Τῇ 18ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῶν Ἁγίων ἑπτά Παρθένων τῶν ἐν Ἀγκύρᾳ, Τεκούσης, Ἀλεξανδρίας, Κλαυδίας, Φαεινῆς, Εὐφρασίας, Ματρώνης, Ἰουλίας, Θεοδότης καί Θεοδότου Μάρτυρος.

Αὐ­τές οἱ Ἅ­γι­ες ἑ­πτά Παρ­θέ­νες καί Μάρ­τυ­ρες ἦ­ταν ἀ­πό τήν Ἄγ­κυ­ρα τῆς Γα­λα­τί­ας. Ὁ δέ Ἅ­γιος Θε­ό­δο­τος, μο­λο­νό­τι εἶ­χε καί γυ­ναῖ­κα, ὅ­μως λό­γω τῆς φρον­τί­δας τῆς γυ­ναί­κας δέν ἀ­με­λοῦ­σε τήν εὐ­σέ­βεια καί ἀ­ρε­τή. Ἀλ­λά μέ τήν πρό­φα­σι πραγ­μα­τεί­ας καί πω­λή­σε­ως, ἀ­γο­ρά­ζον­τας σι­τά­ρι καί ζυ­μώ­μον­τας ψω­μιά, ἀ­πό αὐ­τά πρό­σφε­ρε βέ­βαι­α ἀ­παρ­χές στόν Θε­ό, μοί­ρα­ζε ὅ­μως καί στούς φτω­χούς, ἐ­πει­δή καί ὁ μια­ρός ἄρ­χον­τας τῆς Ἄγ­κυ­ρας, Θε­ό­τε­κνος ὀ­νό­μα­τι, πρό­στα­ζε, τά φα­γη­τά πού πω­λοῦν­ταν στούς Χρι­στια­νούς, νά εἶ­ναι ραν­τι­σμέ­να καί μο­λυ­σμέ­να ἀ­πό τίς σπον­δές καί θυ­σί­ες τῶν εἰ­δώ­λων. Ἀλ­λά καί στίς φυ­λα­κές, πη­γαί­νον­τας ὁ μα­κά­ριος, στε­ρέ­ω­νε στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ τούς φυ­λα­κι­σμέ­νους σ’ αὐ­τές Χρι­στια­νούς καί τούς ἔ­δι­νε τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τήν συν­τή­ρη­σί τους. Μί­α φο­ρά, πη­γαί­νον­τας στήν φυ­λα­κή, βρῆ­κε τίς ἀ­νω­τέ­ρω Παρ­θέ­νες, ἀ­πό τίς ὁ­ποῖ­ες ἡ μί­α, ἡ λε­γό­με­νη Τε­κοῦ­σα, ἦ­ταν κα­τά σάρ­κα θεί­α τοῦ Ἁ­γί­ου.

Αὐ­τές λοι­πόν ὡ­δη­γή­θη­καν μπρο­στά στόν ἄρ­χον­τα καί ἐ­πει­δή δέν θέ­λη­σαν νά θυ­σιά­σουν στά εἴ­δω­λα, πα­ρα­δό­θη­καν στούς στρα­τι­ῶ­τες, γιά νά τίς ἀ­τι­μά­σουν. Δι­α­φυ­λά­χθη­καν ὅ­μως ἀ­πό τήν χά­ρι τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­βλα­βεῖς καί ἄ­φθο­ρες. Ἔ­πει­τα τίς ἔ­δε­σαν μέ πέ­τρες καί τίς κα­τα­βύ­θι­σαν στό βά­θος λί­μνης, πού ἦ­ταν ἐ­κεῖ καί ἔ­τσι δέ­χθη­καν οἱ μα­κά­ρι­ες τούς στε­φά­νους τῆς ἀ­θλή­σε­ως. Τά δέ λεί­ψα­νά τους, παίρ­νον­τας με­ρι­κοί Χρι­στια­νοί, ἕ­νας ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ἦ­ταν καί ὁ Ἅ­γιος Θε­ό­δο­τος, τά ἐν­τα­φί­α­σαν μέ τι­μές. Τό­τε γιά τήν αἰ­τί­α αὐ­τή, ἀ­φοῦ συ­κο­φαν­τή­θη­κε ὁ Ἅ­γιος Θε­ό­δο­τος στούς Ἕλ­λη­νες καί κα­τε­ζη­τεῖ­το, φα­νέ­ρω­σε μό­νος του τόν ἑ­αυ­τό του σ’ αὐ­τούς πού τόν κα­τα­ζη­τοῦ­σαν. Λοι­πόν πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν ἄρ­χον­τα Θε­ό­τε­κνο καί, ἐ­πει­δή ὡ­μο­λό­γη­σε, ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι Θε­ός, γι’ αὐ­τό κρε­μά­σθη­κε ψη­λά καί ξε­σχί­σθη­κε. Ἔ­πει­τα δέ­χε­ται στίς πλη­γές του ξύ­δι μαζί μέ ἁ­λά­τι καί τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πο­κε­φα­λί­ζε­ται. Ὁ δέ ἀ­πάν­θρω­πος ἄρ­χον­τας δέν στα­μά­τη­σε μέ­χρι ἐ­δῶ τήν θη­ρι­ω­δί­α του, ἀλ­λά ἔ­βγα­λε καί τά λεί­ψα­να τῶν Ἁ­γί­ων Παρ­θέ­νων ἀ­πό τούς τά­φους καί τά κα­τέ­καυ­σε[.


 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης