10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ. ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΥΜΦΟΔΩΡΑΣ, ΜΗΤΡΟΔΩΡΑΣ, ΜΗΝΟΔΩΡΑΣ

Αὐ­τές οἱ Ἅ­γι­ες γυ­ναῖ­κες ἔ­ζη­σαν στά χρό­νια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­ξι­μια­νοῦ κα­τά τό ἔ­τος 304, ἀ­δελ­φές κα­τά σάρ­κα, πα­τρί­δα ἔ­χον­τας τήν Βι­θυ­νί­α καί δι­έ­λαμ­ψαν μέ τήν παρ­θε­νί­α καί τό κάλ­λος τῆς ψυ­χῆς καί τοῦ σώ­μα­τος. Γιά τήν ἀ­γά­πη ὅ­μως τοῦ Χρι­στοῦ, ἄ­φη­σαν τήν πα­τρί­δα τους καί πῆ­γαν καί κα­τοί­κη­σαν σέ ἕ­ναν ὑ­ψη­λό τό­πο, πού βρί­σκε­ται κον­τά στά θερ­μά νε­ρά, τά λε­γό­με­να Πύ­θια. Καί ἐ­κεῖ ζοῦ­σαν μέ σω­φρο­σύ­νη καί κά­θε ἄλ­λη ἄ­σκη­σι. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­ξι­ώ­θη­καν νά λά­βουν ἐγ­κά­τοι­κο στήν ψυ­χή τους τήν χά­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἔ­τσι καί ἔ­γι­ναν γνω­στές σέ πολ­λούς, ὅ­τι εἶ­ναι ἔ­τσι πνευ­μα­το­φό­ρες καί χα­ρι­τω­μέ­νες ἀ­πό τόν Θε­ό καί ἐ­λευ­θέ­ρω­ναν ὅ­σους ἔ­πα­σχαν ἀ­πό δι­ά­φο­ρες ἀ­σθέ­νει­ες καί ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια τῶν πο­νη­ρῶν δαι­μό­νων.

Ὅ­ταν τά ἔ­μα­θε αὐ­τά ὁ Φρόν­των ὁ ἡ­γε­μό­νας, στέλ­νει τόν συγ­κά­θε­δρό του μέ πολ­λή πα­ρά­τα­ξι καί δο­ρυ­φο­ρί­α, γιά νά ἐ­ξε­τά­ση τά πε­ρί τῶν παρ­θέ­νων. Ἐ­κεῖ­νος, ἀ­φοῦ τίς πα­ρου­σί­α­σαν μπροστά του, ἐ­ξε­πλά­γη μέ τήν φρο­νι­μά­δα καί τήν σύ­νε­σί τους. Βλέ­πον­τας ὅ­μως ὅ­τι οἱ Ἁ­γί­ες στέ­κον­ταν ἐν­τε­λῶς ἄ­φο­βες, δι­α­τά­ζει ἀ­μέ­σως νά ξε­γυ­μνω­θῆ ἡ πρώ­τη ἀ­δελ­φή Μη­νο­δώ­ρα καί νά κα­τα­ξύ­νε­ται ἀ­πό τούς δη­μί­ους γιά δύ­ο ὁ­λό­κλη­ρες ὧ­ρες. Ὅταν  ὁ δι­κα­στής τήν πρό­στα­ξε νά θυ­σιά­ση στά εἴ­δω­α, τόν πε­ρι­γέ­λα­σε ἡ Ἁ­γί­α. Τό­τε τό­σο πο­λύ τήν ἔ­δει­ραν μέ τά ρα­βδιά, ὥ­στε ἔ­σπα­σαν τά κόκ­κα­λά της καί, λι­πο­θυ­μῶντας πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή της στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ καί ἔ­λα­βε τόν στέ­φα­νο τῆς ἀ­θλή­σε­ως.

Τό­τε ὁ δι­κα­στής δεί­χνει στίς ἄλ­λες δύ­ο ἀ­δελ­φές τό ὡ­ραῖ­ο ἐ­κεῖ­νο σῶ­μα τῆς ἀ­δελ­φῆς τους γυ­μνό καί πρι­σμέ­νο ἀ­πό τίς πλη­γές, θέ­λον­τας μέ αὐ­τό καί μέ ἄλ­λες ἀ­πει­λές νά ψυ­χρά­νη τήν θερ­μό­τη­τα τῶν παρ­θέ­νων καί νά μει­ώ­ση τήν ἀν­δρεί­α τους. Ἐ­πει­δή ὅ­μως εἶ­δε, ὅ­τι ἀ­δύ­να­τα ἐ­πι­χει­ρεῖ, γι’ αὐ­τό δι­α­τά­ζει νά κρε­μά­σουν ἐ­πά­νω σέ ξύ­λο τήν δεύ­τε­ρη ἀ­δελ­φή Μη­τρο­δώ­ρα καί νά τήν κα­τα­καῖ­νε ἀ­πό κά­θε μέ­ρος τοῦ σώ­μα­τος μέ λαμ­πά­δες ἀ­ναμ­μέ­νες. Ἔ­πει­τα τήν το­πο­θε­τεῖ κά­τω ἀ­πό βα­ρύ­τα­τους σι­δε­ρέ­νιους λο­στούς καί μέ τό βά­ρος ἐ­κεί­νων συν­τρί­βει ὅ­λο τό σῶ­μα της. Καί ἔ­τσι μέ τήν παι­δεί­α αὐ­τή ἀ­πῆλ­θε ἡ μα­κά­ρια πρός τόν νυμ­φί­ο της Χρι­στό, τόν ὁ­ποῖ­ον ἀ­γά­πη­σε. Τά ἴ­δια βά­σα­να, ἀ­φοῦ ὑ­πέ­μει­νε καί ἡ τρί­τη ἀ­δελ­φή Νυμ­φο­δώ­ρα, συ­να­ριθ­μή­θη­κε μέ τίς δύ­ο της ἀ­δελ­φές στούς Οὐ­ρά­νιους θα­λά­μους. Τό­ση με­γά­λη ἀν­δρεί­α ἔ­δει­ξαν οἱ τρεῖς αὐ­τές ἀ­δελ­φές στό μαρ­τύ­ριο, ὥ­στε δέν ἔ­βγα­λαν οὔ­τε τόν μι­κρό­τε­ρο ἀ­να­στε­ναγ­μό οἱ ἀ­οί­δι­μες σέ ὅ­λα τα δει­νά βά­σα­να, πού δο­κί­μα­σαν. Ἀλ­λά μέ­νον­τας σάν στῆ­λες ἀ­κί­νη­τες, ἀ­πέ­βλε­παν μό­νο στόν Θε­ό καί μέ τούς αἰ­σθη­τούς ὀ­φθαλ­μούς καί μέ τούς νο­η­τούς καί μό­νο μέ τόν Θε­ό συ­νω­μι­λοῦ­σαν. Ὁ δέ πα­ρά­νο­μος δι­κα­στής ἄ­να­ψε καμίνι  δυ­να­τό καί μέ­σα σ’ αὐ­τό ἔ­ρρι­ξε τά μαρ­τυ­ρι­κά λεί­ψα­να τῶν παρ­θέ­νων. Ἀλ­λ’ ἀ­μέ­σως ἔ­γι­ναν ἀ­πό ἐ­πά­νω ἀ­στρα­πές καί βρον­τές καί τόν μέν ἄ­δι­κο δι­κα­στή δί­και­α κα­τέ­καυ­σαν, τά δέ ἅ­για λεί­ψα­να ἀ­βλα­βῆ δι­ε­φύ­λα­ξαν, ἐ­πει­δή ἔ­γι­νε πο­λύ δυ­να­τή βρο­χή καί κα­τέ­σβε­σε τήν φω­τιά τοῦ κα­μινιοῦ. Τό­τε, παίρ­νον­τάς τα Χρι­στια­νοί, τά ἐν­τα­φί­α­σαν μέ με­γα­λο­πρέ­πεια στόν ἴ­διο τό­πο ἐ­κεῖ­νο, στόν ὁ­ποῖ­ο ­τε­λει­ώ­θη­καν. (Τό ἑλ­λη­νι­κό τους μαρ­τύ­ριο συ­νέ­γρα­ψε Συ­με­ών ὁ Με­τα­φρα­στής, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι· «Οὐ­δέ γυ­ναι­ξίν, οὐ­δέ κό­ραις». Σώ­ζε­ται στήν Λαύ­ρα, στήν τῶν Ἰ­βή­ρων καί σέ ἄλ­λες).



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης