ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ Η ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ ΠΑΘΟΣ
῾Η γαστριμαργία εἶναι ἕνα ἐλάττωμα, ἕνα πάθος, πού κυριεύει πολλούς ἀνθρώπους. ῾Η λέξη εἶναι σύνθετη καί παράγεται ἀπό τό οὐσιαστικό γαστήρ (κοιλιά) καί τό ρῆμα μαργαίνω (κατέχομαι ὑπό μανίας καί μάργος λέγεται ὁ μανιώδης), ἔτσι ὅταν καταλαμβάνει κάποιον ἡ μανία νά γεμίσει τήν γαστέρα (κοιλιά) του, αὐτό λέγεται γαστριμαργία˙ ἄρα γαστριμαργία εἶναι τό πάθος πού μᾶς παρακινεῖ νά τρῶμε καί νά πίνουμε περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο χρειάζεται τό σῶμα μας γιά νά συντηρηθεῖ.
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν ὁμολογητή∙ Ὁ Ἀριστοτέλης στὸ ἔργο του Περὶ ζῴων ἀναφέρει ἕνα ζῷο, ποὺ λέγεται μαργό (=ἀδηφάγο) καὶ ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴ σῆψι ἀνάμεσα στὴ γῆ καὶ στὸ νερὸ καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γεννηθῆ δὲν παύει νὰ τρώη χῶμα, ὥσπου νὰ τρυπήση τὴν γῆ καὶ νὰ βγῆ στὴν ἐπιφάνεια. Καὶ ὅταν βγῆ, πεθαίνει γιὰ τρεῖς ἡμέρες καὶ μετὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες ἂν ἔρθη σύννεφο μὲ βροχή, βρέχει πάνω του καὶ ξαναζεῖ καὶ δὲν εἶναι πλέον παμφάγο. Ἀπὸ αὐτὸ νομίζω ὡρμήθηκαν οἱ ἀρχαῖοι σοφοὶ καὶ ὠνόμασαν τοὺς πολυφάγους γαστρίμαργους
Ο λόγος για το πάθος της γαστριμαργίας δεν θα παύσει να είναι επίκαιρος, για όσο χρόνο ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να… τρώει. Διότι η γαστριμαργία, επειδή ακριβώς είναι ένα ευχάριστο πάθος, είναι αμφίβολο εάν προ του θανάτου εγκαταλείπει τον άνθρωπο. «Θαυμάζω, ει μη τις, τάφον οικήσας, εγένετο ταύτης ελεύθερος» μας βεβαιώνει ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακας (Κλίμαξ έκδ. Παρακλήτου σελ. 185). Αλλά και η εποχή μας, ως εποχή αφθονίας και καλοζωίας, έχει δημιουργήσει το πλέον κατάλληλο κλίμα, για να καλλιεργείται και να γιγαντώνεται το πάθος αυτό στη ζωή του συγχρόνου ανθρώπου.
῾Ο Εὐάγριος καί ὁ Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής τήν ὀνομάζουν «ἐμπαθή λογισμό», μ᾽ ἄλλα λόγια «τό σῶμα παρεμβαίνει μόνο ὡς ὄργανο πραγμάτωσης τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς» (Συμεών Νέος Θεολόγος). Γαστριμαργία, κατ᾽ ἄλλον Πατέρα, εἶναι ἡ κατανάλωση ποσότητας φαγητοῦ μεγαλύτερης ἀπ' ὅση εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἐπιβίωσή μας, ἐνῶ λαιμαργία ἡ τάση πρός φαγητά πού ἔχουν ἀπολαυστική γεύση ἤ ἡ κατανάλωση φαγητοῦ ἀποκλειστικά γιά εὐχαρίστηση. Συμπερασματικά ἡ γαστριμαργία, κατά τούς Πατέρες, εἶναι «ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς τοῦ ἐσθίειν», «ἐπιθυμία τοῦ ἐσθίειν γιά τήν ἠδονή», ἀκόμα ἡ «ἀκράτεια τοῦ στόματος καί τῆς κοιλίας».
. Γαστριμαργία είναι η υποκριτική συμπεριφορά της κοιλίας, η οποία, ενώ είναι χορτασμένη, φωνάζει πώς είναι ενδεής και ενώ είναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως, ανακράζει ότι πεινά. Γαστριμαργία είναι η δημιουργός των καρυκευμάτων, η πηγή των τέρψεων του λάρυγγος. Εσύ έκλεισες την φλέβα (των ηδονικών απαιτήσεών της), αλλά αυτή ξεπρόβαλε από άλλος μέρος. Την έφραξες και τούτη, αλλά καινούργια ανοίχθηκε. Γαστριμαργία είναι μια απάτη των οφθαλμών. Καθ΄ ήν στιγμήν κάποιος τρώγει το μέτριο σε ποσότητα φαγητό του, η γαστριμαργία τον κάνει να σκέπτεται, πώς να ήταν δυνατό να καταβροχθίση διά μιας τα σύμπαντα.
Όμως οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι το πάθος της γαστριμαργίας είναι ο προθάλαμος των υπόλοιπων σαρκικών παθών. Δηλαδή, το γεμάτο στομάχι δημιουργεί κι άλλες σαρκικές επιθυμίες. Έτσι οι ασκητές πολεμούσαν τα σαρκικά πάθη με τη νηστεία και τη σωματική άσκηση. Το συγκεκριμένο πάθος εμφανίζει δύο κύριες μορφές: μπορεί ν' αποβλέπει κατά βάση στην ποιότητα των τροφών, οπότε πρόκειται για την αναζήτηση εύγευστων και εκλεκτών εδεσμάτων, και την επιθυμία τα εδέσματα να προετοιμάζονται επιμελώς· μπορεί ν' αποβλέπει κυρίως στην ποσότητα των εδεσμάτων και τότε πρόκειται για επιθυμία να τρώγει κάποιος πολύ. Στην πρώτη περίπτωση είναι η ηδονή του στόματος και της γεύσης το κατεξοχήν ζητούμενο και επιθυμητό, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται γενικά για την ηδονή της κοιλίας και των οργάνων της πέψης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπάρχει αναζήτηση ενός συγκεκριμένου τύπου σωματικής ηδονής· να γιατί η γαστριμαργία μπορεί να ταξινομηθεί μεταξύ των «παθών του σώματος».
Ωστόσο η γαστριμαργία δεν παύει, για την ορθόδοξη ψυχοπαθολογία, να είναι ένα θανάσιμο πάθος, που απειλεί ολόκληρο τον ψυχοσωματικό οργανισμό του ανθρώπου. Ως παρά φύσιν πάθος είναι σύμπτωμα της πτώσεως του ανθρώπου και μάλιστα αιτία της πτώσεως, αν ακούσουμε τον Μ. Βασίλειο, που λέγει: «Επειδή ουκ ενηστεύσαμεν, εξεπέσαμεν του Παραδείσου». (Λόγος περί Νηστείας ΕΠΕ σελ. 28). Δηλαδή η πτώση, στην εξωτερική της μορφή είναι αποτέλεσμα της…γαστριμάργου «βρώσεως» εκείνου του μοιραίου καρπού! «Ωραίος ην και καλός εις βρώσιν ο εμέ θανατώσας καρπός» ψάλλει η Εκκλησία. (Παρακλητική, ήχος βαρύς, Μακαρισμοί).
Στην πνευματική και ηθική εκτίμηση των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, το πάθος αυτό δεν θεωρείται παρωνυχίδα αλλά ασθένεια σοβαρή, με πολλές και ποικίλες προεκτάσεις στο σώμα και την ψυχή του ανθρώπου. Μερικοί μάλιστα το τοποθετούν μπροστά από όλα τα άλλα πάθη, των οποίων γίνεται μητέρα και προστάτης. «Προ πάντων των παθών εστίν η γαστριμαργία» (Μ. Αντώνιος) και ο Αγ. Πέτρος ο Δαμασκηνός: «Γαστριμαργία εστί πρώτη των οκτώ προστατών της κακίας».
Κατανοούμε πόση διαστροφή έφερε η πτώση του ανθρώπου στην φυσική ανάγκη για αυτοσυντήρηση, ώστε το φαγητό από απλή τροφοδοσία της υλικής υποστάσεως του, να καταντήσει αδηφαγία και κοιλιοδουλεία, κραιπάλη και ακρασία. Από μέσον γίνεται σκοπός της ζωής, ώστε ο άνθρωπος να μη τρώγει για να ζει, αλλά να ζει για να τρώγει, θεοποιώντας την κοιλιά… (Φιλιπ. 3,19).
Η πρόνοια, δηλ. η φροντίδα του σώματος εξέρχεται των φυσιολογικών ορίων και γίνεται παθολογική ικανοποίηση της παρά φύσιν επιθυμίας. Γι’ αυτό ο Απ. Παύλος παραγγέλλει: «Και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας». Και ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς σχολιάζει: «Οπηνίκα της σαρκός πρόνοιαν ποιούμεθα προς τας επιθυμίας, τότε δη κακόν το πάθος και σαρκικών παθών αρχή και ψυχής νόσος» (προς Ξένην μοναχήν),
Αριστοτεχνικότατο από πνευματικής και ψυχολογικής απόψεως ορισμό της γαστριμαργίας, βρίσκουμε στην Κλίμακα του Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτου: «Γαστριμαργία είναι η υποκριτική συμπεριφορά της κοιλίας, η οποία ενώ είναι χορτασμένη, φωνάζει πως είναι ενδεής(φτωχή) και ενώ είναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως ανακράζει ότι πεινά. Γαστριμαργία είναι η δημιουργός των καρυκευμάτων, η πηγή των τέρψεων του λάρυγγος. Γαστριμαργία είναι μια απάτη των οφθαλμών. Καθ’ ην στιγμήν κάποιος τρώγει το μέτριο σε ποσότητα φαγητό του, η γαστριμαργία τον κάνει να σκέπτεται πως να ήτο δυνατόν να καταβροχθίσει δια μιας τα σύμπαντα». (Κλίμαξ, εκδ. Παρακλήτου 1985). Όπως βλέπουμε εδώ το φαγητό δεν λειτουργεί ως μέσον χορτασμού της κοιλίας, αλλά κυρίως ως μέσον ικανοποιήσεως των γευστικών αισθητηρίων. Έτσι γίνεται φανερό ότι η ηδονή παίζει πρωταρχικό και κυριαρχικό ρόλο στην γένεση και εξέλιξη του πάθους της γαστριμαργίας. Πρόκειται για ένα αισθησιασμό και μια καθαρά σαρκική απόλαυση. Έτσι εξηγείται γιατί στα περίφημα λουκούλλεια γεύματα, αφού έτρωγαν κατά κόρον, προκαλούσαν τεχνητό εμετό, για να μπορέσουν να ξαναφάγουν.
Η γαστριμαργία, όπως και όλα τα άλλα πάθη, είναι ένα άλογο (ανόητο) πάθος. Υποβιβάζει τον άνθρωπο στην κατάσταση της αλογίας και τον εξομοιώνει με τα ζώα, ή μάλλον τον πάει πιο πέρα, διότι τα ζώα, όταν κορεσθούν, σταματούν την τροφή, ενώ το απύθμενο αυτό ανθρώπινο πάθος, συνήθως δεν γνωρίζει κορεσμό.
Οταν μονιμοποιηθεί, σαρκικοποιεί και υλοποιεί τον άνθρωπο. Του κατεβάζει το νου προς τα γήινα και χαμαίζηλα και κάνει την ψυχή του «βοσκηματώδη», σαν την συγκύπτουσα, «μη δυναμένην ανακύψαι εις το παντελές». Ο νους, εξ αίτιας του πάθους, «παχύνεται», παραλύει και γίνεται ανίκανος για καθαρούς λογισμούς και μεγάλες πτήσεις. Ας θυμηθούμε και το αρχαίο: «παχεία γαστήρ λεπτόν ου τίκτει νόον». Δραματικότερος όμως είναι ο Όσιος Θαλάσσιος, που χαρακτηρίζει τον νου του γαστριμάργου «κατοικητήριον κοράκων» (Φιλοκαλία τόμ. Β’ σελ. 220).
Αφαιρεί από τον μυστικό θάλαμο της καρδιάς την κατάνυξη και το χαροποιό πένθος και εισάγει τον σκορπισμό, του νου την ευτραπελία και την πολυλογία. Αφαιρεί τον ζήλο για αγώνα και προσευχή και εισάγει την ακηδία, την οκνηρία και τέλος την λιθώδη αναισθησία, που νεκροποιεί τη ψυχή. Η ψυχή ερημώνεται από τη χάρη του Θεού, γιατί όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισσες, έτσι και η γαστριμαργία διώχνει τη χάρη του Αγ. Πνεύματος (Μ. Βασίλειος ΕΠΕ 6 σελ. 49). Έτσι η καρδιά δυστοκεί και δεν μπορεί να γεννήσει τις άγιες αρετές, γιατί, όπως το πρόβατο δεν συνέρχεται με το λύκο, για να γεννήσουν τέκνα, έτσι και ο καρδιακός πόνος της κατανύξεως και μετανοίας δεν μπορεί να συνευρεθεί με τον χορτασμό. (Αββάς Ησαΐας Εύεργετ. Β’ σελ. 140). Αντιθέτως ένα ολόκληρο πλήθος κακιών, σαν άλλοι δορυφόροι, συνοδεύουν την «πάντων των βροτών τυραννίδα», γαστριμαργία, ήτοι: «σκληροτραχηλία, ανηκοΐα, αιχμαλωσία, μεγαλαυχία, θρασύτης, φιλοκοσμία, ην διαδέχονται προσευχή ρυπαρά και ρεμβασμοί λογισμών, πολλάκις δε και συμφοραί ανέλπιστοι, απροσδόκητοι, αις προσωμίλησεν ανελπιστία, η πάντων χαλεπωτέρα» (Κλίμαξ σελ. 193).
Η «πάμφημος Δέσποινα», όπως αποκαλείται η κοιλία, γεννά πολλούς υιούς και θυγατέρας, αλλά πρωτότοκος υιός της είναι η πορνεία και η ακολασία. Κατά τον Μ. Βασίλειο «συγχρόνως με την τρυφήν και την μέθην και τα διάφορα και ποικίλα καρυκεύματα, εισορμά και κάθε είδος κτηνώδους ακολασίας. Απ’ εδώ οι άνθρωποι γίνονται «ίπποι θηλυμανείς», εξ αίτιας του οίστρου της τρυφής, που γεννάται στη ψυχή» (ΕΠΕ 6 σελ. 49).
Πράγματι με την πολυφαγία και πολυποσία ρίχνουμε λάδι στη φωτιά των «υπογαστρίων» παθών και εξάπτουμε τις σαρκικές επιθυμίες, «αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής» (Α΄ Πέτρ. 2,11).
Ἀλλά τί τά λέω αὐτά; Ἡ τρυφή ἀπομάκρυνε καί τήν ἴδια τήν εὐσέβεια. Καί τό φανερώνουν ἀπό παλιά οἱ Ἰσραηλῖτες γιά τούς ὁποίους εἶχε λεχθῆ λιπάνθηκε, πάχυνε, ἔγινε ἀλαζόνας καί ἐγκατέλειψε τόν Θεό καί δημιουργό του» (Δευτ. 32,15). Μετὰ ἀπό αὐτούς ἐκεῖνοι γιά τούς ὁποίους ἀναφέρει ὁ θεῖος Ἀπόστολος στήν πρός Φιλιππισίους ἐπιστολή, ὀνομάζοντάς τους ἐχθρούς τοῦ σταυροῦ. Ποιοί εἶναι αὐτοί, Παῦλε; «Ἐκεῖνοι», λέει, «πού ὁ Θεός τους εἶναι ἡ κοιλιά καί καυχιοῦνται γιά τήν καταισχύνη τους» (Φιλιπ. 3,19). Καί τώρα στήν ἐποχή μας εἶναι αὐτοί πού ἔγιναν ὁλοκληρωτικά γιά τήν τρυφή τοῦ λαιμοῦ καί ὅλοι σχεδόν οἱ λεγόμενοι φυσικοί καί οἱ ἄθεοι.
Γιατί ὅμως ἡ τρυφή καί τά φαγοπότια σπρώχνουν τούς ἀνθρώπους στά παράλογα πάθη τῆς σάρκας καί στήν ἀθεΐα καί τήν ἀσέβεια; Γιατί οἱ ἀναθυμιάσεις καί οἱ καπνοί πού ἐκπέμπονται ἀπό τήν τρυφή, ὄχι μόνο ἐμποδίζουν σάν σύννεφα τόν ὑπερφυσικό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόν διώχνουν ἀπό τόν νοῦ, ἀλλά σκοτίζουν καί τή φυσική κρίσι τοῦ λογικοῦ καί καθιστοῦν τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο σάν ἄλογο ζῶο πού ὁρμᾶ στίς κτηνώδεις ἐπιθυμίες. Αὐτό βεβαιώνει ἀφ’ ἑνός ὁ μέγας Βασίλειος λέγοντας∙ «Οἱ ἐκπεμπόμενες νεφελώδεις ἀναθυμιάσεις ἀπό τίς λιπαρές τροφές, διακόπτουν σάν πυκνό νέφος τίς ἐκλάμψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν νοῦ» (Λόγ. α΄ περί νηστείας)· ἀφ’ ἑτέρου ὁ θεῖος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγοντας: «Κάθε κοσμική τρυφή ἔχει μέν γλυκειά τήν ἄμεση γεῦσι, συσκοτίζει καί μεθᾶ φοβερά αὐτόν πού τήν δέχεται (Τόμ. β΄ τῆς Ὀκτατεύχ. σελ. 918). Ποῦ εἶσθε λοιπόν τώρα ἐσεῖς πού ἀνοηταίνετε καί φλυαρεῖτε λέγοντας· Καί τί κακό εἶναι τό νά φάη κανείς καί νά πιῆ; Τά φαγητά καί τά ποτά δέν εἶναι ἁμαρτία. Ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ τόν ἄνθρωπο λόγω τοῦ φαγητοῦ καί τοῦ ποτοῦ καί ἄλλα παρόμοια. Μάθετε ὅμως ἀπό τά παραπάνω πόσο ἀνόητοι εἶστε καί ἄσκοπα ὁμιλεῖτε ἐσεῖς πού τά λέτε αὐτά, σ’ ὅποια τάξι καί βαθμό καί ἄν ἀνήκετε καί διδαχθῆτε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή ὅλα τά κακά γεννιοῦνται ἀπό τήν τρυφή καί τήν κοιλιοδουλεία. Καί σταματῆστε στό ἑξῆς νά χρησιμοποιῆτε τέτοιες προφάσεις, τίς ὁποῖες ξέρω ὅτι τίς ἐφευρίσκετε γιά νά παρηγορῆτε τή συνείδησί σας, ἡ ὁποία σᾶς ἐλέγχει γιατί δέν πράττετε σωστά. Αὐτά ὅμως σᾶς κλείνουν τή θύρα τῆς μετανοίας καί δέν σᾶς ἀφήνουν νά μετανοήσετε. Ἀρχίστε λοιπόν στό ἑξῆς νά κατηγορῆτε καί νά μέμφεσθε τόν ἑαυτό σας, γιατί αὐτή ἡ αὐτοκατηγορία ὄχι μόνο εἶναι καθαυτή μέρος τῆς μετάνοιας καί τῆς σωτηρίας, ὅπως λέει ὁ θεῖος Τιμόθεος Ἀλεξανδρείας (καν. ιζ΄), ἀλλά κάποτε μπορεῖ νά σᾶς ὁδηγήση στήν ἀποχή τῆς τρυφῆς καί στήν ἀληθινή καί ἔμπρακτη μετάνοια.
Ὅλους βέβαια, χωρίς καμμιά ἐξαίρεσι, τούς βλάπτει ἡ τρυφή, ἀλλά περισσότερο τούς νέους· καί ὁ λόγος φυσικά εἶναι φανερός· ὁ νέος εἶναι ἀπό τήν φύσι του θερμός καί ἐπειδή εἶναι πῦρ, ὅταν προσλάβη καί τήν ὕλη τῆς λιπαρότητας τῶν φαγητῶν, τί γίνεται τότε; Ἀπό τά παχειά φαγητά γίνονται οἱ παχειοί χυλοί· ἀπ’ αὐτους κατόπιν οἱ παχειοί χυμοί καί τό παχύ αἷμα· καί ἀπό αὐτό οἱ παχειές σάρκες, ἀπό τίς ὁποῖες γίνεται ἡ πληθώρα σπέρματος καί ἀπό ἐκεῖνο οἱ βίαιοι ἐρεθισμοί. καί ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται τότε τό ταλαίπωρο σῶμα μία φλόγα καί ἕνα καμίνι Βαβυλωνιακό. Ἐὰν τό θηρίο τοῦ νεανικοῦ σώματος εἶναι καθαυτό ἀδάμαστο καί μέ τήν ἔλλειψι τροφῆς, ποιά ἄραγε ἀγριότητα προσλαμβάνει ὅταν χορτάση; Τήν γνωρίζουν οἱ νέοι πού δοκιμάζουν μέ τήν πεῖρα καθημερινά τίς ὁρμές του. Γι’ αὐτό ὁ Θεολόγος Γρηγόριος εἶπε: «Ἡ ταλαιπωρία εἶναι ἀρκετή στό σῶμα. Γιατί πρέπει νά δώσουμε περισσότερη ὕλη στή φλόγα, παρά ἄφθονη τροφή στό λογισμό; (Λόγ. εἰς τήν Πεντηκοστήν). καί ὁ Σολομών λέει: «Δέν συμφέρει στόν ἄφρονα ἡ τρυφή». (Παρ. 19,10). καί ὁ μέγας Βασίλειος ὀνομάζει τή σάρκα τοῦ νέου ἀσύνετη. Γιατί ἑρμηνεύοντας τό ρητό τοῦ Σολομῶντα: «Οὐ συμφέρει ἄφρονι τρυφή» ἔτσι, λέει: «Τί εἶναι πιό ἀσύνετο ἀπό τήν καλοπεριποιημένη σάρκα καί τήν ἀσυγκράτητη νεότητα;». Ἐὰν ὅμως δέν μπορῆς νά κόψης τελείως τά λιπαρά φαγητά, φρόντιζε τουλάχιστον νά τρῶς μία φορά τή μέρα· γιατί μ’ αὐτόν τόν τρόπο καί τό σῶμα γίνεται ἐλαφρύτερο καί ὑγιεινό καί ὁ νοῦς καθαρότερος καί πιό ἄξιος στό νά προχωρᾶ στά θεῖα νοήματα· ἀλλά τότε σέ παρακαλῶ νά μήν παραχορταίνης.
Ἀλλά τί τά λέω αὐτά; Ἡ τρυφή ἀπομάκρυνε καί τήν ἴδια τήν εὐσέβεια. Καί τό φανερώνουν ἀπό παλιά οἱ Ἰσραηλῖτες γιά τούς ὁποίους εἶχε λεχθῆ λιπάνθηκε, πάχυνε, ἔγινε ἀλαζόνας καί ἐγκατέλειψε τόν Θεό καί δημιουργό του» (Δευτ. 32,15). Μετᾶ ἀπό αὐτούς ἐκεῖνοι γιά τούς ὁποίους ἀναφέρει ὁ θεῖος Ἀπόστολος στήν πρός Φιλιππισίους ἐπιστολή, ὀνομάζοντάς τους ἐχθρούς τοῦ σταυροῦ. Ποιοί εἶναι αὐτοί, Παῦλε; «Ἐκεῖνοι», λέει, «πού ὁ Θεός τους εἶναι ἡ κοιλιά καί καυχιοῦνται γιά τήν καταισχύνη τους» (Φιλιπ. 3,19). Καί τώρα στήν ἐποχή μας εἶναι αὐτοί πού ἔγιναν ὁλοκληρωτικά γιά τήν τρυφή τοῦ λαιμοῦ καί ὅλοι σχεδόν οἱ λεγόμενοι φυσικοί καί οἱ ἄθεοι[1]. (Αγ. Νικοδημου Σ.Ε.)
Πιο απλά η βουλιμία-γαστριμαργία ως πάθος για την υπερβολική κατανάλωση τροφής μέχρι σημείου υπερβολικού κορεσμού, συχνά συνοδεύεται από την αίσθηση απώλειας του ελέγχου. Στη συνέχεια της διατροφικής αυτής διαταραχής, το άτομο εκδηλώνει αντισταθμιστικές συμπεριφορές από φόβο μήπως αυξηθεί το σωματικό του βάρος. Είναι ευνόητο, πως αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση είναι δυνατόν να προκληθούν προβλήματα σωματικής υγείας (οι πιο συνηθισμένες επιπτώσεις σχετίζονται με τις αντισταθμιστικές συμπεριφορές, όπως η φθορά των δοντιών, το πρήξιμο του προσώπου, ο ακανόνιστος καρδιακός ρυθμός και η μυϊκή ατονία που προκαλούνται από τους συχνούς εμετούς). Στο πάθος της γαστριμαργίας πέφτουμε με 5 τρόπους, που έχουν σχέση με:
- τον χρόνο: όταν τρώμε συχνότερα ή νωρίτερα από ό,τι πρέπει
- την ποσότητα: όταν τρώμε περισσότερο από όσο μας χρειάζεται
- με την ποιότητα: όταν τρώμε πλούσια, ακριβά και εξεζητημένα εδέσματα
- με τον τρόπο: όταν τρώμε με βουλιμία
- με την μέριμνα: όταν περνάμε πολύ περισσότερο χρόνο της ζωής μας σε γαστρονομικές φροντίδες
Οἱ Πατέρες γιά τήν τροφή
῎Ισως κάποιος νά πεῖ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας εἶναι ἐναντίον τῆς τροφῆς˙ αὐτό δέν εἶναι σωστό, διότι κανένας ἐκ τῶν Πατέρων δέν πέθανε ἀπό ἀσιτία διότι ἔτρωγαν τό ἀναγκαῖο φαγητό πού χρειαζόντουσαν γιά νά διατηρηθοῦν στή ζωή. ᾽Ακόμη οἱ Πατέρες δέν θεωροῦν ὅτι ἡ τροφή εἶναι ἀκάθαρτη καί κακή ὥστε νά κάνει τήν γαστριμαργία πάθος, αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τή Γραφή: «οὐ τό εἰσερχόμενον εἰς τό στόμα κοινοῖ τόν ἄνθρωπον» (Ματθ. ιε΄ 11). ῾Ο ᾽Απόστολος Παῦλος γράφει στό μαθητή του Τιμόθεο: «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καί οὐδέν ἀπόβλητον μετά εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (Α' Τιμ. δ΄4). ῎Αρα τό πάθος τῆς γαστριμαργίας δέν εἶναι ἐπακόλουθο τῆς τροφῆς πού παίρνουμε, ἀλλά στό σκοπό καί στό στόχο πού βάζουμε ὅταν καθόμαστε νά φᾶμε.
῾Ο ἅγιος Δωρόθεος Γάζης ἔλεγε: «῎Αλλο πρᾶγμα εἶναι τό νά φάει κάποιος διά νά ἱκανοποιήσει τήν φυσικήν ἀνάγκην λήψεως τροφῆς καί ἄλλο νά φάγει διά νά δοκιμάσει τήν ἐκ τοῦ φαγητοῦ ἡδονήν. ῾Ο σκοπός διά τόν ὁποῖον τρώγει τις εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ τήν ἁμαρτίαν. Τό νά τρώγει δέ κανείς ὅσον ἐπιβάλλουν αἱ σωματικαί του ἀνάγκαι σημαίνει ὅτι οὖτος ὁρίζει εἰς τόν ἑαυτόν του πόσον πρέπει νά φάγει καθ᾽ ὅλην τήν ἡμέραν».
Η γαστριμαργία αποτελεί νόσο, όχι μόνο της ψυχής αλλά και του σώματος. Οι συνέπειες της στην υγεία του σώματος είναι πολυεπίπεδες, πολυάριθμες και επικίνδυνες. Πολλοί Πατέρες βλέπουν στη γαστριμαργία την πηγή του προπατορικού αμαρτήματος.
Η νηστεία είναι βία φύσεως και περιτομή των ηδονών του λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωσις από μολυσμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξις του νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως, ταπεινός στεναγμός, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα της πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπακοής, ελαφρότης του ύπνου, υγεία του σώματος, πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις του παραδείσου.
Ας συλλάβουμε και ας ανακρίνουμε και αυτόν τον εχθρόν -προπαντός αυτόν- πού ευρίσκεται επικεφαλής όλων των επικινδύνων εχθρών μας. Αυτόν πού είναι η θύρα των παθών, η πτώσις του Αδάμ, η απώλεια του Ησαύ, ο όλεθρος των Ισραηλιτών, η ασχημοσύνη του Νώε, η προδοσία των Γομόρρων, η κατηγορία του Λώτ, η εξολόθρευσις των υιών του ιερέως Ηλεί, ο καθοδηγητής προς τους μολυσμούς. Ας την ανακρίνουμε -την γαστριμαργία- από πού γεννάται, ποιοι είναι οι απόγονοί της, ποιος είναι αυτός πού την συντρίβει και ποιος αυτός πού την εξολοθρεύει τελείως.
Λέγε μας, ω τύραννε όλων των ανθρώπων, σύ πού τους εξαγοράζεις όλους με το χρυσάφι της απληστίας, από πού εισέρχεσαι μέσα μας; Και τι εν συνεχεία συνηθίζεις να γεννάς εκεί; Και πώς μπορούμε να επιτύχουμε την έξοδό σου και απομάκρυνσι από εμάς";
Εκείνη δε ταλαιπωρημένη από τις ύβρεις αυτές, γεμάτη μανία και αγριότητα μας αποκρίθηκε τυραννικά:
"Γιατί με ονειδίζετε σείς πού είσθε υπόλογοι απέναντί μου; Και πώς φροντίζετε να με αποχωρισθήτε, ενώ εγώ είμαι εκ φύσεως συνδεδεμένη μαζί σας; Θύρα για μένα είναι η φύσις των φαγητών. Αιτίας της απληστίας μου είναι η συνεχής χρήσις. Αφορμή δε της επικρατήσεως του πάθους μου είναι η προϋπάρχουσα συνήθεια, η αναισθησία της ψυχής και η λησμοσύνη του θανάτου."
"Και πώς ζητείτε να μάθετε τα ονόματα των απογόνων μου; Θα τους απαριθμήσω και θα πληθυνθούν περισσότερο από την άμμο. Ακούστε όμως ποιοι θεωρούνται ως υιοί μου πρωτότοκοι και αγαπητοί: Πρωτότοκός μου υιός είναι ο υπηρέτης της πορνείας. Δεύτερος η σκληροκαρδία. Τρίτος ο ύπνος. Από εμένα επίσης γεννώνται η θάλασσα των λογισμών, τα κύματα των μολυσμών, ο βυθός των κρυπτών και ανεκφράστων ακαθαρσιών."
Ιδικές μου θυγατέρες είναι η οκνηρία, η πολυλογία, η «παρρησία», τα γέλια, τα αστεία και τα ευτράπελα, η αντιλογία, η σκληροτράχηλη διαγωγή και συμπεριφορά, η ανυπακοή, η αναισθησία, η αιχμαλωσία και υποδούλωσις (στα πάθη), η καύχησις, η θρασύτης. Επίσης και η αγάπη του καλλωπισμού, την οποία διαδέχονται η ρυπαρά προσευχή, ο ρεμβασμός των λογισμών και πολλές φορές συμφορές ανέλπιστες και απροσδόκητες."
Εμένα με πολεμεί, αλλά δεν με νικά, η μνήμη των αμαρτημάτων. Υπερβολικά με εχθρεύεται η σκέψις του θανάτου. Εκείνο δε πού με καταστρέφει τελειωτικά δεν υπάρχει στους ανθρώπους. Όποιος απέκτησε μέσα του Τον Παράκλητο, Τον παρακαλεί εναντίον μου. Και Εκείνος καμφθείς από τις ικεσίες δεν με αφίνει να ενεργώ με εμπάθεια. Αυτοί πού δεν εγεύθηκαν την χάρι του Παρακλήτου, επιζητούν οπωσδήποτε να γλυκαίνωνται από την ιδική μου ηδονή."
Ο Jean Claude Larchet αναφέρει ότι εμφανίζει δύο κύριες μορφές. Η πρώτη αφορά την ποιότητα των τροφών και έχει ως ζητούμενο την ικανοποίηση του στόματος και της γεύσης και η δεύτερη την ποσότητα που στοχεύει στην ικανοποίηση της κοιλιάς. Το παράδοξο είναι ότι ενώ η γαστριμαργία δεν προέρχεται από κάποια σωματική ανάγκη, το σώμα έχει άμεση εμπλοκή. Το γεγονός ότι η επιθυμία υπερβαίνει την ανάγκη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γαστριμαργία είναι πάθος της ψυχής το οποίο εκδηλώνεται στο σώμα.
Τη σημαντικότητα του συγκεκριμένου πάθους ενισχύει και το γεγονός ότι αποτέλεσε έναν από τους τρείς πειρασμούς που επέβαλε ο διάβολος στο Χριστό στην έρημο. Η στάση του Ιησού απέναντι στον πειρασμό του διαβόλου, αποκαθιστά τη σχέση ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, η οποία είχε διαταραχθεί με τον Αδάμ και τη βρώση του απαγορευμένου καρπού. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι ακάθαρτη η τροφή ή κακή η διαδικασία της διατροφής ώστε να μας οδηγεί στη γαστριμαργία. Αυτό που φταίει είναι ο τρόπος χρήσης της τροφής και ο σκοπός που εξυπηρετεί η χρήση αυτή.
Οι Άγιοι Πατέρες συχνά τονίζουν ότι την ηδονή διαδέχεται η οδύνη. Την ευχαρίστηση λοιπόν του λάρυγγος διαδέχεται ο πόνος και το βάρος του στομάχου, η παχυσαρκία και τα άλλα εξ αυτής αναρίθμητα δεινά. «Κοπιά γαστρίμαργος -γράφει ο Άγ. Εφραίμ- και συντρίβεται εμπλήσαι γαστέρα αυτού εδεσμάτων και φαγών οδυνάται περί την πέψιν…» (Ενεργ. Β΄ σελ. 145).
Παραδείγματα
Ἄς δοῦμε και μερικα παραδείγματα του πάθους αυτου
Ὅσοι εἶναι συνηθισμένοι στίς τρυφές δέν αἰσθάνονται καθόλου τή γλυκύτητα πού προέρχεται ἀπό τήν ἀπόλαυσι. Γιατί αὐτή δέν προέρχεται ἀπό τήν ποικιλία καί τά πικάντικα φαγητά, ἀλλά ἀπό τή διάθεσι τῆς φυσικῆς ὄρεξης. Γι’ αὐτό ὁ Δαρεῖος, μετά τόν πόλεμο, καθώς καιγόταν ἀπό τή δίψα, ἔφθασε σέ λασπῶδες καί βρώμικο ρυάκι καί γεμίζοντας τήν περικεφαλαία του, ἤπιε νερό καί ὡρκιζόταν ὅτι ποτέ του δέν εἶχε πιῆ νερό μέ περισσότερη εὐχαρίστησι. Καί οἱ ἁγιορεῖτες ἀσκητές στίς νηστίσιμες μέρες, ὅταν τήν ἐνάτη ὥρα καθίσουν νηστικοί στό τραπέζι, δοκιμάζουν περισσότερη εὐχαρίστησι καί γλυκύτητα στή γεῦσι τοῦ λιτοῦ ἄρτου καί στό ἁπλό νερό, παρά οἱ τρυφηλοί στούς φασιανούς καί τά παγώνια καί στά μυρωδᾶτα κρασιά. Γιατί ὅπως εἶπε ὁ Ξενοφῶντας: «Εὐχάριστο εἶναι τό ψωμί γιά τόν πεινασμένο καί εὐχάριστο τό νερό γιά τόν διψασμένο». Καί ὁ Σολομών εἶπε: «Ἡ ψυχή ὅταν εἶναι χορτάτη, περιφρονεῖ τήν κηρήθρα, ἐνῶ ὅταν εἶναι πεινασμένη καί τά πικρά γλυκά τῆς φαίνονται» (Παροιμ. 27,7). Καί ὁ μέγας Βασίλειος σωστά εἶπε: «Ἐὰν θέλης νά ἑτοιμάσης ἐπιθυμητό τραπέζι στόν ἑαυτό σου, δέξου τήν μεταβολή τῆς νηστείας· καί ἐσύ πού εἶσαι προσκολλημένος στήν μεγάλη τρυφή, ἀπέφυγες νά ἀμαυρώσης στόν ἑαυτό σου τήν τρυφή καί ἀφάνισες τήν ἡδονή μέ τήν φιληδονία. Γιατί τίποτα δέν εἶναι τόσο ἐπιθυμητό πού νά μή φαίνεται εὐκαταφρόνητο ἀπό τήν συνέχεια τῆς ἀπολαύσεως. Ἐνῶ αὐτά πού ἀποκτᾶς σπάνια, αὐτά δίνουν καί τή μεγαλύτερη ἀπόλαυσι». (Λόγ. α΄ περί νηστείας).
Τρυφηλοί καὶ γαστρίμαργοι ὑπῆρξαν οἱ Συβαρῖτες, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἐξιστορεῖ ὁ Πλούταρχος, ὅταν ἐπρόκειτο νά ὀργανώσουν κάποιο τρυφηλό συμπόσιο, προετοίμαζαν τά φαγητά ἐπί δύο χρόνια· καί ἦταν τόσο παραδομένοι στόν ὕπνο, ὥστε δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας κόκκορας σ’ ὅλη τήν πόλι, γιά νά μήν ἐνοχλῆ μέ τίς φωνές του τόν ὕπνο τους. Τέτοιοι ἦταν καί οἱ Βραχμᾶνες, οἱ ὁποῖοι στά πλουσιοπάροχα συμπόσιά τους ἔβαζαν ὅλη τήν ὑψηλή τους μάθησι καί φιλοσοφία γιά νά ἐφευρίσκουν νέα ἀρτύματα τρυφηλῶν τροφῶν· τέτοιος ἦταν καί ὁ Νέρωνας, ὁ ὁποῖος σέ κάποιο συμπόσιο πού ὠργάνωσε γιά τούς πολίτες τῆς Ρώμης, δέν εἶχε ἄλλο φαγητό, παρά γλῶσσες παγωνιοῦ, καρυκευμένες μέ ποικίλους τρόπους, γιά νά εἶναι πιό γλυκές στή γεῦσι καί πιό ἀπολαυστικές. Τέτοιος ἦταν καί ὁ Φιλόξενος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε περισσότερο τήν ἀπόλαυσι τῆς τρυφῆς καί ἐπιθυμοῦσε νά ἔχη λαιμό μακρύ ὅπως οἱ γερανοί, γιά νά μπορῆ νά τρώη καί νά πίνη ἀχόρταγα. Τέτοιος ἦταν καί ὁ Λούκουλος, ὁ ὁποῖος ἀγωνιζόταν νά προξενῆ νοστιμάδα στή γεῦσι μέ ξένες καί ἀνήκουστες ἀπολαύσεις, οἱ ὁποῖες δέν ἀπέβαλλαν ἀλλά μᾶλλον προκαλοῦσαν τήν πεῖνα. Τέτοιος ἦταν καί ὁ Ἀστυδάμας, ὁ ὁποῖος, ὅταν προσκλήθηκε ἀπό τόν βασιλιά Ἀριοβαρζάνη, σέ ἕνα πολυτελέστατο συμπόσιο, ἔφαγε μόνος του ὅλα τά φαγητά πού ἐπρόκειτο νά φᾶνε ὅλοι μαζί οἱ προσκεκλημένοι καί στράγγιξε ὅλους τούς κρατῆρες τοῦ κρασιοῦ. Τέτοιος ἦταν καί ὁ Σίλας, ὁ τύραννος τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος γιά νά κάνη ἕνα συμπόσιο, ἐρήμωσε τά δάση ἀπό τά τετράποδα ζῶα καί τόν ἀέρα ἀπό τά πουλιά καί κάθε μέρα τοῦ περίσσευαν φαγητά, γιά νά χορτάση λαός ἀμέτρητος.
Ἀλλά ὅλους αὐτούς τούς ξεπέρασε στίς τρυφές, τά συμπόσια καί τά πολυτελῆ δεῖπνα τό ζευγάρι τῆς μοιχείας, ὁ Ἀντώνιος καί ἡ βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου, ἡ Κλεοπάτρα. Γιατί αὐτοί συναγωνίζονταν μεταξύ τους, ποιός θά νικήση τόν ἄλλο ὡς πρός τήν μεγαλοπρέπεια τῶν δείπνων. Ὥσπου ἡ Κλεοπάτρα νίκησε τόν Ἀντώνιο, βγάζοντας ἀπό τό αὐτί της ἕνα πολυτιμότατο καί τεράστιο στό μέγεθος μαργαριτάρι, τό ὁποῖο ἦταν ἐπεξεργασμένος καί μεγάλος βασιλικός θησαυρός καί ἀφοῦ τό διαμόρφωσε κατάλληλα τό ἔδωσε στόν Ἀντώνιο καί τό ἔφαγε. Καί ἦταν ἕτοιμη νά σπάση καί τό ἄλλο μαργαριτάρι πού φοροῦσε στό ἄλλο της αὐτί, ἄν ὁ Ἀντώνιος δέν ὡμολογοῦσε τήν ἧττα του. Πόσο ἄθλιος καί ταλαίπωρος ἦταν ὁ νοῦς αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων! Γιατί μολονότι αὐτός δόθηκε ἀπό τό Θεό γιά ὑψηλές ἐνέργειες, κατάντησε σέ αὐτούς, ἀλλοίμονο! ἀποσβολωμένος καί εὐτελέστατος μάγειρας· ἔτσι μπορεῖ κανείς νά πῆ γιά ὅλους αὐτούς ὅτι δέν ἔτρωγαν γιά νά ζοῦν, τό ὁποῖο εἶναι χαρακτηριστικό τῶν λογικῶν, ἀλλά ὅτι ζοῦσαν γιά νά ἀπολαμβάνουν, τό ὁποῖο εἶναι χαρακτηριστικό τῶν ἀλόγων ὄντων καί τῶν κτηνῶν. Ἀλλά πολύ ἀθλιότερος βέβαια θά εἶναι ὁ νοῦς τῶν χριστιανῶν, ἄν μετά τή χάρι τοῦ Εὐαγγελίου καί τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, γίνη ὅμοιος μέ τούς προαναφερόμενους ἐθνικούς· καί ἀφοῦ ἀφήση τήν οἰκεία καί ἁρμόζουσα σ’ αὐτόν τρυφή, πού εἶναι ἡ μελέτη καί ἡ ἐνασχόλησι μέ τά πνευματικά καί νοητά ἀγαθά, ἀσχολεῖται μέ τίς δυσωδέστατες σωματικές ἀπολαύσεις καί τήν λατρεία τῆς καταργουμένης κοιλίας.
Αποτελέσματα
Η γαστριμαργία αξιολογείται από τους Πατέρες ως νόσος (Δωρόθεος Γάζης, Ιωάννης Κασσιανός) και ως μορφή αφροσύνης και μανίας (Θεοδώρητος Κύρου, Μάξιμος Ομολογητής,). Νόσος και μανία όχι μόνο λόγω της διαθέσης που αποκαλύπτει, αλλά και εξαιτίας των πολυάριθμων παθολογικών συνεπειών. Εκτός του ότι η γαστριμαργία τυραννεί τον άνθρωπο, τον αποξενώνει απομακρύνοντάς τον από τον Θεό, ταυτόχρονα θέτει σε κίνδυνο την υγεία του σώματος του. Οι άγιοι ασκητές παρατηρούν καταρχήν ότι η ασωτία στις τροφές στερεί το νου από την “ενέργεια και την οξύτητα” (Μ. Βασίλειος), τον βαραίνει, τον “βυθίζει σε κατάσταση σκότους” (Ισαάκ Σύρος), χαύνωσης, “αναισθησίας και ύπνου” (Ισαάκ Σύρος), συνέπειες που αντανακλώνται στην ψυχή καθολοκληρία. «Υπό πλήθους βρωμάτων βαρούμενον το σώμα δειλόν τινα και δυσκίνητον τον νουν απεργάζεται» (Διάδοχος Φωτικής). Μια τέτοια κατάσταση δυσχεραίνει την πτήση του νου στα πνευματικά, τον “δυσκολεύει την προσευχή” και “γίνεται πρόξενος ακηδίας”(Ισαάκ Σύρος). Τα πάθη, κυρίως η γαστριμαργία κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή:«συνδεσμούσι τον νουν τοις υλικοίς πράγμασι και κατέχουσιν αυτόν εις την γην, λίθου δίκην βαρυτάτου αυτώ επικείμενα· φύσει όντα αυτόν πυρός κουφότερον και οξύτερον!». Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει για τον γαστρίμαργο: «μόνη τη γαστρί και τοις μετά γαστέρα ζων, απηλλοτριωμένος δε της ζωής του Θεού». Ο Ιωάννης Σιναϊτης επισημαίνει ότι το πάθος αυτό: “οδηγεί στην ξήρανση των αγίων δακρύων της μετάνοιας”.
«Πολλά πιάτα, πολλές αρρώστιες» έλεγε και ο φιλόσοφος Σενέκας. Ο δε Άγγλος ποιητής Φλέτσερ πολύ σοφά: «Οι περισσότεροι άνθρωποι σκάβουν τον τάφο τους με τα πιρούνια και τα μαχαίρια που χρησιμοποιούν προς ικανοποίηση της ακόρεστης αδηφαγίας τους». Άλλα και ο ιατρός Γκενιό έχει δίκαιο ισχυριζόμενος ότι η λαιμαργία σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους, παρά η πείνα! Από το λίγο φαί πεθαίνουν λίγοι και από το πολύ πεθαίνουν πολλοί!… Την 13η Απριλίου 1988 οι εφημερίδες έγραψαν ότι εις μεν την Θεσ/νίκη κατά τις ήμερες του Πάσχα μετεφέρθησαν στα Νοσοκομεία περί τα 100 άτομα, εις δε την Αθήνα περί τα 532 από… γαστριμαργικό φόρτο!!
Ύστερα από όλα αυτά κατανοούμε πλέον ότι το πρόβλημα δεν είναι, εάν πρέπει ο άνθρωπος να τρώγει ή να μην τρώγει. Η Αγ. Γραφή διδάσκει ότι «παν κτίσμα του Θεού εστί καλόν και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον» (Α’ Τιμ.4,4). Το πρόβλημα εντοπίζεται στο πόσο τρώγει, τί τρώγει και κυρίως πώς τρώγει. Αν δηλ. η λήψη της τροφής γίνεται εμπαθώς ή απαθώς, με σκοπό την πλήρωση της ανάγκης ή την ικανοποίηση της επιθυμίας. Γι αυτό και τα λόγια του Αββά Κασσιανού μπορούν εν προκειμένω να χρησιμεύσουν ως χρυσός κανόνας: «να δίνουμε στο σώμα όσα η ανάγκη θέλει και όχι όσα η ηδονή απαιτεί».
ΘΕΡΑΠΕΊΑ
Εκείνος που περιποιείται την κοιλία του και αγωνίζεται να νικήση το πνεύμα της πορνείας, ομοιάζει με εκείνον πού προσπαθεί να σβήση μεγάλη φωτιά με λάδι. Όταν θλίβεται η κοιλία ταπεινούται η καρδία. Όταν όμως δέχεται περιποιήσεις, θεριεύουν και αλαζονεύονται οι λογισμοί.
Εξέταζε τον εαυτόν σου την πρώτη ώρα της ημέρας και το μεσημέρι και την τελευταία πρό του φαγητού, και θα κατανοήσης έτσι την ωφέλεια της νηστείας. Το πρωί (πού δεν πεινάς) οι λογισμοί σκιρτούν και περιπλανώνται εδώ κι εκεί, κατά την έκτη ώρα ατονούν κάπως, και κατά το ηλιοβασίλεμα έχουν εντελώς ταπεινωθή.
. Κλίμακα:. Κυριάρχησε στην κοιλία σου, πρίν κυριαρχήση αυτή πάνω σου, και τότε θα αναγκασθής να νηστεύης γεμάτος καταισχύνη. Αυτό που είπα το καταλαβαίνουν εκείνοι πού έπεσαν στον ακατανόμαστο βόθρο. Όσοι είναι ευνούχοι -(κατά πνεύμα ευνούχοι) (πρβλ. Ματθ. ιθ΄12) δεν εγνώρισαν το αμάρτημα αυτό.
Ας περικόψωμε τις απαιτήσεις της κοιλίας με την σκέψι του αιωνίου πυρός. Μερικοί πού υπετάγησαν σ΄ αυτήν έφθασαν στην ανάγκη στο τέλος να αποκόψουν τα μέλη του σώματός τους, και απέθαναν έτσι σωματικά και ψυχικά. Ας ερευνήσωμε, και οπωσδήποτε θα διαπιστώσωμε πώς τα ηθικά μας ναυάγια προέρχονται μόνο από την γαστριμαργία.
῞Οπως γιά ὅλες τίς ἀσθένειες τοῦ σώματος ὑπάρχουν φάρμακα πού τίς καταπολεμοῦν καί τίς θεραπεύουν ἔτσι καί γιά τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, τά πάθη, ὑπάρχουν τά κατάλληλα φάρμακα πού ὄχι μόνο τίς θεραπεύουν ἀλλά ἀπελευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν τυραννικό ζυγό τους.
Αν σου είναι εύκολο, δίδε στην κοιλία σου τροφή χορταστική και ευκολοχώνευτη, ώστε με τον χορτασμό να ικανοποιήσουμε την αχόρταστη όρεξί της, ενώ με την σύντομη χώνευσι να σωθούμε από την σαρκική πύρωσι σαν από μάστιγα. Ας εξετάσωμε, και θα βρούμε πώς τα περισσότερα από τα φαγητά πού «φουσκώνουν» ερεθίζουν την σάρκα.
Αυτό το σκοπό υπηρετεί και η καθιέρωση της νηστείας εκ μέρους της Αγίας μας Εκκλησίας. Με το σύνθημα «θλίβε την κοιλία» δια της νηστείας, παροτρύνει τον πιστό όχι βέβαια στην παντελή ασιτία, αλλά στο περιορισμό της ποιότητας και ποσότητας των φαγητών, με σκοπό την περιστολή της εμπαθούς ηδονής της γεύσεως. Σκοπός της είναι να μας κάνει παθοκτόνους και όχι σωματοκτόνους.
«Η νηστεία είναι βία φύσεως και περιτομή των ηδονών του λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωσις από λογισμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξις του νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως… ελαφρότης του ύπνου, υγεία του σώματος, πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις του Παραδείσου» (Κλίμαξ σελ. 191).
Η πνευματική πατερική παράδοση της Εκκλησίας διδάσκει εμπειρικά ότι, με την ισάγγελη πολιτεία της νηστείας και γενικότερα της εγκράτειας το άλογο (ανόητο δηλ.) πάθος της γαστριμαργίας και κοιλιοδουλείας καταστέλλεται, όπως και τα άλλα πάθη του σώματος και της ψυχής. Ο νους ελευθερώνεται και η καρδία συντρίβεται. «Τριμερής εγκράτεια, ύπνου, τροφής και σωματικής ανέσεως, συντρίβει καρδίαν» διδάσκει ο άγιος Μάρκος ο ασκητής.
Η συναίσθηση του πάθους οδηγεί στην μετάνοια και στην εκζήτηση του θείου ελέους, δια της προσευχής, προς απαλλαγή από το πάθος, με την επίγνωση ότι ο άνθρωπος «ουκ άλλως έσται εγκρατής, εάν μη ο Θεός δώ» (Σοφ. Σολομ. 8,2).
Ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος υποδεικνύει επίσης και πρακτικούς τρόπους σταδιακής απαλλαγής από την δουλεία του πάθους, μια και τα πάθη δεν κόβονται δια μιας. «Ας κόψουμε πρώτα τα λιπαρά, έπειτα τα ερεθιστικά, και έπειτα τα εύγευστα» (ένθ. άνωτ. σελ. 187).
Ισχυρό ὄπλο γιά τήν καταπολέμηση τῆς γαστριμαργίας εἶναι ἡ νηστεία. Αὐτή δόθηκε σάν ἐντολή στόν παράδεισο˙ διαβάζουμε στή Γένεση: «Καί ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός τῷ ᾽Αδάμ λέγων˙ ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσω βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γιγνώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾽ αὐτοῦ˙ ᾗ δ᾽ ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γένεση β´ 16).
῾Η ἁγία μας ᾽Εκκλησία προκειμένου νά βοηθήσει τούς πιστούς ὄχι μόνον νά ἀπαλαχθοῦν ἀπό τό πάθος τῆς γαστριμαργίας, ἀλλά καί νά ἀνεβοῦν πνευματικά θέσπισε περιόδους νηστείας˙ ἔτσι οἱ ᾽Ορθόδοξοι νηστεύουμε κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή˙ σαράντα ἡμέρες πρίν ἀπό τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων (ἀπό 15 Νοεμβρίου μέχρι καί 24 Δεκεμβρίου)˙ τήν ῾Αγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή (ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα μέχρι καί τό Μεγάλο Σάββατο, εἶναι πολύ αὐστηρή νηστεία)˙ τή νηστεία τῶν ῾Αγίων ᾽Αποστόλων (ἀρχίζει τή Δευτέρα μετά τήν ἑορτή τῶν ῾Αγίων Πάντων καί τελειώνει στίς 28 ᾽Ιουνίου)˙ τέλος ἔχουμε καί τή νηστεία πρός τιμήν τῆς Παναγίας (ἀρχίζει ἀπό τήν 1η Αὐγούστου καί τελειώνει τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου).
Οἰ Πατέρες λέγουν ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά δίνουν προσοχή διότι ἡ νηστεία χρειάζεται διάκριση, δέν πρέπει νά νηστεύουμε πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας, ὅταν ἡ ὑγεία μας δέν τό ἐπιτρέπει˙ δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι οἱ ἔρευνες πού ἔκαναν οἱ εἰδικοί ἔδειξαν ὅτι ὅταν κάνουμε νηστεία σύμφωνα μέ τίς ὑποδείξεις τῶν Πατέρων ὄχι μόνον δέν κινδυνεύει ἡ ὑγεία μας ἀλλά ἀπεναντίας ὁ ὀργανισμός ἀποτοξινώνεται καί δέν προσβάλεται εὔκολα ἀπό διάφορες ἀσθένειες. Χριστιανική νηστεία καί ὑγιεινή διατροφή εἶναι γιά τήν ᾽Ιατρική σχεδόν ταυτόσημες ἔννοιες.
Μαζί μέ τή νηστεία οἱ Πατέρες, σάν ἀντίδοτό της συνιστοῦν καί τή μνήμη τοῦ θανάτου, καθῶς καί τῆς μέλλουσας κρίσεως• «῞Οταν λάβεις θέση σέ πλούσιο τραπέζι - συμβουλεύει ὁ ῞Αγ. ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος - φέρε ἐμπρός σου τή μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως˙ ἴσως ἔτσι νά συγκρατήσεις λίγο τό πάθος. ᾽Αλλά κι ἄν ἀκόμη δέν ἐγκρατευθεῖς, τουλάχιστον θά ταπεινωθεῖς καί θά ἀναστενάξεις, συγκρίνοντας τήν πολυφαγία σου μέ τό πάθος τοῦ Χριστοῦ» (Κλίμαξ σελ. 191).
Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι στή γαστριμαργία συνήθως πέφτουμε ὅταν τρῶμε συχνότερα ἀπ᾽ ὅσο πρέπει ἤ νωρίτερα ἀπό τήν κατάλληλη ὥρα, ὅταν τρῶμε καί πίνουμε περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο μᾶς χρειάζεται, ὅταν ἐπιζητοῦμε πλούσια, ἀκριβά καί ἐξεζητημένα φαγητά, ὅταν τρῶμε μέ βουλιμία κι ὅταν σπαταλᾶμε μεγάλο μέρος τοῦ πολύτιμου χρόνου τῆς ζωῆς μας σέ γαστρονομικές ἀσχολίες καί φροντίδες.
Ο χρυσός κανόνας εἶναι «νά δίνουμε στό σῶμα ὅσα ἡ ἀνάγκη θέλει καί ὄχι ὅσα ἡ ἠδονή ἀπαιτεῖ».
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο αγώνας κατά του φοβερού πάθους της γαστριμαργίας δεν είναι εύκολος. Είναι σκληρός και κουραστικός. Συνεχής και ισόβιος. Έχουμε να παλαίουμε με ένα εχθρό, που βρίσκουμε συνεχώς μέσα στο στόμα μας, επί κεφαλής όλων των επικίνδυνων έχθρων μας. Πολεμούμε αυτόν που είναι: «η θύρα των παθών, η πτώση του Αδάμ, η απώλεια του Ησαύ, ο όλεθρος των Ισραηλιτών, η ασχημοσύνη του Νώε, η προδοσία των Γομόρων, η κατηγορία του Λώτ, η εξολόθρευση των υιών του Ιερέως Ηλεί κ.ο.κ.» (ενθ. άνωτ. 192). Αλλά είναι και ωραίος. Χαρίζει χαρά, άνεση και ειρήνη. Είναι σαν τον ζαχαροκάλαμο όπως είπε κάποιος! Αυτό τονίζει και ο Μ. Αντώνιος: «Εγκράτεια, ευδαιμονία εστί και ελπίς αγαθή ταις ψυχαίς τών ανθρώπων».
Η νίκη στον αγώνα αυτόν είναι νίκη ανδρεία και η πιό μεγάλη. Γιατί ακόμη και ο Μ. Αλέξανδρος έλεγε: «Μάταιες θα είναι όλες μου οι νίκες, αν δεν δυνηθώ να νικήσω τον εαυτόν μου»!