Τῷ αὐτῷ μηνί KA΄ , μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἰουλιανῆς.
Αὐτή ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ τό ἔτος 299. Καταγόταν ἀπό τήν Νικομήδεια, θυγατέρα πλουσίων γονέων, ἀπό τούς ὁποίους ἀρραβωνιάσθηκε μέ ἕναν συγκλητικό, πού ὠνομαζόταν Ἐλεύσιος. Ἐπειδή λοιπόν ὁ Ἐλεύσιος ἤθελε νά κάνη τόν γάμο, ἡ Ἁγία δέν καταδέχθηκε, ἀλλά τοῦ εἶπε· «Ὅταν διορισθῆς ἔπαρχος, τότε ἄς γίνη ὁ γάμος». Ὅταν ὅμως ἔγινε ἔπαρχος, τότε πάλι τοῦ εἶπε ἡ Ἁγία· «Ἄν δέν ἀφήσης τήν θρησκεία τῶν εἰδώλων καί ἄν δέν ἐπιστρέψης στήν πίστι τῶν Χριστιανῶν, γνώριζε, ὅτι δέν καταδέχομαι τόν γάμο μαζί σου». Ὁ δέ Ἐλεύσιος εἶπε ὅλα αὐτά τά λόγια τῆς παρθένου στόν πατέρα της. Ἐπειδή ὅμως ὁ πατέρας της δέν μπόρεσε νά τήν κάνη νά μεταβληθῆ ἀπό τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό παραδόθηκε ἡ Ἁγία σ’ αὐτόν τόν ἴδιο τόν ἀρραβωνιαστικό της καί ἔπαρχο, γιά νά τήν καταδικάση ἐκεῖνος, ὅπως ἤθελε. Ἀφοῦ τήν παρέλαβε λοιπόν ὁ ἔπαρχος, τήν ξεγύμνωσε καί πρόσταξε δεκαέξι στρατιῶτες νά καταξεσχίζουν τό σῶμα της μέ ὠμά μαστίγια. Ἔπειτα τήν κρέμασε ἀπό τά μαλλιά, ἔτσι ὥστε ξεκόλλησε ἀπό τά κόκκαλα τό δέρμα τῆς κεφαλῆς της. Μετά ἀπό αὐτά κατακαίει τά πλευρά της μέ πυρωμένα σίδερα, καί τήν ρίχνει μέσα στήν φωτιά. Ὕστερα διαπέρασε ἕνα πυρωμένο σίδερο μέσα ἀπό τούς μηρούς της. Καί, ἀφοῦ ἔδεσε τά χέρια της στά πλευρά της, τήν ἔρριξε στήν φυλακή.
Καί ἐνῶ βρισκόταν ἐκεῖ στήν φυλακή ἡ Ἁγία καί προσευχόταν, ἐμφανίσθηκε σ’ αὐτήν μέ τήν μορφή Ἀγγέλου ὁ ἐχθρός καί πολέμιος ὅλων ὁ Διάβολος, ὁ ὁποῖος τήν παρακινοῦσε νά θυσιάση στά εἴδωλα καί νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τά βάσανα. Ἡ Ἁγία τόν ἔδιωχνε καί τόν ἔκανε καί χωρίς νά θέλη νά ὁμολογήση ὁ ἴδιος, πώς εἶναι ὁ Διάβολος. Μετά ἀπό αὐτά μεταφέρθηκε πάλι ἡ μακαρία στόν ἔπαρχο καί, ἐπειδή ἔμενε ἀμετάθετη στήν πίστι καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό τήν βάζουν μέσα σέ μία ἀναμμένη κάμινο. Καί ἀφοῦ διαφυλάχθηκε ἀβλαβής ἀπό τήν θεία χάρι, τό ὅτι ἔσβυσε ἡ κάμινος, ἔκανε νά πιστέψουν στόν Χριστό πεντακόσιοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως ἀποκεφαλίσθηκαν μαζί μέ ἑκατόν τριάντα γυναῖκες.
Ὕστερα ἔβαλαν τήν μακάρια σέ ἕνα πυρωμένο καζάνι, τό ὁποῖο ἔγινε, γι’ αὐτήν μέν, λουτρό, γιά τούς ἄπιστους ὅμως, καταστροφή. Διότι λύθηκε τό χάλκωμα τοῦ καζανιοῦ σάν ἀπό κάποια μηχανή καί σκότωσε τούς Ἕλληνες, πού στέκονταν ἐκεῖ τριγύρω. Τέλος, ἐπειδή ἡ Ἁγία ἔμεινε ἀνώτερη ἀπό ὅλα τά βασανιστήρια, γι’ αὐτό ἀποκεφαλίσθηκε. Καί ἔτσι ἔλαβε ἡ πανύμνητη τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Καί ἦταν, ὅταν μέν ἀρραβωνιάσθηκε μέ τόν Ἐλεύσιο, δεκαέξι ἐτῶν, ὅταν νυμφεύθηκε τόν Χριστό μέ τό μαρτύριο, δεκαοκτώ ἐτῶν. Καί τελεῖται ἡ Σύναξί της στόν μαρτυρικό της Ναό κοντά στήν Ἁγία Εὐφημία στό μέρος πού ὀνομάζεται Πετρίο. (Τόν ἀναλυτικό Βίο της βλέπε στό Ἐκλόγιο[1]).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι πεντακόσιοι Μάρτυρες, οἱ διά τῆς Ἁγίας Ἰουλιανῆς πιστεύσαντες τῷ Χριστῷ, ξίφει τελειοῦνται.
Αἱ Ἅγιαι ἑκατόν τριάκοντα Γυναῖκες, αἱ διά τῆς Ἁγίας Ἰουλιανῆς πιστεύσασαι τῷ Χριστῷ, ξίφει τελειοῦνται.
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεμιστοκλέους.
Τάς ἐκ σιδηρῶν ὀξέων ἥλων ξέσεις,
Ὥς τις σιδηροῦς καρτερεῖς Θεμιστόκλεις.
Αὐτός ἔζησε στά χρόνια τοῦ Δεκίου τό ἔτος 250, καταγόταν μέν ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας, ἦταν δέ βοσκός προβάτων. Καί ἐπειδή ὁ ἐκεῖ ἄρχοντας, πού ὠνομαζόταν Ἀσκληπιός, κίνησε διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν καί ἀναζητοῦσε τόν Ἅγιο Μάρτυρα Διοσκορίδη, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὁ μέν θεῖος Διοσκορίδης ἔφυγε στό βουνό καί κρύφθηκε. Αὐτοί πού τόν ἀναζητοῦσαν, βρίσκοντας τόν μακάριο αὐτόν Θεμιστοκλέα νά βόσκη τά πρόβατά του, τόν ρώτησαν. Αὐτός δέ ὁ πανύμνητος, τόν μέν Διοσκορίδη, τόν ἔκρυψε, λέγοντας, ὅτι δέν γνωρίζει, ποῦ εἶναι. Τόν ἑαυτό τοῦ ὅμως τόν παρέδωσε σ’ αὐτούς, ὁμολογῶντας ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὅταν παρουσιάσθηκε λοιπόν μπροστά στόν ἄρχοντα καί κήρυξε μέ παρρησία τόν Χριστό, δάρθηκε στήν κοιλιά τόσο πολύ, ὥστε σχίσθηκε ἡ κοιλιά του. Ἔπειτα κρεμάσθηκε ἐπάνω σέ ξύλο καί σύρθηκε ἐπάνω σέ σιδερένια τρυπάνια, ἀπό τά ὁποῖα, ἐπειδή κατακαρφώθηκε σέ ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος, παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἔλαβε ὁ πανύμνητος τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ταῖς αὐτῶν Ἁγίων Πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
[1] Τόν ἑλληνικό της βίο συνέγραψε ὁ Μεταφραστής, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Καί ἡ καλλίστη τῶν πόλεων». (Σώζεται στήν Μεγίστη Λαύρα, στήν Μονή τῶν Ἰβήρων καί σέ ἄλλες.)