Ή μακαριστή Γερόντισσα Ματρώνα γεννήθηκε τό 1881 στό χωριό Σέμπινο Ἐτπφανίσκαγια τοῦ νομοῦ τῆς Τούλα, πού τώρα λέγεται Κιμόφσκι. Στά εἴκοσι χιλιόμετρα ἀπό τήν τοποθεσία αὐτή ἔγινε ἡ περίφημη μάχη τῆς Κουλικόβα. Οἱ γονεῖς της ὠνομάζονταν Δημήτριος καί Ναταλία. Ἦταν χωρικοί, εὐλαβεῖς, τίμιοι, δούλευαν καί ζοῦσαν φτωχικά. Εἶχαν τέσσερα παιδιά, τόν Ἴβαν, τόν Μιχαήλ, τήν Μαρία καί τήν Ματρώνα. Ἡ Ματρώνα ἦταν ἡ πιό μικρή. Ὅταν γεννήθηκε ἡ Ματρώνα, οἱ γονεῖς της ἦταν σέ προχωρημένη ἡλικία καί ἀρκετά φτωχοί. Σέ αὐτήν τήν φτώχεια πού ζοῦσαν, τό τέταρτο παιδί ἦταν ἕνα πρόβλημα, γι’ αὐτό ἡ μητέρα του πρίν τό γεννήση ἀποφάσισε νά τό δώση κάπου νά τό μεγαλώσουν.
Μετά εἶδε στ’ ὄνειρό της, ὅτι ἦλθε καί κάθησε πάνω στό δεξί της χέρι ἕνα ἄσπρο πουλί μέ ἀνθρώπινη μορφή, ἀλλά χωρίς μάτια. Τότε ἡ θεοφοβούμενη γυναίκα θεώρησε τ’ ὄνειρό της ὡς σημεῖο ἀπό τόν Θεό, ὅτι τό παιδί πού θά γεννήση θά εἶναι σκεῦος ἐκλογῆς καί ἔτσι νά μή τό δώση στό ὀρφανοτροφεῖο. Πράγματι τό κοριτσάκι γεννήθηκε τυφλό, ἀλλά ἡ μητέρα του τό ἀγάπησε πολύ.
Ἡ Ματρώνα ἀπό τήν ἀρχή σήκωσε ἕναν βαρύ σταυρό, τόν ὁποῖο μέ τήν ταπείνωσι καί τήν ὑπομονή τόν κράτησε σέ ὅλη της τήν ζωή. Στήν βάπτισί της πῆρε τ' ὄνομα τῆς ὁσίας Ματρώνας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τό ὅτι αὐτό τό παιδί ἦταν σκεῦος ἐκλογῆς, τό ἀντιλήφθησαν ὅλοι ὅσοι παραβρέθηκαν στήν βάπτισι· τήν ὥρα πού ὁ ἱερέας τήν ἔβαζε στήν κολυμβήθρα, εἶδαν πάνω ἀπό τό κορίτσι νά σχηματίζεται ἕνα ἀνάλαφρο σύννεφο, πού ἀνέδιδε εὐωδία. Ὁ ἱερέας π. Βασίλειος, τόν ὁποῖο ὅλοι σέβονταν ὡς εὐλαβῆ καί προορατικό, εἶπε ὅτι βάπτισε πολλά παιδιά, ἀλλά πρώτη φορά εἶδε κάτι τέτοιο σάν αὐτό πού συνέβη. Σίγουρα, εἶπε, αὐτό τό κορίτσι θά προοδεύση πνευματικά. Ἐπίσης εἶπε στή Ναταλία, τήν μητέρα τῆς Ματρώνας, ὅ,τι ζητήσει ἡ Ματρώνα νά πᾶνε νά τοῦ τό ποῦν, καί μάλιστα τούς προεῖπε, ὅτι ἡ Ματρώνα θά τούς ἀναγγείλη τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του. Ἔτσι καί ἔγινε.
Ὅταν ἡ Ματρώνα ἦταν ἔξι χρόνων, μία φορά ἔβγαλε τόν σταυρό ἀπό πάνω της καί ἡ μητέρα της τήν μάλωσε. Τότε ἡ Ματρώνα τῆς εἶπε: “Μητέρα μου, γιατί μέ μαλώνεις; Ἐγώ ἔχω τόν δικό μου σταυρό». Πράγματι ἐπάνω στό στῆθος της εἶχε ἕνα ἐξόγκωμα σέ σχῆμα σταυροῦ.
Ἀπό τήν ἡλικία τῶν 6-7 ἐτῶν εἶχε τό προορατικό καί διορατικό χάρισμα. Γνώριζε τίς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, τί προβλήματα εἶχαν, τί ἁμαρτίες εἶχαν, τί θά συνέβαινε στόν καθένα καί ἔτσι τούς προειδοποιοῦσε, τούς συμβούλευε, τούς γιάτρευε.
Ἡ Ματρώνα ἐπισκέφθηκε πολλά προσκυνήματα σ’ ὁλόκληρη τήν Ρωσία μαζί μέ μία πλούσια γυναῖκα. Κάποια φορά, ἀπό τά προσκυνήματα, πού πήγαιναν, βρέθηκαν καί στόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, πού τότε ζοῦσε ἀκόμη. Χωρίς νά δῆ τή Ματρώνα, ὅταν μπῆκαν στήν Ἐκκλησία, εἶπε ν’ ἀνοίξουν χῶρο καί φώναξε: “Ματρώνα ἔλα ἐδῶ”... χωρίς νά τήν γνωρίζη ποιά εἶναι. Ἐκείνη ἦταν τότε δεκατεσσάρων ἐτῶν. Καί συνέχισε ὁ ἅγιος Ἰωάννης: “Αὐτή θά εἶναι ἡ διάδοχός μου... Αὐτή εἶναι ὁ ὄγδοος στῦλος τῆς Ρωσίας”... Κανείς δέν κατάλαβε αὐτά τά λόγια, ὅμως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἤξερε, ὅτι ἡ Ματρώνα θά ἦταν βοηθός στούς ἀνθρώπους, στούς δύσκολους καιρούς πού θά ἔρχονταν, ὅταν τό κράτος θά κατεδίωκε τήν Ἐκκλησία.
Σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν ἡ Ματρώνα, σταμάτησε καί νά περπατάη. Ποτέ της ὅμως δέν παραπονιόταν καί ἔλεγε, ὅτι εἶναι πνευματική ἡ αἰτία γιά ὅλα αὐτά πού τῆς συμβαίνουν καί μόνον ὁ Θεός γνωρίζει τίς αἰτίες. Ἔτσι τόν εὐχαριστοῦσε, τόν δοξολογοῦσε, χωρίς νά γογγύζη γιά τόν σταυρό, πού τῆς ἔδωσε ὁ Χριστός. Μετά τήν παράλυσί της ἔζησε 50 χρόνια. Τόνιζε πάντοτε ὅτι δέν εἶναι αὐτή πού βοηθάει, ὅτι δέν ἔχει τέτοια δύναμι. Ἔλεγε σέ ὅλους ὅσο μποροῦν νά ἐξομολογοῦνται, νά κοινωνοῦν, νά τηροῦν τά τυπικά τῆς Ἐκκλησίας, νά προσεύχωνται καί νά εἶναι εἰλικρινεῖς. Τούς ἔλεγε ἀκόμη νά φοροῦν σταυρό, σέ ὅσους ἔκαναν πολιτικό γάμο τούς ἔλεγε νά πᾶνε νά παντρευτοῦν στήν ἐκκλησία, σέ ἄλλους ἔλεγε νά πιστεύουν στόν Θεό, πού ἔχει τήν δύναμι νά τούς βοηθήση, σέ ἄλλους νά μή λείπουν ἀπό τίς Ἀκολουθίες...
Ὁ κόσμος πού γνώριζε τήν Ματρώνα, τήν θυμᾶται μέ μικρά χεράκια καί μικρά ποδαράκια, νά κάθεται σταυροπόδι πάνω στό κρεβάτι ἤ σ’ ἕνα μπαοῦλο. Εἶχε τά μαλλιά της μέ χωρίστρα στή μέση. Τό πρόσωπό της ἦταν πάντα ὡραῖο, φωτεινό καί εἶχε μία ἁπαλή φωνή. Ἦταν πολύ συγκαταβατική καί ἔκανε ὑπομονή μέ ὅλο τόν κόσμο. Ἔλεγε πολλές φορές: “Μήν κρίνης τούς ἄλλους, ἄφησε τόν ἑαυτό σου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κοίταζε μονάχα ἐσένα, κάθε κατσικάκι θά κρεμαστῆ ἀπό τό ποδαράκι του καί μή σέ νοιάζη γιά ξένο ποδαράκι- νά σκέφτεσαι αὐτό πού κάνεις”. Ἔλεγε ἀκόμη: “Ὁ ἄνθρωπος νά ζῆ μέ τήν προσευχή, νά θυμᾶται τόν Θεό, σέ κάθε περίπτωσι νά κάνη τόν σταυρό του, νά σταυρώνη τόν ἑαυτό του, νά σταυρώνη τό φαγητό, νά σταυρώνη τό σπίτι του... νά θωρακίζη τόν ἑαυτό του μέ τόν σταυρό, μέ τήν προσευχή, μέ τόν ἁγιασμό, μέ συχνή Θεία Κοινωνία καί στό σπίτι νά ὑπάρχη πάντα ἀναμμένο καντηλάκι».
Ἔλεγε ἀκόμη, ὅτι δέν εἶναι καλό νά βάφης τό πρόσωπό σου, ν’ ἀλλάζης τήν μορφή σου, γιατί ὁ Θεός σου ἔδωσε αὐτήν τήν μορφή καί πρέπει νά τήν ἀγαπᾶς ὅπως εἶναι.
Στούς νέους πού πίστευαν στόν Θεό ἔλεγε, ὅτι «ὁ Θεός θά συγχωρέση ὅλες τίς ἁμαρτίες σας, ἄν παραδοθῆτε στό θέλημά Του καί στήν ἀγάπη Του, καί κάνοντας ἐκκλησιαστικό γάμο, ὁ Θεός θά εὐλογήση τό στεφάνι σας καί ἔτσι θά μπορέσετε μέ τήν δύναμί Του νά ξεπεράσετε τά προβλήματα καί νά σηκώσετε τόν σταυρό τῆς ἔγγαμης ζωῆς».
Ἡ Γερόντισσα γνώριζε πότε θά πεθάνη καί τρεῖς μέρες πρίν ἔδωσε ἐντολές πῶς νά κάνουν τήν κηδεία της, νά τήν διαβάσουν στήν ἐκκλησία Ρίζα Παλαζένια, διότι ἐκεῖ ἦταν κάποιος ἱερέας, π. Νικόλαος Γολουμπτσώφ, ὁ ὁποῖος τήν γνώριζε, τήν κοινωνοῦσε συχνά καί τήν ἀγαποῦσε πολύ. Ἤθελε στήν κηδεία της νά τῆς φέρουν ἀληθινά λουλούδια καί ὄχι ψεύτικα. Τήν τελευταία φορά, πού πῆγε ὁ π. Νικόλαος νά τήν κοινωνήση, ἡ Γερόντισσα ἄρχισε νά τοῦ λέη, μήπως δέν κάθεται σωστά, μήπως τά χέρια της τά ἔχει λάθος, γιατί εἶχε μεγάλη ἀνησυχία. Τῆς λέει τότε ὁ ἱερέας: “Ἀκόμη καί ἐσεῖς φοβᾶστε τόν θάνατο;”... “Καί ἐγώ φοβᾶμαι... διότι δέν ξέρω, ἄν ἔζησα σωστά, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ”.
Ἡ Γερόντισσα κοιμήθηκε στίς 2 Μαΐου 1952. Στίς 3 Μαΐου κάποια γυναίκα μέ τήν κόρη της ἔδωσε ἕνα χαρτάκι μέ τό ὄνομά της στήν Λαύρα, γιά νά τή μνημονεύσουν. Ὁ ἱερέας τήν ρώτησε ποιά ἦταν αὐτή ἡ Ματρώνα καί πότε πέθανε. Ἔτσι μέ αὐτόν τόν τρόπο ἔμαθαν οἱ πατέρες τῆς Λαύρας γιά τήν κοίμησι τῆς Γερόντισσας καί πρόλαβαν νά παρευρεθοῦν στήν κηδεία της, πρᾶγμα, τό ὁποῖο θεώρησαν μεγάλη εὐλογία.
Στίς 4 Μαΐου, Κυριακή τῶν Μυροφόρων, μέ συνοδεία πλήθους κόσμου κηδεύθηκε ἡ Ματρώνα στό κοιμητῆρι τοῦ μοναστηριοῦ Ντανιλόφσκι. Ἡ Γερόντισσα εἶχε πεῖ ὅτι, ὅταν θά πεθάνω, δέν θά ἔρχεται πολύς κόσμος στόν τάφο μου. Μετά ὅμως, σάν περάση πολύς καιρός, θ’ ἀρχίσουν νά ἔρχωνται πολλοί. Νά ἔρχεσθε στόν τάφο μου καί νά μοῦ ζητᾶτε ὅ,τι θέλετε, σάν νά εἶμαι ζωντανή καί ἐγώ θά σᾶς βοηθῶ. Θά εἶμαι κοντά σέ ὅσους ἔρχονται νά ζητήσουν βοήθεια, ἀκόμη καί στήν ἄλλη ζωή». Ἔτσι καί ἔγινε. Πέρασαν πάνω ἀπό τριάντα χρόνια καί μετά ἄρχισε ὁ κόσμος νά ἔρχεται στόν τάφο της.
Σήμερα οἱ πιστοί, μέ ἕνα λουλοῦδι στό χέρι περιμένουν ὑπομονητικά στήν οὐρά, νά προσκυνήσουν τά λείψανα καί νά ζητήσουν τήν βοήθεια τῆς Ματρωνίτσας, ὅπως συνηθίζουν νά τήν ἀποκαλοῦν χαϊδευτικά οἱ Ρῶσοι.
Ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας καί πασῶν τῶν Ρωσιῶν Ἀλέξιο τόν Β΄ ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξί της στόν χορό τῶν ἁγίων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε νά ἀναγνωρίζεται ὡς τοπική Ἁγία τῆς Μόσχας καί ὅλης τῆς ἐπαρχίας καί ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας νά τιμᾶται τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς της, τήν 2α Μαΐου.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ ἰδίου Πατριάρχου, στίς 8 Μαρτίου 1998, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, στό κοιμητήριο Νταλινόφσκι τῆς Μόσχας ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας. Στίς 13 Μαρτίου ἡ ἐπιτροπή ὡλοκλήρωσε τίς ἐργασίες της. Μεταξύ ἄλλων ἀνέφεραν, ὅτι βρέθηκε πράγματι καί ὁ ὄγκος σέ σχῆμα σταυροῦ στό στῆθος της.
Πηγή: Ἡ ἁγία Γερόντισσα Ματρώνα ἡ ἀόμματη…, Ἔκδοσις Ἱ. Καλύβης Ἁγ. Χαραλάμπους, Νέα Σκήτη Ἅγιον Ὄρος, ζ΄ ἔκδοσις. 2010.