Τῷ αὐτῷ μηνί Β΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Σιλβέστρου Πάπα Ρώμης. Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ζώρζης ὁ Γκιουρζῆς ἐμαρτύρησεν ἐν Μιτυλήνῃ, τελειωθείς δι’ ἀγχόνης ἐν ἔτει 1770.

Τῷ αὐτῷ μηνί Β΄, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Σιλβέστρου Πάπα Ρώμης.

  Αὐ­τός ὁ Ἅ­γιος, ἐ­πει­δή ἔ­φθα­σε στήν κο­ρυ­φή τῆς ἀ­ρε­τῆς, χει­ρο­το­νή­θη­κε τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας Ρώ­μης Ἐ­πί­σκο­πος, ἀ­φοῦ κοι­μή­θη­κε ὁ προ­κά­το­χος τῆς Ρώ­μης Ἐ­πί­σκο­πος Μιλ­τιά­δης. Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε πολ­λά θαύ­μα­τα, τόν βα­σι­λιά Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο ὡ­δή­γη­σε στήν πί­στι στόν Χρι­στό καί μέ τήν χά­ρι τοῦ ἁ­γί­ου Βα­τί­σμα­τος κα­θά­ρι­σε τά πά­θη τά τῆς ψυ­χῆς μα­ζί καί τοῦ σώ­μα­τός του[1] καί ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­τι ὁ Χρι­στός προ­φη­τεύ­θη­κε ἀ­πό τόν νό­μο. Αὐ­τός καί τόν ταῦ­ρο ἀ­νέ­στη­σε, τόν ὁ­ποῖ­ον ὁ Ἑ­βραῖ­ος Ζαμ­βρῆς θα­νά­τω­σε, ἀλ­λά δέν μπό­ρε­σε νά ἀ­να­στή­ση. Καί ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε αἴ­τιος σω­τη­ρί­ας καί σέ πολ­λούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους ὁ μα­κά­ριος αὐ­τός Πα­τέ­ρας, σέ βα­θύ γῆ­ρας πρός Κύ­ριον ἐ­ξε­δή­μη­σε.

(Τόν κα­τά πλά­τος Βί­ο του βλέ­πε στόν Νέ­ο Πα­ρά­δει­σο. Στήν Με­γί­στη Λαύ­ρα καί στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τῶν Ἰ­βή­ρων σῴ­ζε­ται ἕ­νας λό­γος πρός αὐ­τόν τόν Ἅ­γιο Σίλ­βε­στρο, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Οἱ μέν σε­πτοί καί θε­ό­πται Ἀ­πό­στο­λοι»· εἶ­ναι μά­λι­στα ἔρ­γο Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Ζω­να­ρᾶ. Ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη καί στήν Λαύ­ρα ὁ βί­ος του, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Εὐ­σέ­βιος ὁ Παμ­φί­λου τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κήν»).

  Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεαγένους[2] .

Αὐ­τός ἦ­ταν Ἐ­πί­σκο­πος στήν πό­λι, πού λέ­γε­ται Πα­ρί­ον, ἐ­πει­δή αὐ­τή εἶ­ναι κτί­σμα τῶν Πα­ρί­ων, πού βρί­σκε­ται ἀ­νά­με­σα στήν Κύ­ζι­κο καί τήν Λάμ­ψα­κο. Αὐ­τός λοι­πόν ὅ­ταν συ­κο­φαν­τή­θη­κε ὡς Χρι­στια­νός στόν τρι­βοῦ­νο Ζη­λι­κίν­θιο, ὡ­μο­λό­γη­σε τόν Χρι­στό ὡς Θε­ό ἀ­λη­θι­νό. Γι’ αὐ­τό δέρ­νε­ται μέ ξύ­λα καί κα­τό­πιν δέ­νε­ται. Καί με­τά ἀ­πό αὐ­τά ρί­χνε­ται στόν βυ­θό τῆς θα­λάσ­σης. Καί ἔ­τσι τέ­λει­ω­σε τόν δρό­μο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου καί ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Κύ­ριο τόν ἀ­μά­ραν­το στέ­φα­νο.

 Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Τόν Θεόπεμπτον, σαρκικῆς λύσαι πέδης,

  Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλείου τοῦ ἐξ Ἀγκύρας.

Βρύχημα, χάσμα, δῆγμα θηρῶν ἀγρίων,

Βασιλείου τό πρᾶον οὐ κατεπτόει.

 Αὐ­τός ὁ Ἅ­γιος Μάρ­τυ­ρας Βα­σί­λει­ος ἔ­ζη­σε στά χρό­νια τοῦ πα­ρα­βά­τη Ἰ­ου­λια­νοῦ, κα­τά τό ἔ­τος 361, κα­τα­γό­με­νος ἀ­πό τήν πό­λι τῆς Ἄγ­κυ­ρας. Ἐ­πει­δή πί­στευ­ε στόν Χρι­στό, συ­νε­λή­φθη. Καί, ἀ­φοῦ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν ἡ­γε­μό­να Σα­τορ­νί­λο, ὡ­μο­λό­γη­σε τόν Χρι­στό ἐ­νώ­πιόν του μέ με­γά­λη παρ­ρη­σί­α. Γι’ αὐ­τό, ἀ­φοῦ τόν κρέ­μα­σαν, τοῦ ξέ­σχι­σαν τίς σάρ­κες ἀ­νε­λέ­η­τα. Κα­τό­πιν με­τα­φέ­ρε­ται ἀ­πό τήν Ἄγ­κυ­ρα στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι καί ἐ­κεῖ πά­λι κα­τα­ξε­σχί­ζε­ται. Καί τό­σο πο­λύ τεν­τώ­νε­ται στό σῶ­μα ὁ ἀ­οί­δι­μος, ὥ­στε βγῆ­καν οἱ ἁρ­μο­νί­ες καί κλει­δώ­σεις τῶν χε­ρι­ῶν καί τῶν ὤ­μων του. Κα­τό­πιν κό­βουν τό σῶ­μα του σάν λου­ριά καί τά βγά­ζουν ἀ­πό τό σῶ­μα του. Καί μέ σί­δε­ρα πυ­ρω­μέ­να κα­τα­κεν­τοῦν τίς σάρ­κες του. Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τά τά ἀ­νυ­πό­φο­ρα βά­σα­να τά ὑ­πέ­μει­νε μέ ἀν­δρεί­α ὁ καρ­τε­ρό­ψυ­χος. Γι’ αὐ­τό καί δέ­χθη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό τίς ἀν­τι­λή­ψεις καί τίς βο­ή­θει­ες. Δι­ό­τι ἀ­φοῦ ρί­χθη­κε σέ κα­μί­νι μέ φω­τιά, μέ θαυ­μα­στό τρό­πο μέ τήν προ­σευ­χή του ­δι­α­τη­ρή­θη­κε ἀ­βλα­βής. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά με­τα­φέ­ρε­ται δέ­σμιος στήν Και­σά­ρεια καί κα­τα­δι­κά­ζε­ται ἀ­πό τόν ἐ­κεῖ ἄρ­χον­τα νά πο­λε­μή­ση μέ τά θη­ρί­α. Ἀ­φοῦ προ­σευ­χή­θη­κε λοι­πόν καί κτυ­πή­θη­κε ἀ­πό μί­α λέ­αι­να, ἐ­τε­λει­ώ­θη καί ἔ­λα­βε τόν τῆς ἀ­θλή­σε­ως στέ­φα­νο. Τά δέ ἱ­ε­ρά του λεί­ψα­να τά συγ­κέν­τρω­σαν μέ ἐ­πι­μέ­λεια με­ρι­κοί συγ­γε­νεῖς καί ὁ­μό­φυ­λοι καί, ἀ­φοῦ τά τύ­λι­ξαν μέ μύ­ρα καί σιν­δό­νια, τά ἐν­τα­φί­α­σαν μέ τήν τι­μή, πού ἔ­πρε­πε σέ τό­πο ἐ­πί­ση­μο. Ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­κτι­σαν ἐκεῖ καί ἱερή Ἐκκλησία στό ἅγιο ὄνομά του.

   Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Κοσμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν τῇ σεβασμίᾳ Μονῇ τῆς Χώρας.

 Διπλῆν ἔχων ἄνωθεν Κοσμᾶ τήν χάριν,

Κόσμος μέγας πέφηνας ὑψηλοῦ θρόνου.

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ζώρζης ὁ Γκιουρζῆς ἐμαρτύρησεν ἐν Μιτυλήνῃ, τελειωθείς δι’ ἀγχόνης ἐν ἔτει 1770.

  Αὐ­τός ὁ Μα­κά­ριος ἀ­θλη­τής τοῦ Χρι­στοῦ Ζώρ­ζης ἦ­ταν τό γέ­νος Γκι­ουρ­τζῆς. Ἐ­νῷ ἦ­ταν ἀ­κό­μη νέ­ος στήν ἡ­λι­κί­α, ἀ­γο­ρά­σθη­κε ὡς σκλα­βό­που­λο ἀ­πό κά­ποι­ον Ἀ­γα­ρη­νό, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν ἀ­νέ­θρε­ψε ὡς Τοῦρ­κο.Ἔ­πει­τα ἀ­πό ἀρ­κε­τόν και­ρό πέ­θα­νε ὁ ἀ­γᾶς του καί πα­ρέ­μει­νε στήν θρη­σκεί­α ἐ­κεί­νη ἕ­ως τά ἑ­βδο­μῆν­τα του χρό­νια, χω­ρίς νά πά­ρη γυ­ναῖ­κα. Ζοῦ­σε ὅ­μως πο­λύ εἰ­ρη­νι­κά σέ ἕ­να ἐρ­γα­στή­ριο που­λῶν­τας καί ἀ­γο­ρά­ζον­τας δι­ά­φο­ρα εἴ­δη πραγ­μά­των, μή γνω­ρί­ζον­τας ἄλ­λη γλῶσ­σα, πέ­ρα ἀ­π’ αὐ­τή τῶν μου­σουλ­μά­νων.

Ἐ­νῷ λοι­πόν βρι­σκό­ταν σ’­ αὐ­τη τήν με­γά­λη ἡ­λι­κί­α ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος, μί­α τῶν ἡ­με­ρῶν, ἀ­φοῦ ση­κώ­θη­κε ἀ­πό τό ἐρ­γα­στή­ριό του, πά­ει στόν δι­κα­στή τοῦ τό­που καί βγά­ζει τό σα­ρί­κι πού φο­ροῦ­σε καί τό δί­νει στόν δι­κα­στή, λέ­γον­τας σ’ αὐ­τόν· «Χρι­στια­νός γεν­νή­θη­κα, Χρι­στια­νός θέ­λω νά πε­θά­νω. Ζώρ­ζης εἶ­ναι τό ὄ­νο­μά μου καί Ζώρ­ζης πά­λι θέ­λω νά πε­θά­νω.  Καί ὁ δι­κα­στής, βλέ­πον­τας τήν τό­ση με­τα­βο­λή του καί τά γη­ρα­τειά του καί τήν γε­νειά­δα ἐ­κεί­νη τήν ἄ­σπρη, τοῦ λέ­ει· «Μπρέ Σα­λῆ (δι­ό­τι ἔ­τσι ὠνομαζόταν ἀ­π' αὐ­τούς) τί ἔ­πα­θες; Ἔ­χα­σες τά λο­γι­κά σου ἀ­δελ­φέ;­». Καί ὁ Μάρ­τυς ἀ­πε­κρί­θη· «Χρι­στια­νός, Χρι­στια­νός, Χρι­στια­νός θέ­λω νά πε­θά­νω».  Καί ὁ δι­κα­στής πά­λι καί πολ­λές φο­ρές τόν ρώ­τη­σε× «Γιά ποι­ά αἰ­τί­α τό κά­νεις αὐτό;». Ὁ Μάρ­τυρας ἀ­παν­τοῦ­σε, ὅ­τι «Χρι­στια­νός εἶ­μαι».

Τέ­λος, τόν σή­κω­σαν σέ ἕ­ναν ὀν­τά, χω­ρίς δε­σμά, ἕ­ως νά ἔλ­θη στά λο­γι­κά του. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα τόν ἐ­ξέ­τα­σαν καί ἐ­πει­δή τόν βρῆ­καν νά ὁ­μο­λο­γῆ τήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ εἶ­παν, ὅ­τι θέ­λουν νά τόν σκο­τώ­σουν,  ὁ δέ Μάρ­τυς ἄλ­λο δέν ἔ­λε­γε, ἐ­κτός ἀ­πό τό ὅ­τι εἶ­ναι Χρι­στια­νός. Καί ἦ­ταν φυ­σι­κά ὀ­λι­γό­λο­γος ὁ γέ­ρων. Τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα, ἀ­φοῦ τόν ἀ­νέ­κρι­νε πά­λι ὁ δι­κα­στής καί τόν βρῆ­κε νά ἐ­πι­μέ­νη στήν ἄ­μεμ­πτη πί­στι τῶν Χρι­στια­νῶν, τόν πα­ρέ­δω­σε στούς γι­ολ­τά­ση­δες τούς γε­νι­τσά­ρους, οἱ ὁ­ποῖ­οι παίρ­νον­τάς τον, γιά νά τόν πᾶ­νε στόν τό­πο τῆς κα­τα­δί­κης, τόν ἔ­δερ­ναν ὅ­λοι ἀ­νε­λέ­η­τα στόν δρό­μο, καί αὐ­τός ὑ­πέ­με­νε ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος τίς πλη­γές μέ με­γά­λη σι­ω­πή καί γεν­ναι­ό­τη­τα.

Ἀ­φοῦ δέ ἔ­φθα­σαν σέ ἕ­να ἐρ­γα­στή­ριο, ὅ­που ἦ­ταν κα­τάλ­λη­λος τό­πος, γιά νά τόν κρε­μά­σουν, ἔ­βα­λαν τήν θη­λιά στόν λαι­μό του καί τόν πί­ε­ζαν, νά πῆ τό σα­λα­βά­τι, δη­λα­δή τήν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς θρη­σκεί­ας τους. Αὐ­τός ὅ­μως ὁ Μα­κά­ριος ἔ­σφιγ­γε τό στό­μα του μέ ὅ­ση ἰ­σχύ καί δύ­να­μι εἶ­χε, γιά νά μή μι­λή­ση. Καί αὐ­τοί ὅ­σο αὐ­τός δέν μι­λοῦ­σε, τό­σο τόν ἔ­δερ­ναν, γυ­ρί­ζον­τας τόν εὐ­λο­γη­μέ­νο σέ ὅ­λο τό πα­ζά­ρι, γιά νά τόν δι­α­πομ­πεύ­σουν καί κά­μνον­τάς του πολ­λά βα­σα­νι­στή­ρια. Τέ­λος, τόν ἔ­φε­ραν στό λε­γό­με­νο μέ­ρος παρ­μάκ κα­πί καί πά­λι ἐ­κεῖ τόν τρυ­ποῦ­σαν μέ τίς μά­χαι­ρες, λέ­γον­τας σ’ αὐ­τόν, πές, πές τό σα­λα­βά­τι, καί ἐ­πει­δή ὁ γέ­ρων δέν ἤ­θε­λε τοῦ ἔ­δει­χναν τό δά­χτυ­λό τους,  λέ­γον­τας σ’ αὐ­τόν, κά­νε τό δά­χτυ­λό σου ἔ­τσι,  ὅ­τι ἕ­νας εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος ἔ­σφιγ­γε καί τίς δύ­ο του πα­λά­μες μέ ὅ­λη του τήν δύ­να­μι, ἔ­τσι ὥ­στε νά μήν μπο­ρῆ κά­ποι­ος νά τίς ἀ­νοί­ξη καί δέν ἤ­θε­λε νά βλέ­πη κἄν στό πρό­σω­πο ἐ­κεί­νους, ἀλ­λά γύ­ρι­ζε τά μά­τια του πρός τόν τοῖ­χο. Ἔ­πει­τα τοῦ ἔ­δω­σαν πολ­λά χτυ­πή­μα­τα μέ ρα­βδί καί γρον­θο­κο­πή­μα­τα καί τόν κρέ­μα­γαν καί πά­λι τόν κα­τέ­βα­ζαν, μή­πως με­τα­νο­ή­ση. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τόν εἶ­δαν στα­θε­ρό καί ἀ­με­τά­θε­το στήν γνώ­μη του, τόν κρέ­μα­σαν μέ τε­λει­ό­τη­τα καί ἔ­τσι ἀ­πῆλ­θε ἡ μα­κα­ρί­α του ψυ­χή στίς οὐ­ρά­νι­ες μο­νές καί ἔ­λα­βε τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου τόν στέ­φα­νο. Μέ τοῦ ὁ­ποί­ου τίς πρε­σβεῖ­ες ἄς ἀ­ξι­ω­θοῦ­με καί ἐ­μεῖς τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἀ­μήν.



[1] Βρί­σκω με­γά­λη δι­α­φω­νί­α γιά τό βά­πτι­σμα τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου. Δι­ό­τι ὁ μέν κύ­ριος Με­λέ­τιος Ἀ­θη­νῶν, σελ. 309 τοῦ πρώ­του τό­μου τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας, λέ­ει, ὅ­τι αὐ­τός ὁ Ἅ­γιος Σίλ­βε­στρος, ὄν­τας κρυμ­μέ­νος ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ δι­ωγ­μοῦ, πού ἐ­πρό­κει­το νά γί­νη, κα­τή­χη­σε τόν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο καί τόν βά­πτι­σε, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ὅ­ταν ἐ­ξῆλ­θε ἀ­πό τήν κο­λυμ­βή­θρα τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος, ἔ­γι­νε ὑ­γι­ής, ἀ­φοῦ ἔ­πε­σαν σάν λε­πί­δες ἀ­πό τό σῶ­μα του τά ἐ­ξαν­θή­μα­τα, πού εἶ­χε, καί ὅ­τι, βλέ­πον­τας αὐ­τό ὁ λα­ός βα­πτί­σθη­καν πολ­λοί. Καί ὅ­τι, ὅ­σοι λένε ὅ­τι ὁ Κων­σταν­τῖ­νος βα­πτί­σθη­κε στήν Νι­κο­μή­δεια, πλη­σι­ά­ζον­τας στόν θά­να­το ἀ­πό τόν Ἀ­ρεια­νό Εὐ­σέ­βιο, τόν Ἐ­πί­σκο­πο Νι­κο­μη­δεί­ας, αὐ­τοί λέ­νε ψέμ­μα­τα, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρουν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι, καί, ἰ­δι­αί­τε­ρα, ὁ Θε­ο­φά­νης καί Μι­χα­ήλ ὁ Γλυ­κᾶς.

Ἀν­τί­θε­τα, ὁ πο­λυ­μα­σθέ­στα­τος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων κύ­ριος Δο­σί­θε­ος, σελ. 80 τῆς Δω­δε­κα­βί­βλου, ὑ­πο­στη­ρί­ζει τήν ἀν­τί­θε­τη ἄ­πο­ψι, ὅ­τι δη­λα­δή δέν βα­πτί­σθη­κε ὁ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Σίλ­βε­στρο στήν Ρώ­μη, ἀλ­λά βα­πτί­σθη­κε σέ κά­ποι­ο προ­ά­στει­ο τῆς Νι­κο­μη­δεί­ας ἀ­πό τό σύ­νο­λο τῶν Ἐ­πι­σκό­πων κα­τά τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Φέ­ρει μά­λι­στα ὡς  μάρ­τυ­ρες τόν Εὐ­σέ­βιο Νι­κο­μη­δεί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος τό βε­βαι­ώ­νει αὐ­τό στό τέ­ταρ­το βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς Κων­σταν­τί­νου, δη­λα­δή, ὅ­τι ὁ Κων­σταν­τῖ­νος, ἀ­φοῦ συγ­κέν­τρω­σε τούς Ἐ­πι­σκό­πους, γε­νι­κά συ­ζή­τη­σε μα­ζί τους γιά τό βά­πτι­σμα, καί ὅ­τι δέν βα­πτί­σθη­κε νω­ρί­τε­ρα, δι­ό­τι ἤ­θε­λε νά πά­η καί νά βα­πτι­σθῆ στόν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό. Λέ­ει λοι­πόν τά ἑ­ξῆς κα­τά λέ­ξι· «Φθά­νει σέ προ­ά­στει­ο τῆς πό­λε­ως τῶν Νι­κο­μη­δέ­ων. Καί ἐ­κεῖ, ἀ­φοῦ συγ­κέν­τρω­σε τούς Ἐ­πι­σκό­πους, πε­ρί­που τά ἑ­ξῆς τούς εἶ­πε· Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἐλ­πι­ζό­με­νος κα­τάλ­λη­λος και­ρός, τόν ὁ­ποῖ­ον ἐ­πι­θυ­μοῦ­σα καί πα­ρα­κα­λοῦ­σα νά τύ­χω τῆς ἐν Θε­ῷ σω­τη­ρί­ας μου. Και­ρός εἶ­ναι νά ἀ­πο­λαύ­σου­με καί ἐ­μεῖς τήν σφρα­γίδα, πού κά­νει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­θά­να­το. Και­ρός νά γί­νω μέ­το­χος τοῦ σω­τη­ρί­ου σφρα­γί­σμα­τος. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σα νά γί­νη αὐ­τό στά ρεῖ­θρα τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου πο­τα­μοῦ, στά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­φέ­ρε­ται, ὅ­τι ἔ­γι­νε μέ­το­χος τοῦ λου­τροῦ πρός τύ­πον τοῦ δι­κοῦ μας λου­τροῦ ὁ Σω­τήρ. Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν ὁ Θε­ός τό συμ­φέ­ρον, ἀ­πό ἐ­δῶ ἀ­κό­μη μᾶς κά­νει ἄ­ξιους αὐ­τῶν τῶν μυ­στη­ρί­ων» (κε­φάλ. ξα΄­).

Πα­ρό­μοι­α φέρ­νει ὡς μάρ­τυ­ρα καί τόν Θε­ο­δώ­ρη­το, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­ει αὐ­το­λε­ξεί στό λ΄ κεφ. ι΄, τοῦ α΄ βι­βλί­ου τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας· «Ζῶν­τας λοι­πόν στήν Νι­κο­μή­δεια τῆς Βι­θυ­νί­ας ἀρ­ρώ­στη­σε (ὁ Κων­σταν­τῖ­νος δη­λα­δή), καί γνω­ρί­ζον­τας τό ἀ­βέ­βαι­ο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης βι­ο­τῆς δέ­χθη­κε τό δῶ­ρο τοῦ θεί­ου Βα­πτί­σμα­τος. Καί τό ἀ­νέ­βα­λε μέ­χρι τόν χρό­νο αὐ­τόν, δι­ό­τι ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά βα­πτι­σθῆ στόν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό». Ἀ­να­φέ­ρει ἀ­κό­μη καί τόν Σῳ­ζό­με­νο, πού λέ­ει στό λβ΄ τοῦ β΄ βι­βλί­ου· «Ἀ­φοῦ χει­ρο­τέ­ρευ­σε ἡ κα­τά­στα­σις (τοῦ Κων­σταν­τί­νου δη­λα­δή), με­τα­φέρ­θη­κε στήν Νι­κο­μή­δεια, ὅ­που ζῶν­τας σέ κά­ποι­ο προ­ά­στει­ο μυ­ή­θη­κε στό ἱ­ε­ρό Βά­πτι­σμα». Ἀ­κό­μη ἀ­να­φέ­ρει καί τόν Σω­κρά­τη νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νη αὐ­τό.

Δέν ἀ­να­φέ­ρει ὅ­μως ὁ Δο­σί­θε­ος, ὅ­τι βά­πτι­σε τόν Ἅ­γιο Κων­σταν­τῖ­νο ὁ Ἀ­ρεια­νός Εὐ­σέ­βιος. Ὄ­χι. Δι­ό­τι οὔ­τε αὐ­τός ὁ Εὐ­σέ­βιος τό ἀ­να­φέ­ρει. Δι­ό­τι, ἄν αὐ­τός εἶ­χε βα­πτί­σει τόν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, σί­γου­ρα θά τό ἀ­νέ­φε­ρε ὡς καύ­χη­μά του· ἀλ­λά οὔ­τε ὅ­τι βα­πτί­σθη­κε στήν Νι­κο­μή­δεια, ἀλ­λά σέ κά­ποι­ο προ­ά­στει­ο τῆς Νι­κο­μη­δεί­ας ἀ­πό τό σύ­νο­λο τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, ἡ ὁ­ποί­α δέν ἦ­ταν αἱ­ρε­τι­κή, ἀλ­λ’ ὀρ­θό­δο­ξη καί ὁ­μό­πι­στη μέ  αὐ­τόν. Καί μά­λι­στα οἱ πιό ἐ­πί­ση­μοι ἀ­πό τούς ἐ­πι­σκό­πους, πού πα­ρα­βρέ­θη­καν στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, ἦ­ταν αὐ­τοί, πού τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν. Προ­σθέ­τει ἀ­κό­μη ὁ ἴ­διος ὁ Δο­σί­θε­ος, ὅ­τι ἡ κοι­νή γνώ­μη τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἀν­δρῶν εἶ­ναι, ὅ­τι πρίν ἀ­πό τό βά­πτι­σμα φό­νευ­σε ὁ Κων­σταν­τῖ­νος τήν γυ­ναῖ­κα του Φαύ­στα, τήν θυ­γα­τέ­ρα τοῦ Μα­ξι­μια­νοῦ, καί τόν υἱ­ό του Κρί­σπο. Γι’  αὐ­τό καί ἐ­πά­νω σέ ἀ­ση­μέ­νιο ἄ­γαλ­μα ἔ­γρα­ψε· «Στόν ἀ­δι­κη­μέ­νο μου υἱ­ό». Τόν Κρί­σπο βέ­βαι­α ἄ­δι­κα τόν φό­νευ­σε, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς συ­κο­φαν­τί­ας τῆς Φαύ­στας. Ἐ­νῷ, τήν Φαύ­στα δί­και­α τήν φό­νευ­σε, ἐ­πει­δή συ­κο­φάν­τη­σε τόν Κρί­σπο καί ἔ­γι­νε αἰ­τί­α τοῦ θα­νά­του ἐ­κεί­νου.

Ἐ­άν λοι­πόν ὑ­πο­θέ­σου­με, ὅ­τι ἀρ­γό­τε­ρα βα­πτί­σθη­κε ὁ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος, ἐ­πει­δή πε­ρί­με­νε νά βα­πτι­σθῆ στόν Ἰ­ορ­δά­νη, αὐ­τό δέν ζη­μι­ώ­νει κα­θό­λου τήν ἁ­γι­ό­τη­τά του· δι­ό­τι καί ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος καί ὁ Θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ριος καί πολ­λοί ἄλ­λοι Ἅ­γιοι πε­ρί­με­ναν νά γί­νουν τριά­ντα ἐ­τῶν καί κα­τό­πιν νά βα­πτι­σθοῦν κα­τά μί­μη­σι τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί αὐ­τός πά­λι ὁ Κων­στάν­τιος, ὁ υἱ­ός τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου, βα­πτί­σθη­κε στόν και­ρό τοῦ θα­νά­του του. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά ψάλ­λουν οἱ Ἅ­γιοι Ἄγ­γε­λοι, ἀ­φοῦ πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή, ὅ­πως τό ἀ­να­φέ­ρει ὁ Θε­ο­λό­γος Γρη­γό­ριος. Δι­ό­τι λέ­ει ἐ­κεῖ­νος ἔ­τσι· «Ἐ­πει­δή τόν Ταῦ­ρο (δη­λα­δή τό ὄ­ρος τοῦ Ταύ­ρου, πού  βρί­σκε­ται στήν Ἀ­να­το­λή) ὑ­περ­βάλ­λει τό σῶ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο δι­α­σῴ­ζε­ται στήν πα­τρι­κή γι’ αὐ­τόν (γιά τόν Κων­σταν­τῖ­νο δη­λα­δή) πό­λι … Ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α φω­νή ἀ­πό ψη­λά, γιά ὅ­σους μπο­ροῦ­σαν νά τήν ἀ­κού­σουν, σάν νά ἔ­ψαλ­λαν καί νά κα­τευώ­δω­ναν ἀγ­γε­λι­κές, νο­μί­ζω, δυ­νά­μεις, ὡς βρα­βεῖ­ο γιά ἐ­κεῖ­νον καί ὡς ἐ­πι­τά­φια ἀν­τί­δο­σις. Δι­ό­τι φά­νη­κε, ὅ­τι πα­ρα­κί­νη­σε πολ­λούς στήν ὀρ­θή πί­στι. …. Οἱ ἄγ­γε­λοι, ἀ­φοῦ πα­ρέ­λα­βαν ἁ­πλῆ καί ἀ­πα­γῆ στήν εὐ­σέ­βεια ψυχή, πού δέν προ­έ­βλε­πε τά βά­ρα­θρα, τήν με­τέ­φε­ραν ὅ­που ἤ­θε­λαν» (Λό­γος β΄ κα­τά Ἰ­ου­λια­νοῦ).

 

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης