22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΒΕΡΚΙΟΥ

Τῷ αὐ­τῷ μη­νί KB΄, μνή­μη τοῦ Ὁ­σί­ου Πα­τρός ἡμῶν καί Ἰ­σα­πο­στό­λου  Ἀ­βερ­κί­ου, Ἐ­πι­σκό­που Ἱ­ε­ρα­πό­λε­ως τοῦ Θαυ­μα­τουρ­γοῦ.

 Δούς Ἀ­βέρ­κιος χοῦν χο­ΐ θνη­τῶν νό­μῳ,

Θε­ός Θε­ῷ πρό­σει­σι τῷ φύ­σει θέ­σει.

Εἰ­κά­δι δευ­τε­ρί­ῃ Ἀ­βέρ­κιος ὤ­χε­το γαί­ης.

  Αὐ­τός ἦ­ταν Ἐ­πί­σκο­πος Ἱ­ε­ρα­πό­λε­ως Φρυ­γί­ας Σα­λου­τα­ρί­ας, στά χρό­νια Μάρ­κου Ἀν­τω­νί­νου, κα­τά τό ἔ­τος 186, ἐρ­γα­ζό­με­νος πολ­λές θε­ρα­πεῖ­ες καί θαύ­μα­τα δι­ά­φο­ρα, με­ρι­κά ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι καί τά ἀ­κό­λου­θα: Ὅ­ταν κλή­θη­κε αὐ­τός νά πά­η στήν Ρώ­μη, θε­ρά­πευ­σε τήν θυ­γα­τέ­ρα τοῦ βα­σι­λιᾶ, ἡ ὁ­ποί­α τόν ­και­ρό πού ἐ­πρό­κει­το νά παν­δρευ­θῆ, ἐ­νωχλή­θη­κε ἀ­πό πο­νη­ρό δαι­μό­νιο. Αὐ­τήν λοιπόν τήν ἀπ­ε­λευ­θέ­ρω­σε ἀ­πό τό πά­θος ὁ Ἅ­γιος καί ἔ­δι­ω­ξε τό δαι­μό­νιο μα­κριά στόν τό­πο, πού κα­τοι­κοῦ­σε προ­η­γου­μέ­νως, ἀ­φοῦ πρῶ­τα ἀ­ναγ­κά­σθη­κε ἀ­πό τόν Ὅ­σιο νά ὁ­μο­λο­γή­ση τήν κα­κί­α του μπροστά σέ ὅ­λους. Ἀλ­λά, καί ὅ­ταν πή­γαι­νε στήν Ρώ­μη, το­πο­θε­τή­θη­καν μα­ζί σέ ἕ­να ἀγ­γεῖ­ο κρα­σί καί λά­δι. Καί μέ τήν πρσευ­χή τοῦ Ἁ­γί­ου δι­α­φυ­λά­χθη­καν αὐ­τά χω­ρίς νά ἀ­να­μι­χθοῦν καί ­ἔ­Βγαι­ναν ἀ­πό τό ἀγ­γεῖ­ο χω­ρι­στά τό κά­θε ἕ­να.

Ὅ­ταν πά­λι ἐ­πρό­κει­το νά ἐ­πι­στρέ­ψη ἀ­πό τήν Ρώ­μη, ἀ­νάγ­κα­σε ἕ­ναν δαί­μο­να νά ση­κώ­ση μί­α πά­ρα πο­λύ με­γά­λη πέ­τρα, τήν ὁ­ποί­α κρα­τῶντάς την ὁ δαί­μο­νας μπροστά σέ ὅ­λους, τήν πῆ­γε ἀ­πό τήν Ρώ­μη στήν Ἱ­ε­ρά­πο­λι. Αὐ­τήν τήν πέ­τρα πρό­στα­ξε ὁ Ἅ­γιος καί τήν ἔ­βα­λαν ἐ­πά­νω στόν τά­φο του, ὡς μί­α νι­κη­τή­ρια στή­λη. Ἀλ­λά καί θερ­μά νε­ρά μέ τήν προ­σευ­χή του ὁ Ἅ­γιος αὐ­τός ἔ­κα­νε νά ἀ­να­βλύ­σουν ἀ­πό τά βά­θη τῆς γῆς. Καί ἄλ­λα πά­ρα πολ­λά θαύ­μα­τα ἔ­κα­νε, κη­ρύτ­τον­τας ἀ­πο­στο­λι­κά σέ ὅ­λες τίς πό­λεις τῆς Συ­ρί­ας καί Με­σο­πο­τα­μί­ας τήν εὐ­σε­βῆ καί ὀρ­θό­δο­ξη πί­στι, συμ­φι­λι­ώ­νον­τας ἀ­κό­μη τίς Ἐκ­κλη­σί­ες καί πό­λεις ἐ­κεῖ­νες, πού εἶ­χαν δι­χό­νοι­ες με­τα­ξύ τους.  Γι’ αὐ­τό καί ὠ­νο­μά­σθη­κε ἀ­πό ὅ­λους καί ἰ­σα­πό­στο­λος, δι­ό­τι καί αὐ­τός πε­ρι­τρι­γύ­ρι­σε πολ­λή γῆ καί θά­λασ­σα, ὅ­πως καί οἱ κο­ρυ­φαῖ­οι τοῦ Χρι­στοῦ Ἀ­πό­στο­λοι. Πῆ­γε ἀ­κό­μη ὁ ἅ­γιος καί στήν Λυ­κα­ο­νί­α καί Πισ­σι­δί­α καί στήν ἐ­παρ­χί­α τῶν Φρυ­γῶν καί γέ­μι­σε ὅ­λες αὐ­τές τίς πό­λεις ἀ­πό τά ὀρ­θά δόγ­μα­τα τῆς εὐ­σέ­βειας.  Ἄ­φη­σε ἀ­κό­μη καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α του Ἱ­ε­ρά­πο­λι ἕ­να βι­βλί­ο, γε­μᾶ­το ἀ­πό δι­δα­σκα­λί­ες, τό ὁ­ποῖ­ο ἄ­ρι­στα συ­νέ­γρα­ψε ὁ ἴ­διος.  Ἀ­φοῦ λοι­πόν ἔ­τσι ἔ­ζη­σε ὁ ἀ­οί­δι­μος μέ ὁ­σι­ό­τη­τα καί δι­και­ο­σύ­νη καί ἀ­φοῦ παν­τοῦ δι­έ­λαμ­ψε μέ λό­για καί ἔρ­γα καί θαύ­μα­τα καί ἔ­φθα­σε στά ἑ­βδο­μῆν­τα δύ­ο χρό­νια, πρός Κύ­ριο ἐ­ξε­δή­μη­σε.  (Τόν  ἐ­κτε­νῆ Βί­ο του βλέ­πε στόν Πα­ρά­δει­σο.  Ὁ δέ ἑλ­λη­νι­κός Βί­ος του σῴ­ζε­ται στήν Λαύ­ρα καί στήν τῶν Ἰ­βή­ρων, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Μάρ­κου Ἀν­τω­νί­νου»[1]).

  Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων Μαρ­τύ­ρων Ἀ­λε­ξάν­δρου Ἐ­πι­σκό­που καί Ἡ­ρα­κλεί­ου, Ἄν­νης τε, Ἐ­λι­σά­βετ, Θε­ο­δό­της καί Γλυ­κε­ρί­ας.

 Εἰς τόν Ἀ­λέ­ξαν­δρον.

 Τμη­θείς ὁ σε­πτός Ἀ­λέ­ξαν­δρος αὐ­χέ­να,

Καί Μάρ­τυς ἐ­στίν οὐ θύ­της Χρι­στοῦ μό­νον.

 Εἰς τήν Θε­ο­δό­την καί Γλυ­κε­ρί­αν.

 Θε­ο­δό­την ἄγ­χου­σι καί Γλυ­κε­ρί­αν,

Θε­οῦ γλυ­κεί­ας ἠ­γα­πη­κυί­ας δό­σεις.

 Εἰς τήν Ἄν­ναν καί Ἐ­λι­σά­βετ.

 Στῶ­μεν κα­λῶς καί δῶ­μεν αὐ­χέ­νας ξί­φει,

Ἀ­θλη­φό­ροι λέ­γου­σιν ἀλ­λή­λαις δύ­ω.

 Αὐ­τός ὁ Ἅ­γιος Μάρ­τυ­ρας Ἀ­λέ­ξαν­δρος ἦ­ταν Ἐ­πί­σκο­πος. Καί ἐ­πει­δή μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α του ἐ­πέ­στρε­φε στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ πολ­λούς εἰ­δω­λο­λά­τρες καί τούς βά­πτι­ζε, γι’ αὐ­τό συ­νε­λή­φθη ἀ­πό τόν ἡ­γε­μό­να, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο, ἀ­φοῦ ὑ­πέ­μει­νε πολ­λές τι­μω­ρί­ες, κα­τα­ξε­σχί­σθη­κε καί κα­τα­ναγ­κά­σθη­κε νά θυ­σιά­ση στά εἴ­δω­λα, ἀλ­λά δέν πεί­σθη­κε. Ὁ­πό­τε ὁ στρα­τι­ώ­της Ἡ­ρά­κλει­ος, βλέ­πον­τας τήν γεν­ναι­ό­τη­τα καί ὑ­πο­μο­νή του, πί­στε­ψε στόν Χρι­στό. Γι’ αὐ­τό καί, ἀ­φοῦ πρῶ­τα ὑ­πέ­στη πολ­λές τι­μω­ρί­ες, στό τέ­λος ἀ­πο­κε­φα­λί­σθη­κε καί ἔ­λα­βε ὁ ἀ­οί­δι­μος τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τόν στέ­φα­νο. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ Ἅ­γιος Ἀ­λέ­ξαν­δρος ἔ­κα­νε ἕ­να θαῦ­μα καί ἐ­πί πλέ­ον δι­α­φυ­λά­χθη­κε ὑ­γι­ής ἀ­πό τίς πλη­γές μέ τήν τοῦ Κυ­ρί­ου χά­ρι καί βο­ή­θεια, ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τῶν εἵλ­κυ­σε στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ τέσ­σε­ρες γυ­ναῖ­κες, τήν Θε­ο­δό­τη, τήν Γλυ­κε­ρί­α, τήν Ἄν­να καί τήν Ἐ­λι­σά­βετ, οἱ ὁ­ποῖ­ες, ἐ­πει­δή ἔ­λεγ­ξαν τήν πλά­νη τῶν εἰ­δώ­λων, γι’ αὐ­τό καί ἀ­πο­κε­φα­λί­σθη­καν. Τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πό ὅ­λους καί ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος, ἀ­φοῦ κτυ­πή­θη­κε μέ μα­χαί­ρι, τε­λει­ώ­θηκε καί ἐ­ξε­δή­μη­σε πρός τόν Κύ­ριο, δε­χό­με­νος ἀ­πό αὐ­τόν τῆς νί­κης τόν στέ­φα­νο.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζαχαρίας ἐν τῇ θαλάσσῃ τελειοῦται[2].

Θεῖόν γε κυβιστῆρα τόν Ζαχαρίαν,

Ἔνδον κυβιστήσαντα τοῦ βυθοῦ κάλει.

* Ὁ Ὅσιος Ροῦφος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται[3].

 * Ἤδιστα Ροῦφος γῆς ἀπῆλθε καί βίου.

Ἠγεῖτο καί γάρ, καί βίον καί γῆν ὄναρ.

 * O Ὅσιος Λώτ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται[4].

 * Ὁ τῆς νέας Λώτ καί νέος Λώτ τόν τρόπον,

Τῷ Λώτ συνοικεῖ τῆς παλαιᾶς ἀξίως.

Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός , ἐλέησον ἡμᾶς.



[1] Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι πε­ριτ­τά γρά­φε­ται ἐ­δῶ στά Μη­ναῖ­α καί στόν τυ­πω­μέ­νο Συ­να­ξα­ρι­στή ἡ μνή­μη καί τό Συναξάρι τῶν Ἁγίων ἑπτά Παίδων τῶν ἐν Ἐφέσῳ, διότι αὐτή ἑορτάζεται κατά τήν 4η τοῦ Αὐγούστου μηνός, ὅπου γράφεται καί τό Συναξάρι τους.

 [2]                 Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι ὁ Ζα­χα­ρί­ας αὐ­τός, ὅ­σο ἀ­πό τό δί­στι­χο, ἄλ­λος φαί­νε­ται νά εἶ­ναι ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού ἑ­ορ­τά­ζει κα­τά τήν 21η τοῦ πα­ρόν­τος Ὀ­κτω­βρί­ου συ­νώ­νυ­μό του Ζαχαρία. Ἀλλά καί αὐτός, Μάρτυρας μόνο ἐπιγράφεται, ἐνῷ ἐκεῖνος, Ὁσιομάρτυρας.

[3]      Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι γι’ αὐ­τόν τόν Ὅ­σιο Ροῦ­φο γρά­φε­ται στόν Πα­ρά­δει­σο τῶν Πα­τέ­ρων, ὅ­τι ρω­τή­θη­κε ἀ­πό ἕ­ναν· «Τί εἶ­ναι ἡ­συ­χί­α; καί ποι­ά ἡ ὠ­φέ­λειά της;» Ὁ Γέ­ρων τοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ἡ­συ­χί­α εἶ­ναι τό νά κα­θί­ση κα­νείς στό κελ­λί του μέ γνῶ­σι καί μέ φό­βο Θε­οῦ καί τό νά ἀ­πέ­χη ἀ­πό τήν μνη­σι­κα­κί­α καί ἀ­πό τήν ὑ­ψη­λο­φρο­σύ­νη. Αὐ­τή ἡ ἡ­συ­χί­α, πού εἶ­ναι γεν­νή­τρια ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν, φυ­λᾶ τόν Μο­να­χό ἀ­πό τά πυ­ρω­μέ­να βέ­λη τοῦ ἐ­χθροῦ καί δέν τόν ἀ­φή­νει νά φθα­ρῆ ἀ­πό αὐ­τά. Ναι, ἀ­δελ­φέ, αὐ­τήν ἀ­πό­κτη­σε  μνη­μο­νεύ­ον­τας τήν ἔ­ξο­δο μέ τόν θά­να­τό σου». Εἶ­πε πά­λι ὁ ἴ­διος ὁ Ροῦ­φος, ὅ­τι αὐ­τός πού κά­θε­ται στήν ὑ­πο­τα­γή τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ Πα­τέ­ρα, πε­ρισ­σό­τε­ρο μι­σθό ἔ­χει ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού κά­θε­ται στήν ἔ­ρη­μο καί ἡ­συ­χά­ζει μό­νος. Δι­ό­τι δι­η­γή­θη­κε ἕ­νας ἀ­πό τούς Πα­τέ­ρες, ὅ­τι εἶ­δε τέσ­σε­ρα τάγ­μα­τα στόν οὐ­ρα­νό. Τό πρῶ­το τάγ­μα ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­σθε­νεῖ καί εὐ­χα­ρι­στεῖ τόν Θε­ό. Τό δεύ­τε­ρο τάγ­μα, ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος πού δέ­χε­ται τούς ξέ­νους καί στέ­κε­ται καί τούς ὑ­πη­ρε­τεῖ. Τό τρί­το τάγ­μα ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος πού ἡ­συ­χά­ζει στήν ἔ­ρη­μο καί δέν βλέ­πει ἄν­θρω­πο. Καί τό τέ­ταρ­το ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος πού βρί­σκε­ται κά­τω ἀ­πό τήν ὑ­πα­κο­ή Γέ­ρον­τα καί ὑ­πο­τάσ­σε­ται σ’ αὐ­τόν γιά τόν Θε­ό. Ὁ δέ ὑ­πο­τα­κτι­κός εἶ­χε δό­ξα με­γα­λύ­τε­ρη. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος, πού ἔ­βλε­πε αὐ­τήν τήν ὀ­πτα­σί­α, ρώ­τη­σε τόν Ἄγ­γε­λο πού τόν ὡ­δη­γοῦ­σε, για­τί αὐ­τός εἶ­χε με­γα­λύ­τε­ρη δό­ξα ἀ­πό τούς ἄλ­λους; Καί ἀ­πάν­τη­σε ὁ Ἄγ­γε­λος, ὅ­τι οἱ ἄλ­λοι, δη­λα­δή αὐ­τός πού φι­λο­ξε­νεῖ καί ἡ­συ­χά­ζει, ἔ­χουν τό δι­κό τους θέ­λη­μα. Ἐ­νῷ αὐ­τός πού ὑ­πο­τάσ­σε­ται, ἀ­φή­νει ὅ­λα τά δι­κά του θε­λή­μα­τα καί ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό μό­νο τό θέ­λη­μα τοῦ Γέ­ρον­τά του.

[4] Γι’ αὐτόν τόν Ὅσιο Λώτ ἀναφέρεται στόν Παράδεισο τῶν Πατέρων, ὅτι εἶπε στόν Ἀββᾶ Ἰωσήφ τά ἑξῆς· «Ἀββᾶ, ἐγώ σύμφωνα μέ τήν δύναμί μου κάνω τήν λίγη μου προσευχή. Καί τήν λίγη μου νηστεία καί τήν μελέτη καί τήν ἡσυχία. Καί ὅσο μπορῶ φυλάω τόν νοῦ μου καθαρό ἀπό κακούς λογισμούς. Τί ἄλλο νά κάνω;» Τότε ὁ Ἰ­ω­σήφ ση­κώ­θη­κε ἐ­πά­νω καί ἅ­πλω­σε τά χέ­ρια του στόν οὐ­ρα­νό. Καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, τά δέ­κα δά­κτυ­λα τῶν χε­ρι­ῶν του, ἔ­γι­ναν σάν δέ­κα λαμ­πά­δες ἀ­ναμ­μέ­νες, καί λέ­ει στόν Λώτ· «Ἐ­άν θέ­λης, ἀ­γω­νί­σου, γιά νά γίνης ὅλος σάν φωτιά στήν προσευχή».

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης