Τῷ αὐτῷ μηνί Β΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Σιλβέστρου Πάπα Ρώμης.
Αὐτός ὁ Ἅγιος, ἐπειδή ἔφθασε στήν κορυφή τῆς ἀρετῆς, χειροτονήθηκε τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ κοιμήθηκε ὁ προκάτοχος τῆς Ρώμης Ἐπίσκοπος Μιλτιάδης. Ἀφοῦ ἔκανε πολλά θαύματα, τόν βασιλιά Μέγα Κωνσταντῖνο ὡδήγησε στήν πίστι στόν Χριστό καί μέ τήν χάρι τοῦ ἁγίου Βατίσματος καθάρισε τά πάθη τά τῆς ψυχῆς μαζί καί τοῦ σώματός του[1] καί ἀπέδειξε ὅτι ὁ Χριστός προφητεύθηκε ἀπό τόν νόμο. Αὐτός καί τόν ταῦρο ἀνέστησε, τόν ὁποῖον ὁ Ἑβραῖος Ζαμβρῆς θανάτωσε, ἀλλά δέν μπόρεσε νά ἀναστήση. Καί ἀφοῦ ἔγινε αἴτιος σωτηρίας καί σέ πολλούς ἄλλους ἀνθρώπους ὁ μακάριος αὐτός Πατέρας, σέ βαθύ γῆρας πρός Κύριον ἐξεδήμησε.
(Τόν κατά πλάτος Βίο του βλέπε στόν Νέο Παράδεισο. Στήν Μεγίστη Λαύρα καί στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἰβήρων σῴζεται ἕνας λόγος πρός αὐτόν τόν Ἅγιο Σίλβεστρο, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Οἱ μέν σεπτοί καί θεόπται Ἀπόστολοι»· εἶναι μάλιστα ἔργο Ἰωάννου τοῦ Ζωναρᾶ. Ὑπάρχει ἀκόμη καί στήν Λαύρα ὁ βίος του, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου τήν Ἐκκλησιαστικήν»).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεαγένους[2] .
Αὐτός ἦταν Ἐπίσκοπος στήν πόλι, πού λέγεται Παρίον, ἐπειδή αὐτή εἶναι κτίσμα τῶν Παρίων, πού βρίσκεται ἀνάμεσα στήν Κύζικο καί τήν Λάμψακο. Αὐτός λοιπόν ὅταν συκοφαντήθηκε ὡς Χριστιανός στόν τριβοῦνο Ζηλικίνθιο, ὡμολόγησε τόν Χριστό ὡς Θεό ἀληθινό. Γι’ αὐτό δέρνεται μέ ξύλα καί κατόπιν δένεται. Καί μετά ἀπό αὐτά ρίχνεται στόν βυθό τῆς θαλάσσης. Καί ἔτσι τέλειωσε τόν δρόμο τοῦ μαρτυρίου καί ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο τόν ἀμάραντο στέφανο.
Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τόν Θεόπεμπτον, σαρκικῆς λύσαι πέδης,
Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλείου τοῦ ἐξ Ἀγκύρας.
Βρύχημα, χάσμα, δῆγμα θηρῶν ἀγρίων,
Βασιλείου τό πρᾶον οὐ κατεπτόει.
Αὐτός ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Βασίλειος ἔζησε στά χρόνια τοῦ παραβάτη Ἰουλιανοῦ, κατά τό ἔτος 361, καταγόμενος ἀπό τήν πόλι τῆς Ἄγκυρας. Ἐπειδή πίστευε στόν Χριστό, συνελήφθη. Καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκε στόν ἡγεμόνα Σατορνίλο, ὡμολόγησε τόν Χριστό ἐνώπιόν του μέ μεγάλη παρρησία. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ τόν κρέμασαν, τοῦ ξέσχισαν τίς σάρκες ἀνελέητα. Κατόπιν μεταφέρεται ἀπό τήν Ἄγκυρα στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐκεῖ πάλι καταξεσχίζεται. Καί τόσο πολύ τεντώνεται στό σῶμα ὁ ἀοίδιμος, ὥστε βγῆκαν οἱ ἁρμονίες καί κλειδώσεις τῶν χεριῶν καί τῶν ὤμων του. Κατόπιν κόβουν τό σῶμα του σάν λουριά καί τά βγάζουν ἀπό τό σῶμα του. Καί μέ σίδερα πυρωμένα κατακεντοῦν τίς σάρκες του. Ὅλα ὅμως αὐτά τά ἀνυπόφορα βάσανα τά ὑπέμεινε μέ ἀνδρεία ὁ καρτερόψυχος. Γι’ αὐτό καί δέχθηκε ἀπό τόν Θεό τίς ἀντιλήψεις καί τίς βοήθειες. Διότι ἀφοῦ ρίχθηκε σέ καμίνι μέ φωτιά, μέ θαυμαστό τρόπο μέ τήν προσευχή του διατηρήθηκε ἀβλαβής. Μετά ἀπό αὐτά μεταφέρεται δέσμιος στήν Καισάρεια καί καταδικάζεται ἀπό τόν ἐκεῖ ἄρχοντα νά πολεμήση μέ τά θηρία. Ἀφοῦ προσευχήθηκε λοιπόν καί κτυπήθηκε ἀπό μία λέαινα, ἐτελειώθη καί ἔλαβε τόν τῆς ἀθλήσεως στέφανο. Τά δέ ἱερά του λείψανα τά συγκέντρωσαν μέ ἐπιμέλεια μερικοί συγγενεῖς καί ὁμόφυλοι καί, ἀφοῦ τά τύλιξαν μέ μύρα καί σινδόνια, τά ἐνταφίασαν μέ τήν τιμή, πού ἔπρεπε σέ τόπο ἐπίσημο. Ἀργότερα ἔκτισαν ἐκεῖ καί ἱερή Ἐκκλησία στό ἅγιο ὄνομά του.
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Κοσμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῇ σεβασμίᾳ Μονῇ τῆς Χώρας.
Διπλῆν ἔχων ἄνωθεν Κοσμᾶ τήν χάριν,
Κόσμος μέγας πέφηνας ὑψηλοῦ θρόνου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ζώρζης ὁ Γκιουρζῆς ἐμαρτύρησεν ἐν Μιτυλήνῃ, τελειωθείς δι’ ἀγχόνης ἐν ἔτει 1770.
Αὐτός ὁ Μακάριος ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ Ζώρζης ἦταν τό γένος Γκιουρτζῆς. Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη νέος στήν ἡλικία, ἀγοράσθηκε ὡς σκλαβόπουλο ἀπό κάποιον Ἀγαρηνό, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέθρεψε ὡς Τοῦρκο.Ἔπειτα ἀπό ἀρκετόν καιρό πέθανε ὁ ἀγᾶς του καί παρέμεινε στήν θρησκεία ἐκείνη ἕως τά ἑβδομῆντα του χρόνια, χωρίς νά πάρη γυναῖκα. Ζοῦσε ὅμως πολύ εἰρηνικά σέ ἕνα ἐργαστήριο πουλῶντας καί ἀγοράζοντας διάφορα εἴδη πραγμάτων, μή γνωρίζοντας ἄλλη γλῶσσα, πέρα ἀπ’ αὐτή τῶν μουσουλμάνων.
Ἐνῷ λοιπόν βρισκόταν σ’ αὐτη τήν μεγάλη ἡλικία ὁ εὐλογημένος, μία τῶν ἡμερῶν, ἀφοῦ σηκώθηκε ἀπό τό ἐργαστήριό του, πάει στόν δικαστή τοῦ τόπου καί βγάζει τό σαρίκι πού φοροῦσε καί τό δίνει στόν δικαστή, λέγοντας σ’ αὐτόν· «Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός θέλω νά πεθάνω. Ζώρζης εἶναι τό ὄνομά μου καί Ζώρζης πάλι θέλω νά πεθάνω. Καί ὁ δικαστής, βλέποντας τήν τόση μεταβολή του καί τά γηρατειά του καί τήν γενειάδα ἐκείνη τήν ἄσπρη, τοῦ λέει· «Μπρέ Σαλῆ (διότι ἔτσι ὠνομαζόταν ἀπ' αὐτούς) τί ἔπαθες; Ἔχασες τά λογικά σου ἀδελφέ;». Καί ὁ Μάρτυς ἀπεκρίθη· «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός θέλω νά πεθάνω». Καί ὁ δικαστής πάλι καί πολλές φορές τόν ρώτησε× «Γιά ποιά αἰτία τό κάνεις αὐτό;». Ὁ Μάρτυρας ἀπαντοῦσε, ὅτι «Χριστιανός εἶμαι».
Τέλος, τόν σήκωσαν σέ ἕναν ὀντά, χωρίς δεσμά, ἕως νά ἔλθη στά λογικά του. Τήν ἄλλη μέρα τόν ἐξέτασαν καί ἐπειδή τόν βρῆκαν νά ὁμολογῆ τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ εἶπαν, ὅτι θέλουν νά τόν σκοτώσουν, ὁ δέ Μάρτυς ἄλλο δέν ἔλεγε, ἐκτός ἀπό τό ὅτι εἶναι Χριστιανός. Καί ἦταν φυσικά ὀλιγόλογος ὁ γέρων. Τήν τρίτη ἡμέρα, ἀφοῦ τόν ἀνέκρινε πάλι ὁ δικαστής καί τόν βρῆκε νά ἐπιμένη στήν ἄμεμπτη πίστι τῶν Χριστιανῶν, τόν παρέδωσε στούς γιολτάσηδες τούς γενιτσάρους, οἱ ὁποῖοι παίρνοντάς τον, γιά νά τόν πᾶνε στόν τόπο τῆς καταδίκης, τόν ἔδερναν ὅλοι ἀνελέητα στόν δρόμο, καί αὐτός ὑπέμενε ὁ εὐλογημένος τίς πληγές μέ μεγάλη σιωπή καί γενναιότητα.
Ἀφοῦ δέ ἔφθασαν σέ ἕνα ἐργαστήριο, ὅπου ἦταν κατάλληλος τόπος, γιά νά τόν κρεμάσουν, ἔβαλαν τήν θηλιά στόν λαιμό του καί τόν πίεζαν, νά πῆ τό σαλαβάτι, δηλαδή τήν ὁμολογία τῆς θρησκείας τους. Αὐτός ὅμως ὁ Μακάριος ἔσφιγγε τό στόμα του μέ ὅση ἰσχύ καί δύναμι εἶχε, γιά νά μή μιλήση. Καί αὐτοί ὅσο αὐτός δέν μιλοῦσε, τόσο τόν ἔδερναν, γυρίζοντας τόν εὐλογημένο σέ ὅλο τό παζάρι, γιά νά τόν διαπομπεύσουν καί κάμνοντάς του πολλά βασανιστήρια. Τέλος, τόν ἔφεραν στό λεγόμενο μέρος παρμάκ καπί καί πάλι ἐκεῖ τόν τρυποῦσαν μέ τίς μάχαιρες, λέγοντας σ’ αὐτόν, πές, πές τό σαλαβάτι, καί ἐπειδή ὁ γέρων δέν ἤθελε τοῦ ἔδειχναν τό δάχτυλό τους, λέγοντας σ’ αὐτόν, κάνε τό δάχτυλό σου ἔτσι, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ εὐλογημένος ἔσφιγγε καί τίς δύο του παλάμες μέ ὅλη του τήν δύναμι, ἔτσι ὥστε νά μήν μπορῆ κάποιος νά τίς ἀνοίξη καί δέν ἤθελε νά βλέπη κἄν στό πρόσωπο ἐκείνους, ἀλλά γύριζε τά μάτια του πρός τόν τοῖχο. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσαν πολλά χτυπήματα μέ ραβδί καί γρονθοκοπήματα καί τόν κρέμαγαν καί πάλι τόν κατέβαζαν, μήπως μετανοήση. Ἀφοῦ ὅμως τόν εἶδαν σταθερό καί ἀμετάθετο στήν γνώμη του, τόν κρέμασαν μέ τελειότητα καί ἔτσι ἀπῆλθε ἡ μακαρία του ψυχή στίς οὐράνιες μονές καί ἔλαβε τοῦ Μαρτυρίου τόν στέφανο. Μέ τοῦ ὁποίου τίς πρεσβεῖες ἄς ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.
[1] Βρίσκω μεγάλη διαφωνία γιά τό βάπτισμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Διότι ὁ μέν κύριος Μελέτιος Ἀθηνῶν, σελ. 309 τοῦ πρώτου τόμου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, λέει, ὅτι αὐτός ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος, ὄντας κρυμμένος ἐξ αἰτίας τοῦ διωγμοῦ, πού ἐπρόκειτο νά γίνη, κατήχησε τόν Μέγα Κωνσταντῖνο καί τόν βάπτισε, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τήν κολυμβήθρα τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἔγινε ὑγιής, ἀφοῦ ἔπεσαν σάν λεπίδες ἀπό τό σῶμα του τά ἐξανθήματα, πού εἶχε, καί ὅτι, βλέποντας αὐτό ὁ λαός βαπτίσθηκαν πολλοί. Καί ὅτι, ὅσοι λένε ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος βαπτίσθηκε στήν Νικομήδεια, πλησιάζοντας στόν θάνατο ἀπό τόν Ἀρειανό Εὐσέβιο, τόν Ἐπίσκοπο Νικομηδείας, αὐτοί λένε ψέμματα, ὅπως ἀναφέρουν οἱ περισσότεροι, καί, ἰδιαίτερα, ὁ Θεοφάνης καί Μιχαήλ ὁ Γλυκᾶς.
Ἀντίθετα, ὁ πολυμασθέστατος Ἱεροσολύμων κύριος Δοσίθεος, σελ. 80 τῆς Δωδεκαβίβλου, ὑποστηρίζει τήν ἀντίθετη ἄποψι, ὅτι δηλαδή δέν βαπτίσθηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀπό τόν Ἅγιο Σίλβεστρο στήν Ρώμη, ἀλλά βαπτίσθηκε σέ κάποιο προάστειο τῆς Νικομηδείας ἀπό τό σύνολο τῶν Ἐπισκόπων κατά τό τέλος τῆς ζωῆς του. Φέρει μάλιστα ὡς μάρτυρες τόν Εὐσέβιο Νικομηδείας, ὁ ὁποῖος τό βεβαιώνει αὐτό στό τέταρτο βιβλίο τῆς ζωῆς Κωνσταντίνου, δηλαδή, ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος, ἀφοῦ συγκέντρωσε τούς Ἐπισκόπους, γενικά συζήτησε μαζί τους γιά τό βάπτισμα, καί ὅτι δέν βαπτίσθηκε νωρίτερα, διότι ἤθελε νά πάη καί νά βαπτισθῆ στόν Ἰορδάνη ποταμό. Λέει λοιπόν τά ἑξῆς κατά λέξι· «Φθάνει σέ προάστειο τῆς πόλεως τῶν Νικομηδέων. Καί ἐκεῖ, ἀφοῦ συγκέντρωσε τούς Ἐπισκόπους, περίπου τά ἑξῆς τούς εἶπε· Αὐτός εἶναι ὁ ἐλπιζόμενος κατάλληλος καιρός, τόν ὁποῖον ἐπιθυμοῦσα καί παρακαλοῦσα νά τύχω τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας μου. Καιρός εἶναι νά ἀπολαύσουμε καί ἐμεῖς τήν σφραγίδα, πού κάνει τόν ἄνθρωπο ἀθάνατο. Καιρός νά γίνω μέτοχος τοῦ σωτηρίου σφραγίσματος. Ἐπιθυμοῦσα νά γίνη αὐτό στά ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, στά ὁποῖα ἀναφέρεται, ὅτι ἔγινε μέτοχος τοῦ λουτροῦ πρός τύπον τοῦ δικοῦ μας λουτροῦ ὁ Σωτήρ. Γνωρίζοντας λοιπόν ὁ Θεός τό συμφέρον, ἀπό ἐδῶ ἀκόμη μᾶς κάνει ἄξιους αὐτῶν τῶν μυστηρίων» (κεφάλ. ξα΄).
Παρόμοια φέρνει ὡς μάρτυρα καί τόν Θεοδώρητο, ὁ ὁποῖος λέει αὐτολεξεί στό λ΄ κεφ. ι΄, τοῦ α΄ βιβλίου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας· «Ζῶντας λοιπόν στήν Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας ἀρρώστησε (ὁ Κωνσταντῖνος δηλαδή), καί γνωρίζοντας τό ἀβέβαιο τῆς ἀνθρώπινης βιοτῆς δέχθηκε τό δῶρο τοῦ θείου Βαπτίσματος. Καί τό ἀνέβαλε μέχρι τόν χρόνο αὐτόν, διότι ἐπιθυμοῦσε νά βαπτισθῆ στόν Ἰορδάνη ποταμό». Ἀναφέρει ἀκόμη καί τόν Σῳζόμενο, πού λέει στό λβ΄ τοῦ β΄ βιβλίου· «Ἀφοῦ χειροτέρευσε ἡ κατάστασις (τοῦ Κωνσταντίνου δηλαδή), μεταφέρθηκε στήν Νικομήδεια, ὅπου ζῶντας σέ κάποιο προάστειο μυήθηκε στό ἱερό Βάπτισμα». Ἀκόμη ἀναφέρει καί τόν Σωκράτη νά ἐπιβεβαιώνη αὐτό.
Δέν ἀναφέρει ὅμως ὁ Δοσίθεος, ὅτι βάπτισε τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο ὁ Ἀρειανός Εὐσέβιος. Ὄχι. Διότι οὔτε αὐτός ὁ Εὐσέβιος τό ἀναφέρει. Διότι, ἄν αὐτός εἶχε βαπτίσει τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, σίγουρα θά τό ἀνέφερε ὡς καύχημά του· ἀλλά οὔτε ὅτι βαπτίσθηκε στήν Νικομήδεια, ἀλλά σέ κάποιο προάστειο τῆς Νικομηδείας ἀπό τό σύνολο τῶν Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία δέν ἦταν αἱρετική, ἀλλ’ ὀρθόδοξη καί ὁμόπιστη μέ αὐτόν. Καί μάλιστα οἱ πιό ἐπίσημοι ἀπό τούς ἐπισκόπους, πού παραβρέθηκαν στήν Κωνσταντινούπολι, ἦταν αὐτοί, πού τόν ἀκολούθησαν. Προσθέτει ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ Δοσίθεος, ὅτι ἡ κοινή γνώμη τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν εἶναι, ὅτι πρίν ἀπό τό βάπτισμα φόνευσε ὁ Κωνσταντῖνος τήν γυναῖκα του Φαύστα, τήν θυγατέρα τοῦ Μαξιμιανοῦ, καί τόν υἱό του Κρίσπο. Γι’ αὐτό καί ἐπάνω σέ ἀσημένιο ἄγαλμα ἔγραψε· «Στόν ἀδικημένο μου υἱό». Τόν Κρίσπο βέβαια ἄδικα τόν φόνευσε, ἐξ αἰτίας τῆς συκοφαντίας τῆς Φαύστας. Ἐνῷ, τήν Φαύστα δίκαια τήν φόνευσε, ἐπειδή συκοφάντησε τόν Κρίσπο καί ἔγινε αἰτία τοῦ θανάτου ἐκείνου.
Ἐάν λοιπόν ὑποθέσουμε, ὅτι ἀργότερα βαπτίσθηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἐπειδή περίμενε νά βαπτισθῆ στόν Ἰορδάνη, αὐτό δέν ζημιώνει καθόλου τήν ἁγιότητά του· διότι καί ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καί πολλοί ἄλλοι Ἅγιοι περίμεναν νά γίνουν τριάντα ἐτῶν καί κατόπιν νά βαπτισθοῦν κατά μίμησι τοῦ Κυρίου. Καί αὐτός πάλι ὁ Κωνστάντιος, ὁ υἱός τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, βαπτίσθηκε στόν καιρό τοῦ θανάτου του. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε νά ψάλλουν οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, ἀφοῦ παρέδωσε τήν ψυχή, ὅπως τό ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Διότι λέει ἐκεῖνος ἔτσι· «Ἐπειδή τόν Ταῦρο (δηλαδή τό ὄρος τοῦ Ταύρου, πού βρίσκεται στήν Ἀνατολή) ὑπερβάλλει τό σῶμα, τό ὁποῖο διασῴζεται στήν πατρική γι’ αὐτόν (γιά τόν Κωνσταντῖνο δηλαδή) πόλι … Ὑπάρχει κάποια φωνή ἀπό ψηλά, γιά ὅσους μποροῦσαν νά τήν ἀκούσουν, σάν νά ἔψαλλαν καί νά κατευώδωναν ἀγγελικές, νομίζω, δυνάμεις, ὡς βραβεῖο γιά ἐκεῖνον καί ὡς ἐπιτάφια ἀντίδοσις. Διότι φάνηκε, ὅτι παρακίνησε πολλούς στήν ὀρθή πίστι. …. Οἱ ἄγγελοι, ἀφοῦ παρέλαβαν ἁπλῆ καί ἀπαγῆ στήν εὐσέβεια ψυχή, πού δέν προέβλεπε τά βάραθρα, τήν μετέφεραν ὅπου ἤθελαν» (Λόγος β΄ κατά Ἰουλιανοῦ).