Τῷ αὐτῷ μηνί KΔ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κλήμεντος Ἐπισκόπου Ρώμης. Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πέτρου Ἀλεξανδρείας

  Τῷ αὐ­τῷ μη­νί KΔ΄, μνή­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Κλή­μεν­τος Ἐ­πι­σκό­που Ρώ­μης. 

Ὁ Κλή­μης ὁ μα­κά­ριος καί σο­φώ­τα­τος ἦ­ταν Ρω­μαῖ­ος, ζῶντας στά  χρό­νια τοῦ Δο­με­τια­νοῦ, κατά τό ἔτος 82, κα­τα­γό­με­νος ἀ­πό γέ­νος βα­σι­λι­κό, υἱ­ός Φαύ­στου καί Ματ­θι­δί­ας. Αὐτός λοι­πόν ἀ­φοῦ μελέτησε ὅ­λα τά μα­θή­μα­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς παι­δεί­ας, συνάντησε τόν Κο­ρυ­φαῖ­ο ἀπό τούς ἀποστόλους  Πέ­τρο καί δι­δά­χθηκε ἀ­πό αὐ­τόν τήν ἀ­λη­θινή πί­στι καί θε­ο­γνω­σί­α. Ὁπότε, κήρυκας τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου γε­νό­με­νος, συ­νέ­γρα­ψε τίς Δι­α­τά­ξεις τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λω­ν[1] καί ἔ­γι­νε καί Ἐπίσκοπος τῆς Ρώ­μης. Ἀφοῦ συνελήφθη ὅμως ἀ­πό τόν αὐτοκράτορα Δο­με­τια­νό, τι­μω­ρεῖ­ται, καί ἐπειδή δέν πείσθηκε στίς διαταγές του ἐ­ξο­ρί­ζε­ται στήν ἔ­ρη­μο πό­λι­[2], ἡ ὁποία πλη­σιά­ζει στήν Χερ­σῶ­να. Ἐ­κεῖ  ἔ­δε­σαν στόν λαι­μό του μί­α ἄγ­κυ­ρα σι­δερένια καί τόν ἔρ­ρι­ξαν στόν βυ­θό τῆς θά­λασ­σας καί ἔτσι τε­λει­ώ­θηκε ὁ τρι­σμα­κά­ριος. Ὁ Θε­ός ὅ­μως τῶν θαυ­μα­σί­ων, θέ­λον­τας νά δο­ξά­ση καί με­τά τόν θά­να­το τόν δι­κό του ὑ­πη­ρέ­τη, ἐ­νερ­γεῖ ἕ­να τέ­τοι­ο με­γά­λο καί ὑ­περ­φυ­σι­κό θαῦ­μα. Δη­λα­δή, ἀ­πό τό­τε καί στήν συ­νέ­χεια κά­θε χρό­νο στήν μνή­μη αὐ­τοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Κλή­μεν­τα σύ­ρε­ται ἡ θά­λασ­σα μέ­σα τρί­α μί­λια. Καί ὁ τό­πος τῆς θα­λάσ­σης γί­νε­ται γῆ ξη­ρά, στήν ὁ­ποί­α κά­θον­ται οἱ Χρι­στια­νοί πού σ­γκεν­τρώ­νον­ται ἐ­κεῖ γιά ἑ­πτά ἡ­μέ­ρες. Καί ἔ­τσι χαί­ρον­ται καί ἀ­γάλ­λον­ται πο­λύ γιά τό θαυ­μά­­σιο αὐ­τό γε­γο­νός. Μί­α φο­ρά πού ἡ θά­λασ­σα σύρ­θη­κε κα­τά τήν συ­νή­θεια, μπῆ­κε ὁ λα­ός μέ­σα καί ἔ­κα­νε τήν ἑ­ορ­τή τοῦ Ἁ­γί­ου καί κα­τό­πιν πά­λι βγῆ­κε. Ἔ­τυ­χε ὅ­μως νά μεί­νη μέ­σα ἕ­να παι­δί πά­ρα πο­λύ μι­κρό ἀ­πό λη­σμο­σύ­νη τῶν γο­νι­ῶν του. Ἡ θά­λασ­σα ὅ­μως, ἀ­φοῦ πλημ­μύ­ρι­σε, σκέ­πα­σε πά­λι τόν τό­πο. Τό­τε κλαί­γον­τας οἱ γο­νεῖς τοῦ παι­διοῦ τήν στέ­ρη­σί του, προ­ξέ­νη­σαν καί στούς ἄλ­λους πολῖ­τες θρή­νους καί ὀ­δυρ­μούς. Ὅ­ταν τόν ἐρ­χό­με­νο χρό­νο ἦλ­θε ἡ ἑ­ορ­τή τοῦ Ἁ­γί­ου, ἀ­πο­σύρ­θη­κε πά­λι ἡ θά­λασ­σα. Τό­τε μπαί­νον­τας οἱ γο­νεῖς τοῦ παι­διοῦ μέ­σα στόν ξη­ρό τό­πο, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! τόν βρῆ­καν νά κά­θε­ται κον­τά στόν τά­φο τοῦ Ἁ­γί­ου. Καί ὅ­ταν τό ρώ­τη­σαν πῶς τρε­φό­ταν καί πῶς πα­ρέ­μει­νε χω­ρίς νά­ πά­θη τί­πο­τε, ἔ­μα­θαν ὅ­τι τρε­φό­ταν ἀ­πό τόν Ἅ­γιο, πού βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ καί ἀ­πό αὐ­τόν φυ­λα­γό­ταν ἀ­πό κά­θε βλά­βη καί ἀ­πό κά­θε ἐ­χθρό. Τό­τε, ἀ­φοῦ εὐ­χα­ρί­στη­σαν τόν Ἅ­γιο, ὅ­πως ἔ­πρε­πε, πῆ­ραν τό παι­δί τους καί ἀ­να­χώ­ρη­σαν στήν οἰ­κί­α τους χα­ρού­με­νοι καί δο­ξά­ζον­τας τόν Θε­ό. (Τόν ἀ­να­λυ­τι­κό του Βί­ο βλέπε στό Ἐ­κλό­γιον Ὁ ἑλ­λη­νι­κός του Βί­ος σώ­ζε­ται στήν Λαύ­ρα, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Κλή­μης Ἰ­α­κώ­βῳ τῷ Κυ­ρί­ῳ καί Ἐ­πι­σκό­πω»[3]).

Τῇ αὐ­τῇ ἡ­μέ­ρᾳ μνή­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Πέ­τρου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας.

 Ὁ Ἅ­γιος Πέ­τρος, ὁ Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας Ἐ­πί­σκο­πος, ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Μα­ξι­μια­νοῦ, κατά τό ἔ­τος 296, ὄν­τας δά­σκα­λος τῆς εὐ­σε­βεί­ας καί γνω­στός ὡς κή­ρυ­κας τῶν ὀρ­θῶν δογ­μά­των. Αὐ­τός λοι­πόν ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νά ἀ­πο­κε­φα­λι­σθῆ μέ βα­σι­λι­κή δι­α­τα­γή, τό­τε τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε ὁ Ἄ­ρει­ος νά τόν συγ­χω­ρή­σῃ καί ὁ λα­ός ὅ­λος με­σί­τευ­ε γι’ αὐ­τόν. Ἀλ­λ’ ὁ Ἅ­γιος δέν πεί­σθη­κε σ’ αὐ­τό, οὔ­τε τό συγ­χώ­ρη­σε. Ἀλ­λά τόν ἔ­δι­ω­ξε, ἀ­φοῦ τόν κα­τα­ρά­σθη­κε καί τοῦ εἶ­πε, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τήν δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ, καί «ἐν τῷ νῦν αἰ­ῶ­νι καί ἐν τῷ μέλ­λον­τι». Δι­ό­τι εἶ­πε σ’ αὐ­τούς, ὅ­τι εἶ­δε τόν Κύ­ριο μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό στό ὄ­νει­ρό του σέ μορ­φή μι­κροῦ παι­διοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­λαμ­πε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τόν ἥ­λιο, ἦ­ταν ὅ­μως ντυ­μέ­νο ἕ­να ὑ­πο­κά­μι­σο σχι­σμέ­νο ἀ­πό τήν κε­φα­λή μέ­χρι τά πό­δια. Καί ὅ­ταν τό ρώ­τη­σε, για­τί εἶ­ναι σχι­σμέ­νο τό ὑ­πο­κά­μι­σό του, ἔ­μα­θε ἀ­πό αὐ­τό, ὅ­τι ὁ Ἄ­ρει­ος τό ἔ­σχι­σε. Φα­νέ­ρω­σε δέ μέ αὐ­τό ὁ Κύ­ριος τήν δι­αί­ρε­σι καί τό σχί­σμα, ­πού ἔ­κα­μνε ὁ Ἄ­ρει­ος, τοῦ Υἱ­οῦ ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα, μή ὁ­μο­λο­γῶν­τας αὐτόν ὁ­μο­ού­σιο μέ τόν Πα­τέ­ρα, ἀλ­λά ἑ­τε­ρού­σιο τοῦ Πα­τρός. Πα­ρό­μοι­α φα­νέ­ρω­νε καί τά λοι­πά βλά­σφη­μα λό­για τῆς δυσ­σε­βεί­ας ἐ­κεί­νου.  Αὐ­τός λοι­πόν ὁ ἀ­οί­δι­μος, ἀ­φοῦ ἀ­πο­κε­φα­λί­σθη­κε μέ δι­α­τα­γή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα, «ἀ­πέ­λα­βε τῆς ἀ­θλή­σε­ως τόν ἀ­μα­ράν­τι­νον στέ­φα­νον».



[1] Ὄχι μόνο οἱ Δι­α­τά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἀλ­λά καί οἱ Κα­νό­νες τους ἀπό τούς Ἀποστόλους μέ τόν Κλή­μεν­τα συ­γ­γρά­φηκαν. Καί δύ­ο ἐ­πι­στο­λές, πού στάλθηκαν πρός πρός τούς Κο­ριν­θί­ους, ὡς ἐκπρο­σώ­που τῆς Ρω­μαί­ων Ἐκ­κλη­σί­ας ἀπό τόν Κλήμεντα προ-έρχονται. Καθώς καί ἄλ­λα συγ­γράμ­μα­τα.

[2] Ὁ δέ χει­ρό­γρα­φος Συ­να­ξα­ρι­στής Ἐ­ρή­πο­λι τήν γρά­φει. Πῶς ὅμως λέ­γε­ται αὐτή τώ­ρα, ­δέν λέ­ει τίποτε ὁ γε­ω­γρά­φος Με­λέ­τιος.

[3] Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι ὁ Κλή­μης αὐ­τός, ἄν εἶναι Ρω­μαῖ­ος, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀμ­φί­βο­λο· (δι­ό­τι ὁ νε­ώ­τε­ρος Κα­βαῖ­ος μαρ­τυ­ρεῖ, ὅ­τι λέ­γε­ται,  ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι Ρω­μαῖ­ος, στό ἔρ­γο πε­ρί Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν Συγ­γρα­φέ­ων). Δι­ό­τι τό ὄ­νο­μά του μᾶλ­λον ἑλ­λη­νι­κό εἶ­ναι καί ὄ­χι λα­τι­νι­κό. Δι­ό­τι ἡ λέ­ξις κλῆ­μα εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή καί ἀ­πό τό Κλῆ­μα πα­ρά­γε­ται τό Κλή­μης. Γι’ αὐ­τό καί Ἕλ­λη­νες εἶ­χαν αὐ­τό τό ὄ­νο­μα. Ἐ­άν ὅ­μως Ρω­μαῖ­ος ἦ­ταν ὁ Κλή­μης, για­τί συ­νέ­γρα­ψε ἑλ­λη­νι­κά καί ὄ­χι ρω­μα­ϊ­κά; (ὁ Θε­ο­τό­κης, σελ. 448 στίς ση­μει­ώ­σεις). Ση­μεί­ω­σε καί αὐ­τό, ὅ­τι οἱ δύ­ο ἐ­πι­στο­λές τοῦ Κλή­μεν­τα αὐ­τοῦ πού ἀ­να­φέ­ρον­ται πρός τούς Κο­ριν­θί­ους, ἐ­πι­κυ­ρώ­νον­ται ὅ­τι εἶ­ναι γνή­σι­ες (σελ. 4 τοῦ Κα­νο­νι­κοῦ Κλή­μεν­τος). Πα­ρό­μοι­α ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους μέ αὐ­τόν τόν Ἅ­γιο Κλή­μεν­τα συγ­γρά­φη­καν οἱ ΠE΄ Κα­νό­νες τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων καί οἱ Δι­α­τά­ξεις τους, ὅ­πως ἀ­να­φέρ­θη­κε πα­ρα­πά­νω καί ὄ­χι ἀ­πό τόν Κλή­μεν­τα τόν Ἀ­λε­ξαν­δρέ­α, δη­λα­δή τόν Στρω­μα­τέ­α ἤ συγ­γρά­φη­καν ἤ συγ­κεν­τρώ­θη­καν. Ὅ­πως καί δέν γρά­φε­ται σω­σ­τά στήν νε­ο­τύ­πω­τη Ἑ­κα­το­εν­τη­ρί­δα. Δι­ό­τι, ἐ­άν αὐ­τό ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νό, ἔ­πρε­πε οἱ Κα­νό­νες αὐ­τοί νά βρί­σκων­ται στά Ἅ­παν­τα τοῦ ἰ­δί­ου Ἀ­λε­ξαν­δρέ­ως. Ἐ­πει­δή ὅ­μως αὐ­τοί στά ἐ­κεί­νου συγ­γράμ­μα­τα δέν ἐμ­φα­νί­ζον­ται, ἄ­ρα ψευ­δέ­στα­το εἶ­ναι αὐ­τό πού ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῆς Ἑ­κα­τον­τα­ε­τη­ρί­δας. Βλέ­πε καί στίς ὑ­πο­ση­μει­ώ­σεις τοῦ Συ­να­ξα­ρί­ου τῶν Δώ­δε­κα Ἀ­πο­στό­λων κα­τά τήν 30ή Ἰ­ου­νί­ου. Γι’ αὐ­τόν τόν Κλή­μεν­τα βλέ­πε καί στήν 5η τοῦ­ πα­ρόν­τος Νο­εμ­βρί­ου στό Συ­να­ξά­ρι τῶν Ἀ­πο­στό­λων Ἑρ­μᾶ, Πα­τρό­βα, Λί­νου, Γα­ΐ­ου καί Φι­λο­λό­γου.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης