Τῷ αὐ¬τῷ μη¬νί Λ΄, μνή¬μη τοῦ Ἁ¬γί¬ου Ἱ¬ε¬ρο¬μάρ¬τυ¬ρος Γρη¬γο¬ρί¬ου, Ἐ¬πι¬σκό¬που τῆς Με¬γά¬λης Ἀρ¬με¬νί¬ας.

Τῷ αὐ­τῷ μη­νί Λ΄, μνή­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Γρη­γο­ρί­ου,               Ἐ­πι­σκό­που τῆς Με­γά­λης Ἀρ­με­νί­ας.

 Εἰ­δώς τό, γρη­γο­ρεῖ­τε τοῦ Θε­οῦ Λό­γου,

Θε­οῦ κα­λοῦν­τος γρη­γο­ρῶν ὤ­φθης, πά­τερ.

Ἀρ­με­νί­ης με­γά­λης θά­νε Γρη­γό­ριος τρι­α­κο­στῇ.

 

Αὐ­τός ἔ­ζη­σε στά χρό­νια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Δι­ο­κλη­τια­νοῦ, κα­τά τό ἔ­τος 290, υἱός τοῦ Ἀ­νάκ τοῦ Πάρ­θου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν με­γά­λος καί ἔν­δο­ξος ἄρ­χον­τας καί συγ­γε­νής τοῦ βα­σι­λιᾶ τῆς Ἀρ­με­νί­ας Κου­σα­ρώ. Αὐ­τόν τόν Κου­σα­ρώ θα­νά­τω­σε μέ δό­λο ὁ ἴ­διος Ἀ­νάκ, ἀ­φοῦ ­στά­λθηκε καί πα­ρα­κι­νή­θη­κε σ’ αὐ­τό ἀ­πό τόν Ἀρ­τα­σύ­ρα βα­σι­λιά Περ­σῶν. Ὁ­πό­τε γιά τόν βα­σι­λι­κό αὐ­τόν φό­νο θα­να­τώ­θηκε ὅ­λη ἡ γε­νε­ά ἐ­κεί­νου. Μό­νον αὐ­τός ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ριος μέ ἄλ­λον ἕ­να ἀ­δελ­φό του, γλύ­τω­σε ἀ­πό τόν θά­να­το, ἐ­πει­δή στά­λθηκε, ὅ­ταν ἦ­ταν παι­δί μι­κρό, στήν ἐ­πι­κρά­τεια τῶν Ρω­μαί­ων μέ τήν με­σο­λά­βη­σι ἑ­νός συγ­γε­νοῦς του.

Ὄν­τας λοι­πόν ὁ θεῖ­ος αὐ­τός Πα­τέ­ρας στήν Και­σά­ρεια τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας, μά­θαι­νε τό­σο τήν ἄλ­λη παι­δεί­α τῶν γραμ­μά­των, ὅ­σο τά δόγ­μα­τα καί δι­δάγ­μα­τα τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ἕ­νας υἱός τοῦ Κου­σα­ρώ πού ­φο­νεύ­θηκε, Τη­ρι­δά­της ὀ­νο­μα­ζό­με­νος, δι­ώ­χθη­κε ἀ­πό τήν Ἀρ­με­νί­α ἀ­πό τόν βα­σι­λιά τῶν Περ­σῶν καί ζοῦ­σε σ’ ἐ­κεῖ­να τά μέ­ρη τῆς Και­σά­ρει­ας, συ­να­ριθ­μού­με­νος μέ τούς πρώ­τους ἄρ­χον­τες τῶν Ρω­μαί­ων· γι’ αὐ­τό ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ριος πῆ­γε κον­τά σ’ αὐ­τόν καί ἔ­κρι­νε σκό­πι­μο θε­λη­μα­τι­κά νά τόν ὑ­πη­ρε­τῆ. Ἔ­τσι ὡς πρός ὅ­λα τά ἄλ­λα ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε τόν Τη­ρι­δά­τη καί τόν ἀ­νέ­παυ­ε, ὡς πρός τό ὅ­τι ὅ­μως ἦ­ταν Χρι­στια­νός, αὐ­τό μό­νο πο­λύ τόν λυ­ποῦ­σε καί τόν ἔ­κα­μνε νά ἀ­γα­να­κτῆ.

Ἐ­πει­δή λοι­πόν ὁ Τη­ρι­δά­της ἔ­κα­νε ἕ­να με­γά­λο κα­τόρ­θω­μα, γιά νά βο­η­θή­ση τούς Ρω­μαί­ους, γι’ αὐ­τό σέ ἀν­τα­πό­δο­σι τῆς εὐ­ερ­γε­σί­ας ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­κε πά­λι στήν ἀρ­χή τοῦ πα­τέ­ρα του ἀ­πό τόν βα­σι­λιά τῶν Ρω­μαί­ων καί ἐ­ξου­σί­α­ζε τήν Ἀρ­με­νί­α. Τό­τε λοι­πόν, ἀ­φοῦ κά­λε­σε ­τόν θεῖ­ο Γρη­γό­ριο, χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε κά­θε μέ­σο, γιά νά τόν κά­νη ὀ­πα­δό τῆς θρη­σκεί­ας του. Ἀλ­λ’ ὁ Ἅ­γιος πα­ρα­μέ­νον­τας στα­θε­ρός στήν εὐ­σε­βῆ πί­στι, ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν ὅ­τι πο­τέ δέν θά τήν ἀρ­νη­θῆ. Τό­τε, ἀ­φοῦ ἄ­να­ψε ὁ Τη­ρι­δά­της ἀ­πό τόν θυ­μό, ἀ­μέ­σως δι­έ­τα­ξε νά δέ­σουν πί­σω τούς ἀγ­κῶ­νες τοῦ

 

Ἁ­γί­ου καί νά τεν­τώ­σουν βί­αι­α ἐπά­νω καί κά­τω τό στό­μα του μέ ἕ­να ξύ­λο καί νά φορ­τώ­σουν στούς ὤ­μους του ὄγ­κους πά­ρα πο­λύ με­γά­λους ἀ­πό με­ταλ­λι­κό ἁ­λά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο βγαί­νει στήν Ἀρ­με­νί­α. Ἔ­πει­τα δι­έ­τα­ξε νά κρε­μά­σουν τόν Ἅ­γιο ψη­λά μέ ἕ­να σχοι­νί καί ἐ­κεῖ νά τόν  τι­μω­ροῦν σκλη­ρά γιά ἑ­πτά ἡ­μέ­ρες. Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τά τά ὑ­πέ­με­νε μέ με­γά­λη ἀν­δρεί­α ὁ γεν­ναῖ­ος τῆς εὐ­σε­βεί­ας ἀ­γω­νι­στής. Στήν συ­νέ­χεια κρέ­μα­σαν τόν Ἅ­γιο κα­τα­κέ­φα­λα ἀ­πό τό ἕ­να πό­δι καί τόν ἔ­δει­ραν ἀ­νε­λέ­η­τα μέ χον­δρά ρα­βδιά, ἐ­νῷ ἀ­πό κά­τω τόν κά­πνι­ζαν μέ βρω­με­ρώ­τα­τη κο­πριά, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α δέν μπο­ροῦ­σε οὔ­τε νά ἀ­να­πνεύ­ση ὁ τρι­σμα­κά­ριος. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά ἔ­σφι­ξαν τίς κνῆ­μες του μέ σα­νί­δια καί σχοι­νιά, τό­σο δυ­να­τά, ὥ­στε ἀ­πό τό πο­λύ σφί­ξι­μο ἔ­στα­ζε αἷ­μα ἀ­πό τά ἄ­κρα τῶν δα­κτύ­λων τῶν πο­δι­ῶν του.

Κα­τό­πιν κάρ­φω­σαν στά πέλ­μα­τα τῶν πο­δι­ῶν του σι­δε­ρέ­νια καρ­φιά καί μέ αὐ­τά τόν ἀ­νάγ­κα­σαν νά τρέ­χη. Ἔ­πει­τα ἔ­σφι­ξαν τό κε­φάλι του μέ ἕ­να μη­χα­νι­κό ὄρ­γα­νο καί ἔ­βα­λαν στήν μύ­τη του μέ μί­α σύ­ριγ­γα σα­που­νό­χω­μα καί ξύ­δι ἀ­νακατε­μέ­να μέ ἁ­λά­τι, ἡ δρι­μύ­τη­τα τῶν ὁ­ποί­ων ἔ­φθα­σε μέ­χρι καί σ’ αὐ­τά τά βα­θειά μέ­ρη τῆς κε­φα­λῆς καί μέ­χρι αὐ­τόν τόν ἐγ­κέ­φα­λό του. Κα­τό­πιν γιά ἕ­ξι ἡ­μέ­ρες κα­τα­καῖ­νε τήν κεφαλή του μέ ἕ­να δερ­μά­τι­νο θύ­λα­κα γεμᾶτο ἀ­πό θερ­μό­τα­τη στά­κτη τῆς κα­μί­νου. Ὕ­στε­ρα πά­λι τόν κρέ­μα­σαν κα­τα­κέ­φα­λα καί ἀ­πό τόν ἀ­φε­δρῶ­να ἔρριξαν πο­λύ νε­ρό μέ­σα στήν κοι­λιά του. Καί πά­λι ἀ­φοῦ τόν κρέ­μα­σαν κα­τα­ξέ­σχι­σαν τά πλευ­ρά του μέ σι­δε­ρέ­νια νύ­χια, κα­τό­πιν τόν σέρ­νουν ἀ­νά­σκε­λα ἐ­πά­νω σέ τρι­βό­λια σι­δε­ρέ­νια καί το­πο­θε­τοῦν στά πό­δια του σι­δε­ρέ­νια ὑ­πο­δή­μα­τα. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά βά­ζουν πη­ρού­νια στά γό­να­τά του μέ σι­δε­ρέ­νι­ες σφῆ­νες καί τόν κρε­μοῦν. Ἔ­τσι κρε­μα­σμέ­νος πα­ρα­μέ­νει ὁ Ἅ­γιος τρεῖς ὁ­λό­κλη­ρες ἡ­μέ­ρες. Ὕ­στε­ρα χύ­νουν σέ ὅ­λο τό σῶ­μα του βρα­σμέ­νο μο­λύ­βι.

Ἀ­φοῦ ἔ­γι­ναν ὅ­λα αὐ­τά, ρί­χθη­κε δε­μέ­νος ὁ τρι­σόλ­βιος μέ­σα σέ ἕ­να βα­θύ λάκ­κο, δη­λα­δή ξε­ρο­πή­γα­δο, πού βρί­σκε­ται στήν πό­λι Ἀρ­τα­ξά, πού ἦ­ταν γεμᾶτο ἀ­πό βόρ­βο­ρο καί θα­να­τη­φό­ρα φί­δια. Καί ἐ­κεῖ πα­ρέ­μει­νε γιά δε­κα­πέν­τε ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια, τρε­φό­με­νος κρυ­φά ἀ­πό μί­α γυ­ναῖ­κα χή­ρα. Καί ἐ­πει­δή ὁ βα­σι­λιάς Τη­ρι­δά­της ἔ­χα­σε τά λο­γι­κά του καί ἔ­τρω­γε τίς σάρ­κες του καί με­τέ­βα­λε τήν ἀν­θρώ­πι­νη μορ­φή του σέ μορ­φή χοί­ρου, βο­σκοῦ­σε μα­ζί μέ τούς χοί­ρους στά βου­νά, γι’ αὐ­τό ἡ ἀ­δελ­φή του, Κου­σα­ρο­δού­κτα ὀ­νό­μα­τι, εἶ­δε ὄ­νει­ρο καί ἄ­κου­σε φω­νή πού ἔ­λε­γε· «Ἐ­άν ὁ Γρη­γό­ριος δέν βγῆ ἀ­πό τόν λάκ­κο, ὁ Τη­ρι­δά­της δέν γί­νε­ται κα­λά». Χά­ριν αὐ­τοῦ βγῆ­κε ὁ Ἅ­γιος ἀ­πό τόν λάκ­κο σῶ­ος καί ἀ­βλα­βής καί θε­ρα­πεύ­ει τόν Τη­ρι­δά­τη. Κα­τό­πιν ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας τῶν Ἀρ­με­νί­ων, δη­λα­δή ἀ­φοῦ χει­ρο­το­νή­θη­κε, καί ὅ­λους ὅσο­υς βρί­σκον­ταν στήν Ἀρ­με­νί­α τούς βά­πτι­σε στόν πο­τα­μό Εὐ­φρά­τη, χει­ρο­τό­νη­σε γι’ αὐ­τούς Ἐ­πι­σκό­πους. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἡ­συ­χά­ση στό ἑ­ξῆς, ἔ­βλε­πε ὅ­μως τόν βα­σι­λιά Τη­ρι­δά­τη, πού δέν τόν ἄ­φη­νε, γι’ αὐ­τό, ἀν­τί μέν γιά τόν  ἑ­αυ­τό του ἀ­φή­νει ὡς Ἀρ­χι­ε­ρέ­α στήν Ἀρ­με­νί­α ἕ­ναν ἀ­πό τούς δι­κούς του γυι­ούς, Ρο­στά­νη ἤ Ἀ­ρι­στά­νη ὀ­νο­μα­ζό­με­νο καί αὐ­τός ἀ­να­χώ­ρη­σε στά ὑ­ψη­λό­τα­τα βου­νά τῆς Ἀρ­με­νί­ας καί ἐ­κεῖ ἡ­σύ­χα­σε, σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­θυ­μί­α πού εἶ­χε. Ἔ­τσι λοι­πόν ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε ὁ μα­κά­ριος τόν δρό­μο τῆς ζω­ῆς του μαρ­τυ­ρι­κά, ἀ­πο­στο­λι­κά καί ἀ­σκη­τι­κά, με­τα­βαί­νει πρός τόν πο­θού­με­νο Χρι­στό, γιά νά λά­βη τούς μι­σθούς καί στε­φά­νους τῶν κό­πων του[1].

[1]  Ὁ Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων Δο­σί­θε­ος, σελ. 1218 τῆς Δω­δε­κα­βί­βλου, γρά­φει τά ἑ­ξῆς γι’ αὐ­τόν τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο. Δη­λα­δή, ὅ­τι ἀ­πό­γο­νοι τῶν Ἀρ­σα­κί­δων πού ἐ­ξου­σί­α­σαν τήν Ἀρ­με­νί­α, τήν Ἰν­δί­α καί Μασ­σα­γέ­τας, ἦ­ταν τρεῖς ἀ­δελ­φοί, ὁ Ἀρ­τα­βά­νης, ὁ Κου­σα­ρώ καί ὁ Ἀ­νάκ. Ὁ Γρη­γό­ριος ἦ­ταν υἱός τοῦ Ἀ­νάκ. Ὁ δέ Κου­σα­ρώ ἦ­ταν βα­σι­λιάς τῶν Ἀρ­με­νί­ων με­τά τόν Ἀρ­τα­βά­νη. υἱός τοῦ Κου­σα­ρώ  ἦ­ταν ὁ Τη­ρι­δά­της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­γι­νε χρι­στια­νός δι­ά­ μέσου τοῦ Γρη­γο­ρί­ου. Κατόπιν  ἔ­στει­λε τόν Γρη­γό­ριο μέ γράμ­μα­τα πρός τόν τό­τε Και­σα­ρεί­ας Λε­όν­τιο καί τόν χει­ρο­τό­νη­σε Ἐ­πί­σκο­πο τῆς με­γά­λης Ἀρ­με­νί­ας. Αὐ­τόν τόν ὑ­πο­δέ­χθη­καν μέ τι­μές, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε. Τό­τε βά­πτι­σε ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ριος στόν Εὐ­φρά­τη πο­τα­μό τόν Τη­ρι­δά­τη καί πολ­λούς Ἀρ­με­νί­ους, Ἀ­συ­ρί­ους καί Πέρ­σες, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τε­τρα­κό­σι­ες μυ­ριά­δες: δη­λα­δή πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά τέσ­σε­ρα ἑ­κα­τομ­μύ­ρια. Ἀ­να­χω­ρῶντας κα­τό­πιν γιά λό­γους ἡ­συ­χί­ας σέ ἔ­ρη­μο τό­πο, χει­ρο­τό­νη­σε ἀν­τί γι’ αὐ­τόν ὡς Ἐ­πι­σκό­πους, τόν Ὀλ­βια­νό, τόν Εὐ­θά­λιο, τόν Βάσ­σο καί ἄλ­λους δέ­κα προ­κρί­τους. Στίς ὑ­πό­λοι­πες χῶ­ρες καί στά ἔ­θνη ἐγ­κα­τέ­στη­σε τε­τρα­κό­σιους Ἐ­πι­σκό­πους.

Αὐ­τός ὁ Γρη­γό­ριος εἶ­χε δύ­ο σαρ­κι­κά τέ­κνα, τόν Ὀρ­θά­νη καί τόν Ἀ­ρι­στά­νη. Ὁ Τη­ρι­δά­της ὅ­μως, ἐ­πει­δή κα­ταλ­ή­φθη­κε ἀ­πό λύ­πη λόγῳ τῆς ἀ­να­χω­ρή­σε­ως τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, τόν κα­τέ­βα­σε ἀ­πό τό βου­νό. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ Γρη­γό­ριος δέν ἤ­θε­λε νά πα­ρα­μεί­νη στήν ἐ­πι­σκο­πή, προ­βί­βα­σε ἀν­τί γιά ἐ­κεῖ­νον τόν γυι­ό τοῦ Γρη­γο­ρί­ου Ἀ­ρι­στά­νη. Πρίν ὅ­μως ἀ­πό τήν ἀ­να­χώ­ρη­σί του, ὁ Γρη­γό­ριος μα­ζί καί ὁ Τη­ρι­δά­της, πῆ­γαν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι πρός τόν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο καί ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο φι­λο­ξε­νή­θη­καν γεν­ναι­ό­δω­ρα. Ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἡ Πρώ­τη Σύ­νο­δος ­στά­λθηκε πρός αὐ­τήν ἀ­πό τόν Τη­ρι­δά­τη ὁ Ἀ­ρι­στά­νης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­φοῦ ἀ­γω­νί­σθη­κε μα­ζί της κα­τά τοῦ Ἀ­ρεί­ου, ἐ­πέ­στρε­ψε στήν Ἀρ­με­νί­α, φέρ­νον­τας καί τήν ἀ­πό­φα­σι τῆς Συ­νό­δου. Στό ἑ­ξῆς δέ οἱ χει­ρο­το­νί­ες τῶν Ἀρ­με­νί­ων γί­νον­ταν ἀ­πό τόν Και­σα­ρεί­ας. Ἔ­τσι ὁ Και­σα­ρεί­ας Λε­όν­τιος στήν Πρώ­τη Σύ­νο­δο ὑ­πο­γρά­φη ὡς ἑ­ξῆς· «Λε­όν­τιος Και­σα­ρεί­ας, Καπ­πα­δο­κί­ας, Γα­λα­τί­ας καί Ἀρ­με­νί­ας μι­κρᾶς καί με­γά­λης ὑ­πέ­γρα­ψα». Χει­ρο­το­νοῦν­ταν λοι­πόν οἱ Ἀρ­μέ­νιοι Ἐ­πί­σκο­ποι ἀ­πό τόν Και­σα­ρεί­ας, μέ­χρι κά­ποι­ο δι­ά­στη­μα. Στήν συ­νέ­χεια χει­ρο­το­νοῦν­ταν ἀ­πό τήν ἴ­δια τήν Σύ­νο­δο. Ὠ­νο­μά­σθη­καν δέ Κα­θο­λι­κοί οἱ Ἀρ­μέ­νιοι, ἐ­πει­δή δέν ἦ­ταν ὑ­πό τήν ἐ­ξου­σί­α πα­τρι­αρ­χι­κοῦ θρό­νου. Ἀ­πό τό­τε ὅ­μως πού χω­ρί­σθη­καν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με γι’ αὐ­τούς τί­πο­τε τό ­θε­τι­κό.

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης