Τῷ αὐτῷ μηνί KB΄, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν καί Ἰσαποστόλου Ἀβερκίου, Ἐπισκόπου Ἱεραπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ.
Δούς Ἀβέρκιος χοῦν χοΐ θνητῶν νόμῳ,
Θεός Θεῷ πρόσεισι τῷ φύσει θέσει.
Εἰκάδι δευτερίῃ Ἀβέρκιος ὤχετο γαίης.
Αὐτός ἦταν Ἐπίσκοπος Ἱεραπόλεως Φρυγίας Σαλουταρίας, στά χρόνια Μάρκου Ἀντωνίνου, κατά τό ἔτος 186, ἐργαζόμενος πολλές θεραπεῖες καί θαύματα διάφορα, μερικά ἀπό τά ὁποῖα εἶναι καί τά ἀκόλουθα: Ὅταν κλήθηκε αὐτός νά πάη στήν Ρώμη, θεράπευσε τήν θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ, ἡ ὁποία τόν καιρό πού ἐπρόκειτο νά πανδρευθῆ, ἐνωχλήθηκε ἀπό πονηρό δαιμόνιο. Αὐτήν λοιπόν τήν ἀπελευθέρωσε ἀπό τό πάθος ὁ Ἅγιος καί ἔδιωξε τό δαιμόνιο μακριά στόν τόπο, πού κατοικοῦσε προηγουμένως, ἀφοῦ πρῶτα ἀναγκάσθηκε ἀπό τόν Ὅσιο νά ὁμολογήση τήν κακία του μπροστά σέ ὅλους. Ἀλλά, καί ὅταν πήγαινε στήν Ρώμη, τοποθετήθηκαν μαζί σέ ἕνα ἀγγεῖο κρασί καί λάδι. Καί μέ τήν πρσευχή τοῦ Ἁγίου διαφυλάχθηκαν αὐτά χωρίς νά ἀναμιχθοῦν καί ἔΒγαιναν ἀπό τό ἀγγεῖο χωριστά τό κάθε ἕνα.
Ὅταν πάλι ἐπρόκειτο νά ἐπιστρέψη ἀπό τήν Ρώμη, ἀνάγκασε ἕναν δαίμονα νά σηκώση μία πάρα πολύ μεγάλη πέτρα, τήν ὁποία κρατῶντάς την ὁ δαίμονας μπροστά σέ ὅλους, τήν πῆγε ἀπό τήν Ρώμη στήν Ἱεράπολι. Αὐτήν τήν πέτρα πρόσταξε ὁ Ἅγιος καί τήν ἔβαλαν ἐπάνω στόν τάφο του, ὡς μία νικητήρια στήλη. Ἀλλά καί θερμά νερά μέ τήν προσευχή του ὁ Ἅγιος αὐτός ἔκανε νά ἀναβλύσουν ἀπό τά βάθη τῆς γῆς. Καί ἄλλα πάρα πολλά θαύματα ἔκανε, κηρύττοντας ἀποστολικά σέ ὅλες τίς πόλεις τῆς Συρίας καί Μεσοποταμίας τήν εὐσεβῆ καί ὀρθόδοξη πίστι, συμφιλιώνοντας ἀκόμη τίς Ἐκκλησίες καί πόλεις ἐκεῖνες, πού εἶχαν διχόνοιες μεταξύ τους. Γι’ αὐτό καί ὠνομάσθηκε ἀπό ὅλους καί ἰσαπόστολος, διότι καί αὐτός περιτριγύρισε πολλή γῆ καί θάλασσα, ὅπως καί οἱ κορυφαῖοι τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολοι. Πῆγε ἀκόμη ὁ ἅγιος καί στήν Λυκαονία καί Πισσιδία καί στήν ἐπαρχία τῶν Φρυγῶν καί γέμισε ὅλες αὐτές τίς πόλεις ἀπό τά ὀρθά δόγματα τῆς εὐσέβειας. Ἄφησε ἀκόμη καί στήν Ἐκκλησία του Ἱεράπολι ἕνα βιβλίο, γεμᾶτο ἀπό διδασκαλίες, τό ὁποῖο ἄριστα συνέγραψε ὁ ἴδιος. Ἀφοῦ λοιπόν ἔτσι ἔζησε ὁ ἀοίδιμος μέ ὁσιότητα καί δικαιοσύνη καί ἀφοῦ παντοῦ διέλαμψε μέ λόγια καί ἔργα καί θαύματα καί ἔφθασε στά ἑβδομῆντα δύο χρόνια, πρός Κύριο ἐξεδήμησε. (Τόν ἐκτενῆ Βίο του βλέπε στόν Παράδεισο. Ὁ δέ ἑλληνικός Βίος του σῴζεται στήν Λαύρα καί στήν τῶν Ἰβήρων, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Μάρκου Ἀντωνίνου»[1]).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀλεξάνδρου Ἐπισκόπου καί Ἡρακλείου, Ἄννης τε, Ἐλισάβετ, Θεοδότης καί Γλυκερίας.
Εἰς τόν Ἀλέξανδρον.
Τμηθείς ὁ σεπτός Ἀλέξανδρος αὐχένα,
Καί Μάρτυς ἐστίν οὐ θύτης Χριστοῦ μόνον.
Εἰς τήν Θεοδότην καί Γλυκερίαν.
Θεοδότην ἄγχουσι καί Γλυκερίαν,
Θεοῦ γλυκείας ἠγαπηκυίας δόσεις.
Εἰς τήν Ἄνναν καί Ἐλισάβετ.
Στῶμεν καλῶς καί δῶμεν αὐχένας ξίφει,
Ἀθληφόροι λέγουσιν ἀλλήλαις δύω.
Αὐτός ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Ἀλέξανδρος ἦταν Ἐπίσκοπος. Καί ἐπειδή μέ τήν διδασκαλία του ἐπέστρεφε στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ πολλούς εἰδωλολάτρες καί τούς βάπτιζε, γι’ αὐτό συνελήφθη ἀπό τόν ἡγεμόνα, ἀπό τόν ὁποῖο, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλές τιμωρίες, καταξεσχίσθηκε καί καταναγκάσθηκε νά θυσιάση στά εἴδωλα, ἀλλά δέν πείσθηκε. Ὁπότε ὁ στρατιώτης Ἡράκλειος, βλέποντας τήν γενναιότητα καί ὑπομονή του, πίστεψε στόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί, ἀφοῦ πρῶτα ὑπέστη πολλές τιμωρίες, στό τέλος ἀποκεφαλίσθηκε καί ἔλαβε ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο. Ἐπειδή ὅμως ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἔκανε ἕνα θαῦμα καί ἐπί πλέον διαφυλάχθηκε ὑγιής ἀπό τίς πληγές μέ τήν τοῦ Κυρίου χάρι καί βοήθεια, ἐξ αἰτίας αὐτῶν εἵλκυσε στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ τέσσερες γυναῖκες, τήν Θεοδότη, τήν Γλυκερία, τήν Ἄννα καί τήν Ἐλισάβετ, οἱ ὁποῖες, ἐπειδή ἔλεγξαν τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, γι’ αὐτό καί ἀποκεφαλίσθηκαν. Τελευταῖα ἀπό ὅλους καί ὁ Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ κτυπήθηκε μέ μαχαίρι, τελειώθηκε καί ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο, δεχόμενος ἀπό αὐτόν τῆς νίκης τόν στέφανο.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζαχαρίας ἐν τῇ θαλάσσῃ τελειοῦται[2].
Θεῖόν γε κυβιστῆρα τόν Ζαχαρίαν,
Ἔνδον κυβιστήσαντα τοῦ βυθοῦ κάλει.
* Ὁ Ὅσιος Ροῦφος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται[3].
* Ἤδιστα Ροῦφος γῆς ἀπῆλθε καί βίου.
Ἠγεῖτο καί γάρ, καί βίον καί γῆν ὄναρ.
* O Ὅσιος Λώτ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται[4].
* Ὁ τῆς νέας Λώτ καί νέος Λώτ τόν τρόπον,
Τῷ Λώτ συνοικεῖ τῆς παλαιᾶς ἀξίως.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός , ἐλέησον ἡμᾶς.
[1] Σημείωσε, ὅτι περιττά γράφεται ἐδῶ στά Μηναῖα καί στόν τυπωμένο Συναξαριστή ἡ μνήμη καί τό Συναξάρι τῶν Ἁγίων ἑπτά Παίδων τῶν ἐν Ἐφέσῳ, διότι αὐτή ἑορτάζεται κατά τήν 4η τοῦ Αὐγούστου μηνός, ὅπου γράφεται καί τό Συναξάρι τους.
[2] Σημείωσε, ὅτι ὁ Ζαχαρίας αὐτός, ὅσο ἀπό τό δίστιχο, ἄλλος φαίνεται νά εἶναι ἀπό ἐκεῖνον πού ἑορτάζει κατά τήν 21η τοῦ παρόντος Ὀκτωβρίου συνώνυμό του Ζαχαρία. Ἀλλά καί αὐτός, Μάρτυρας μόνο ἐπιγράφεται, ἐνῷ ἐκεῖνος, Ὁσιομάρτυρας.
[3] Σημείωσε, ὅτι γι’ αὐτόν τόν Ὅσιο Ροῦφο γράφεται στόν Παράδεισο τῶν Πατέρων, ὅτι ρωτήθηκε ἀπό ἕναν· «Τί εἶναι ἡσυχία; καί ποιά ἡ ὠφέλειά της;» Ὁ Γέρων τοῦ ἀπάντησε. «Ἡσυχία εἶναι τό νά καθίση κανείς στό κελλί του μέ γνῶσι καί μέ φόβο Θεοῦ καί τό νά ἀπέχη ἀπό τήν μνησικακία καί ἀπό τήν ὑψηλοφροσύνη. Αὐτή ἡ ἡσυχία, πού εἶναι γεννήτρια ὅλων τῶν ἀρετῶν, φυλᾶ τόν Μοναχό ἀπό τά πυρωμένα βέλη τοῦ ἐχθροῦ καί δέν τόν ἀφήνει νά φθαρῆ ἀπό αὐτά. Ναι, ἀδελφέ, αὐτήν ἀπόκτησε μνημονεύοντας τήν ἔξοδο μέ τόν θάνατό σου». Εἶπε πάλι ὁ ἴδιος ὁ Ροῦφος, ὅτι αὐτός πού κάθεται στήν ὑποταγή τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, περισσότερο μισθό ἔχει ἀπό ἐκεῖνον πού κάθεται στήν ἔρημο καί ἡσυχάζει μόνος. Διότι διηγήθηκε ἕνας ἀπό τούς Πατέρες, ὅτι εἶδε τέσσερα τάγματα στόν οὐρανό. Τό πρῶτο τάγμα ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀσθενεῖ καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό. Τό δεύτερο τάγμα, ἦταν ἐκεῖνος πού δέχεται τούς ξένους καί στέκεται καί τούς ὑπηρετεῖ. Τό τρίτο τάγμα ἦταν ἐκεῖνος πού ἡσυχάζει στήν ἔρημο καί δέν βλέπει ἄνθρωπο. Καί τό τέταρτο ἦταν ἐκεῖνος πού βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ὑπακοή Γέροντα καί ὑποτάσσεται σ’ αὐτόν γιά τόν Θεό. Ὁ δέ ὑποτακτικός εἶχε δόξα μεγαλύτερη. Τότε ἐκεῖνος, πού ἔβλεπε αὐτήν τήν ὀπτασία, ρώτησε τόν Ἄγγελο πού τόν ὡδηγοῦσε, γιατί αὐτός εἶχε μεγαλύτερη δόξα ἀπό τούς ἄλλους; Καί ἀπάντησε ὁ Ἄγγελος, ὅτι οἱ ἄλλοι, δηλαδή αὐτός πού φιλοξενεῖ καί ἡσυχάζει, ἔχουν τό δικό τους θέλημα. Ἐνῷ αὐτός πού ὑποτάσσεται, ἀφήνει ὅλα τά δικά του θελήματα καί ἐξαρτᾶται ἀπό μόνο τό θέλημα τοῦ Γέροντά του.
[4] Γι’ αὐτόν τόν Ὅσιο Λώτ ἀναφέρεται στόν Παράδεισο τῶν Πατέρων, ὅτι εἶπε στόν Ἀββᾶ Ἰωσήφ τά ἑξῆς· «Ἀββᾶ, ἐγώ σύμφωνα μέ τήν δύναμί μου κάνω τήν λίγη μου προσευχή. Καί τήν λίγη μου νηστεία καί τήν μελέτη καί τήν ἡσυχία. Καί ὅσο μπορῶ φυλάω τόν νοῦ μου καθαρό ἀπό κακούς λογισμούς. Τί ἄλλο νά κάνω;» Τότε ὁ Ἰωσήφ σηκώθηκε ἐπάνω καί ἅπλωσε τά χέρια του στόν οὐρανό. Καί, ὤ τοῦ θαύματος!, τά δέκα δάκτυλα τῶν χεριῶν του, ἔγιναν σάν δέκα λαμπάδες ἀναμμένες, καί λέει στόν Λώτ· «Ἐάν θέλης, ἀγωνίσου, γιά νά γίνης ὅλος σάν φωτιά στήν προσευχή».