Ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος, ὁ λεγόμενος Πατρίκιος καί γενικός λογοθέτης, κατά τόν ἔνατο χρόνο τῆς βασιλείας του καί κατά τό ἔτος ἀπό Χριστοῦ 811, βγῆκε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι γιά νά πολεμήση τούς Βουλγάρους μέ ὅλα του τά στρατεύματα, ἔχοντας μαζί του καί τόν υἱό του Σταυράκιο καί τόν γαμπρό του Μιχαήλ. Ἀφοῦ λοιπόν ἔκανε τόν πόλεμο κατά τῶν Βουλγάρων, τούς νίκησε ὁλοκληρωτικά καί ἔστησε ἐνοδοξότατο τρόπαιο νίκης. Ἐπειδή ὅμως ὑπερηφανεύθηκε γιά τήν νίκη του αὐτή, ὡς ἐλαφρός στόν νοῦ, καθόταν τρυφῶντας, ἀσχολούμενος μέ φαγοπότια καί ἀμελῶντας τά βασιλικά πράγματα· αὐτή ἡ ἀμέλεια ὅμως ἔκανε τούς Βουλγάρους νά πάρουν θάρρος. Ἔτσι μία νύκτα, ἀφοῦ ἔπεσαν ἐπάνω στά ρωμαϊκά στρατεύματα, συνέλαβαν ζωντανό τόν βασιλιά μέ ὅλη τήν Σύγκλητο καί ἔκαναν πολλούς φόνους, χωρίς νά σπλαγχνισθοῦν καθόλου οὔτε αὐτόν τόν βασιλιά. Διότι καί αὐτόν τόν θανάτωσε ὁ τῶν Βουλγάρων ἀρχηγός, Κροῦμος ὀνόματι. Καί ὅσοι στρατιῶτες Χριστιανοί κτυπήθηκαν θανάσιμα, ἀμέσως πέθαναν. Ὅσοι ὅμως δέν κτυπήθηκαν θανάσιμα, κατέφυγαν στούς ἐκεῖ πυκνότερους τόπους καί στά λαγκάδια. Ὅσοι ὅμως ζωντανοί συνελήφθηκαν, τιμωρήθηκαν μέ διάφορα βάσανα γιά νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό καί νά πιστέψουν στήν θρησκεία τῶν Σκαφῶν. Ὁπότε, ἐπειδή οἱ μέν Βούλγαροι τούς ἀνάγκαζαν νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, οἱ δέ Χριστιανοί ἀντιστέκονταν δυνατά καί ἔλεγαν, ὅτι προτιμοῦν νά πεθάνουν, παρά νά ἀρνηθοῦν τήν εὐσέβεια, γι’ αὐτό θανατώθηκαν μέ φοβερούς καί μέ πολυποίκιλους θανάτους. Διότι ἄλλοι ἀπό αὐτούς ἀποκεφαλίσθηκαν μέ ξίφος, ἄλλοι κρεμάσθηκαν, ἄλλοι σαϊτεύθηκαν μέ πυκνά βέλη καί ἄλλοι καταδικάσθηκαν σέ φυλακές καί πεῖνα καί δίψα. Καί ἔτσι ὅλοι ἀφοῦ τελειώθηκαν, ἔλαβαν οἱ μακάριοι τούς ἄφθαρτους στεφάνους τῆς ἀθλήσεως[1].
[1] Ὁ υἱός τοῦ βασιλιᾶ Σταυράκιος φεύγοντας πληγωμένος ἀπό τόν πόλεμο, διασώθηκε στήν Ἀδριανούπολι, ὅπου, ἀφοῦ ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας, δύο μῆνες μόνο ἀπόλαυσε τήν βασιλεία. Βλέπε στόν β΄ τόμο τοῦ Μελετίου, σελ. 259.