6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟ ΕΝ ΧΩΝΑΙΣ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΛ

Ὁ μέ­γας Ἀρ­χι­στρά­τη­γος τοῦ Θε­οῦ Μι­χα­ήλ, ἀ­πό πα­λαι­ά ἀ­κό­μα καί πρίν τήν ἔν­σαρ­κη οἰ­κο­νο­μί­α, εἶ­χε εὐ­σπλα­χνί­α καί κη­δε­μο­νί­α πρός τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος καί ἔ­δει­χνε πρός αὐ­τό πολ­λές εὐ­ερ­γε­σί­ες. Με­τά ἀ­πό τήν ἐ­πί γῆς ἔν­σαρ­κη πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, ἔ­δει­ξε πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­σπλα­χνί­α καί ἀ­γά­πη σέ ἐ­μᾶς τούς Χρι­στια­νούς, τούς καυ­χώμε­νους στό    ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­πό τό­τε λοι­πόν καί με­τά τρέ­χει νο­ε­ρά σέ ὅ­λα τά μέ­ρη τῆς οἰ­κου­μέ­νης δίνοντας πλού­σια τίς εὐ­ερ­γε­σί­ες του. Κά­ποι­α στιγ­μή κα­τοί­κη­σε καί σέ ἕ­ναν τό­πο τῆς Φρυ­γί­ας, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Χε­ρέ­τω­πα.

Ὁ μέ­γας εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος, κη­ρύσ­σον­τας τό Εὐ­αγγέ­λιο σέ ἐ­κεῖ­να τά μέ­ρη, εἶ­πε προ­φη­τι­κά, ὅ­τι με­τά ἀ­πό λί­γον και­ρό θά  γίνη θεί­α ἐ­πί­σκε­ψις καί ξε­χω­ρι­στή πρό­νοι­α τοῦ ἀρ­χη­γοῦ τῶν Ἀγ­γέ­λων  Μι­χα­ήλ σέ ἐ­κεῖ­νο τόν τό­πο. Καί πράγ­μα­τι, μό­λις πέ­ρα­σε λί­γος και­ρός ἀ­πό αὐ­τήν τήν πρόρ­ρη­σι, ἡ γῆ ἐ­κεί­νη ἀ­νέ­βλυ­σε νε­ρό ἁ­γι­ά­σμα­τος μέ­ τήν δύ­να­μι τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου, τό ὁ­ποῖ­ο γι­ά­τρευ­ε κά­θε ἀ­σθέ­νεια τῶν ἀν­θρώ­πων. Ὅ­ταν λοι­πόν μιά κό­ρη εὐ­ερ­γε­τη­μέ­νη ἀ­πό τόν Ἀρ­χάγ­γε­λο γι­α­τρεύ­τη­κε ἀ­πό τήν ἀρ­ρώ­στια της ἀ­πό τό ἀ­να­βλύ­ζων νε­ρό τοῦ ἁ­γι­ά­σμα­τος, ὁ πα­τέ­ρας της ἔ­κτι­σε ἐ­κεῖ ἕ­ναν ὡ­ραι­ό­τα­το Να­ό στό ὄ­νο­μα τοῦ Ἀρ­χι­στρά­τηγου. Πά­νω στό ἁ­γί­α­σμα ἔ­κτι­σε καί μιά πά­ρα πο­λύ ὄ­μορ­φη καί ἀ­κρι­βῆ σκε­πή.

Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σαν ἐ­νε­νῆν­τα χρό­νια, πῆ­γε στόν πιό πά­νω να­ό τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου κά­ποι­ος θε­ο­φι­λής καί εὐ­λα­βής νέ­ος, ὁ Ἄρ­χιπ­πος, πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά­πο­λι, ὁ ὁποῖος λόγῳ τοῦ πό­θου, πού εἶ­χε πρός τόν Ἀρ­χι­στρά­τη­γο Μι­χα­ήλ, τοποθετήθη-κε φύ­λα­κας καί ὑ­πη­ρέ­της τοῦ να­οῦ του, περ­νῶντας τήν ζω­ή του μέ πολ­λή ἄ­σκη­σι καί ἐγ­κρά­τεια. Ἐ­πει­δή προ­χώ­ρη­σε ἀρ­κε­τά καί στήν ἡ­λι­κί­α καί στήν ἀ­ρε­τή καί νί­κη­σε ἐν­τε­λῶς τά θε­λή­μα­τα τῆς σάρ­κας, γι’ αὐ­τό καί ἀ­ξι­ώ­θη­κε πολ­λῶν χα­ρι­σμά­των ἀ­πό τόν Θε­ό. Γι’ αὐτήν τήν αἰτία λοιπόν καί τά πλήθη τῶν ἀπίστων ἑλλήνων τόν κατηγοροῦσαν καί μέ θυμό κινοῦνταν ἐναντίον του τόσο, πού κάποια φορά, ἀφοῦ τόν ἔπιασαν ἀπό τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς του χτύ­πη­σαν μέ ρα­βδιά τά ἱ­ε­ρά μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός του. Ἀλ­λά καί ἀφοῦ ὥρ­μη­σαν καί ἐ­ναν­τί­ον τοῦ νε­ροῦ τοῦ ἁ­γι­ά­σμα­τος δο­κίμασαν νά τό ἐξα­φα­νί­σουν λόγῳ τοῦ φθό­νου τους. Ἀλ­λά, ὤ τῆς με­γί­στης δυ­νάμεως τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου!, σέ ἄλ­λους ἕλ­λη­νες τά χέ­ρια κοκ­κά­λω­σαν, χω­ρίς νά μπο­ροῦν νά κι­νη­θοῦν καί σέ ἄλ­λους πα­ρου­σι­ά­σθη­κε μπρο­στά τους φλό­γα, ἀ­ναγ­κά­ζον­τάς τους νά γυ­ρί­σουν πί­σω ἄ­πρα­κτοι. Ἐ­πει­δή δέν μπο­ροῦ­σαν νά κα­τορ­θώ­σουν τούς κα­κούς σκο­πούς τους, σκέ­φθη­καν ἄλ­λο τέ­χνα­σμα· νά ἐ­κτρέ­ψουν, δη­λα­δή, μέ αὐ­λά­κια τόν πο­τα­μό, πού ἔ­τρε­χε ἐ­κεῖ δί­πλα, ὥ­στε νά ὁρ­μή­ση κα­τ’ εὐ­θεῖ­αν στόν να­ό καί νά πνί­ξη τό­σο τόν τί­μιο ἄν­δρα Ἄρ­χιπ­πο, ὅ­σο καί τό πλῆ­θος πού πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ καί νά ἀ­φα­νί­σουν τήν ἰ­α­μα­τι­κή δύ­να­μι τοῦ νε­ροῦ τοῦ ἁ­γι­ά­σμα­τος, κα­θώς θά ἑ­νω­θῆ μέ αὐ­τά τά νε­ρά τοῦ πο­τα­μοῦ. Αὐ­τά σκέ­φτον­ταν νά κά­νουν οἱ ἀ­νό­η­τοι, ἀλ­λά ὁ πο­τα­μός, ὤ τῶν θαυ­μα­σί­ων σου Κύ­ρι­ε! σάν νά ἦ­ταν ζων­τα­νός γύ­ρι­σε πρός τό ἄλ­λο μέ­ρος καί δέν ἔ­κα­νε αὐ­τά πού ἤ­θε­λαν νά κά­νουν οἱ ἄ­πι­στοι.

Οἱ ἀ­σε­βεῖς τό­τε θύ­μω­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο καί σκέ­φθη­καν νά ἑ­νώ­σουν καί ἄλ­λους δύ­ο πο­τα­μούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­τρε­χαν σέ ἐ­κεῖ­νον τόν τό­πο, καί ἔ­τσι νά τούς ἀ­φή­σουν νά ὁρ­μή­σουν, γιά νά ἐ­ξα­φα­νί­σουν ὄ­χι μό­νο τό νε­ρό τοῦ ἁ­γι­ά­σμα­τος ἀλ­λά ἀ­κό­μα καί τόν ἴ­διο τόν να­ό καί τόν χῶ­ρο γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τόν. Αὐ­τό ἦ­ταν πο­λύ πι­θα­νό νά γί­νη, κα­θώς ὁ χῶ­ρος γύ­ρω ἀ­πό τόν Να­ό ἦ­ταν κα­τη­φο­ρι­κός καί αὐ­τό βο­η­θοῦ­σε πο­λύ νά πραγ­μα­το­ποι­η­θῆ τό κα­κό τους ἔρ­γο. Ὅ­ταν μα­ζεύ­θη­καν οἱ ἐ­πι­κα­τά­ρα­τοι καί ἔ­σκα­ψαν βα­θύ χαν­τά­κι, τό ὁ­ποῖ­ο τό ἔ­φρα­ξαν τρι­γύ­ρω, ἐ­ξέ­τρε­ψαν τούς πο­τα­μούς μέ­σα σ’ αὐ­τό καί ἄ­φη­σαν τά νε­ρά νά ξε­χυ­θοῦν κα­τά τοῦ Να­οῦ τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου. Τό­τε λοι­πόν ὁ ἀ­οί­δι­μος Ἄρ­χιπ­πος, ὁ φύ­λα­κας, ἀ­φοῦ κα­τά­λα­βε τούς κα­κούς σκο­πούς τῶν ἀ­σε­βῶν, πα­ρα­κά­λε­σε μέ θέρ­μη τόν Ἀρ­χάγ­γε­λο. Ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος τοῦ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε καί τόν κά­λε­σε μέ τό ὄ­νο­μά του· ὁ Ἀρ­χιπ­πος ἐκ­πλα­γείς τό­σο ἀ­πό τήν θαυ­μα­στή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου, ὅ­σο καί για­τί τόν κά­λε­σε μέ τό ὄ­νο­μά του, βγῆ­κε ἀ­πό τόν να­ό καί ἔ­πε­σε στά γό­να­τα. Καί ὁ Μι­χα­ήλ τοῦ εἶ­πε· “Σή­κω καί ἔ­λα μα­ζί μου καί θά ἰδῆς τήν ἀ­κα­τα­μά­χη­τη δύ­να­μι τοῦ Θε­οῦ”.

  Καί, μό­λις ἔ­κα­νε τόν τύ­πο τοῦ σταυ­ροῦ ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος, ἀ­μέ­σως καί οἱ πο­τα­μοί στα­μά­τη­σαν σάν τεῖ­χος ἀ­κί­νη­τοι. Κα­τό­πιν χά­ρα­ξε τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ ἐ­πά­νω σε μί­α πέ­τρα πολύ ὑψηλή, πού ἦ­ταν κον­τά στόν Να­ό, καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, ἀ­μέ­σως ἔ­γι­νε μί­α βρον­τή φο­βε­ρή. Καί ἡ μέν γῆ, σεί­σθη­κε πο­λύ δυ­να­τά, ἐ­νῷ ἡ πέ­τρα σχί­σθη­κε. Ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος πά­λι ση­μεί­ω­σε τόν τύ­πο τοῦ σταυ­ροῦ καί εἶ­πε· «Ἄς συν­τρι­βῆ ἡ δύ­να­μις τοῦ Δι­α­βό­λου καί ἄς πλημ­μυ­ρί­ση ἀ­πό ἐ­δῶ κά­θε ἀπαλλαγή κα­κῶν σέ ἐ­κεί­νους, πού πλη­σιά­ζουν μέ πί­στι». Ἔ­πει­τα μέ με­γά­λη καί δυ­να­τή φω­νή δι­έ­τα­ξε τά ἑ­ξῆς στούς πο­τα­μούς λέ­γον­τας· «Στήν χο­ά­νη αὐ­τή, νά χω­νευ­θῆ­τε, ὦ πο­τα­μοί». Ἔ­τσι ἀ­πό τό­τε καί μέ­χρι σή­με­ρα χω­νεύ­ε­ται ἐ­κεῖ τό νε­ρό μέ πα­ρά­ξε­νο τρό­πο. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­πό τήν αἰ­τί­α αὐ­τή «Χῶναι» ὠ­νο­μά­σθη­κε ὁ τό­πος, πρός δό­ξα τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ μας καί σέ ἔ­παι­νο καί τι­μή τοῦ πα­νεν­δό­ξου καί θερ­μοῦ μας ἀν­τι­λή­πτο­ρα Μι­χα­ήλ. (Τό ἐ­κτε­νές Συ­να­ξά­ρι γι’ αὐ­τό βλέ­πε στόν Νέ­ο Θη­σαυ­ρό)[1].

 Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων Μαρ­τύ­ρων Εὐ­δο­ξί­ου, Ρω­μύ­λου, Ζή­νω­νος καί Μα­κα­ρί­ου.

 Τμη­θέν­τες Εὐ­δό­ξιος, Ρω­μύ­λος, Ζή­νων,

Καί Μα­κά­ριος, μα­κα­ρι­στοί τοῦ τέ­λους.

 

+Ἀ­πό τούς Ἁ­γί­ους αὐ­τούς, ὁ μέν Ρω­μύ­λος, ἔ­ζη­σε στά χρό­νια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Τρα­ϊ­α­νοῦ κα­τά τό ἔ­τος 98, ἔ­χον­τας τό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ στρα­τιω­τι­κοῦ δι­οι­κη­τῆ. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ἔ­λεγ­ξε τόν αὐ­το­κρά­το­ρα Τρα­ϊ­α­νό, δι­ό­τι ἐ­ξώ­ρι­σε τούς Χρι­στια­νούς στρα­τι­ῶ­τες στήν ἀ­να­το­λή, πού ἦ­ταν ἕν­δε­κα χι­λιά­δες, καί τούς ­θα­νά­τω­σε­ καί, ἐ­πει­δή ὡμολό­γη­σε τόν ἑ­αυ­τό του Χρι­στια­νό, γιά τούς λό­γους αὐ­τούς, λέ­ω, ἀ­φοῦ τόν ἔρριξαν κά­τω στήν γῆ, τόν ἔ­δει­ραν μέ ρα­βδιά. Καί ἐ­πει­δή θε­ω­ροῦ­σε τίς πλη­γές ὡς εὐ­ερ­γε­σί­ες, κί­νη­σε τόν τύ­ραν­νο σέ πε­ρισ­σό­τε­ρο θυ­μό. Ἔ­τσι ἀ­φοῦ ἀ­πο­κε­φα­λί­σθη­κε, ­τε­λει­ώ­θηκε καί ἔ­λα­βε ἀπό τόν Κύριο τόν στέφανο τῆς ἀ­θλή­σε­ως.

Ὁ θεῖ­ος Εὐ­δό­ξιος ἔ­ζη­σε στά χρό­νια του Δι­ο­κλη­τια­νοῦ κα­τά τό ἔ­τος 290, κό­μης ὡς πρός τό ἀ­ξί­ω­μα, στό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πο­βι­βά­σθη­κε ἀ­πό τό ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­ξί­ω­μα πού εἶ­χε τοῦ πριμ­μι­κη­ρί­ου, γιά τήν ἀ­γά­πη στόν Χρι­στό. Αὐ­τός λοι­πόν συ­κο­φαν­τή­θη­κε ὡς Χρι­στια­νός στόν τό­τε ἡ­γε­μό­να καί κυ­ρί­αρ­χο τῆς Με­λι­τι­νῆς, πού σή­με­ρα ὀ­νο­μά­ζε­ται Μα­λα­τιᾶς, πού ἦ­ταν μη­τρό­πο­λις τῆς μι­κρᾶς Ἀρ­με­νί­ας καί βρί­σκε­ται κον­τά στόν Εὐ­φρά­τη πο­τα­μό. Καί ἀ­μέ­σως στάλ­θη­καν ἄν­θρω­ποι, γιά νά τόν φέ­ρουν. O δέ Ἅ­γιος Εὐ­δό­ξιος, μό­λις τό ἔ­μα­θε αὐ­τό, φό­ρε­σε ἕ­να ἔν­δυ­μα φτω­χό­τε­ρο, γιά νά μή γνω­ρι­σθῆ. Ἔ­τσι, ὅ­ταν συ­νάν­τη­σε τούς ἀπεσταλμένους καί ρω­τή­θη­κε ποῦ βρί­σκε­ται ὁ Εὐ­δό­ξιος ὁ κό­μης, ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Ἅ­γιος νά τούς δεί­ξη αὐ­τόν πού ζη­τοῦν, ἄν πᾶ­νε στό σπί­τι του καί τούς ξε­κου­ρά­ση λί­γο ἀ­πό τόν κό­πο τῆς ὁ­δοι­πο­ρί­ας.

Ἀ­φοῦ λοι­πόν τούς ὑ­πο­δέ­χθη­κε καί μέ κα­λω­σύ­νη τούς φι­λο­ξέ­νη­σε, ὡμολό­γη­σε, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ζη­τού­με­νος Εὐ­δό­ξιος. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες, ὅ­ταν τό ἄ­κου­σαν αὐ­τό, λυ­πή­θη­καν πο­λύ. Ἔ­τσι, ἀν­τί τῆς φι­λο­ξε­νί­ας πού τούς ἔ­δει­ξε, αὐ­τοί τοῦ ἔ­δω­σαν ἄ­δεια νά ἀ­να­χω­ρή­ση. Ἀλ­λ’ ὁ Μάρ­τυ­ρας σκέ­φθη­κε ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μώ­τε­ρο νά τούς ἀ­κο­λου­θή­ση, πα­ρά νά φύ­γη. Καί ἔ­τσι ἀ­φοῦ κά­λε­σε τήν γυ­ναῖ­κα του, πού λε­γό­ταν Βασίλισσα, τῆς ἄ­φη­σε τήν φρον­τί­δα καί τήν πρό­νοι­α γιά ὅ­λα τά πράγ­μα­τα τοῦ σπι­τιοῦ. Ἔ­πει­τα τῆς ἔ­δω­σε αὐτήν  τήν τε­λευ­ταί­α ἐν­το­λή καί πα­ραγ­γε­λί­α· δη­λα­δή νά μή κλά­ψη γιά τόν θά­να­τό του, ἀλ­λά μά­λι­στα νά τι­μή­ση τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ θα­νά­του του μέ κά­θε λαμ­πρό­τη­τα καί χα­ρά. Καί στό χω­ριό του νά σχε­διά­ση ἕ­να εὐ­τε­λῆ τά­φο, χω­ρίς ἐ­πι­γρα­φή καί ἐ­κεῖ νά θά­ψη τό σῶ­μα του.

Ἀ­μέ­σως λοι­πόν ὁ ἀ­οί­δι­μος Εὐ­δό­ξιος κα­τα­φρο­νῶντας κα­τα­γω­γή, δό­ξα, ἀ­γά­πη γυ­ναίκας καί προ­σπά­θεια τέ­κνων, πη­γαί­νει μό­νος του πρός τόν ἡ­γε­μό­να καί μέ παρ­ρη­σί­α ὁ­μο­λο­γεῖ τόν Χρι­στό. Ὁ ἡ­γε­μό­νας θέ­λον­τας νά φο­βί­ση τό­σο τόν Ἅ­γιο Εὐ­δό­ξιο, ὅ­σο καί τούς ἄλ­λους στρα­τι­ῶ­τες, κοί­τα­ξε μέ ἄ­γριο βλέμ­μα στούς στρα­τι­ῶ­τες. Καί “ὅ­σοι”, εἶ­πε, “ἀ­πό ἐ­σᾶς, δέν θέ­λε­τε νά θυ­σιᾶ­στε στούς θε­ούς, λῦ­στε τίς στρα­τι­ω­τι­κές ζῶ­νες καί πα­ρου­σι­α­σθῆ­τε φα­νε­ρά μπρο­στά μου”. Τό­τε ὁ γεν­ναῖ­ος Εὐ­δό­ξιος λύ­νον­τας τήν ζώ­νη, πού ἦ­ταν γνώ­ρι­σμα τοῦ ὀ­φφι­κί­ου τοῦ κό­μη­τος, τήν ρί­χνει ἐ­πά­νω στό πρό­σω­πο τοῦ ἄρ­χον­τα. Πα­ρό­μοι­α καί ὅ­λοι οἱ στρα­τι­ῶ­τες Χρι­στια­νοί πού ἦ­ταν ἐ­κεῖ γύ­ρω, ὄν­τας στόν ἀ­ριθ­μό χί­λιοι ἑ­κα­τόν τέσ­σα­ρες, καί αὐ­τοί, λέ­ω, ἀ­φοῦ ἔ­λυ­σαν τίς στρα­τι­ω­τι­κές τους ζῶ­νες, τίς ἔ­ρρι­ξαν στόν ἡ­γε­μό­να. Ὁ ἡ­γε­μό­νας, ὅ­ταν εἶ­δε αὐ­τό, τό ἀ­νέ­φε­ρε στόν Δι­ο­κλη­τια­νό. Ὁ Δι­ο­κλη­τια­νός δε­χό­με­νος τήν εἴ­δη­σι αὐ­τή ἔγινε ἔξω φρενῶν  ἀ­πό τόν θυ­μό. Καί ἀ­μέ­σως προ­στά­ζει, νά τι­μω­ρή­ση μέν ὁ ἡ­γε­μό­νας βα­ρειά ἐ­κεί­νους, πού στά­θη­καν αἴ­τιοι αὐ­τῆς τῆς τόλ­μης, ἡ δέ βου­λή καί τό κρι­τή­ριο νά ὁ­ρί­ση τήν ἀ­πό­φα­σι κα­τά τῶν ἄλ­λων.

Ἐ­πει­δή λοι­πόν ἔ­λα­βε τήν ἐ­ξου­σί­α αὐ­τή ὁ ἡ­γε­μό­νας, βλέ­πον­τας τόν Ἅ­γιο Εὐ­δό­ξιο νά μή πεί­θε­ται κα­θό­λου στό νά ἀρ­νη­θῆ τόν Χρι­στό, προ­σ-τά­ζει νά τεν­τω­θῆ ἀ­πό τά τέσ­σα­ρα μέ­ρη· δη­λα­δή ἀ­πό τά δύ­ο χέ­ρια καί τά δύ­ο πό­δια καί νά δαρ­θῆ μέ χλω­ρά λου­ριά. Ἔ­πει­τα τόν ρί­χνει στήν φυ­λα­κή. Με­τά ἀ­πό λί­γες ἡ­μέ­ρες, βγά­ζον­τάς τον ἀ­πό τήν φυ­λα­κή, προ­στά­ζει νά τσα­κί­σουν τά νεῦ­ρα τοῦ τρα­χή­λου του μέ μο­λύ­βδι­νες σφαῖ­ρες καί νά βγά­λουν ἀ­πό τήν θέ­σι τους τίς ἀρ­θρώ­σεις καί τίς ἁρ­μο­νί­ες τοῦ σώ­μα­τός του· τό ὁ­ποῖ­ο πράγ­μα­τι εἶ­ναι ἕ­νας θά­να­τος, ἀ­πό ὅ­λους τούς θα­νά­τους πι­κρό­τε­ρος. Καί τε­λευ­ταῖ­α προ­στά­ζει νά τόν θα­να­τώ­σουν μέ τό ξῖφος. Πη­γαί­νον­τας λοι­πόν ὁ μάρ­τυ­ρας τοῦ Χρι­στοῦ στόν τό­πο τῆς τε­λει­ώ­σε­ως, προ­σευ­χή­θη­κε. Καί ὅ­ταν στρά­φη­κε εἶ­δε τήν γυ­ναῖ­κα του καί τῆς ὑ­πεν­θύ­μι­σε πά­λι ἐ­κεῖ­να, πού πρό­λα­βε καί τῆς πα­ρήγ­γει­λε.

Βλέ­πει ἀ­κό­μη καί ἕ­να του φί­λο, ὀ­νό­μα­τι Ζή­νω­να, πού θρη­νοῦ­σε γιά τόν θά­να­τό του. Καί τοῦ λέ­ει· “Μή κλαῖς, ὦ φί­λε Ζή­νων. Δι­ό­τι ἐ­γώ γνω­ρί­ζω μέ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ὁ Θε­ός, τόν ὁ­ποῖ­ο λα­τρεύ­ω, δέν θά χω­ρί­ση ἐ­μᾶς ἀ­πό με­τα­ξύ μας, τούς ὁ­ποί­ους ἕ­νω­σε σέ θερ­μή φι­λί­α καί ὁ γνή­σιος ἔ­ρω­τας πρός τόν Θε­ό”. Ἀ­μέ­σως μέ τόν λό­γο τοῦ Ἁ­γί­ου, κή­ρυ­ξε ὁ Ζή­νων τόν Χρι­στό καί τοῦ ἔ­κο­ψαν τό κε­φάλι. Ἔ­πει­τα καί ὁ ἀ­οί­δι­μος Εὐ­δό­ξιος πε­θαί­νει μέ ξῖφος. Πα­ρό­μοι­α τε­λει­ώ­θη­καν καί οἱ χί­λιοι ἑ­κα­τόν τέσ­σα­ρες Μάρ­τυ­ρες. Καί ἀ­φοῦ πέ­ρα­σαν ἑ­πτά ἡ­μέ­ρες, φά­νη­κε μέ ὄ­νει­ρο ὁ Ἅ­γιος Εὐ­δό­ξιος στήν γυ­ναῖ­κα του καί τήν δι­έ­τα­ξε νά πῆ στόν Μα­κά­ριο τόν φί­λο του νά πά­η στό πραι­τώ­ριο, δη­λα­δή στήν οἰ­κί­α τοῦ ἡ­γε­μό­να. Πη­γαί­νον­τας λοι­πόν ἐ­κεῖ ὁ Μα­κά­ριος συ­νε­λή­φθη καί, ἀ­φοῦ ὡ­μο­λό­γη­σε τόν Χρι­στό, πέ­θα­νε καί αὐ­τός μέ ξίφος καί ἔ­τσι ἀ­πῆλ­θε, γιά νά χαί­ρε­ται μέ τόν φί­λο του Εὐ­δό­ξιο καί μέ τούς ὑ­πό­λοι­πους αἰ­ώ­νια στά Οὐ­ρά­νια



[1] Ση­μεί­ω­σε ὅ­τι στήν Με­γί­στη Λαύ­ρα καί στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τῶν Ἰ­βή­ρων, εὑ­ρί­σκε­ται ἐγ­κώ­μιο στό θαῦ­μα τοῦ Ἀρ­χι­στρα­τή­γου, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Καί τό πε­ρί τῶν ἄλ­λων Ἁ­γί­ων».



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης