18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΦΛΩΡΟΥ ΚΑΙ ΛΆΥΡΟΥ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΦΛΩΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΟΣ

Αὐ­τοί οἱ Ἅ­γιοι ἦ­ταν ἀ­δέλ­φια δί­δυ­μα κα­τά σάρ­κα, πε­τρο­πε­λε­κη­τές στό ἐ­πάγ­γελ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο τό ἔ­μα­θαν ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Πά­τρο­κλο καί τόν Ἅ­γιο Μά­ξι­μο, οἱ ὁ­ποῖ­οι μαρ­τύ­ρη­σαν γιά τόν Χρι­στό. Ἀ­φοῦ λοι­πόν οἱ δι­δά­σκα­λοί τους μαρ­τύ­ρη­σαν, ἄ­φη­σαν τίς ζω­ές τους στό Βυ­ζάν­τιο καί πῆ­γαν στό Ἱλ­λυ­ρι­κό, δη­λα­δή στήν Σλα­βο­νί­α, στήν χώ­ρα τῆς Δαρ­δα­νί­ας, στήν πό­λι πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Οὐλ­πια­νά. Καί ἐ­νῶ βρίσκονταν ἐ­κεῖ, ἔ­ψα­χναν νά βροῦν με­ταλ­λι­κές πέ­τρες, δί­πλα στόν ἡ­γε­μό­να Λου­κί­ω­να, ὅ­που καί ἀ­σκοῦ­σαν τήν τέ­χνη τους. Ἔ­πει­τα στάλ­θη­καν ἀ­πό αὐ­τόν στόν Λι­κί­νιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν υἱ­ός τῆς βα­σί­λισ­σας Ἐλ­πι­δί­ας. Ὁ Λι­κί­νιος ἔ­δω­σε στούς Ἁ­γί­ους χρήματα καί τούς πρό­στα­ξε νά χτί­σουν ἕ­ναν να­ό στά εἴ­δω­λα, τόν ὁ­ποῖ­ο σχη­μά­τι­σε ἐ­πά­νω σέ δι­ά­γραμ­μα καί χαρ­τί, πῶς πρέ­πει νά γί­νη. Καί ἀ­φοῦ πῆ­ραν τά χρήματα οἱ Ἅ­γιοι, τά μοί­ρα­σαν στούς φτω­χούς, καί τήν νύ­χτα μέν κα­τα­γί­νον­ταν στήν προ­σευ­χή πρός τόν Θε­ό, ἐ­νῶ τήν ἡ­μέ­ρα, ἀ­σκῶντας τήν τέ­χνη τους, κα­τα­σκεύ­α­ζαν γρή­γο­ρα τόν να­ό. Καί ἀ­φοῦ σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες τε­λεί­ω­σε ὁ να­ός, κα­θώς θεῖ­ος Ἄγ­γε­λος στά­θη­κε συμ­βο­η­θός τῶν Ἁ­γί­ων καί τούς ἐν­δυ­νά­μω­σε, τό­τε ὁ Με­ρέν­τιος, ὁ ἱ­ε­ρέας τῶν εἰ­δώ­λων, πί­στε­ψε στόν Χρι­στό, τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ υἱ­ός ὁ Ἀ­θα­νά­σιος εἶ­χε πι­στεύ­σει πρω­τύ­τε­ρα, ἐ­πει­δή οἱ Ἅ­γιοι ἄ­νοι­ξαν τό τυ­φλό μά­τι του. Ἀ­φοῦ λοι­πόν συγ­κέν­τρω­σαν οἱ Ἅ­γιοι τούς φτω­χούς, πού πῆ­ραν τά χρήματα, μέ τήν βο­ή­θειά τους, ἔ­δε­σαν μέ σχοι­νιά τά εἴ­δω­λα ἀ­πό τόν λαι­μό καί τά γκρέ­μι­σαν στήν γῆ. Ἔ­πει­τα, ἀ­φοῦ ἄ­να­ψαν φῶ­τα πολ­λά, ἐγ­και­νί­α­σαν τόν Να­ό καί τόν ἀ­φι­έ­ρω­σαν στόν Χρι­στό, ἐ­πι­λέ­γον­τας καί τό τρο­πά­ριο τῶν ἐγ­και­νί­ων, δη­λα­δή τό «Δό­ξα σοι Χρι­στέ ὁ Θε­ός, Ἀ­πο­στό­λων καύ­χη­μα, Μαρ­τύ­ρων ἀ­γαλ­λί­α­μα… ». Ἐ­νῶ μπρο­στά προ­πο­ρευ­ό­ταν ὁ τί­μιος Σταυ­ρός.

Μό­λις τά ἔ­μα­θε αὐ­τά ὁ Λι­κί­νιος, πρό­στα­ξε νά ἀ­νά­ψουν ἕ­να κα­μί­νι καί νά ρί­ξουν σ’ αὐ­τό τούς φτω­χούς, πού πῆ­ραν τά χρήματα, καί συ­νέ­τρι­ψαν τά εἴ­δω­λα. Ἔ­τσι ἀ­φοῦ τούς ἔ­ρρι­ξαν σ’ αὐ­τό, πα­ρέ­δω­σαν τίς ψυ­χές τους οἱ μα­κά­ριοι στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ καί ἔ­λα­βαν τούς στε­φά­νους τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

Τούς Ἁ­γί­ους Φλῶ­ρο καί Λαῦ­ρο, τούς ἔ­δε­σαν σέ τρο­χό μί­ας ἅ­μα­ξας καί τούς ἔ­δει­ραν. Ἔ­πει­τα τούς ἔ­στει­λε ὁ Λι­κί­νιος στόν ἡ­γε­μό­να Λύ­κω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­φοῦ δέ­χθη­κε τούς Μάρ­τυ­ρες, τούς ἔ­κλει­σε μέ­σα σέ ἕ­να βα­θύ ξε­ρο­πή­γα­δο. Καί ἀ­φοῦ τούς ἔ­κλει­σαν σ’ αὐ­τό, οἱ Ἅ­γιοι πα­ρα­κά­λε­σαν πρῶ­τα τόν Θε­ό γιά ἐ­κεί­νους τούς Χρι­στια­νούς, πού πρό­κει­ται νά τούς θυ­μοῦν­ται καί νά τούς ἑ­ορ­τά­ζουν. Πα­ρα­κά­λε­σαν δεύ­τε­ρον καί γιά τήν στα­θε­ρό­τη­τα καί τήν εἰ­ρή­νη τοῦ κό­σμου. Πα­ρα­κά­λε­σαν καί τρί­τον, νά στα­μα­τή­ση ὁ δι­ωγ­μός ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν. Καί ἔ­τσι με­τά ἀ­πό αὐ­τά πα­ρέ­δω­σαν τίς ψυ­χές τους στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ καί ἀ­νέ­βη­καν νι­κη­φό­ροι στά Οὐ­ρά­νια.  Καί ἀ­φοῦ πέ­ρα­σαν πολ­λά χρό­νια, μεταφέρθη­καν ἀ­πό τό πη­γά­δι τά τί­μιά τους λεί­ψα­να καί τοποθετήθηκαν μέ τι­μές μέ­σα σέ ξύλινα κιβώτια, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­βλύ­ζουν μύ­ρα καί δι­ά­φο­ρα θαύ­μα­τα ἐ­νερ­γοῦν σέ ὅ­σους προ­στρέ­χουν μέ πίστι σ’ αὐ­τά. Τε­λεῖ­ται δέ ἡ Σύ­να­ξί τους καί ἡ ἑ­ορ­τή στόν Ἅ­γιό τους Να­ό, πού βρί­σκε­ται κον­τά στόν Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Φι­λίπ­που.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης