Μή­νας Νο­έμ­βριος· Ἔ­χει ἡ­μέ­ρες τριά­ντα. Ἡ ἡ­μέ­ρα ἔ­χει δέ­κα ὧ­ρες καί ἡ νύ­κτα δέ­κα τέσ­σε­ρες. Εἰς τήν A΄, μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων καί Θαυ­μα­τουρ­γῶν Ἀ­ναρ­γύ­ρων Κο­σμᾶ καί Δα­μια­νοῦ. * Μνή­μη τοῦ Ἁ­γί­ου νέ­ου Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Ἰ­α­κώ­βου καί τῶν δύ­ο μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­α­κώ­βου Δι­α­κό­νου καί Δι­ο­νυ­σί­ου Μο­να­χοῦ, τῶν δι’ ἀγ­χό­νης τε­λει­ω­θέν­των κα­τά τό 1520 ἔ­τος.

 Εἰς τήν A΄, μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων καί Θαυ­μα­τουρ­γῶν Ἀ­ναρ­γύ­ρων Κο­σμᾶ καί Δα­μια­νοῦ.

Αὐ­τοί οἱ Ἅ­γιοι κα­τά­γον­ταν ἀ­πό τήν γῆ τῆς Ἀ­σί­ας, δη­λα­δή τῆς Ἀ­να­το­λῆς, υἱ­οί ὄν­τας γο­νέ­ων φι­λα­ρέ­των καί εὐ­σε­βῶν, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ἡ μη­τέ­ρα τους ὠ­νο­μα­ζό­ταν Θε­ο­δό­τη, ἡ ὁ­ποί­α, ἀ­φοῦ ἔ­μει­νε χή­ρα, ζοῦ­σε ἐνά­ρε­τη ζω­ή. Ἔ­τσι μέ τό πα­ρά­δειγ­μά της δί­δα­ξε καί τούς υἱ­ούς της αὐ­τούς κά­θε εἶ­δος τέ­λειας ἀ­ρε­τῆς. Αὐ­τοί λοι­πόν ἔ­μα­θαν, βέ­βαι­α, καί κά­θε ἄλ­λη ἐ­πι­στή­μη, ἐγ­κα­τα­λεί­πον­τας ὅ­μως τίς ἄλ­λες, ἀ­γά­πη­σαν τήν ἰ­α­τρι­κή καί μέ αὐ­τήν θε­ρά­πευ­αν κά­θε νό­σο, δη­λα­δή κά­θε ἀ­σθέ­νεια πο­λυ­χρό­νια καί κά­θε μα­λα­κί­α, δη­λα­δή κά­θε ἀ­σθέ­νεια ὀ­λι­γο­χρό­νια. Καί ὄ­χι μό­νο ἀν­θρώ­πους θε­ρά­πευ­αν, ἀλ­λά καί τά ἄ­λο­γα κτή­νη. Ἀ­νάρ­γυ­ροι δέ ὠ­νο­μά­σθη­καν, δι­ό­τι δέν πῆ­ραν πο­τέ ἀ­πό κά­ποι­ον ἀ­σθε­νῆ χρή­μα­τα ὡς μι­σθό καί πλη­ρω­μή τῆς θε­ρα­πεί­ας του. Ἔ­τσι λοι­πόν ἀ­φοῦ πέ­ρα­σαν κα­λά τήν ζω­ή τους, εἰ­ρη­νι­κά ἐ­τε­λει­ώ­θη­σαν. Τά δέ τί­μια λεί­ψα­νά τους ἐν­τα­φι­ά­σθη­καν σέ ἕ­ναν τό­πο ὀ­νο­μα­ζό­με­νο Φε­ρε­μάν. (Ὁ ἐ­κτε­νής Βί­ος τους βρί­σκε­ται στόν Νέ­ο Θη­σαυ­ρό[1]).



[1]      Αὐ­τοί οἱ δύ­ο Ἀ­νάρ­γυ­ροι εἶ­ναι ἡ πρώ­τη ἀ­πό τίς τρεῖς συ­ζυ­γί­ες τῶν Ἀ­ναρ­γύ­ρων, πού ὀ­νο­μά­ζον­ται μέ τό ὄ­νο­μα τοῦ Κο­σμᾶ καί Δα­μια­νοῦ. Γι’ αὐ­τούς γί­νε­ται ἀ­να­φο­ρά στίς δε­κα­ε­πτά τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου, καί βλέ­πε ἐ­κεῖ. Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι δύ­ο λό­γοι βρί­σκον­ται ἑλ­λη­νι­κοί στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου σ’ αὐ­τούς τούς Ἁ­γί­ους Ἀ­ναρ­γύ­ρους. Ἀ­πό αὐ­τούς τούς λό­γους τοῦ ἑ­νός ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι αὐ­τή· «Τήν σήν, ὦ τῶν κα­λῶν». Ἐ­νῶ τοῦ ἄλ­λου· «Ὡς ἀ­γα­πη­τά τά σκη­νώ­μα­τά σου». Ὁ πρῶ­τος βρί­σκε­ται στήν Λαύ­ρα, στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Βα­το­παι­δί­ου καί στήν τῶν Ἰ­βή­ρων. Τόν δέ Βί­ο τους συ­νέ­γρα­ψε ὁ Με­τα­φρα­στής, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Ἄρ­τι τῆς εὐ­σε­βεί­ας ἀ­να­λαμ­πού­σης». Σώ­ζε­ται ­στήν τῶν Ἰ­βή­ρων καί σέ ἄλ­λες. Στήν Με­γί­στη Λαύ­ρα σώ­ζον­ται σ’ αὐ­τούς πε­ρί­ο­δοι ἀπό τίς ὁμιλίες, τῶν ὁποίων ἡ ἀρ­χή εἶναι· «Τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ βα­σι­λεύ­ον­τος, πᾶ­σα πλά­νη καί δαι­μό­νων λα­τρεί­α ἐλύθη».

 

  * Μνή­μη τοῦ Ἁ­γί­ου νέ­ου Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Ἰ­α­κώ­βου καί τῶν δύ­ο μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­α­κώ­βου Δι­α­κό­νου καί Δι­ο­νυ­σί­ου Μο­να­χοῦ[1], τῶν δι’ ἀγ­χό­νης τε­λει­ω­θέν­των κα­τά τό 1520 ἔ­τος.

 + Τούς τρεῖς Ὁ­σί­ους θα­να­τοῦ­σιν ἀγ­χό­νῃ,

Ἐ­χθροί κά­κι­στοι τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος

   Αὐ­τός ἦ­ταν ἀ­πό ἕ­να χω­ριό τῆς ἐ­παρ­χί­ας τῆς Κα­στο­ριᾶς· οἱ γο­νεῖς του ὠ­νο­μά­ζον­ταν Μαρ­τῖ­νος καί Πα­ρα­σκευ­ή. Καί, ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε βο­σκός προ­βά­των καί πλού­τι­σε ἀ­πό αὐ­τά, φθο­νή­θη­κε ἀ­πό τόν ἀ­δελ­φό του, ὅ­πως καί ὁ Ἄ­βελ ἀ­πό τόν Κά­ιν καί τόν δι­έ­βα­λε στόν δι­κα­στή, ὅ­τι βρῆ­κε θη­σαυ­ρό. Γι­’­ αὐ­τό, γιά νά ἀ­πο­φύ­γη τόν ἀ­δελ­φι­κό φθό­νο, πῆ­γε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι καί ἐ­κεῖ ἔ­γι­νε τζε­λέ­πης, δη­λα­δή πω­λη­τής προ­βά­των, καί ἀ­πό τό ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ­το ἔ­γι­νε πο­λύ πλού­σιος.

Μί­α τῶν ἡ­με­ρῶν λοι­πόν τόν φί­λε­ψε ἕ­νας ἄρ­χον­τας Ἀ­γα­ρη­νός, καί ὅ­ταν ἄ­κου­σε ἀ­πό αὐ­τόν νά θαυ­μά­ζη τήν πί­στι τῶν χρι­στια­νῶν, δι­ό­τι ἡ γυ­ναί­κα του ἦ­ταν δαι­μο­νι­σμέ­νη καί ὅ­ταν τήν πῆ­γε στόν τό­τε Πα­τριά­ρχη Ἅ­γιο Νή­φω­να[2] ἀ­μέ­σως μό­λις ὁ Ἅ­γιος δι­ά­βα­σε τό ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιο ἐ­πά­νω της, εἶ­δε αὐ­τός καί οἱ ὑ­πη­ρέ­τες του ὅ­τι ἀ­νοί­χθη­κε ἡ σκε­πή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἦλ­θε φῶς ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί σκέ­πα­σε τόν Πα­τριά­ρχη καί τήν γυ­ναῖ­κα καί φώ­τι­σε ὅ­λη τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Μό­λις, λέ­ω, τά ἄ­κου­σε αὐ­τά ὁ Μάρ­τυ­ρας ἀ­πό ἕ­ναν Ἀ­γα­ρη­νό, πα­ρα­κι­νή­θη­κε καί πῆ­γε στόν Πα­τριά­ρχη, καί ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε. Καί με­τά ἀ­πό λί­γο, ἀ­φοῦ μοί­ρα­σε ὅ­λον τόν πλοῦ­το του σέ φτω­χούς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν τρι­α­κό­σι­ες χι­λιά­δες γρό­σια, δη­λα­δή ἑ­ξα­κό­σια πουγ­κιά, πῆ­γε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, καί ἀ­φοῦ προ­σκύ­νη­σε τά ἱ­ε­ρά μο­να­στή­ρια, ἔ­γι­νε μο­να­χός στό Μοναστήρι τοῦ Δο­χει­α­ρί­ου, δεί­χνον­τας ἀ­πό­λυ­τη ἐγ­κρά­τεια. Ἀ­φοῦ ἀ­νε­χώ­ρη­σε ἀ­πό ἐ­κεῖ, πῆ­γε ἐ­πά­νω ἀ­πό τήν μο­νή τῶν Ἰ­βή­ρων, ὅ­που βρῆ­κε κά­ποι­ο πα­λιό μο­νύ­δριο τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου καί ἀ­φοῦ τό ἀ­να­καί­νι­σε ἡ­σύ­χα­σε σ’­ αὐ­τό[3] ὑ­πο­τασ­σό­με­νος σέ ἕ­ναν γέ­ρον­τα πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Ἰ­γνά­τιος. Ὄν­τας ἐ­κεῖ ὁ ἀ­οί­δι­μος με­τα­χει­ρί­ζε­ται ἀγ­γε­λι­κή πο­λι­τεί­α, τρώ­γον­τας ἕ­ξι οὐγ­γι­ές[4] ἄρ­του κα­θη­με­ρι­νά καί κά­νον­τας ὁ­λο­νύ­κτι­ες ἀ­γρυ­πνί­ες, κα­τα­πο­νῶν­τας τό σῶ­μα μέ τό νά κοι­μᾶ­ται κά­τω στήν γῆ καί  μέ σκλη­ρα­γω­γί­ες. Ἀ­φοῦ δέ πολ­λούς πει­ρα­σμούς δο­κί­μα­σε ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο μέ φί­δια αἰ­σθη­τά καί πον­τι­κούς καί ἄλ­λα πολ­λά φαν­τά­σμα­τα, δέ­χθη­κε πα­ρά­κλη­σι Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν καρ­διά του, δη­λα­δή κά­ποι­α θέρ­μη ἀ­να­με­μιγ­μέ­νη μέ χα­ρά καί ἀ­γά­πη πρός τόν Θε­ό καί πρός τόν πλη­σί­ον. Καί ὕ­στε­ρα ἀ­πό αὐ­τό φῶς γλυ­κό καί ἀ­πόρ­ρη­το ἔ­λαμ­ψε στήν ψυ­χή του, τό ὁ­ποῖ­ο, κα­θώς ἦ­ταν σέ ὑ­περ­βο­λι­κό βαθ­μό, τόν ἅρ­πα­ζε σέ ὕ­ψος ἀ­κα­τά­λη­πτο, καί ἀ­πό ἐ­κεῖ ἐ­πά­νω ἔ­βλε­πε ἀ­πό κά­τω ὅ­λη τήν αἰ­σθη­τή κτί­σι· τόν Ἥ­λιο, τούς Ἀ­στέ­ρες, τήν Γῆ, τήν Ἄ­βυσ­σο, τόν αἰ­σθη­τό Πα­ρά­δει­σο. Μέ τό φῶς αὐ­τό με­τα­φε­ρό­ταν καί πιό ἐ­πά­νω ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί ἔ­βλε­πε τόν τό­πο τοῦ πρώ­ην ἐ­ω­σφό­ρου καί τῶν ἀγ­γέ­λων του ἄ­δει­ο καί γε­μᾶ­το ἀ­πό φῶς καί ὀ­μορ­φιά ἀ­νεί­πω­τη καί τά τάγ­μα­τα ὅ­λα τῶν ἀγ­γέ­λων. Μέ αὐ­τό με­τα­φέρ­θη­κε καί σέ ὕ­ψος ἀ­νώ­τε­ρο καί εἶ­δε τόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό μέ σάρ­κα νά πε­ρι­βάλ­λε­ται ἀ­πό ἀ­πρό­σι­το φῶς. Μέ αὐ­τό εἶ­δε καί τήν ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, τήν πό­λι τῶν μα­κα­ρί­ων, καί τά ἀ­νεί­πω­τα κάλ­λη της, τά ὁ­ποῖ­α οὔ­τε μά­τι τά εἶ­δε, οὔ­τε αὐ­τί τά ἄ­κου­σε, οὔ­τε καρ­διά ἀν­θρώ­που ἀ­τε­λοῦς τά συλ­λο­γί­σθη­κε. Ἄλ­λο­τε πά­λι με­τα­φέρ­θη­κε καί στά κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τῆς γῆς, ὅ­που εἶ­ναι οἱ ψυ­χές τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, χω­ρίς νά παι­δεύ­ων­ται μέν, σέ τό­σο σκο­τά­δι ὅ­μως, σάν νά εἶ­ναι κλει­σμέ­νες σέ φυ­λα­κή. Καί σχε­δόν κα­νέ­να πρᾶγ­μα ἀ­πό τά ὁ­ρα­τά καί τά ἀ­ό­ρα­τα, δέν ὑ­πῆρ­ξε πού νά μή τό ἐ­θε­ώ­ρη­σε ὁ μα­κά­ριος, μέ τό Θε­ϊ­κό ἐ­κεῖ­νο φῶς. Μέ αὐ­τό λοι­πόν ἀ­ξι­ώ­θη­κε καί τοῦ προ­ο­ρα­τι­κοῦ καί δι­ο­ρα­τι­κοῦ χα­ρί­σμα­τος, καί τά μυ­στι­κά τῆς καρ­διᾶς γνώ­ρι­ζε. Αὐ­τός καί τήν χά­ρι τῶν θαυ­μά­των ἐ­πλού­τι­σε. Δι­ό­τι μέ τήν προ­σευ­χή του ἀ­νέ­βλυ­σε τό πη­γαῖ­ο νε­ρό στήν Σκή­τη τοῦ Προ­δρό­μου, πού ὠ­νο­μά­σθη­κε καί ἐξ αἰ­τί­ας τού­του ἁ­γί­α­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου. Καί δύ­ο φο­ρές πα­ρα­δό­ξως γέ­μι­σε τό δο­χεῖ­ο τοῦ λα­διοῦ, πού λι­γό­στευ­ε καί πλη­σί­α­ζε νά τε­λει­ώ­ση. Καί τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό, πού εἶ­χε δαι­μο­νι­σθῆ στό Βα­το­πέ­δι, σύμ­φω­να μέ τήν πρόρ­ρη­σί του, ἐ­πει­δή δε­χό­ταν κά­ποι­α σα­τα­νι­κά καί ψεύ­τι­κα φαν­τά­σμα­τα, ἀφοῦ τόν λυπή­θη­κε, τόν θε­ρά­πευ­σε μέ τήν προ­σευ­χή του. Καί σέ πε­ρί­ο­δο ξη­ρα­σί­ας, ἀ­φοῦ προ­σευ­χή­θη­κε, κα­τέ­βα­σε νε­ρό ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό. Καί ὅ­ταν κά­πο­τε περ­πα­τοῦ­σε μα­ζί μέ κά­ποι­ον ἀ­δελ­φό, ἔ­πε­σε ὀ­μί­χλη πολ­λή καί σκο­τά­δι τό­σο, ὥ­στε κιν­δύ­νευ­αν νά πέ­σουν σέ ἀ­πό­κρη­μνα μέ­ρη· τό­τε μέ τήν προ­σευ­χή του σχί­σθη­κε στά δύ­ο τό σύν­νε­φο ἐ­κεῖ­νο τῆς ὀ­μί­χλης, ἕ­ως ὅ­του ἔ­φθα­σε στό κελ­λί πού ζη­τοῦ­σε. Καί ὅ­ταν δί­ψα­σε μί­α φο­ρά καί δέν εὕ­ρι­σκε νε­ρό στόν δρό­μο, μό­λις προ­σευ­χή­θη­κε, ἀ­νέ­βλυ­σε νε­ρό μπρο­στά του καί ἤ­πι­ε.

Ἐ­πει­δή ὅ­μως ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρη ἡ­συ­χί­α, ἀ­νε­χώ­ρη­σε ἀ­πό τήν Σκή­τη τῶν Ἰ­βή­ρων καί ­πῆ­γε στό ἐν­δό­τε­ρο μέ­ρος τοῦ Ἄ­θω­να καί ἐ­κεῖ μα­ζί μέ ἕ­ξι μα­θη­τές του ἀν­τλοῦ­σε τό μέ­λι τῆς ἀ­ρε­τῆς, ἀ­πα­σχο­λού­με­νος σέ ἀ­να­βά­σεις καί θεῖ­ες θε­ω­ρί­ες καί χω­ρίς νά συ­νο­μι­λῆ μέ κα­νέ­ναν ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα, πα­ρά μό­νο τό Σάβ­βα­το καί τήν Κυ­ρια­κή. Καί γιά νά μι­λή­σω μέ συν­το­μί­α, ἦ­ταν γνω­στός σέ ὅ­λο τό Ἅ­γιο Ὄ­ρος ὡς ἕ­νας φω­στή­ρας καί ὡς κοι­νός δι­δά­σκα­λος τῆς ἀ­ρε­τῆς, ὁ­δη­γῶν­τας ὅ­λους πρός τήν ἀ­λη­θι­νή ὁ­δό τῆς σω­τη­ρί­ας. Ἐ­πει­δή ὅ­μως τοῦ ἦλ­θε ἡ σκέ­ψις νά βγῆ ἀ­πό τό Ὄ­ρος καί νά πά­η στά μέ­ρη τῆς Αἰ­τω­λί­ας, πῆ­ρε τούς μα­θη­τές του καί ἀ­νέ­βη­κε ἐ­πά­νω στό Ὄ­ρος τοῦ Ἄ­θω­να, νά προ­σευ­χη­θῆ· καί ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε ὁ­λο­νύ­κτια δέ­η­σι, ἦλ­θε σέ ἔκ­στα­σι καί βλέ­πει ἕ­ναν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο πού τοῦ εἶ­πε, ὅ­τι εἶ­ναι θέ­λη­μα Θε­οῦ νά πά­η ἐ­κεῖ. Πα­ρό­μοι­α εἶ­δε ἕ­ναν ἄγ­γε­λο πού τοῦ ἔ­φε­ρε τρεῖς μαύ­ρους ἄρ­τους καί τοῦ εἶ­πε νά τούς φά­η· φα­νέ­ρω­ναν δέ οἱ ἄρ­τοι, ὅ­τι αὐ­τός καί ἄλ­λοι δύ­ο μα­θη­τές του πρό­κει­ται νά μαρ­τυ­ρή­σουν. Καί ἔ­τσι ἀ­νε­χώ­ρη­σε ἀ­πό τό Ὄ­ρος μα­ζί μέ τούς μα­θη­τές του καί πῆ­γε στό κά­στρο πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Πέ­τρα, τοῦ ὁ­ποί­ου προ­έ­βλε­ψε τήν πυρ­κα­γιά, πού συ­νέ­βη με­τά ἀ­πό τρεῖς ἡ­μέ­ρες· καί ἀ­πό ἐ­κεῖ πῆ­γε στά Με­τέ­ω­ρα καί δι­ώρ­θω­σε τούς ἐ­κεῖ μο­να­χούς. Καί ἀ­πό ἐ­κεῖ προ­χώ­ρη­σε πρός ἕ­να Μοναστήρι τοῦ τι­μί­ου Προ­δρό­μου κον­τά στήν Ναύ­πα­κτο, πού βρι­σκό­ταν κον­τά στό χω­ριό, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Τρε­βέ­κι­στα, ἐ­πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο φαι­νό­ταν φῶς οὐ­ρά­νιο τρεῖς νύ­χτες, προ­τοῦ νά φθά­ση ἐ­κεῖ ὁ ὅ­σιος. Μο­λο­νό­τι ὅ­μως βρι­σκό­ταν μα­ζί μέ τούς πολ­λούς ὁ Ἅ­γιος, πά­λι δέν ἄ­φη­νε τήν συ­νη­θι­σμέ­νη του ἄ­σκη­σι καί ἐγ­κρά­τεια. Πλῆ­θος δέ πο­λύ τῶν Χρι­στια­νῶν ἔ­τρε­χε κον­τά του ἀ­πό ὅ­λα τά κον­τι­νά ἐ­κεῖ μέ­ρη, γιά νά ἀ­κού­σουν τήν ψυ­χω­φε­λῆ δι­δα­χή τοῦ Ἁ­γί­ου, στούς ὁ­ποί­ους καί πολ­λά θαύ­μα­τα ἐ­τέ­λε­σε ὁ ὅ­σιος· Δι­ό­τι κά­ποι­α δαι­μο­νι­σμέ­νη κό­ρη τήν ἐ­λευ­θέ­ρω­σε ἀ­πό τό δαι­μό­νιο· καί ἕ­να παι­δί πού, ἀ­πό δι­α­βο­λι­κή συ­νέρ­γεια, ἔ­τρω­γε κάρ­βου­να ἀν­τί γιά φα­γη­τό, κά­νον­τας τό ση­μεῖ­ο τοῦ τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, τό λύ­τρω­σε ἀ­πό αὐ­τήν τήν τα­λαι­πω­ρί­α· καί κά­ποι­ον μά­γο Χρι­στια­νό ἔ­κα­νε νά δαι­μο­νι­σθῆ, δι­ό­τι δέν ἤ­θε­λε νά ὁ­μο­λο­γή­ση τίς μα­γεῖ­ες, πού ἔ­κα­μνε· καί ἕ­να μου­λά­ρι, τό ὁ­ποῖ­ο σύγ­χι­ζε τούς ἀ­δελ­φούς μέ τίς φω­νές του, τό ἐ­πέ­πλη­ξε ὁ ὅ­σιος καί μέ­χρι τόν θά­να­τό του πλέ­ον δέν φώ­να­ξε. Καί ἄλ­λα πάμ­πολ­λα θαύ­μα­τα ἔ­κα­νε ὅ­σο βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ.                                                                                                              

Ἐ­πει­δή λοι­πόν τέ­τοι­α θαύ­μα­τα ἔ­κα­μνε ὁ Ἅ­γιος καί τά πλή­θη ἔ­τρε­χαν ἀ­πό παν­τοῦ, ὁ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας τῆς Ἄρ­της Ἀ­κά­κιος, ἐ­πει­δή εἶ­χε κά­νει ὡ­ρι­σμέ­νες πα­ρα­νο­μί­ες καί φο­βό­ταν, μή­πως φα­νε­ρω­θοῦν αὐ­τές ἀ­πό τόν Ἅ­γιο, καί ἐ­πει­δή ταυ­τό­χρο­να εἶ­χε δι­α­φθα­ρῆ στό νοῦ ἀ­πό κά­ποι­ους ψευ­δο­μο­να­χούς, πού φθο­νοῦ­σαν τόν ὅ­σιο, πῆ­γε (ἀλ­λοί­μο­νο) ὁ ἄ­θλιος καί πρό­δω­σε τόν Ἅ­γιο στούς ἄρ­χον­τες τοῦ τό­που κα­τη­γο­ρῶν­τας τον, ὅ­τι συγ­κεν­τρώ­νει πλῆ­θος ἀ­πό τήν  ξη­ρά καί τήν θά­λασ­σα καί δέν ξέ­ρει τί θέ­λει νά κά­νη. Αὐ­τοί, μό­λις τά ἄ­κου­σαν αὐ­τά, τα­ρά­χθη­καν, ὁ­πό­τε τά γρά­φουν στόν Μπέ­η τῶν Τρι­κά­λων. Αὐ­τός, μό­λις τά ἔ­μα­θε αὐ­τά, θύ­μω­σε καί ἀ­μέ­σως στέλ­νει δε­κα­ο­κτώ στρα­τι­ῶ­τες ὁ­πλι­σμέ­νους, γιά νά φέ­ρουν δε­μέ­νο τόν ὅ­σιο· ὁ Ἅ­γιος ὅ­μως ἀ­πό θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψι τά προ­εῖ­δε αὐ­τά καί τά προ­εῖ­πε στούς μα­θη­τές του· καί τούς συμ­βού­λευ­ε ὅ­λη τήν νύ­κτα καί πρό­στα­ξε νά γί­νη ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α συν­το­μώ­τε­ρα, (ἐ­πει­δή ἦ­ταν Κυ­ρια­κή)· προ­τοῦ νά τε­λει­ώ­ση, νά καί ἔ­φθα­σαν οἱ ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι Ἀ­γα­ρη­νοί, σάν ἄ­γρια θη­ρί­α· καί οἱ μέν μα­θη­τές του, μό­λις τούς εἶ­δαν φο­βή­θη­καν πο­λύ, ὁ Ἅ­γιος ὅ­μως τούς ρώ­τη­σε· «Ποι­όν ζη­τᾶ­τε»; Αὐ­τοί εἶ­παν· «Τόν Ἀβ­βᾶ». Καί αὐ­τός τούς λέ­ει, “ἐ­γώ εἶ­μαι”. Βλέ­πον­τας λοι­πόν ἐ­κεῖ­νοι τήν τόλ­μη τοῦ Ἁ­γί­ου τόν σε­βά­σθη­καν καί μέ εἰ­ρη­νι­κά λό­για τοῦ εἶ­παν τήν προ­στα­γή τοῦ Μπέ­η. Ὁ δέ Ἅ­γιος, ἀ­φοῦ φι­λό­ξε­να τούς φί­λε­ψε, πῆ­γε μα­ζί μέ αὐ­τούς στόν Μπέ­η μα­ζί μέ τούς δύ­ο του μα­θη­τές. Ὁ δέ Μπέ­ης, ἀ­φοῦ ἐ­ξέ­τα­σε πο­λύ τόν ὅ­σιο, πό­τε μέ λό­για εἰ­ρη­νι­κά καί πό­τε μέ βα­σα­νι­στή­ρια, ἄν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά αὐ­τά πού λέ­γον­ταν ἐ­ναν­τί­ον του, καί ἀ­φοῦ τά βρῆ­κε ψευ­δῆ, τόν ἔ­βα­λε στήν φυ­λα­κή γιά σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες, ἕ­ως ὅ­του νά ἔλ­θη ἡ ἀ­πό­φα­σις τοῦ Βα­σι­λιᾶ. Δύ­ο ὅ­μως ἀ­πό τούς μα­θη­τές του, ὁ πα­πᾶ Θε­ω­νᾶς (ὁ ὁ­ποῖ­ος πρω­τύ­τε­ρα ἀ­σκή­τευ­ε στήν μο­νή τοῦ Παν­το­κρά­το­ρα καί ὕ­στε­ρα ἔ­γι­νε μα­θη­τής τοῦ Ἁ­γί­ου), καί ὁ Μαρ­κια­νός, τόν ρώ­τη­σαν, τί πρό­κει­ται νά γί­νη τό Μοναστήρι καί οἱ ἀ­δελ­φοί με­τά τόν θά­να­τό του; Καί αὐ­τός τούς ἀ­πο­κρί­θη­κε αἰ­νιγ­μα­τι­κά, ὅ­τι, ὅ­ταν ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦ­με ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ Βα­σι­λιᾶ, πρό­κει­ται νά πᾶ­με στόν Πα­τριά­ρχη (δη­λα­δή στόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό) ἔ­πει­τα στήν με­γά­λη Βλα­χί­α, (δη­λα­δή στόν Πα­ρά­δει­σο) καί ἀ­πό ἐ­κεῖ ἐ­μεῖς θά ἔλ­θου­με ἀ­πό πά­νω καί ἐ­σεῖς ἀ­πό κά­τω καί μα­ζί θά συγ­κεν­τρω­θοῦ­με κον­τά στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί ἐ­κεῖ θά β­ρε­θῆ Μοναστήρι (τό ὁ­ποῖ­ο ἤ­δη ὀ­νο­μά­ζε­ται τῆς Ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας καί βρί­σκε­ται στήν Γα­λά­τι­στα), γιά νά κα­τοι­κή­σου­με, καί ἔ­τσι θά μεί­νου­με ἀ­χώ­ρι­στοι στόν πα­ρόν­τα αἰ­ῶ­να καί στόν μέλ­λον­τα· (δι­ό­τι ἐ­κεῖ βρί­σκον­ται ἤ­δη τά λεί­ψα­να καί τοῦ Ὁ­σί­ου καί τῶν δύ­ο μα­θη­τῶν του, πού μαρ­τύ­ρη­σαν μα­ζί μέ αὐ­τόν καί ὁ­λόκλη­ρο τό ἱ­ε­ρό λεί­ψα­νο τοῦ Ἁ­γί­ου Θε­ω­νᾶ, πού ἐ­χρη­μά­τη­σε ἡ­γού­με­νος τῆς ἴ­διας μο­νῆς καί Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης). Ἔ­γρα­ψε ἀ­κό­μη καί ἐ­πι­στο­λή ὁ ὅ­σιος ἀ­πό τήν φυ­λα­κή πρός τούς ἀ­δελ­φούς, πού βρί­σκον­ταν στό Μοναστήρι στήν Τρε­βέ­κι­στα, συμ­βου­λευ­τι­κή γιά τά πρέ­πον­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α κα­τέ­στη­σε σέ αὐ­τούς Ἡ­γού­με­νο τόν πα­πα Θε­ω­νᾶ καί τούς πα­ρήγ­γει­λε νά τοῦ ὑ­πο­τάσ­σων­ται, ὅ­πως καί σ’ αὐ­τόν καί νά τούς τε­λέ­σουν με­τά θά­να­το τό σα­ραν­τα­λεί­τουρ­γό τους. Αὐ­τοί δέ πού εἶ­χαν ἀ­πο­στα­λῆ ἀ­πό τόν Βα­σι­λιά, τόν ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νο Σε­λή­μη, πῆ­ραν τόν Ἅ­γιο μέ τόν δι­ά­κο­νο Ἰ­ά­κω­βο καί τόν Δι­ο­νύ­σιο τούς μα­θη­τές του σι­δη­ρο­δέ­σμιους καί τούς πῆ­γαν στήν Ἀν­δρι­α­νού­πο­λη καί, ἐ­πει­δή δέν βρῆ­καν τόν Βα­σι­λιά ἐ­κεῖ, τούς με­τέ­φε­ραν στό Δι­μό­τοι­χο, ὅ­που ἦ­ταν τό­τε ὁ Βα­σι­λιάς. Ὁ Βα­σι­λιάς λοι­πόν βλέ­πον­τας μέ ἄ­γριο βλέμ­μα τόν Ἅ­γιο τοῦ λέ­ει· «Τί εἶ­ναι αὐ­τά πού ἄ­κου­σα γιά σέ­να; Καί γιά ποι­ά αἰ­τί­α συγ­κέν­τρω­νες τά πλή­θη τῶν Χρι­στια­νῶν κον­τά σου; Μή­πως ἤ­σουν ἐ­σύ ἄρ­χον­τας»; Ὁ Ἅ­γιος ἀ­πο­κρί­θη­κε: «Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ ἄρ­χον­τας, πού κυ­ρι­εύ­εις τόν Κό­σμο αὐ­τόν· σ’ ἐ­μέ­να ὅ­μως δό­θη­κε ἄλ­λη ἐ­ξου­σί­α καί κρί­σις ἀ­πό τόν Θε­ό». Καί ὁ Βα­σι­λιάς τοῦ λέ­ει· «Καί ποι­ά κρί­σις σοῦ δό­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό»; Ὁ Ἅ­γιος ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Τό νά δι­δά­σκω τόν νό­μο τοῦ Θε­οῦ στούς ὁ­μο­πί­στους μου Χρι­στια­νούς, γιά νά κά­νουν τίς ἐν­το­λές του καί μήν ἐ­πι­χει­ροῦν κα­νέ­να κα­κό». Ὁ δέ Βα­σι­λιάς τοῦ λέ­ει μέ θυ­μό· «Ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε, πές τήν ἀ­λή­θεια σέ ἐ­κεῖ­να πού σέ ρω­τῶ καί μή κρύ­βης ἐ­κεῖ­να πού ἐ­γώ ἔ­μα­θα ἀ­πό τούς ὁ­μο­πί­στους μου». Ὁ δέ Ὅ­σιος ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Ἡ ἀ­λή­θεια πού ζη­τᾶς Βα­σι­λιά, αὐ­τή εἶ­ναι πού σοῦ εἶ­πα, καί ἄν δέν πι­στεύ­ης, στό χέ­ρι σου εἶ­μαι, κά­νε ὅ,τι θέ­λεις». Τό­τε προ­στά­ζει ὁ Βα­σι­λιάς νά δεί­ρουν μέ βού­νευ­ρα τόν Ἅ­γιο μα­ζί καί τούς μα­θη­τές του· ὁ δέ Ἅ­γιος ὑ­πέ­φε­ρε μέ γεν­ναι­ό­τη­τα, σάν νά ἔ­πα­σχε ἄλ­λος, καί χω­ρίς νά μι­λή­ση κα­θό­λου· καί ἔ­τσι δι­έ­τα­ξε καί τούς ἔ­βα­λαν στήν φυ­λα­κή.

Τήν ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα πά­λι τούς ἔ­φε­ρε ὁ Βα­σι­λιάς μπρο­στά του καί τούς ἔ­βα­λε μαγ­κά­νι στήν κε­φα­λή, καί ὁ μέν Ἅ­γιος ἀ­πό τό βα­σα­νι­στή­ριο αὐ­τό δέν ἔ­πα­θε κα­νέ­να κα­κό, τοῦ δι­α­κό­νου Ἰ­α­κώ­βου ὅ­μως τοῦ βγῆ­κε τό μά­τι· βλέ­πον­τας ὁ Βα­σι­λιάς, ὅ­τι ἦ­ταν ὄ­μορ­φος στό πρό­σω­πο, τόν ἀ­νάγ­κα­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τούς ἄλ­λους νά ἀρ­νη­θῆ τόν Χρι­στό. Ἔ­πει­τα ἔ­στει­λε τούς Ἁ­γί­ους δε­μέ­νους στήν Ἀν­δρι­α­νού­πο­λι, ὅ­που ἦ­ταν οἱ πα­σά­δες του, δι­α­τά­ζον­τας νά τούς φυ­λάγουν μέ­χρι τήν δεύ­τε­ρη ἐ­ξέ­τα­σι. Καί με­τά ἀ­πό λί­γο ἦλ­θε ἐ­κεῖ ὁ Βα­σι­λιάς. Οἱ δέ πα­σά­δες τοῦ εἶ­παν, ὅ­τι δέν εἶ­ναι ἄ­ξιος θα­νά­του ὁ ἄν­θρω­πος, ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­πει­δή ἔ­χει καί προ­φη­τι­κό χά­ρι­σμα καί προ­λέ­γει στούς ἀν­θρώ­πους τά μέλ­λον­τα. Ὁ Βα­σι­λιάς, μό­λις τά ἄ­κου­σε αὐ­τά, χά­ρη­κε. Γι’ αὐ­τό, ἀ­φοῦ προ­σκά­λε­σε τόν Ὅ­σιο, τόν ρω­τοῦ­σε, πό­σα χρό­νια πρό­κει­ται νά ζή­ση. Ὁ ὅ­σιος τοῦ εἶ­πε, ὅ­τι ἐν­νέ­α μῆ­νες ἔ­χει ζω­ή. Ὁ  Βα­σι­λιάς ὅ­μως ἀν­τα­πάν­τη­σε· «Δέν γνω­ρί­ζεις τί λές, ἐ­γώ θά κυ­ρι­εύ­σω τήν Ρό­δο»· καί ὁ Ὅ­σιος· «Ἐ­σύ θά πε­θά­νης καί γιά τήν Ρό­δο τί σέ μέλ­λει»; Καί βγῆ­κε ἡ προ­φη­τεί­α τοῦ Ὁ­σί­ου ἀ­λη­θι­νή ἀρ­γό­τε­ρα. Ἀλ­λά ὁ Βα­σι­λιάς, ἐ­πει­δή θύ­μω­σε γι’ αὐ­τόν τόν λό­γο, πρό­στα­ξε καί ἔ­βα­λαν τόν Ὅ­σιο στήν φυ­λα­κή, καί σκε­φτό­ταν μέ ποι­όν τρό­πο εὔ­λο­γο νά τόν θα­να­τώ­ση, ἐ­πει­δή ντρε­πό­ταν νά τόν φο­νεύ­ση χω­ρίς εὔ­λο­γη αἰ­τί­α, δι­ό­τι δέν ἦ­ταν ἄ­ξιος θα­νά­του.

Ἔ­στει­λε λοι­πόν ἕ­ναν πα­σᾶ νά ρω­τή­ση τόν Ἅ­γιο στήν φυ­λα­κή σχε­τι­κά μέ τόν Χρι­στό καί τόν Μω­ά­μεθ. Καί εἶ­πε ὁ πα­σᾶς πρός τόν ὅ­σιο: «Ἀβ­βᾶ, πῶς ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι ἐ­σύ τόν Χρι­στό»; Ὁ δέ Ἅ­γιος ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Ὡς τέ­λει­ο Θε­ό καί τέ­λει­ο ἄν­θρω­πο»· καί ἀρ­χί­ζον­τας τοῦ δι­η­γή­θη­κε ὅ­λη τήν ἔν­σαρ­κη οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Τοῦ λέ­ει πά­λι· «Πῶς ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι τό­τε τόν δι­κό μας προ­φή­τη»; Ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Μάρ­τυ­ρας· «Αὐ­τός δέν εἶ­ναι προ­φή­της, ἀλ­λά πο­λέ­μιος τοῦ Χρι­στοῦ τοῦ Θε­οῦ μας καί τῆς πί­στε­ώς μας· καί ἄλ­λος ἄν­θρω­πος δέν τόν λύ­πη­σε τό­σο, ὅ­σο αὐ­τός, καί ὅ­ποι­ος ἐλ­πί­ζει σ’ αὐ­τόν καί τόν θε­ω­ρεῖ προ­φή­τη, ἐ­κεῖ­νος δέν ἔ­χει ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας». Μό­λις τά ἄ­κου­σε αὐ­τά ὁ πα­σᾶς, τά δι­η­γή­θη­κε στόν Βα­σι­λιά. Ἐ­κεῖ­νος δέ ἐ­πει­δή θύ­μω­σε, ἔ­στει­λε ἀ­μέ­σως στήν φυ­λα­κή στρα­τι­ῶ­τες φο­νιά­δες καί ἀ­πάν­θρω­πους καί τούς ἔ­τα­ξε, ὅ­τι, ἐ­άν κα­τα­πεί­σουν τούς ὁ­σί­ους νά ἀρ­νη­θοῦν τόν Χρι­στό, θά τούς δώ­ση με­γά­λες τι­μές. Ἐ­κεῖ­νοι, ἀ­φοῦ πῆ­γαν, προ­σπα­θοῦ­σαν μέ κά­θε τέ­χνα­σμα νά φέ­ρουν τούς Ἁ­γί­ους στήν θρη­σκεί­α τους· οἱ Ἅ­γιοι ὅ­μως καί οἱ τρεῖς μέ μί­α φω­νή φώ­να­ξαν· «Πο­τέ νά μή συμ­βῆ νά ἀρ­νη­θοῦ­με τόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ἀ­κό­μη καί ἄν μᾶς παι­δεύ­σε­τε μέ μύ­ρια βα­σα­νι­στή­ρια». Αὐ­τοί λοι­πόν, μό­λις τά ἄ­κου­σαν αὐ­τά τά ἀ­νήγ­γει­λαν στόν Βα­σι­λιά. Τό­τε ὁ Βα­σι­λιάς προ­στά­ζει τούς στρα­τι­ῶ­τες νά φέ­ρουν τούς Ἁ­γί­ους μπρο­στά του καί ἄλ­λοι ἀ­πό αὐ­τούς νά τούς ξύ­νουν μέ σι­δερέ­νια νύ­χια, ἄλ­λοι νά τούς χτυ­ποῦν στά σα­γό­νια τους καί ἄλ­λοι νά κρα­τοῦν κρέ­ας καί νά τούς ἀ­ναγ­κά­ζουν νά φᾶ­νε (ἐ­πει­δή ἤ­ξε­ραν, ὅ­τι οἱ μο­να­χοί κρέ­ας δέν τρῶ­νε). Ὅ­ταν λοι­πόν τά ἔ­κα­ναν αὐ­τά οἱ στρα­τι­ῶ­τες, τό­σο τούς βα­σά­νι­σαν, ὥ­στε ἡ γῆ κοκ­κί­νι­σε ἀ­πό τό αἷ­μα τους πού χύ­θη­κε, ἐ­νῶ οἱ ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρες ὑ­πέ­φε­ραν μέ γεν­ναι­ό­τη­τα τά βα­σα­νι­στή­ρια. Ἔ­πει­τα μέ προ­στα­γή τοῦ Βα­σι­λιᾶ ρί­χνον­ται πά­λι στήν φυ­λα­κή· καί με­τά ἀ­πό τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα τούς πα­ρου­σιά­ζει πά­λι ὁ Βα­σι­λιάς μπρο­στά του καί δι­α­τά­ζει τούς στρα­τι­ῶ­τες νά βγά­λουν λω­ρί­δες ἀ­πό τά στή­θη ἕ­ως τίς πλά­τες καί τούς νε­φρούς τοῦ Ἁ­γί­ου Γέ­ρον­τα καί νά βάλ­λουν ἁ­λά­τι μέ ξύ­δι στίς πλη­γές του, ἐ­νῶ τούς μα­θη­τές του νά τούς δεί­ρουν γιά πολ­λή ὥ­ρα μέ βού­νευ­ρα (βούρ­δουλ­α) καί πά­λι νά τούς βάλ­λουν στήν φυ­λα­κή. Ἔ­πει­τα φέρ­νον­τάς τους μπρο­στά του καί βλέ­πον­τάς τους πώς τόν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν καί θε­ω­ροῦ­σαν τά βα­σα­νι­στή­ρια πού τούς κά­νει ὡς τρο­φή καί ξε­φάν­τω­μα, δι­α­τά­ζει νά ξύ­νουν τά πό­δια τους μέ σι­δε­ρέ­νια νύ­χια καί τά πλευ­ρά τους νά τά κα­τα­κά­ψουν μέ φω­τιά καί με­τά ἀ­πό αὐ­τά δι­α­τά­ζει πά­λι νά τρί­βουν χω­ρίς ἔ­λε­ος τά πλευ­ρά τους μέ σκλη­ρά πα­νιά καί μέ ἁ­λά­τι. Μέ τέ­τοι­α λοι­πόν καί ἄλ­λα βα­σα­νι­στή­ρια τι­μω­ρού­με­νοι οἱ Ἅ­γιοι γιά δέ­κα ἑ­πτά ἡ­μέ­ρες, τέ­λος πάν­των κα­τα­δι­κά­σθη­καν νά κρε­μα­σθοῦν. Ὁ μέν Ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος λοι­πόν πῆ­γε περ­πα­τῶν­τας μέ­χρι τόν τό­πο τῆς κα­τα­δί­κης μέ θαυ­μα­σμό καί ἔκ­στα­σι αὐ­τῶν πού τόν ἔ­βλε­παν, ἐ­πει­δή τά πό­δια του ἦ­ταν μό­νο κόκ­κα­λα γυ­μνά ἀ­πό κρέ­ας. Οἱ δέ δύ­ο μα­θη­τές του με­τα­φέρ­θη­καν βα­στα­ζό­με­νοι. Ὅ­ταν δέ ἔ­φθα­σαν ἐ­κεῖ, ζή­τη­σε ὁ ὅ­σιος ὥ­ρα, γιά νά προ­σευ­χη­θοῦν. Καί ἀ­φοῦ ἔ­λα­βε τήν ἄ­δεια, τόν μέν δι­ά­κο­νο Ἰ­ά­κω­βο τόν ἔ­στη­σε στά δε­ξιά του, ἐ­νῶ τόν Δι­ο­νύ­σιο στά ἀ­ρι­στε­ρά καί τούς λέ­ει: «Παι­διά μου, και­ρός εἶ­ναι νά πᾶ­με στόν πο­θού­με­νο Χρι­στό, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο καί ὑ­πο­μεί­να­με τά βα­σα­νι­στή­ρια. Γι’ αὐ­τό ἄς τόν πα­ρα­κα­λέ­σου­με γιά ὅ­λο τόν Κό­σμο καί γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί ἄς τόν εὐ­χα­ρι­στή­σου­με πού μᾶς ἐ­λευ­θέ­ρω­σε ἀ­πό τόν μά­ται­ο Κό­σμο καί μᾶς ἀ­ξί­ω­σε νά γί­νου­με κλη­ρο­νό­μοι τῆς αἰ­ώ­νιας Βα­σι­λεί­ας του. Καί ἀ­φοῦ ἔ­πε­σαν μπρού­μη­τα στήν γῆ προ­σκύ­νη­σαν τρεῖς φο­ρές τόν Θε­ό. Ἔ­πει­τα βγά­ζει ὁ Ἅ­γιος τρεῖς με­ρί­δες Ἁ­γί­ου Ἄρ­του ἀ­πό τόν κόρ­φο του καί ἔ­δω­σε τίς δύ­ο στούς μα­θη­τές του, καί τήν τρί­τη με­τέ­λα­βε Αὐ­τός· καί, ἀ­φοῦ ὕ­ψω­σε τά χέ­ρια καί τά μά­τια στόν οὐ­ρα­νό, εἶ­πε μέ με­γά­λη φω­νή· «Κύ­ρι­ε στά χέ­ρια σου πα­ρα­δί­νω τό Πνεῦ­μα μου», καί μέ χα­ρού­με­νο πρό­σω­πο πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του καί πέ­θα­νε. Μό­λις τό εἶ­δαν οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἐ­ξε­πλά­γη­σαν καί τό ἀ­νήγ­γει­λαν στόν Βα­σι­λιά, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρό­στα­ξε, ἄν καί νε­κρό τό σῶ­μα, νά τό κρε­μά­σουν, καί, ἀ­πό τά δε­ξιά καί ἀ­πό τά ἀ­ρι­στε­ρά, νά κρε­μά­σουν τούς μα­θη­τές του. Καί ἔ­τσι ἐ­τε­λει­ώ­θη­σαν οἱ καλ­λί­νι­κοι καί ἔ­λα­βαν τόν στέ­φα­νο τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου, τά δέ τί­μιά τους λεί­ψα­να τά ἀ­γό­ρα­σαν κά­ποι­οι Χρι­στια­νοί καί τά  με­τέ­φε­ραν τρί­α μί­λια ἔ­ξω ἀ­πό τήν πα­τρί­δα τους, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Ἀλ­βα­νι­το­χώ­ρι καί τά το­πο­θέ­τη­σαν σέ τρί­α χω­ρι­στά μνη­μεῖ­α. Καί κά­θε Κυ­ρια­κή καί ἑ­ορ­τή φαι­νό­ταν φῶς οὐ­ρά­νιο ἐ­πά­νω ἀ­πό τά μνη­μεῖ­α, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­βλε­παν ὅ­λοι ὅ­σοι κα­τοι­κοῦ­σαν ἐ­κεῖ.

 Με­τά δέ τήν τε­λεί­ω­σι τῶν Ἁ­γί­ων, ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­πό τήν Ἄρ­τα,  πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Νι­κό­λα­ος, πού εἶ­χε ἀ­δελ­φό πού κα­τοι­κοῦ­σε στόν πο­τα­μό Δού­να­βη, πῆ­γε, γιά νά τόν ἰ­δῆ. Καί κα­θώς ἐρ­χό­ταν πρός τήν Ἀν­δρι­α­νού­πο­λι, ἀρ­ρώ­στη­σε τό ἄ­λο­γό του καί δέν μπο­ροῦ­σε νά περ­πα­τή­ση. Γι’ αὐ­τό, ἐ­πει­δή στε­νο­χω­ρή­θη­κε ἀ­πό τήν ἀ­νάγ­κη, θυ­μή­θη­κε τόν Ἅ­γιο Ἰ­ά­κω­βο καί λέ­ει· «Ἅ­γι­ε ὁ­σι­ο­μάρ­τυς τοῦ Χρι­στοῦ Ἰ­ά­κω­βε, βο­ή­θη­σέ με τόν ξέ­νο καί ὁ­δοι­πό­ρο αὐ­τή τήν ὥ­ρα», καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, ἀ­μέ­σως γι­α­τρεύ­θη­κε τό ἄ­λο­γό του. Πῆ­γε λοι­πόν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας βι­α­στι­κά στόν τό­πο πού ἦ­ταν θαμ­μέ­να τά λεί­ψα­να τῶν ὁ­σί­ων Μαρ­τύ­ρων καί δι­η­γή­θη­κε στούς ντό­πιους το θαῦ­μα. Καί ἔ­τσι τούς πα­ρα­κά­λε­σε πο­λύ καί ­πῆ­γαν ὅ­λοι μα­ζί καί ἄ­νοι­ξαν τό μνῆ­μα τοῦ Ὁ­σί­ου. Καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, τό βρῆ­καν γε­μᾶ­το ἀ­πό γλυ­κύ­τα­τη καί ἀ­νεί­πω­τη εὐ­ω­δί­α. Ἔ­λα­βε λοι­πόν ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας τήν Κά­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου καί με­ρι­κά λεί­ψα­να, ἔ­δω­σε καί στούς ντό­πιους με­ρι­κά καί ἔ­τσι ἀ­νε­χώ­ρη­σε μέ χα­ρά καί ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά βρῆ τούς μα­θη­τές τοῦ Ἁ­γί­ου. Καί (ἐ­πει­δή εἶ­χαν προ­λά­βει καί ἀ­νε­χώ­ρη­σαν ἀ­πό τό Μοναστήρι τῆς Τρε­βέ­κι­στας καί πῆ­γαν καί κα­τοί­κη­σαν στό Ἅ­γιο Ὄ­ρος στό Μοναστήρι τῆς Σι­μω­νό­πε­τρας), ὅ­ταν στα­μά­τη­σε κα­τά τύ­χη στό με­τό­χι τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου, πού βρί­σκε­ται στό Ρου­φά­νι, ἔ­μα­θε ἀ­πό τούς Δι­ο­νυ­σιά­τες, ὅ­τι ἐ­κεῖ κον­τά τους κα­τοι­κοῦν οἱ μα­θη­τές τοῦ Ἁ­γί­ου καί χά­ρη­κε πο­λύ. Δι­η­γή­θη­κε δέ σ’ αὐ­τούς τό θαῦ­μα πού ἔ­κα­νε ὁ Ἅ­γιος στό ἄ­λο­γό του καί ὅ­τι ἔ­χει μέ­ρος ἀ­πό τά λεί­ψα­νά του. Μό­λις τά ἄ­κου­σε αὐ­τά ὁ οἰ­κο­νό­μος τοῦ με­το­χί­ου Νε­ό­φυ­τος καί κα­θώς εἶ­χε πρό­βλη­μα στό ἕ­να του μά­τι, πλη­σι­ά­ζον­τας στά  ἅ­για λεί­ψα­να ἐ­πι­κα­λέ­σθη­κε τόν ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρα καί ἀ­μέ­σως γι­α­τρεύ­θη­κε. Τό­τε συ­νώ­δευ­σε τόν ἱ­ε­ρέ­α καί ἦλ­θαν στό Ὄ­ρος καί βρῆ­καν τούς μα­θη­τές τοῦ Ἁ­γί­ου, οἱ ὁ­ποῖ­οι, μό­λις εἶ­δαν τά Ἅ­για λεί­ψα­να, τά ἀ­σπά­ζον­ταν, χαί­ρον­ταν καί εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν τόν Κύ­ριο. Ἔ­πει­τα ἔ­στει­λε τόν ἱ­ε­ρέ­α μέ ἕ­ναν Μο­να­χό, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Θε­ό­φι­λος, καί με­τέ­φε­ραν τά ὑ­πό­λοι­πα λεί­ψα­να τοῦ Ὁ­σί­ου καί τῶν μα­θη­τῶν του, πού εὐ­ω­δί­α­ζαν καί αὐ­τά.

Ἐ­κεῖ ὅ­μως ἔ­γι­νε καί ἄλ­λο θαῦ­μα ἀ­πό τά θεῖ­α λεί­ψα­να. Δι­ό­τι ἑ­νός ἱ­ε­ρέ­ως πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Κάλ­λι­στος, δέν ξέ­ρω πῶς, γύ­ρι­σε τό μά­τι του καί τό στό­μα του σέ ἄλ­λο μέ­ρος τοῦ προ­σώ­που. Γι’ αὐ­τό, ἀ­μέ­σως μό­λις προ­σῆλ­θε στά θεῖ­α λεί­ψα­να, γι­α­τρεύ­θη­κε δο­ξά­ζον­τας τόν Θε­ό καί τόν Ἅ­γιο, κη­ρύτ­τον­τας παν­τοῦ τό θαῦ­μα. Δέν πέ­ρα­σε πο­λύς και­ρός, καί οἱ μα­θη­τές τοῦ Ἁ­γί­ου καί ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἐλ­λεί­ψε­ως τῶν ἀ­ναγ­καί­ων καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐξ αἰ­τί­ας τῆς προ­φη­τεί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου, ἀ­νε­χώ­ρη­σαν ἀ­πό τήν Σι­μω­νό­πε­τρα καί παίρ­νον­τας τά Ἅ­για λεί­ψα­να πῆ­γαν κον­τά στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη στό χω­ριό Γα­λά­τι­στα καί, ἀ­φοῦ βρῆ­καν ἐ­κεῖ ἕ­να πα­λαι­ό μο­νύ­δριο τῆς Ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας τῆς Φαρ­μα­κο­λύ­τριας, τό ἀ­να­καί­νι­σαν καί κά­θι­σαν σ’ αὐ­τό· καί σέ λί­γο και­ρό, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς φή­μης τῶν Ἁ­γί­ων λει­ψά­νων, συγ­κεν­τρώ­θη­καν ἐ­κεῖ ἕ­ως ἑ­κα­τόν πενήντα ἀ­δελ­φοί καί ἔ­γι­ναν μο­να­χοί, μέ ἡ­γού­με­νό τους τόν πα­νο­σι­ώ­τα­το καί ἁ­γι­ώ­τα­το πα­πα Θε­ω­νᾶ (ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­γι­νε ἀρ­γό­τε­ρα Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Θεσ­σα­λο­νί­κης καί με­τά τό θά­να­τό του ἁ­γί­α­σε ὅ­πως προ­εί­πα­με). Ἕ­νας δέ Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Βαρ­λα­άμ, ἐ­πει­δή πα­ρά­κου­σε κά­πο­τε τόν κα­θη­γού­με­νο, δαι­μο­νί­σθη­κε τό­σο πο­λύ, ὥ­στε τόν τά­ρασ­σε τό δαι­μό­νιο, ἕ­ως καί τριά­ντα φο­ρές τό ἡ­με­ρό­νυ­χτιο. Ὁ δέ ἡ­γού­με­νος, ἀ­φοῦ τόν πό­τι­σε μέ τό ἀ­πό­νιμ­μα τῶν Ἁ­γί­ων λει­ψά­νων, τόν κα­τέ­στη­σε ὑ­γι­ῆ. Πα­ρο­μοί­ως καί ἑ­νός χω­ρι­κοῦ δοῦ­λος μι­σθω­τός πού δαι­μο­νί­σθη­κε καί ἤ­πι­ε ἀ­πό τό ἴ­διο ἀ­πό­νιμ­μα τῶν Ἁ­γί­ων λει­ψά­νων, ἀ­μέ­σως γι­α­τρεύ­θη­κε. Καί ὄ­χι μό­νο τά τί­μια λεί­ψα­να τοῦ Ἁ­γί­ου θαυ­μα­τουρ­γοῦ­ν, ἀλ­λά καί ὅ­ταν βάλ­λουν ἕ­να μέ­ρος ἀ­πό τό ἔν­δυ­μά του ἐ­πά­νω σέ γυ­ναῖ­κες, πού γεν­νοῦν δύ­σκο­λα, τίς κά­νει νά γεν­νοῦν τά βρέ­φη μέ εὐ­κο­λί­α. Ἀλ­λά καί ἕ­νας Θεσ­σα­λο­νι­κεύς, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Φί­λιπ­πος, ὅ­ταν κιν­δύ­νευ­ε μί­α φο­ρά στήν θά­λασ­σα, ἀ­μέ­σως μό­λις ἐ­πι­κα­λέ­σθη­κε τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἁ­γί­ου, λυ­τρώ­θη­κε ἀ­πό τόν κίν­δυ­νο. Αὐ­τός, πρός εὐ­χα­ρι­στί­α τῆς εὐ­-

 

ερ­γε­σί­ας ἔ­δι­νε στό Μοναστήρι τό ἀ­ναγ­καῖ­ο λά­δι γιά τά καν­τή­λια, ἕ­ως τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Αὐ­τός ὁ Φί­λιπ­πος ἔ­δω­σε κά­πο­τε σέ ἕ­ναν Τοῦρ­κο ἑ­πτα­κό­σια γρό­σια δα­νει­κά καί με­τά ἀ­πό και­ρό τά ζη­τοῦ­σε αὐ­τά ἀ­πό τόν Τοῦρ­κο· ἐ­κεῖ­νος ὄ­χι μό­νο τό ἀρ­νι­ό­ταν, ἀλ­λά ἐ­πι­πλέ­ον κα­τα­φε­ρό­ταν καί ἐ­ναν­τί­ον του. Ὁ Φί­λιπ­πος, ἀ­φοῦ ἐ­πι­κα­λέ­σθη­κε πρῶ­τα τόν Ἅ­γιο σέ βο­ή­θεια, πῆ­γε στόν χρε­ω­φει­λέ­τη καί ἐ­κεῖ­νος τόν δέ­χθη­κε μέ χα­ρά καί τοῦ ἔ­δω­σε τά χρε­ω­στού­με­να χρήματα. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ βί­ος καί τό Μαρ­τύ­ριο καί τά θαύμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Ἰ­α­κώ­βου, μέ τοῦ ὁ­ποί­ου τίς πρε­σβεῖ­ες καί αὐ­τῶν πού μαρ­τύ­ρη­σαν μα­ζί του, ἄς ἀ­ξι­ω­θοῦ­με καί ἐ­μεῖς τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀ­γα­θῶν τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ἀ­μήν[5].

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων Πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.



[1] Αὐτός ὁ Βίος του παρουσιάζεται συνεπτυγμένος ἀπό τόν ἐκτενῆ καί ἀναλυτικό Βίο τοῦ Ἁγίου.

[2] Αὐ­τός ὁ Ἅ­γιος Νή­φων ἀ­σκοῦ­σε προ­η­γου­μέ­νως τήν μο­να­χι­κή πο­λι­τεί­α στήν ἱ­ε­ρά μο­νή τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου, πού βρί­σκε­ται στό ὄ­ρος τοῦ Ἄ­θω, στήν ὁ­ποί­α ἔ­λαμ­πε ἀ­νά­με­σα στούς πα­τέ­ρες σέ ὅ­λες τίς ἀ­ρε­τές, ὡς ἄλ­λος ἥ­λιος ἀ­νά­με­σα στά ἄ­στρα. Ἀ­πό ἐ­κεῖ, ἐ­πει­δή ἀ­φοῦ προ­σκλή­θη­κε ἀ­πό τούς Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς ἤ γιά νά ποῦ­με καλ­λί­τε­ρα ἀ­πό τόν Θε­ό, γί­νε­ται Μη­τρο­πο­λί­της τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καί ἀ­πό ἐ­κεῖ προ­βι­βά­ζε­ται στόν οἰ­κου­με­νι­κό Θρό­νο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Ἔ­πει­τα ἐ­πι­στρέ­φει πά­λι, χω­ρίς νά τόν γνω­ρί­σουν, στήν ἴ­δια μο­νή τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου καί γί­νε­ται βορ­δου­νά­ρης, δη­λα­δή ἐ­πι­στά­της τῶν μου­λα­ρι­ῶν τῆς μο­νῆς. Ἀλ­λά ἀ­πό κά­ποι­α θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψι ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τούς πα­τέ­ρες καί μέ­νει στό ἑ­ξῆς στήν μο­νή μέ­χρι τέ­λους. Ὅ­ταν πέ­θα­νε καί τά­φη­κε καί ἔ­γι­νε ἡ ἀ­να­κο­μι­δή, βρέ­θη­κε γλυ­κύ­τα­τη καί ἀ­νεί­πω­τη εὐ­ω­δί­α νά ἀ­να­βλύ­ζη ἀ­πό τά Ἅ­για λεί­ψα­νά του, τά ὁ­ποῖ­α μέ­χρι καί σή­με­ρα βρί­σκον­ται στήν ἴ­δια μο­νή σέ ἀρ­γυ­ρο­θή­κη γε­μᾶ­τα ἀ­πό εὐ­ω­δί­α καί χα­ρί­ζουν τήν θε­ρα­πεί­α πολ­λῶν νο­ση­μά­των.

[3]      Ἐκεῖ τώρα εὑρίσκεται ἡ σκήτη τῶν Ἰβήρων, πού ὀνομάζεται σκήτη τοῦ τιμίου Προδρόμου.

[4]      Ἡ οὐγγιά περιέχει ὀκτώ δράμια.

[5] Σημείωσε ὅτι ὑπάρχει Ἀκολουθία τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου καί τῶν συμ-μαρτύρων του, ἡ ὁποία ψάλλεται κάθε χρόνο στήν ἱερά Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί στήν μονή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου καί βρίσκονται τά λείψανά τους.

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης