά καί ὅλα καλά καί ὅσια τά ἔκανε καί αὔξησε τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, τελείωσε τήν ζωή του σέ βαθιά γηρατειά καί πῆγε ἀπό τά ἐπίγεια στά Οὐράνια.

161 Σημείωσε, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Σωσίπατρος ἑορτάζεται καί στίς δέκα τοῦ Νοεμ-βρίου, μαζί μέ τούς Ὀλυμπᾶ, Ροδίωνα, Ἔραστο καί Κουάρτο.162 Μερικοί λένε, ὅτι ὁ Ἰάσωνας αὐτός, τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος ὀνομάζει συγγενῆ,εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἴδιος, πού ὑποδέχθηκε τόν Παῦλο στήν Θεσσαλονίκη, ὅταν οἱ Ἰουδαῖ-οι ἀναστάτωσαν τόν ὄχλο καί τούς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἔλαβαν ἀρκετά χρήμα-τα ἀπό τόν Ἰάσονα, ἄφησαν ἐλεύθερους τόν Παῦλο καί τόν Σίλα, ὅπως τό ἀναφέ-ρουν αὐτό οἱ Πράξεις, κεφ. ιζ΄ .163 Ὁ μέν χειρόγραφος Συναξαριστής ἔτσι γράφει, ἐνῷ ὁ ἔντυπος γράφει Κερκυ-ραίων. Καί ἡ Κυρήνη εἶναι στήν Μπάρκα πού βρίσκεται στήν Βαρβαρία, πρός τό δυ-τικό μέρος τῆς Ἀφρικῆς, σύμφωνα μέ τόν Μελέτιο.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης