Εἰς τήν A΄, μνήμη τῶν Ἁγίων καί Θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ.
Αὐτοί οἱ Ἅγιοι κατάγονταν ἀπό τήν γῆ τῆς Ἀσίας, δηλαδή τῆς Ἀνατολῆς, υἱοί ὄντας γονέων φιλαρέτων καί εὐσεβῶν, ἀπό τούς ὁποίους ἡ μητέρα τους ὠνομαζόταν Θεοδότη, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔμεινε χήρα, ζοῦσε ἐνάρετη ζωή. Ἔτσι μέ τό παράδειγμά της δίδαξε καί τούς υἱούς της αὐτούς κάθε εἶδος τέλειας ἀρετῆς. Αὐτοί λοιπόν ἔμαθαν, βέβαια, καί κάθε ἄλλη ἐπιστήμη, ἐγκαταλείποντας ὅμως τίς ἄλλες, ἀγάπησαν τήν ἰατρική καί μέ αὐτήν θεράπευαν κάθε νόσο, δηλαδή κάθε ἀσθένεια πολυχρόνια καί κάθε μαλακία, δηλαδή κάθε ἀσθένεια ὀλιγοχρόνια. Καί ὄχι μόνο ἀνθρώπους θεράπευαν, ἀλλά καί τά ἄλογα κτήνη. Ἀνάργυροι δέ ὠνομάσθηκαν, διότι δέν πῆραν ποτέ ἀπό κάποιον ἀσθενῆ χρήματα ὡς μισθό καί πληρωμή τῆς θεραπείας του. Ἔτσι λοιπόν ἀφοῦ πέρασαν καλά τήν ζωή τους, εἰρηνικά ἐτελειώθησαν. Τά δέ τίμια λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν σέ ἕναν τόπο ὀνομαζόμενο Φερεμάν. (Ὁ ἐκτενής Βίος τους βρίσκεται στόν Νέο Θησαυρό[1]).
[1] Αὐτοί οἱ δύο Ἀνάργυροι εἶναι ἡ πρώτη ἀπό τίς τρεῖς συζυγίες τῶν Ἀναργύρων, πού ὀνομάζονται μέ τό ὄνομα τοῦ Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ. Γι’ αὐτούς γίνεται ἀναφορά στίς δεκαεπτά τοῦ Ὀκτωβρίου, καί βλέπε ἐκεῖ. Σημείωσε, ὅτι δύο λόγοι βρίσκονται ἑλληνικοί στήν Ἱερά Μονή τοῦ Διονυσίου σ’ αὐτούς τούς Ἁγίους Ἀναργύρους. Ἀπό αὐτούς τούς λόγους τοῦ ἑνός ἡ ἀρχή εἶναι αὐτή· «Τήν σήν, ὦ τῶν καλῶν». Ἐνῶ τοῦ ἄλλου· «Ὡς ἀγαπητά τά σκηνώματά σου». Ὁ πρῶτος βρίσκεται στήν Λαύρα, στήν Ἱερά Μονή τοῦ Βατοπαιδίου καί στήν τῶν Ἰβήρων. Τόν δέ Βίο τους συνέγραψε ὁ Μεταφραστής, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Ἄρτι τῆς εὐσεβείας ἀναλαμπούσης». Σώζεται στήν τῶν Ἰβήρων καί σέ ἄλλες. Στήν Μεγίστη Λαύρα σώζονται σ’ αὐτούς περίοδοι ἀπό τίς ὁμιλίες, τῶν ὁποίων ἡ ἀρχή εἶναι· «Τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ βασιλεύοντος, πᾶσα πλάνη καί δαιμόνων λατρεία ἐλύθη».
* Μνήμη τοῦ Ἁγίου νέου Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου καί τῶν δύο μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰακώβου Διακόνου καί Διονυσίου Μοναχοῦ[1], τῶν δι’ ἀγχόνης τελειωθέντων κατά τό 1520 ἔτος.
+ Τούς τρεῖς Ὁσίους θανατοῦσιν ἀγχόνῃ,
Ἐχθροί κάκιστοι τῆς Ἁγίας Τριάδος
Αὐτός ἦταν ἀπό ἕνα χωριό τῆς ἐπαρχίας τῆς Καστοριᾶς· οἱ γονεῖς του ὠνομάζονταν Μαρτῖνος καί Παρασκευή. Καί, ἀφοῦ ἔγινε βοσκός προβάτων καί πλούτισε ἀπό αὐτά, φθονήθηκε ἀπό τόν ἀδελφό του, ὅπως καί ὁ Ἄβελ ἀπό τόν Κάιν καί τόν διέβαλε στόν δικαστή, ὅτι βρῆκε θησαυρό. Γι’ αὐτό, γιά νά ἀποφύγη τόν ἀδελφικό φθόνο, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐκεῖ ἔγινε τζελέπης, δηλαδή πωλητής προβάτων, καί ἀπό τό ἐπάγγελμα τοῦτο ἔγινε πολύ πλούσιος.
Μία τῶν ἡμερῶν λοιπόν τόν φίλεψε ἕνας ἄρχοντας Ἀγαρηνός, καί ὅταν ἄκουσε ἀπό αὐτόν νά θαυμάζη τήν πίστι τῶν χριστιανῶν, διότι ἡ γυναίκα του ἦταν δαιμονισμένη καί ὅταν τήν πῆγε στόν τότε Πατριάρχη Ἅγιο Νήφωνα[2] ἀμέσως μόλις ὁ Ἅγιος διάβασε τό ἱερό Εὐαγγέλιο ἐπάνω της, εἶδε αὐτός καί οἱ ὑπηρέτες του ὅτι ἀνοίχθηκε ἡ σκεπή τῆς Ἐκκλησίας καί ἦλθε φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί σκέπασε τόν Πατριάρχη καί τήν γυναῖκα καί φώτισε ὅλη τήν Ἐκκλησία. Μόλις, λέω, τά ἄκουσε αὐτά ὁ Μάρτυρας ἀπό ἕναν Ἀγαρηνό, παρακινήθηκε καί πῆγε στόν Πατριάρχη, καί ἐξωμολογήθηκε. Καί μετά ἀπό λίγο, ἀφοῦ μοίρασε ὅλον τόν πλοῦτο του σέ φτωχούς, ὁ ὁποῖος ἦταν τριακόσιες χιλιάδες γρόσια, δηλαδή ἑξακόσια πουγκιά, πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, καί ἀφοῦ προσκύνησε τά ἱερά μοναστήρια, ἔγινε μοναχός στό Μοναστήρι τοῦ Δοχειαρίου, δείχνοντας ἀπόλυτη ἐγκράτεια. Ἀφοῦ ἀνεχώρησε ἀπό ἐκεῖ, πῆγε ἐπάνω ἀπό τήν μονή τῶν Ἰβήρων, ὅπου βρῆκε κάποιο παλιό μονύδριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί ἀφοῦ τό ἀνακαίνισε ἡσύχασε σ’ αὐτό[3] ὑποτασσόμενος σέ ἕναν γέροντα πού ὠνομαζόταν Ἰγνάτιος. Ὄντας ἐκεῖ ὁ ἀοίδιμος μεταχειρίζεται ἀγγελική πολιτεία, τρώγοντας ἕξι οὐγγιές[4] ἄρτου καθημερινά καί κάνοντας ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, καταπονῶντας τό σῶμα μέ τό νά κοιμᾶται κάτω στήν γῆ καί μέ σκληραγωγίες. Ἀφοῦ δέ πολλούς πειρασμούς δοκίμασε ἀπό τόν διάβολο μέ φίδια αἰσθητά καί ποντικούς καί ἄλλα πολλά φαντάσματα, δέχθηκε παράκλησι Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά του, δηλαδή κάποια θέρμη ἀναμεμιγμένη μέ χαρά καί ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον. Καί ὕστερα ἀπό αὐτό φῶς γλυκό καί ἀπόρρητο ἔλαμψε στήν ψυχή του, τό ὁποῖο, καθώς ἦταν σέ ὑπερβολικό βαθμό, τόν ἅρπαζε σέ ὕψος ἀκατάληπτο, καί ἀπό ἐκεῖ ἐπάνω ἔβλεπε ἀπό κάτω ὅλη τήν αἰσθητή κτίσι· τόν Ἥλιο, τούς Ἀστέρες, τήν Γῆ, τήν Ἄβυσσο, τόν αἰσθητό Παράδεισο. Μέ τό φῶς αὐτό μεταφερόταν καί πιό ἐπάνω ἀπό τόν οὐρανό καί ἔβλεπε τόν τόπο τοῦ πρώην ἐωσφόρου καί τῶν ἀγγέλων του ἄδειο καί γεμᾶτο ἀπό φῶς καί ὀμορφιά ἀνείπωτη καί τά τάγματα ὅλα τῶν ἀγγέλων. Μέ αὐτό μεταφέρθηκε καί σέ ὕψος ἀνώτερο καί εἶδε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό μέ σάρκα νά περιβάλλεται ἀπό ἀπρόσιτο φῶς. Μέ αὐτό εἶδε καί τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τήν πόλι τῶν μακαρίων, καί τά ἀνείπωτα κάλλη της, τά ὁποῖα οὔτε μάτι τά εἶδε, οὔτε αὐτί τά ἄκουσε, οὔτε καρδιά ἀνθρώπου ἀτελοῦς τά συλλογίσθηκε. Ἄλλοτε πάλι μεταφέρθηκε καί στά κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ὅπου εἶναι οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν, χωρίς νά παιδεύωνται μέν, σέ τόσο σκοτάδι ὅμως, σάν νά εἶναι κλεισμένες σέ φυλακή. Καί σχεδόν κανένα πρᾶγμα ἀπό τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, δέν ὑπῆρξε πού νά μή τό ἐθεώρησε ὁ μακάριος, μέ τό Θεϊκό ἐκεῖνο φῶς. Μέ αὐτό λοιπόν ἀξιώθηκε καί τοῦ προορατικοῦ καί διορατικοῦ χαρίσματος, καί τά μυστικά τῆς καρδιᾶς γνώριζε. Αὐτός καί τήν χάρι τῶν θαυμάτων ἐπλούτισε. Διότι μέ τήν προσευχή του ἀνέβλυσε τό πηγαῖο νερό στήν Σκήτη τοῦ Προδρόμου, πού ὠνομάσθηκε καί ἐξ αἰτίας τούτου ἁγίασμα τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου. Καί δύο φορές παραδόξως γέμισε τό δοχεῖο τοῦ λαδιοῦ, πού λιγόστευε καί πλησίαζε νά τελειώση. Καί τόν ὑποτακτικό, πού εἶχε δαιμονισθῆ στό Βατοπέδι, σύμφωνα μέ τήν πρόρρησί του, ἐπειδή δεχόταν κάποια σατανικά καί ψεύτικα φαντάσματα, ἀφοῦ τόν λυπήθηκε, τόν θεράπευσε μέ τήν προσευχή του. Καί σέ περίοδο ξηρασίας, ἀφοῦ προσευχήθηκε, κατέβασε νερό ἀπό τόν οὐρανό. Καί ὅταν κάποτε περπατοῦσε μαζί μέ κάποιον ἀδελφό, ἔπεσε ὀμίχλη πολλή καί σκοτάδι τόσο, ὥστε κινδύνευαν νά πέσουν σέ ἀπόκρημνα μέρη· τότε μέ τήν προσευχή του σχίσθηκε στά δύο τό σύννεφο ἐκεῖνο τῆς ὀμίχλης, ἕως ὅτου ἔφθασε στό κελλί πού ζητοῦσε. Καί ὅταν δίψασε μία φορά καί δέν εὕρισκε νερό στόν δρόμο, μόλις προσευχήθηκε, ἀνέβλυσε νερό μπροστά του καί ἤπιε.
Ἐπειδή ὅμως ἐπιθυμοῦσε περισσότερη ἡσυχία, ἀνεχώρησε ἀπό τήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων καί πῆγε στό ἐνδότερο μέρος τοῦ Ἄθωνα καί ἐκεῖ μαζί μέ ἕξι μαθητές του ἀντλοῦσε τό μέλι τῆς ἀρετῆς, ἀπασχολούμενος σέ ἀναβάσεις καί θεῖες θεωρίες καί χωρίς νά συνομιλῆ μέ κανέναν ὅλη τήν ἑβδομάδα, παρά μόνο τό Σάββατο καί τήν Κυριακή. Καί γιά νά μιλήσω μέ συντομία, ἦταν γνωστός σέ ὅλο τό Ἅγιο Ὄρος ὡς ἕνας φωστήρας καί ὡς κοινός διδάσκαλος τῆς ἀρετῆς, ὁδηγῶντας ὅλους πρός τήν ἀληθινή ὁδό τῆς σωτηρίας. Ἐπειδή ὅμως τοῦ ἦλθε ἡ σκέψις νά βγῆ ἀπό τό Ὄρος καί νά πάη στά μέρη τῆς Αἰτωλίας, πῆρε τούς μαθητές του καί ἀνέβηκε ἐπάνω στό Ὄρος τοῦ Ἄθωνα, νά προσευχηθῆ· καί ἀφοῦ ἔκανε ὁλονύκτια δέησι, ἦλθε σέ ἔκστασι καί βλέπει ἕναν ἡλικιωμένο πού τοῦ εἶπε, ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νά πάη ἐκεῖ. Παρόμοια εἶδε ἕναν ἄγγελο πού τοῦ ἔφερε τρεῖς μαύρους ἄρτους καί τοῦ εἶπε νά τούς φάη· φανέρωναν δέ οἱ ἄρτοι, ὅτι αὐτός καί ἄλλοι δύο μαθητές του πρόκειται νά μαρτυρήσουν. Καί ἔτσι ἀνεχώρησε ἀπό τό Ὄρος μαζί μέ τούς μαθητές του καί πῆγε στό κάστρο πού ὠνομαζόταν Πέτρα, τοῦ ὁποίου προέβλεψε τήν πυρκαγιά, πού συνέβη μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες· καί ἀπό ἐκεῖ πῆγε στά Μετέωρα καί διώρθωσε τούς ἐκεῖ μοναχούς. Καί ἀπό ἐκεῖ προχώρησε πρός ἕνα Μοναστήρι τοῦ τιμίου Προδρόμου κοντά στήν Ναύπακτο, πού βρισκόταν κοντά στό χωριό, πού ὠνομαζόταν Τρεβέκιστα, ἐπάνω στό ὁποῖο φαινόταν φῶς οὐράνιο τρεῖς νύχτες, προτοῦ νά φθάση ἐκεῖ ὁ ὅσιος. Μολονότι ὅμως βρισκόταν μαζί μέ τούς πολλούς ὁ Ἅγιος, πάλι δέν ἄφηνε τήν συνηθισμένη του ἄσκησι καί ἐγκράτεια. Πλῆθος δέ πολύ τῶν Χριστιανῶν ἔτρεχε κοντά του ἀπό ὅλα τά κοντινά ἐκεῖ μέρη, γιά νά ἀκούσουν τήν ψυχωφελῆ διδαχή τοῦ Ἁγίου, στούς ὁποίους καί πολλά θαύματα ἐτέλεσε ὁ ὅσιος· Διότι κάποια δαιμονισμένη κόρη τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τό δαιμόνιο· καί ἕνα παιδί πού, ἀπό διαβολική συνέργεια, ἔτρωγε κάρβουνα ἀντί γιά φαγητό, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τό λύτρωσε ἀπό αὐτήν τήν ταλαιπωρία· καί κάποιον μάγο Χριστιανό ἔκανε νά δαιμονισθῆ, διότι δέν ἤθελε νά ὁμολογήση τίς μαγεῖες, πού ἔκαμνε· καί ἕνα μουλάρι, τό ὁποῖο σύγχιζε τούς ἀδελφούς μέ τίς φωνές του, τό ἐπέπληξε ὁ ὅσιος καί μέχρι τόν θάνατό του πλέον δέν φώναξε. Καί ἄλλα πάμπολλα θαύματα ἔκανε ὅσο βρισκόταν ἐκεῖ.
Ἐπειδή λοιπόν τέτοια θαύματα ἔκαμνε ὁ Ἅγιος καί τά πλήθη ἔτρεχαν ἀπό παντοῦ, ὁ ἀρχιερέας τῆς Ἄρτης Ἀκάκιος, ἐπειδή εἶχε κάνει ὡρισμένες παρανομίες καί φοβόταν, μήπως φανερωθοῦν αὐτές ἀπό τόν Ἅγιο, καί ἐπειδή ταυτόχρονα εἶχε διαφθαρῆ στό νοῦ ἀπό κάποιους ψευδομοναχούς, πού φθονοῦσαν τόν ὅσιο, πῆγε (ἀλλοίμονο) ὁ ἄθλιος καί πρόδωσε τόν Ἅγιο στούς ἄρχοντες τοῦ τόπου κατηγορῶντας τον, ὅτι συγκεντρώνει πλῆθος ἀπό τήν ξηρά καί τήν θάλασσα καί δέν ξέρει τί θέλει νά κάνη. Αὐτοί, μόλις τά ἄκουσαν αὐτά, ταράχθηκαν, ὁπότε τά γράφουν στόν Μπέη τῶν Τρικάλων. Αὐτός, μόλις τά ἔμαθε αὐτά, θύμωσε καί ἀμέσως στέλνει δεκαοκτώ στρατιῶτες ὁπλισμένους, γιά νά φέρουν δεμένο τόν ὅσιο· ὁ Ἅγιος ὅμως ἀπό θεία ἀποκάλυψι τά προεῖδε αὐτά καί τά προεῖπε στούς μαθητές του· καί τούς συμβούλευε ὅλη τήν νύκτα καί πρόσταξε νά γίνη ἡ Θεία Λειτουργία συντομώτερα, (ἐπειδή ἦταν Κυριακή)· προτοῦ νά τελειώση, νά καί ἔφθασαν οἱ ἀπεσταλμένοι Ἀγαρηνοί, σάν ἄγρια θηρία· καί οἱ μέν μαθητές του, μόλις τούς εἶδαν φοβήθηκαν πολύ, ὁ Ἅγιος ὅμως τούς ρώτησε· «Ποιόν ζητᾶτε»; Αὐτοί εἶπαν· «Τόν Ἀββᾶ». Καί αὐτός τούς λέει, “ἐγώ εἶμαι”. Βλέποντας λοιπόν ἐκεῖνοι τήν τόλμη τοῦ Ἁγίου τόν σεβάσθηκαν καί μέ εἰρηνικά λόγια τοῦ εἶπαν τήν προσταγή τοῦ Μπέη. Ὁ δέ Ἅγιος, ἀφοῦ φιλόξενα τούς φίλεψε, πῆγε μαζί μέ αὐτούς στόν Μπέη μαζί μέ τούς δύο του μαθητές. Ὁ δέ Μπέης, ἀφοῦ ἐξέτασε πολύ τόν ὅσιο, πότε μέ λόγια εἰρηνικά καί πότε μέ βασανιστήρια, ἄν εἶναι ἀληθινά αὐτά πού λέγονταν ἐναντίον του, καί ἀφοῦ τά βρῆκε ψευδῆ, τόν ἔβαλε στήν φυλακή γιά σαράντα ἡμέρες, ἕως ὅτου νά ἔλθη ἡ ἀπόφασις τοῦ Βασιλιᾶ. Δύο ὅμως ἀπό τούς μαθητές του, ὁ παπᾶ Θεωνᾶς (ὁ ὁποῖος πρωτύτερα ἀσκήτευε στήν μονή τοῦ Παντοκράτορα καί ὕστερα ἔγινε μαθητής τοῦ Ἁγίου), καί ὁ Μαρκιανός, τόν ρώτησαν, τί πρόκειται νά γίνη τό Μοναστήρι καί οἱ ἀδελφοί μετά τόν θάνατό του; Καί αὐτός τούς ἀποκρίθηκε αἰνιγματικά, ὅτι, ὅταν ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά χέρια τοῦ Βασιλιᾶ, πρόκειται νά πᾶμε στόν Πατριάρχη (δηλαδή στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό) ἔπειτα στήν μεγάλη Βλαχία, (δηλαδή στόν Παράδεισο) καί ἀπό ἐκεῖ ἐμεῖς θά ἔλθουμε ἀπό πάνω καί ἐσεῖς ἀπό κάτω καί μαζί θά συγκεντρωθοῦμε κοντά στήν Θεσσαλονίκη καί ἐκεῖ θά βρεθῆ Μοναστήρι (τό ὁποῖο ἤδη ὀνομάζεται τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας καί βρίσκεται στήν Γαλάτιστα), γιά νά κατοικήσουμε, καί ἔτσι θά μείνουμε ἀχώριστοι στόν παρόντα αἰῶνα καί στόν μέλλοντα· (διότι ἐκεῖ βρίσκονται ἤδη τά λείψανα καί τοῦ Ὁσίου καί τῶν δύο μαθητῶν του, πού μαρτύρησαν μαζί μέ αὐτόν καί ὁλόκληρο τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ, πού ἐχρημάτησε ἡγούμενος τῆς ἴδιας μονῆς καί Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης). Ἔγραψε ἀκόμη καί ἐπιστολή ὁ ὅσιος ἀπό τήν φυλακή πρός τούς ἀδελφούς, πού βρίσκονταν στό Μοναστήρι στήν Τρεβέκιστα, συμβουλευτική γιά τά πρέποντα, μέ τήν ὁποία κατέστησε σέ αὐτούς Ἡγούμενο τόν παπα Θεωνᾶ καί τούς παρήγγειλε νά τοῦ ὑποτάσσωνται, ὅπως καί σ’ αὐτόν καί νά τούς τελέσουν μετά θάνατο τό σαρανταλείτουργό τους. Αὐτοί δέ πού εἶχαν ἀποσταλῆ ἀπό τόν Βασιλιά, τόν ἐπονομαζόμενο Σελήμη, πῆραν τόν Ἅγιο μέ τόν διάκονο Ἰάκωβο καί τόν Διονύσιο τούς μαθητές του σιδηροδέσμιους καί τούς πῆγαν στήν Ἀνδριανούπολη καί, ἐπειδή δέν βρῆκαν τόν Βασιλιά ἐκεῖ, τούς μετέφεραν στό Διμότοιχο, ὅπου ἦταν τότε ὁ Βασιλιάς. Ὁ Βασιλιάς λοιπόν βλέποντας μέ ἄγριο βλέμμα τόν Ἅγιο τοῦ λέει· «Τί εἶναι αὐτά πού ἄκουσα γιά σένα; Καί γιά ποιά αἰτία συγκέντρωνες τά πλήθη τῶν Χριστιανῶν κοντά σου; Μήπως ἤσουν ἐσύ ἄρχοντας»; Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ ἄρχοντας, πού κυριεύεις τόν Κόσμο αὐτόν· σ’ ἐμένα ὅμως δόθηκε ἄλλη ἐξουσία καί κρίσις ἀπό τόν Θεό». Καί ὁ Βασιλιάς τοῦ λέει· «Καί ποιά κρίσις σοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό»; Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε· «Τό νά διδάσκω τόν νόμο τοῦ Θεοῦ στούς ὁμοπίστους μου Χριστιανούς, γιά νά κάνουν τίς ἐντολές του καί μήν ἐπιχειροῦν κανένα κακό». Ὁ δέ Βασιλιάς τοῦ λέει μέ θυμό· «Ἀνόητε ἄνθρωπε, πές τήν ἀλήθεια σέ ἐκεῖνα πού σέ ρωτῶ καί μή κρύβης ἐκεῖνα πού ἐγώ ἔμαθα ἀπό τούς ὁμοπίστους μου». Ὁ δέ Ὅσιος ἀποκρίθηκε· «Ἡ ἀλήθεια πού ζητᾶς Βασιλιά, αὐτή εἶναι πού σοῦ εἶπα, καί ἄν δέν πιστεύης, στό χέρι σου εἶμαι, κάνε ὅ,τι θέλεις». Τότε προστάζει ὁ Βασιλιάς νά δείρουν μέ βούνευρα τόν Ἅγιο μαζί καί τούς μαθητές του· ὁ δέ Ἅγιος ὑπέφερε μέ γενναιότητα, σάν νά ἔπασχε ἄλλος, καί χωρίς νά μιλήση καθόλου· καί ἔτσι διέταξε καί τούς ἔβαλαν στήν φυλακή.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα πάλι τούς ἔφερε ὁ Βασιλιάς μπροστά του καί τούς ἔβαλε μαγκάνι στήν κεφαλή, καί ὁ μέν Ἅγιος ἀπό τό βασανιστήριο αὐτό δέν ἔπαθε κανένα κακό, τοῦ διακόνου Ἰακώβου ὅμως τοῦ βγῆκε τό μάτι· βλέποντας ὁ Βασιλιάς, ὅτι ἦταν ὄμορφος στό πρόσωπο, τόν ἀνάγκαζε περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό. Ἔπειτα ἔστειλε τούς Ἁγίους δεμένους στήν Ἀνδριανούπολι, ὅπου ἦταν οἱ πασάδες του, διατάζοντας νά τούς φυλάγουν μέχρι τήν δεύτερη ἐξέτασι. Καί μετά ἀπό λίγο ἦλθε ἐκεῖ ὁ Βασιλιάς. Οἱ δέ πασάδες τοῦ εἶπαν, ὅτι δέν εἶναι ἄξιος θανάτου ὁ ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα ἐπειδή ἔχει καί προφητικό χάρισμα καί προλέγει στούς ἀνθρώπους τά μέλλοντα. Ὁ Βασιλιάς, μόλις τά ἄκουσε αὐτά, χάρηκε. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ προσκάλεσε τόν Ὅσιο, τόν ρωτοῦσε, πόσα χρόνια πρόκειται νά ζήση. Ὁ ὅσιος τοῦ εἶπε, ὅτι ἐννέα μῆνες ἔχει ζωή. Ὁ Βασιλιάς ὅμως ἀνταπάντησε· «Δέν γνωρίζεις τί λές, ἐγώ θά κυριεύσω τήν Ρόδο»· καί ὁ Ὅσιος· «Ἐσύ θά πεθάνης καί γιά τήν Ρόδο τί σέ μέλλει»; Καί βγῆκε ἡ προφητεία τοῦ Ὁσίου ἀληθινή ἀργότερα. Ἀλλά ὁ Βασιλιάς, ἐπειδή θύμωσε γι’ αὐτόν τόν λόγο, πρόσταξε καί ἔβαλαν τόν Ὅσιο στήν φυλακή, καί σκεφτόταν μέ ποιόν τρόπο εὔλογο νά τόν θανατώση, ἐπειδή ντρεπόταν νά τόν φονεύση χωρίς εὔλογη αἰτία, διότι δέν ἦταν ἄξιος θανάτου.
Ἔστειλε λοιπόν ἕναν πασᾶ νά ρωτήση τόν Ἅγιο στήν φυλακή σχετικά μέ τόν Χριστό καί τόν Μωάμεθ. Καί εἶπε ὁ πασᾶς πρός τόν ὅσιο: «Ἀββᾶ, πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσύ τόν Χριστό»; Ὁ δέ Ἅγιος ἀποκρίθηκε· «Ὡς τέλειο Θεό καί τέλειο ἄνθρωπο»· καί ἀρχίζοντας τοῦ διηγήθηκε ὅλη τήν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ λέει πάλι· «Πῶς ἀντιλαμβάνεσαι τότε τόν δικό μας προφήτη»; Ἀποκρίθηκε ὁ Μάρτυρας· «Αὐτός δέν εἶναι προφήτης, ἀλλά πολέμιος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας καί τῆς πίστεώς μας· καί ἄλλος ἄνθρωπος δέν τόν λύπησε τόσο, ὅσο αὐτός, καί ὅποιος ἐλπίζει σ’ αὐτόν καί τόν θεωρεῖ προφήτη, ἐκεῖνος δέν ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας». Μόλις τά ἄκουσε αὐτά ὁ πασᾶς, τά διηγήθηκε στόν Βασιλιά. Ἐκεῖνος δέ ἐπειδή θύμωσε, ἔστειλε ἀμέσως στήν φυλακή στρατιῶτες φονιάδες καί ἀπάνθρωπους καί τούς ἔταξε, ὅτι, ἐάν καταπείσουν τούς ὁσίους νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, θά τούς δώση μεγάλες τιμές. Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ πῆγαν, προσπαθοῦσαν μέ κάθε τέχνασμα νά φέρουν τούς Ἁγίους στήν θρησκεία τους· οἱ Ἅγιοι ὅμως καί οἱ τρεῖς μέ μία φωνή φώναξαν· «Ποτέ νά μή συμβῆ νά ἀρνηθοῦμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἀκόμη καί ἄν μᾶς παιδεύσετε μέ μύρια βασανιστήρια». Αὐτοί λοιπόν, μόλις τά ἄκουσαν αὐτά τά ἀνήγγειλαν στόν Βασιλιά. Τότε ὁ Βασιλιάς προστάζει τούς στρατιῶτες νά φέρουν τούς Ἁγίους μπροστά του καί ἄλλοι ἀπό αὐτούς νά τούς ξύνουν μέ σιδερένια νύχια, ἄλλοι νά τούς χτυποῦν στά σαγόνια τους καί ἄλλοι νά κρατοῦν κρέας καί νά τούς ἀναγκάζουν νά φᾶνε (ἐπειδή ἤξεραν, ὅτι οἱ μοναχοί κρέας δέν τρῶνε). Ὅταν λοιπόν τά ἔκαναν αὐτά οἱ στρατιῶτες, τόσο τούς βασάνισαν, ὥστε ἡ γῆ κοκκίνισε ἀπό τό αἷμα τους πού χύθηκε, ἐνῶ οἱ ὁσιομάρτυρες ὑπέφεραν μέ γενναιότητα τά βασανιστήρια. Ἔπειτα μέ προσταγή τοῦ Βασιλιᾶ ρίχνονται πάλι στήν φυλακή· καί μετά ἀπό τήν τρίτη ἡμέρα τούς παρουσιάζει πάλι ὁ Βασιλιάς μπροστά του καί διατάζει τούς στρατιῶτες νά βγάλουν λωρίδες ἀπό τά στήθη ἕως τίς πλάτες καί τούς νεφρούς τοῦ Ἁγίου Γέροντα καί νά βάλλουν ἁλάτι μέ ξύδι στίς πληγές του, ἐνῶ τούς μαθητές του νά τούς δείρουν γιά πολλή ὥρα μέ βούνευρα (βούρδουλα) καί πάλι νά τούς βάλλουν στήν φυλακή. Ἔπειτα φέρνοντάς τους μπροστά του καί βλέποντάς τους πώς τόν περιγελοῦσαν καί θεωροῦσαν τά βασανιστήρια πού τούς κάνει ὡς τροφή καί ξεφάντωμα, διατάζει νά ξύνουν τά πόδια τους μέ σιδερένια νύχια καί τά πλευρά τους νά τά κατακάψουν μέ φωτιά καί μετά ἀπό αὐτά διατάζει πάλι νά τρίβουν χωρίς ἔλεος τά πλευρά τους μέ σκληρά πανιά καί μέ ἁλάτι. Μέ τέτοια λοιπόν καί ἄλλα βασανιστήρια τιμωρούμενοι οἱ Ἅγιοι γιά δέκα ἑπτά ἡμέρες, τέλος πάντων καταδικάσθηκαν νά κρεμασθοῦν. Ὁ μέν Ἅγιος Ἰάκωβος λοιπόν πῆγε περπατῶντας μέχρι τόν τόπο τῆς καταδίκης μέ θαυμασμό καί ἔκστασι αὐτῶν πού τόν ἔβλεπαν, ἐπειδή τά πόδια του ἦταν μόνο κόκκαλα γυμνά ἀπό κρέας. Οἱ δέ δύο μαθητές του μεταφέρθηκαν βασταζόμενοι. Ὅταν δέ ἔφθασαν ἐκεῖ, ζήτησε ὁ ὅσιος ὥρα, γιά νά προσευχηθοῦν. Καί ἀφοῦ ἔλαβε τήν ἄδεια, τόν μέν διάκονο Ἰάκωβο τόν ἔστησε στά δεξιά του, ἐνῶ τόν Διονύσιο στά ἀριστερά καί τούς λέει: «Παιδιά μου, καιρός εἶναι νά πᾶμε στόν ποθούμενο Χριστό, γιά τόν ὁποῖο καί ὑπομείναμε τά βασανιστήρια. Γι’ αὐτό ἄς τόν παρακαλέσουμε γιά ὅλο τόν Κόσμο καί γιά τήν Ἐκκλησία. Καί ἄς τόν εὐχαριστήσουμε πού μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τόν μάταιο Κόσμο καί μᾶς ἀξίωσε νά γίνουμε κληρονόμοι τῆς αἰώνιας Βασιλείας του. Καί ἀφοῦ ἔπεσαν μπρούμητα στήν γῆ προσκύνησαν τρεῖς φορές τόν Θεό. Ἔπειτα βγάζει ὁ Ἅγιος τρεῖς μερίδες Ἁγίου Ἄρτου ἀπό τόν κόρφο του καί ἔδωσε τίς δύο στούς μαθητές του, καί τήν τρίτη μετέλαβε Αὐτός· καί, ἀφοῦ ὕψωσε τά χέρια καί τά μάτια στόν οὐρανό, εἶπε μέ μεγάλη φωνή· «Κύριε στά χέρια σου παραδίνω τό Πνεῦμα μου», καί μέ χαρούμενο πρόσωπο παρέδωσε τήν ψυχή του καί πέθανε. Μόλις τό εἶδαν οἱ στρατιῶτες ἐξεπλάγησαν καί τό ἀνήγγειλαν στόν Βασιλιά, ὁ ὁποῖος πρόσταξε, ἄν καί νεκρό τό σῶμα, νά τό κρεμάσουν, καί, ἀπό τά δεξιά καί ἀπό τά ἀριστερά, νά κρεμάσουν τούς μαθητές του. Καί ἔτσι ἐτελειώθησαν οἱ καλλίνικοι καί ἔλαβαν τόν στέφανο τοῦ Μαρτυρίου, τά δέ τίμιά τους λείψανα τά ἀγόρασαν κάποιοι Χριστιανοί καί τά μετέφεραν τρία μίλια ἔξω ἀπό τήν πατρίδα τους, πού ὠνομαζόταν Ἀλβανιτοχώρι καί τά τοποθέτησαν σέ τρία χωριστά μνημεῖα. Καί κάθε Κυριακή καί ἑορτή φαινόταν φῶς οὐράνιο ἐπάνω ἀπό τά μνημεῖα, τό ὁποῖο ἔβλεπαν ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν ἐκεῖ.
Μετά δέ τήν τελείωσι τῶν Ἁγίων, ἕνας ἱερέας ἀπό τήν Ἄρτα, πού ὠνομαζόταν Νικόλαος, πού εἶχε ἀδελφό πού κατοικοῦσε στόν ποταμό Δούναβη, πῆγε, γιά νά τόν ἰδῆ. Καί καθώς ἐρχόταν πρός τήν Ἀνδριανούπολι, ἀρρώστησε τό ἄλογό του καί δέν μποροῦσε νά περπατήση. Γι’ αὐτό, ἐπειδή στενοχωρήθηκε ἀπό τήν ἀνάγκη, θυμήθηκε τόν Ἅγιο Ἰάκωβο καί λέει· «Ἅγιε ὁσιομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἰάκωβε, βοήθησέ με τόν ξένο καί ὁδοιπόρο αὐτή τήν ὥρα», καί, ὤ τοῦ θαύματος!, ἀμέσως γιατρεύθηκε τό ἄλογό του. Πῆγε λοιπόν ὁ ἱερέας βιαστικά στόν τόπο πού ἦταν θαμμένα τά λείψανα τῶν ὁσίων Μαρτύρων καί διηγήθηκε στούς ντόπιους το θαῦμα. Καί ἔτσι τούς παρακάλεσε πολύ καί πῆγαν ὅλοι μαζί καί ἄνοιξαν τό μνῆμα τοῦ Ὁσίου. Καί, ὤ τοῦ θαύματος!, τό βρῆκαν γεμᾶτο ἀπό γλυκύτατη καί ἀνείπωτη εὐωδία. Ἔλαβε λοιπόν ὁ Ἱερέας τήν Κάρα τοῦ Ἁγίου καί μερικά λείψανα, ἔδωσε καί στούς ντόπιους μερικά καί ἔτσι ἀνεχώρησε μέ χαρά καί ἐπιθυμοῦσε νά βρῆ τούς μαθητές τοῦ Ἁγίου. Καί (ἐπειδή εἶχαν προλάβει καί ἀνεχώρησαν ἀπό τό Μοναστήρι τῆς Τρεβέκιστας καί πῆγαν καί κατοίκησαν στό Ἅγιο Ὄρος στό Μοναστήρι τῆς Σιμωνόπετρας), ὅταν σταμάτησε κατά τύχη στό μετόχι τοῦ Διονυσίου, πού βρίσκεται στό Ρουφάνι, ἔμαθε ἀπό τούς Διονυσιάτες, ὅτι ἐκεῖ κοντά τους κατοικοῦν οἱ μαθητές τοῦ Ἁγίου καί χάρηκε πολύ. Διηγήθηκε δέ σ’ αὐτούς τό θαῦμα πού ἔκανε ὁ Ἅγιος στό ἄλογό του καί ὅτι ἔχει μέρος ἀπό τά λείψανά του. Μόλις τά ἄκουσε αὐτά ὁ οἰκονόμος τοῦ μετοχίου Νεόφυτος καί καθώς εἶχε πρόβλημα στό ἕνα του μάτι, πλησιάζοντας στά ἅγια λείψανα ἐπικαλέσθηκε τόν ὁσιομάρτυρα καί ἀμέσως γιατρεύθηκε. Τότε συνώδευσε τόν ἱερέα καί ἦλθαν στό Ὄρος καί βρῆκαν τούς μαθητές τοῦ Ἁγίου, οἱ ὁποῖοι, μόλις εἶδαν τά Ἅγια λείψανα, τά ἀσπάζονταν, χαίρονταν καί εὐχαριστοῦσαν τόν Κύριο. Ἔπειτα ἔστειλε τόν ἱερέα μέ ἕναν Μοναχό, πού ὠνομαζόταν Θεόφιλος, καί μετέφεραν τά ὑπόλοιπα λείψανα τοῦ Ὁσίου καί τῶν μαθητῶν του, πού εὐωδίαζαν καί αὐτά.
Ἐκεῖ ὅμως ἔγινε καί ἄλλο θαῦμα ἀπό τά θεῖα λείψανα. Διότι ἑνός ἱερέως πού ὠνομαζόταν Κάλλιστος, δέν ξέρω πῶς, γύρισε τό μάτι του καί τό στόμα του σέ ἄλλο μέρος τοῦ προσώπου. Γι’ αὐτό, ἀμέσως μόλις προσῆλθε στά θεῖα λείψανα, γιατρεύθηκε δοξάζοντας τόν Θεό καί τόν Ἅγιο, κηρύττοντας παντοῦ τό θαῦμα. Δέν πέρασε πολύς καιρός, καί οἱ μαθητές τοῦ Ἁγίου καί ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλείψεως τῶν ἀναγκαίων καί περισσότερο ἐξ αἰτίας τῆς προφητείας τοῦ Ἁγίου, ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Σιμωνόπετρα καί παίρνοντας τά Ἅγια λείψανα πῆγαν κοντά στήν Θεσσαλονίκη στό χωριό Γαλάτιστα καί, ἀφοῦ βρῆκαν ἐκεῖ ἕνα παλαιό μονύδριο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτριας, τό ἀνακαίνισαν καί κάθισαν σ’ αὐτό· καί σέ λίγο καιρό, ἐξ αἰτίας τῆς φήμης τῶν Ἁγίων λειψάνων, συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ ἕως ἑκατόν πενήντα ἀδελφοί καί ἔγιναν μοναχοί, μέ ἡγούμενό τους τόν πανοσιώτατο καί ἁγιώτατο παπα Θεωνᾶ (ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀργότερα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης καί μετά τό θάνατό του ἁγίασε ὅπως προείπαμε). Ἕνας δέ Ἱερομόναχος, πού ὠνομαζόταν Βαρλαάμ, ἐπειδή παράκουσε κάποτε τόν καθηγούμενο, δαιμονίσθηκε τόσο πολύ, ὥστε τόν τάρασσε τό δαιμόνιο, ἕως καί τριάντα φορές τό ἡμερόνυχτιο. Ὁ δέ ἡγούμενος, ἀφοῦ τόν πότισε μέ τό ἀπόνιμμα τῶν Ἁγίων λειψάνων, τόν κατέστησε ὑγιῆ. Παρομοίως καί ἑνός χωρικοῦ δοῦλος μισθωτός πού δαιμονίσθηκε καί ἤπιε ἀπό τό ἴδιο ἀπόνιμμα τῶν Ἁγίων λειψάνων, ἀμέσως γιατρεύθηκε. Καί ὄχι μόνο τά τίμια λείψανα τοῦ Ἁγίου θαυματουργοῦν, ἀλλά καί ὅταν βάλλουν ἕνα μέρος ἀπό τό ἔνδυμά του ἐπάνω σέ γυναῖκες, πού γεννοῦν δύσκολα, τίς κάνει νά γεννοῦν τά βρέφη μέ εὐκολία. Ἀλλά καί ἕνας Θεσσαλονικεύς, πού ὠνομαζόταν Φίλιππος, ὅταν κινδύνευε μία φορά στήν θάλασσα, ἀμέσως μόλις ἐπικαλέσθηκε τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου, λυτρώθηκε ἀπό τόν κίνδυνο. Αὐτός, πρός εὐχαριστία τῆς εὐ-
εργεσίας ἔδινε στό Μοναστήρι τό ἀναγκαῖο λάδι γιά τά καντήλια, ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς του. Αὐτός ὁ Φίλιππος ἔδωσε κάποτε σέ ἕναν Τοῦρκο ἑπτακόσια γρόσια δανεικά καί μετά ἀπό καιρό τά ζητοῦσε αὐτά ἀπό τόν Τοῦρκο· ἐκεῖνος ὄχι μόνο τό ἀρνιόταν, ἀλλά ἐπιπλέον καταφερόταν καί ἐναντίον του. Ὁ Φίλιππος, ἀφοῦ ἐπικαλέσθηκε πρῶτα τόν Ἅγιο σέ βοήθεια, πῆγε στόν χρεωφειλέτη καί ἐκεῖνος τόν δέχθηκε μέ χαρά καί τοῦ ἔδωσε τά χρεωστούμενα χρήματα. Αὐτός εἶναι ὁ βίος καί τό Μαρτύριο καί τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου, μέ τοῦ ὁποίου τίς πρεσβεῖες καί αὐτῶν πού μαρτύρησαν μαζί του, ἄς ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἀμήν[5].
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων Πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
[1] Αὐτός ὁ Βίος του παρουσιάζεται συνεπτυγμένος ἀπό τόν ἐκτενῆ καί ἀναλυτικό Βίο τοῦ Ἁγίου.
[2] Αὐτός ὁ Ἅγιος Νήφων ἀσκοῦσε προηγουμένως τήν μοναχική πολιτεία στήν ἱερά μονή τοῦ Διονυσίου, πού βρίσκεται στό ὄρος τοῦ Ἄθω, στήν ὁποία ἔλαμπε ἀνάμεσα στούς πατέρες σέ ὅλες τίς ἀρετές, ὡς ἄλλος ἥλιος ἀνάμεσα στά ἄστρα. Ἀπό ἐκεῖ, ἐπειδή ἀφοῦ προσκλήθηκε ἀπό τούς Θεσσαλονικεῖς ἤ γιά νά ποῦμε καλλίτερα ἀπό τόν Θεό, γίνεται Μητροπολίτης τῆς Θεσσαλονίκης καί ἀπό ἐκεῖ προβιβάζεται στόν οἰκουμενικό Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἔπειτα ἐπιστρέφει πάλι, χωρίς νά τόν γνωρίσουν, στήν ἴδια μονή τοῦ Διονυσίου καί γίνεται βορδουνάρης, δηλαδή ἐπιστάτης τῶν μουλαριῶν τῆς μονῆς. Ἀλλά ἀπό κάποια θεία ἀποκάλυψι ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς πατέρες καί μένει στό ἑξῆς στήν μονή μέχρι τέλους. Ὅταν πέθανε καί τάφηκε καί ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, βρέθηκε γλυκύτατη καί ἀνείπωτη εὐωδία νά ἀναβλύζη ἀπό τά Ἅγια λείψανά του, τά ὁποῖα μέχρι καί σήμερα βρίσκονται στήν ἴδια μονή σέ ἀργυροθήκη γεμᾶτα ἀπό εὐωδία καί χαρίζουν τήν θεραπεία πολλῶν νοσημάτων.
[3] Ἐκεῖ τώρα εὑρίσκεται ἡ σκήτη τῶν Ἰβήρων, πού ὀνομάζεται σκήτη τοῦ τιμίου Προδρόμου.
[4] Ἡ οὐγγιά περιέχει ὀκτώ δράμια.
[5] Σημείωσε ὅτι ὑπάρχει Ἀκολουθία τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου καί τῶν συμ-μαρτύρων του, ἡ ὁποία ψάλλεται κάθε χρόνο στήν ἱερά Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί στήν μονή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου καί βρίσκονται τά λείψανά τους.