Τῷ αὐτῷ μηνί IΖ΄, μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ὠσηέ.
Θεόν τυποῖς μνηστῆρα γῆς πορνευτρίας,
Πόρνῃ συναφθείς, ὅν Προφῆτα νῦν βλέπεις.
Ἐβδομάτῃ δεκάτῃ Ὠσηέ νέκυν κτερεΐζον (ἤτοι ἐνεταφίαζον).
Αὐτός ἦταν ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰσάχαρ, υἱός Βεηρεΐ (ἤ Βενιή), ἀπό Γαλεμώθ (ἤ Βαλεθώμ). Ἑρμηνεύεται στά ἑλληνικά ὁ Ὠσηέ σωζόμενος ἤ φύλακας ἤ σκιάζων. Ἀφοῦ αὐτός προφήτευσε πολύ κατά τοῦ Ἰσραήλ, ἔδωσε καί σημεῖο παράδοξο, ὅτι θά ἔλθη ὁ Κύριος στήν γῆ καί θά συναναστραφῆ μέ τούς ἀνθρώπους, ὅταν, δηλαδή, βασιλεύη ὁ ἥλιος στήν Σηλώμ καί μοιρασθῆ σέ δύο μέρη. Καί ὅτι θά γίνουν δώδεκα δρῦες, πού θά ἀκολουθοῦν καί θά ὑπακούουν στόν ἐπί γῆς φανέντα Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο θά σωθῆ ὅλη ἡ γῆ. Ἀφοῦ πέθανε εἰρηνικά, τάφηκε στήν πατρίδα του. Προανήγγειλε τήν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ πρίν ἔτη 822[1].
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Ἀνδρέου τοῦ ἐν τῇ Κρίσει.
Ἀμφοῖν ποδῶν σῶν Ἀνδρέα τμηθείς ἕνα,
Ἀθλήσεως σῆς ἐκπεραίνεις τόν δρόμον.
Αὐτός ὁ ἀοίδιμος Ἀνδρέας ἦταν στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, κατά τό ἔτος 741, γέννημα καί θρέμμα τῆς Κρήτης, πού εἶναι τό πλέον εὔνομο ἀπό τά ἄλλα νησιά. Ἦταν υἱός γονέων εὐσεβῶν καί ἐναρέτων. Ἀφοῦ ἀνατράφηκε σωστά, ἔγινε ἐργάτης θερμός τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἔβλεπε τήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ νά φθείρεται ἀπό τήν κακόφρονα αἵρεσι τῆς εἰκονομαχίας, γιά τόν λόγο αὐτό, ἀφοῦ ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολι καί παρουσιάσθηκε στόν αὐτοκράτορα, ἔλεγξε τήν ἀσέβειά του καί μέ θάρρος ἔλεγε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή πρέπει νά προσκυνοῦνται οἱ ἅγιες εἰκόνες. Ὁ αὐτοκράτορας ὅμως μή ὑποφέροντας τήν παρρησία, ἀπαγόρευσε τόν λόγο καί ὁμιλία τοῦ Ἁγίου καί διέταξε τούς παρευρισκόμενους νά τόν συλλάβουν. Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον του μέ βαρειά καί φονικά χέρια, ἄλλοι τόν ἔπιασαν ἀπό τήν κεφαλή, ἄλλοι ἀπό τά χέρια, ἄλλοι ἀπό τό ἐπανωφόρι καί ἄλλοι ἀπό τό ἔσω φόρεμα. Καί ἔτσι μέ πολλή περιφρόνησι καί ἀτιμία, ἴσως γιά νά κάνουν χάρι στόν τύραννο, πού τούς ἔδωσε αὐτήν τήν διαταγή, ρίχνουν κάτω στήν γῆ τόν Ἅγιο, πού ἦταν ὡς πρός τήν διάνοια ἀνώτερος καί ὑψηλότερος ἀπό τήν γῆ. Καί δέν σταμάτησαν αὐτοί, πού ἦταν σάν τά θηρία, ἀπό τό νά σέρνουν καί νά χτυποῦν τόν μακάριο, ἕως ὅτου ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ ἀρκετά ἐκδικήθηκε τό θάρρος τοῦ ἀθλητῆ, διέταξε νά τόν ἀφήσουν.
Τότε πάλι ὁ Ἅγιος, πολλά καί ἄλλα ἔλεγε βέβαια γιά νά ἀποδείξη, ὅτι πρέπει νά προσκυνοῦνται καί νά τιμοῦνται οἱ ἅγιες εἰκόνες. Πρόσθετε ἀκόμη καί τό ἑξῆς: ‘‘Ἄν ἐσεῖς οἱ βασιλεῖς μέ φοβερές τιμωρίες παιδεύετε ἐκείνους, πού θά περιφρονήσουν τούς βασιλικούς σας ἀνδριάντες, σάν νά ἤθελαν νά ἀτιμάσουν καί ἐσᾶς τούς ἴδιους, πόση ἄραγε θεϊκή ὀργή καί παιδεία θά λάβετε ἐσεῖς, πού βρίζετε τήν εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ’’; Ἀπό τά λόγια αὐτά ἄναψε ὁ τύραννος καί ἀμέσως διέταξε νά ξεγυμνώσουν τόν Ἅγιο καί, ἀφοῦ τόν τεντώσουν δυνατά μέ σχοινιά, νά τόν δέρνουν. Ὅταν ἔγινε αὐτό, κοκκίνησε τό ἔδαφος τῆς γῆς ἀπό τό αἷμα τοῦ Μάρτυρα. Κατόπιν σταμάτησαν νά τόν δέρνουν. Καί ἐπειδή ὁ γενναῖος ἀγωνιστής δέν πείσθηκε οὔτε ἀπό δωρεές καί χαρίσματα, οὔτε ἀπό ἀπειλές μεγαλυτέρων βασνιστηρίων, γι’ αὐτό πάλι δέρνεται ὁ ἀοίδιμος μέ μεγάλη ὠμότητα καί ἄνοιξαν τά πλευρά του καί τό στόμα του τό ἔσπασαν. Καί στήν συνέχεια τόν φυλάκισαν.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα παρουσιάζεται πάλι ὁ Ἅγιος στόν τύραννο. Καί ἐπειδή τοῦ ἀντιστάθηκε μέ μεγαλύτερη τόλμη, γι’ αὐτό τόν καταξέσχισαν. Καί ἀπό τίς πολλές πληγές καταστράφηκαν οἱ περισσότερες σάρκες του. Τελευταῖα δέθηκε ἀπό τά πόδια μέ σχοινιά καί σύρθηκε ὁ μακάριος στή γῆ ἀνάμεσα σέ ὅλη τήν ἀγορά. Αὐτοί ὅμως πού τόν ἔσερναν φρόντιζαν νά τόν μεταφέρουν καί νά τόν ρίξουν στόν τόπο τῶν καταδικαζόμενων κακούργων. Τήν ὥρα ἐκείνη, πού συρόταν ὁ Ἅγιος, ἔτυχε ἕνας νά πιάση ψάρια καί νά τά φέρη στήν ἀγορά, γιά νά τά πουλήση. Παρακινούμενος αὐτός ἀπό ἕναν ἄγριο δαίμονα, ἅρπαξε ἕνα μαχαίρι, μέ τό ὁποῖο ἔκοβαν οἱ κρεοπῶλες τά κρέατα. Καί, ἀφοῦ κατέβασε τό μαχαίρι στήν μέση τοῦ ἑνός ποδαριοῦ τοῦ Ἁγίου, τόν θανατώνει καί σταματᾶ τόν δρόμο τῆς ἀθλήσεως τοῦ Μάρτυρα. Καί ἔτσι ἔστειλε τήν μακάρια ψυχή του στίς αἰώνιες μονές. Τό δέ τίμιό του λείψανο ρίχθηκε στόν τόπο τῶν κακοποιῶν καί φονέων ἀνθρώπων. Ἐκεῖ λοιπόν βρισκόταν αὐτό γιά πολύν καιρό, ἀνακατωμένο μέ τά νεκρά σώματα τῶν κακούργων. Δώδεκα δέ ἄνθρωποι δαιμονισμένοι, ὄντας ἀπό διάφορα μέρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σάν νά εἶχαν συμφωνία, πῆγαν μαζί καί πῆραν τό ἅγιο λείψανο καί τό ἐνταφίασαν σέ ἕνα ἱερό τόπο, ὁ ὁποῖος ὠνομαζόταν Κρίσις. Καί, ὡς μισθό τῆς εὑρέσεως καί τοῦ ἐνταφιασμοῦ του, ἐλευθερώθηκαν ἀπό τά δαιμόνια.
[1] Γι’ αὐτόν τόν Προφήτη Ὠσηέ γράφει ὁ Ἀλέξανδρος στά Ἰουδαϊκά, ὅτι αὐτός ἄκμασε στά χρόνια Ὀζίου καί Ἰωάθαμ καί Ἄχαζ καί Ἐζεκία τῶν βασιλέων τοῦ Ἰούδα καί Ἱεροβοάμ δεύτερου βασιλιᾶ Ἰσραήλ. Σύγκρινε αὐτός τήν ἡγεμονία τοῦ Ἰσραήλ μέ δύο γυναῖκες πόρνες καί μοιχαλίδες, οἱ ὁποῖες χωρίζονται ἀπό τούς γνήσιους ἄνδρες τους, ἀλλά ἀγαποῦν ἄλλους. Ἡ προφητεία του χωρίζεται σέ δεκατέσσερα κεφάλαια καί σ’ αὐτά δείχνει ζῆλο γιά τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει παραμεληθῆ. Ἦταν σύγχρονος μέ τόν Προφήτη Ἀμώς καί Ἡσαΐα, καί παρέτεινε τό ἔργο τῆς προφητείας του περισσότερο ἀπό ἑβδομήντα χρόνια, κατά τόν Κανονικό Κλήμεντα. Σύντομος εἶναι ὡς πρός τήν φράσι καί περιεκτικός. Οἱ δώδεκα δρῦες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Θεό πού ἐμφανίσθηκε, προεμήνυαν τούς δώδεκα Ἀποστόλους. Καί βλέπε στήν 30η τοῦ Ἰουνίου.