ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


 

 

ΤΟ  ΧΑΡΙΣΜΑ   ΚΑΙ ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ  

ΚΑΤΑ  ΤΟΝ 

ΑΓΙΟΝ   ΙΩΑΝΝΗ  ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

              Ὃσο ἁπλό φαίνεται τό θέμα μας μέ τίτλο “Τό χάρισμα καί τά γνωρίσματα τῆς ἀγάπης κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσότομο,, τόσο δύσκολο εἶναι. Διότι μιλώντας γιὰ τὰ γνωρίσματα τῆς ἀγάπης εἶναι σὰν νὰ μιλᾶμε γιὰ τὰ γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ, διότι “Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί”.

              Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στοὺς ἀνθρώπους. Καί ἀφοῦ ὁ “Θεός ἀγάπη ἐστί, ὁ τῆς ἀγάπης ἀλλότριος, τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἀλλότριος”,  θὰ μᾶς πῆ  ὁ ἅγ.  Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

              “Ἂν ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωή, τότε τὸ μῖσος εἶναι ὁ θάνατος” κατά τόν  Ὅσ. Θαλάσσιο.

              Αὐτὸς ποὺ ἒφθασε στήν ἀγάπη, ἒφθασε στὸν Θεό. Καί ὅ,τι ἒκανε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τά ἲδια κάνει καὶ ὁ ἲδιος. “Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἕνωσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ, κάθισε τὸν ἂνθρωπο στὸ βασιλικὸ θρόνο, φανέρωσε τόν Θεὸπάνω στὴ γῆ, ἒκενα τὸν Κύριο δοῦλο, ἒκανε νὰ σταυρωθῆ γιὰ χαρο τῶν ἐχθρῶν ὁ ἀγαπητός, γιά χάρι τῶν δούλων ὁ Δεσπότης καί ἐλέυθερος. Καί οὒτε μέχρις ἐδῶ σταμάτησε. Ἀλλὰ καὶ σὲ μεγαλύτερα μᾶς κάλεσε. Διότι δὲν μᾶς ἀπάλλαξε μόνον ἀπό τὰ προηγούμεν κακά, ἀλλὰ, ἀλλά μᾶς ὑποσχέθηκε καὶ ἂλλα πολύ μεγαλύτερα ἀγαθά” (Πρός Ἐφεσίους Θ΄ ΕΠΕ 20,664-666).

              “Κεφάλαιον πάντων τῶν ἀρετῶν ἡ ἀγάπη καὶ μήτηρ καί ρίζα. Πάντας καί πάντα συνέχει”, θὰ μᾶς τονίση ὁ Χρυσορρήμων Διδάσκαλος. Καί ἂν “συνέχῃ” πάντας, πολύ περισσότερο συνέχει – συγκρατεῖ, κρατᾶ ἑνωμένους μεταξύ τους τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο διότι αὐτὴ εἶναι τὸ κοινὸ γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν. “Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι μαθηταί μου ἐστε”. Πές μου, μὲ ποιόν τρόπο; Μήπως μὲ τὴν ἱκανότητα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν; μήπως μὲ τὴν κάθαρσι τῶν λεπρῶν καὶ τὴν ἐκδίωξι τῶν δαιμονίων;  μέ τὴν διανομὴ τῆς περιουσίας στοὺς φτωχοὺς καὶ μὲ τὸ μαρτύριο; Ὂχι! Οὒτε μὲ τὸμαρτύριο  λέγει. Μήπως μὲ κάποιο ἂλλο χάρισμα; Ὂχι! Ἀλλά μὲ ποιὸ τρόπο; “Ἐὰν ἀγάπην ἒχητε ἐν ἀλλήλοις”. Τὰ ἂλλα εἶναι ἀποκλει-στικὰ δῶρα τῆς θείας χάριτος μόνον, ἐνῶ τό ἀποτέλεσμα αὐτό εἶναι δῶρο καὶ τῆς ἀνθρωπίνης συνεργείας. Γιατὶ τὸν γενναῖο δὲν τὸν χαρακτηρίζουμε τόσο ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ τοῦ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο ἀπὸ τὰ κατορθώματα τῶν κόπων του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς λέγει ὅτι οἱ μαθηταὶ του ἀναγνωρίζονται ὂχι ἀπὸ τὴν ἱκανότητηα ἐπιτελέσεως θαυμάτων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Διότι εἶναι “περιεκτικὴ πασῶν τῶν ἀρετῶν” (Περὶ Ἀκαταλήπτου Α΄ ΕΠΕ 35,12-14).

              Ἀλλὰ τὸ χάρισμα αὐτό, «πᾶσιν ἒξεστιν ἒχειν», ὅλοι μποροῦν νὰ τὸ ἀποκτήσουν. Γι’ αὐτὸ καὶ τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ζηλοῦτε τὰ χαρίματα τὰ κρείττονα: καὶ ἒτι καθ’ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι» (Α΄ Κορ. 12,31). Τὶ σημαίνει καθ’ ὑπερβολήν; Οἱ Κορίνθιοι τότε πολύ ὑπερηφανεύονταν γιὰ τὰ χαρίσματα, καὶ ὅσοι εἶχαν τὸ χάρισμα νὰ μιλοῦν διάφορες γλῶσσες ἐφέροντο ἀλαζονικὰ πρὸς τοὺς ἂλλους.

              Λέγει, λοιπόν, «Θέλετε χαρίσματα; Ἐγώ σᾶς δείχνω ἕνα δρόμο χαρισμάτων, ὂχι ἁπλῶς ἀνώτερο, ἀλλὰ πολὺ ἀνώτερο» (Πρὸς Ἑβραίους Γ΄ ΕΠΕ 24,284). Ἐσεῖς ἐπιθυμεῖτε χαρίσματα κι ἐγὼ σᾶς δείχνω πηγὴ χαρι-σμάτων. Δὲν εἶπε χάρισμα, ἀλλὰ ὁδό, διότι δὲν δείχνει ἕνα καὶ δύο ἢ καὶ τρία χαρίσματα, ἀλλὰ μία ὁδὸ πού εἶναι κοινὴ γιὰ ὅλα τὰ χαρίσματα. Εἶναι δῶρο ποὺ ἀνήκει γενικὰ σὲ ὅλους γι’ αὐτὸ καὶ καλεῖ ὅλους. Ἀφοῦ τὰ πολλὰ χαρίσματα εἶχαν χωρίσει τοὺς Κορινθίους καὶ δὲν μπο-ροῦσαν νὰ τοὺς ἑνώσουν, τοὺς δείχνει τὸ χάρισμα τῆς ἀγά-πης, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἑνώση τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ χαρίσματα.

              Τὶ εἶναι λοιπόν ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη; Ἡ γλωσσολαλιά, ἠ μεγάλη πίστις ἡ ἀκτημοσύνη, τὸ μαρτύριο;

Ἂς μᾶς δὠση τώρα ἐκτενέστερα τὴν ἀπάντησι, ὁ πρῶτος μετὰ τὸν ἕνα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸν ὑπέροχο ἑρμηνευτὴ του ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.

Τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη; Φωνάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ λέγει: «’Εάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ». Τὶ σημαίνει «ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων»; Ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς Οἰκουμένης. Ἀλλά δὲν ἀρκέσθηκε μόνον σὲ αὐτὴν τὴν ὑπερβολὴ, ἀλλὰ βάζει πάλι καὶ ἂλλη μεγαλύτερη καὶ λέγει: «Καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἒχω, γέγονα χαλκὸς ἡχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄ Κορ. 13,1). Ποῦ ἀνύψωσε τὸ χάρισμα καὶ ποῦ τὸ γκέμισε καὶ το κατέβασε! Δὲν εἶπε ἁπλῶς ὅτι δὲν εἶμαι τίποτε, ἀλλά ἒγινα «χαλκὸς ἠχῶν», κάτι τὸ ἀναίσθητο και ἂψυχο. Χαλκός ἠχῶν ὁ ὁποῖος φωνάζει ἀλλὰ ἂσκοπα καὶ μάταια, χωρὶς νὰ χρησιμεύη σὲ τίποτε. Διότι θὰ φανῶ ὅτι ἀγωνίζομαι γιὰ τὸ τίποτε, ἀλλὰ καὶ ἐνοχλῶ καὶ γίνομαι φορτικὸς καὶ στοὺς ἂλλους. Καὶ ἂν μιλάω, λέγει, ἒτσι ὅπως ἐπικρατεῖ νὰ μιλοῦν μεταξὺ τους οἱ ἂγγελοι, χωρὶς τὴν ἀγάπη δὲν εἶμαι τίποτε, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον εἶμαι καὶ φορτικὸς καὶ βαρετός. Βλέπετε ὅτι ὅποιος δεν ἒχει ἀγάπη μοιάζει μὲ ἂψυχο καὶ ἀναίσθητο πράγμα;

Δὲν σταματᾶ ὅμως στὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ κατώτερα καὶ ἀνεβαίνει πρὸς τὰ ἀνώτερα. Ἀνεβαίνει ὅμως σιγά σιγά.

Ἀφοῦ ἀναφέρθηκε στὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν, μεταφέρεται στὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ λέγει: «Καὶ ἐάν ἒχω προφητείαν», καὶ ἐδῶ μὲ ὑπερβολὴ ὁμιλεῖ. Ὅπως δηλαδὴ προηγουμένως μιλώντας γιὰ τὶς γλῶσσες, δὲν εἶπε μόνο τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγγέλων, καὶ τότε ἒδειξε ὅτι τὸ χάρισμα αὺτὸ δὲν εἶναι τίποτε χωρὶς τὴν ἀγάπη, ἒτσι καὶ ἐδῶ: δὲν λέγει μόνο γιὰ τὴν προφητεία, ἀλλά γιὰ τὴν προφητεία στὸν μέγιστο βαθμό. Διότι ἀφοῦ εἶπε «ἐὰν ἒχω προφητείαν», πρόσθεσε «Καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν» καὶ ἒτσι παρουσίασε μὲ ἒμφασι καὶ αὐτὸ τὸ χάρισμα.

Ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ στὰ ἂλλα χαρίσματα καὶ παρουσιάζει τὴν μητέρα καὶ τὴν πηγὴ τῶν χαρισμάτων καὶ αὐτὴν μὲ ὐπερβολὴ καὶ λέγει: «Καὶ ἐὰν ἒχω πᾶσαν τὴν πίστιν». Δὲν ἀρκέσθηκε οὒτε σὲ αὺτό, ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς ὡς τὸ πιὸ σπουδαῖο: «?Ωστε ὂρημεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἒχω, οὐδὲν εἰμι῾ Σὲ ἕνα σύντομο λόγο συμπεριέλαβε ὅλα τὰ χαρίσματα, μὲ τὸ νὰ πῆ τὸ χάρισμα τῆς πίστεως καὶ τῆς προφητείας. Διότι τὰ θαύαμτα βρίσκονται στὰ λόγια ἢ στὰ ἒργα. Καὶ ἀναφέρει τὴν μετάθεσι τοῦ ὂρους, ὂχι διότι ἡ πίστις μπορεῖ νὰ κάνη μόνον αὐτό, ἀλλὰ ἐπειδὴ στοὺς πιὸ σαρκικοὺς αὺτὸ φαίνεται ὡς τὸ πιὸ σπουδαῖο καὶ μεγάλο.

«Καὶ ἐὰν ψωμ΄θισω πάντα ταὰ ὑπάρχοντά μου῾ Τὶ ὑπερβολὴ ὑπάρχει ἐδῶ! Δὲν εἶπε ἐὰν δώσω στοὺς φτωχοὺς τὴν μισὴ μερίδα τῆς περιουσίας μου, ἢ τὶς δύο μερίδες, ἀλλὰ ὅλη μου τὴν περιουσία. Καὶ ὅχι μόνο λέγει «ἂν δώσω», ἀλλὰ και ἂν θρέψω, γιὰ νὰ προστίθεται στὴν δαπάνη καὶ ἡ ὑπηρεσία μὲ κάθε φροντίδα.

«Καὶ ἂν παραδù τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσωμαι Δὲν εἶπε ἂν πεθάνω, ἀλλὰ κι αὐτὸ μὲ ὑπερβολή. Ἀφοῦ ἒλαβε γιὰ παράδειγμα τὸν χειρότερο θάνατο ἀπὸ ὅλους, τὸ νὰ καῆ ζωντανός, κι αὐτὸς ὁ θάνατος, λέγει, χωρὶς ἀγάπη, δὲν ὠφελεῖ καθόλου. Πρόσθεσε, λοιπόν, «οὐδέν ὠφε-λοῦμαι».

Τὸ νὰ λέμε λοιπόν γιὰ τὰ χαρίσματα ὅτι δὲν ὠφε-λοῦν καθόλου ὅταν λείπῃ ἡ ἀγάπη, δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὸ κάτι τὸ ἂξιο θαυμασμοῦ. Διότι καὶ ἀπὸ τὴ ζωὴ ἒρχονται δεύτερα τὰ χαρίσματα. Πολλοὶ βέβαια πού παρουσίασαν χαρίσματα καὶ ἒγιναν κακοὶ κολάσθηκαν, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ στὸ ὂνομα τοῦ Χριστοῦ προφήτεψαν και ἒβγαλαν καὶ δαιμόνια καὶ ἒναναν πολλὰ θαύματα, ὅπως ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης. Ἂλλοι ὅμως πιστοὶ, ποὺ ἒζησαν καθαρὴ ζωὴ, δὲ χρειάσθηκαν τίποτε ἂλλο γιὰ νὰ σωθοῦν. Τὸ ὅτι λοιπὸν τὰ χαρίσματα ἒχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, δὲν εἶναικαθόλου ἂξιο ἀπορίας: ἀλλὰ τὸ ὅτι καὶ ἡ ἂμεμπτη καὶ τέλεια ζωὴ, δὲν ὠφελεῖ καθόλου χωρὶς τὴν ἀγάπη, αύτὸ εἶναι ἂξιο ἀπορίας καὶ μάλιστα ὅταν ὁ ἲδιος ὁ Χριστὸς δείχνῃ ὅτι ἐκτιμᾷ πολὺ καὶ τὰ δύο αὐτὰ, δηλαδή, καὶ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τοὺς πόνους τοῦ μαρτυρίου. Διότι στὸν πλούσιο ἒλεγε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 19,21). Καὶ ὅταν μιλοῦσε στοὺς μαθητὲς του γιὰ τὸ μαρτύριο ἒλεγε: «Ὅς ἂν ἀπολέῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν» (Ματθ. 16,15). Εἶναι πολὺς ὁ κόπος γιὰ τὸ κατόρθωμα αὐτὸ καὶ σχεδὸν ξεπερνᾶ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύσι. Κανένας λόγος δὲν θὰ μπορέση νὰ τὸ περιγράψη. Τόση ψυχική γενναιότητα χρειάζεται καὶ τόσο ἀξιοθαύμαστο εἶναι.

Ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἂξιο θαυμασμοῦ, λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος, δὲν ὠφελεῖ πολὺ χωρὶς τὴν ἀγάπη, ἀκόμη κι ἂν ἒχη συνενωμένη τὴν ἀκτημοσύνη.

Αὐτὸς λοιπόν πού ἒχει ταὰ χαρίσματα καὶ εἶναι ἕτοιμς ἀκόη καὶ ν]ακαῆ, πιθανόν να μην ἒχη ἀγάπηγ. Πῶς εἶναι δυνατόν ὅμως νὰ μὴν ἒχη ἀγάπη ἕνας οὺ μποράει την περιουσία του γιὰ νὰ θρέψη τους ἂλλους; Πῶς δεν ἀγαπᾶ;

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, θέλει αὐτοί πού δίνουν να συνδέωνται μὲ αὐτοὺς ποὺ δέχονται καί ὂχι ἁπλῶς νὰ δίνουν χωρὶς νὰ συμπάσχουν, ἀλλὰ ὅταν ἐλεοῦν καὶ νὰ θλίβωνται καὶ νὰ συντρίβωνται καὶ νὰ συμπονοῦν μὲ αὐτοὺς πού ἒχουν ἀνάγκη.

Γι’ αὐτό τὸ λόγο δόθηκε καὶ ἡ ἐλεημοσύνη σὰν νόμος ἀπὸ τὸν Θεό. Μποροῦσε ὁ Θεὸς καὶ μἐ ἂλλο τρόπο νὰ τρέφη τοὺς φτωχοὺς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς συνδέση μὲ τήν ἀγάπη καὶ νὰ μᾶς κάνη ἒχουμε μεταξύ μας φιλικές καὶ ὂχι ἐχθρικὲς σχέσεις, νομοθέτησε νά τρέφωνται ἀπό ἐμᾶς οἱ φτωχοί. Καί ἀκόμη γιὰ νὰ δημιουργήση σύνδεσμο φιλίας, ἐφ’ ὅσον καὶ οἱ εὐεργέτες καὶ οἱ εὐεργετούμενοι συνδέονται φιλικὰ μεταξὺ τους.

Τὸ ζητούμενο εἶναι τὸ ἑξῆς: ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι αὐτὰ εἶναι γνωρίσματα τελειότητος, πῶς ὁ Παῦλος λέγει ὅτι αὐτὰ χωρὶς τὴν ἀγάπη εἶναι γνωρίσματα ἀτελείας; Δὲν ἀντιλέγει στὸ Χριστό, ἀλλὰ συμφωνεῖ ἀπόλυτα μαζὶ του. Διότι καὶ στὸν πλούσιο ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε πούλησέ τα καὶ μοίρασέ τα ὅλα στοὺς φτωχοὺς ἁπλῶς, ἀλλὰ πρόσθεσε «καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Στὸ νὰ ἀκολουθοῦμε ὅμως τὸ Χριστὸ καὶ νὰ εἲμαστε μαθητὲς Του, τίποτε ἂλλο δὲ συντελεῖ τόσο πολύ ὅσο ἡ ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσά μας. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστε, «ἐὰν ἀγαπήν ἒχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. 13,35).

Ὅος γιὰ τὸ μαρτύριο; Ζητᾶ τόση μεγάλη ἀγάπη, ὥστε καὶ νὰ σφαζώμαστε γι’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶμε. «Ὥσπερ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι την ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. 20,25). Καὶ κυρίως αὐτὸ δείχνει ὅτι ἀγαπᾶμε τὸν Θεό. Γι’ αὐτό καὶ στον Πέτρο λέγει: «Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ἰω. 21,16).

Καὶ γιὰ νὰ γνωρίσουμε πόσο μεγάλο εἶναι τὸ κατόρθωμα αὐτό, μὲ τὸ λόγο, - διότι στὴν πραγμα-τικότητα πουθενὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ - ἂς σκεφθοῦμε ὅτι ἂν ὑπῆρχε πλούσια ἡ ἀγάπη παντοῦ, πόσα ἀγαθὰ θὰ ἐγίνοντο! Οὒτε νόμοι θὰ ἐχρειάζοντο, οὒτε δικαστήρια, οὒτε τιμωρίες, οὒτε τίποτε ἂλλο ἀπὸ αὐτὰ. Διότι ἂν ὅλοι ἀγαποῦσαν και ἠγαπῶντο κανένας δὲν θὰ ἀδικοῦσε. Δὲν θὰ ὑπῆρχαν φόνοι, μοιχεῖες, ἒχθρες, πόλεμοι, ἐπανα-στάσεις, κλοπές καὶ πλεονεξίες. ἀκόμη καὶ τὸ ὂνομα τῆς κακίας θὰ ἦταν ἂγνωστο.

Τὰ χαρίσματα ὅμως δὲν πετυχαίνουν αὐτὰ, ἀλλ’ ἐπί πλέον ὅσους δὲν προσέχουν τοῦς ὁδηγοῦν σὲ κενοδοξία και ἀνοησία.

Καὶ τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο στὴν ἀγάπη εἶναι τὸ ἑξῆς: Ταὰ ἂλλα ἀγαθὰ εἶνι συνδεδεμένα μὲ ταὰ ἀντίσοτιχα καά. Δηλαδή πολλές φορές ὁ ἀκτήμων ὑπερη-φανεέυτεια γιἀ την ἀκτημοσύνη του, αὐτὸς ποὺ ἒχει γνῶσι πάσχει ἀπὸ δοξομανία, ὁ ταπεινόφρων ὑπερη-φανεύεται γιὰ την ταπείνωσί του. Ἡ ἀγάπη ὅμως εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό ὅλη τὴν ἀκαθαρσία αὐτή. Διότι κανείς ποτέ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευθῆ σὲ βάρος ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ.

Καὶ ἂς μὴν ποῦμε για ἕναν ποὺ ἀγαπᾶ. Ἀλλὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης θὰ τὴν δοῦμε ἂν ἀγαπᾶμε ὅλοι. Ἂς πάρουμε ὅμως γιὰ παράδειγμα ἕναν ποὺ ἀγαπᾶ και ἕναν ποὺ ἀγαπᾶται, ἀλλά ποὺ νὰ ἀγαπᾶ, ὅπως πρέπει ν’ ἀγαπᾶ. Αὐτὸς θὰ κατοικήση ταὴν γῆ σὰν τὸν οὐρανό, ἀφοῦ πάντα θὰ βρίσκεται σὲ γαλήνη. Θὰ κρατήση τὴν ψυχὴ του καθαρὴ ἀπό φθόνο καὶ ὀργὴ καὶ μνησικακία και ἀπὸ κάθε ἂτοπο ἒρωτα. Διότι ὅπως δὲν θὰ ἒκαμνε κανείς κάποιο κακὸ στὸν ἑαυτὸ του, ἒστι καὶ αὐτὸς δὲν θὰ ἒκαμνε κανένα κακὸ στὸν πλησίον του. Καὶ ἀφοῦ θὰ εἶναι τέτοιος, ἐνῶ θὰ ζῆ στὴ γῆ, θὰ βαδίζη στὸν οὐρανό.

Αὐτὸς λοιπόν ποὺ ἒχει ἀγάπη, φθάνει μέχρις τὸ σημεῖο αὐτό. Ἐνῶ αὐτὸς πού κάνει θαύματα και ἒχει την τέλεια γνῶσι, κι ἂν ἀναστήση χιλιάδες νεκρούς, ἀφοῦ θὰ εἶναι ἀποκομμένος ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν θὰ θέλη νὰ ἐπικοινωνῆ με κανένα, δὲν θὰ ἒχη σχεδόν καμμία ὠφέλεια. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός εἶπε ὅτι σημεῖο τῆς τέλειας ἀγάπης πρὸς Αὐτόν εἶναι τὸ νὰ ἀγαπᾶ κανείς τον πλησίον του. «Εἱ φιλεῖς με Πέτρε, πλεῖον τούτων, ποίμαινε τὰ πρόβατά μου», λέγει. Και ἐδῶ πάλι ὑπαινίχθηκε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀνώτερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ μαρτύριο.

Ἂς ὑποθέσοευμε ὅτι κάποιος εἶχε ἕνα ἀγαπητὸ παιδί γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ θυσίαζε καὶ τη ζωὴ του. Καὶ ὕστερα κάποιος ἂλλος ἀγαποῦσε τον πατέρα, ἀλλὰ περιφρονοῦσε τὸ παιδί. Αὐτὸ θὰ ἐξώργιζε τὸν πατέρα καὶ δὲν θὰ δεχόταν τὴν ἀγάπη τοῦ φίλου του, ἐπειδὴ παραβλέπει τὸ παιδὶ του. Ἐὰν λοιπόν αὐτό συμβαίνη στὴν περίπτωσι πατέρα καὶ παιδιοῦ, πολύ περισσότερο συμβαίνει στὴν περίπτωσι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι περοσσότερο φιλόστοργος ἀπὸ κάθε πατέρα. Γι’ αὐτό καὶ ὅταν εἶπε: «Πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολὴ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σου», δὲ σταμάτησε μέχρις ἐδῶ, ἀλλὰ πρόσθεσε: «ὅμοια με αὐτὴν τὸ ἀγαπήσεις ταὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτὸ σου» (Ματθ. 22,38).  Καὶ ἀπαιτεῖ σχεδὸν καὶ αὐτή νὰ τηρῆται μὲ τὴν ἲδια ὑπερ-βολικὴ φροντίδα. Διότι γιὰ τὸν Θεὸ λέγει «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου» καὶ γιὰ τὸν πλησίον σου «ὡς σεαυτόν».

Ἂν μποροῦσε νὰ τηρηθῆ αὐτὸ μὲ ἀκρίβεια δὲν θὰ ὑπῆρχε οὒτε δοῦλος, οὒτε ἐλεύθερος, οὒτε φτωχός, οὒτε πλούσιος, οὒτε και ὁ διάβολος θὰ ἦταν πολύ γνωσός. Καὶ ὂχιο μόνον αὐτό, ἀλλά καὶ ἂν ἀκόμη ὑπῆρχαν χιλιάδες δαίμονες, τίποτε δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν ἂν ὑπῆρχε ἡ ἀγάπη. Περισσότερο θα μποροῦσε τὸ ξερὸ χορτάρι νὰ ἀντέξη τὴν δύναμι τῆς φωτιᾶς, παρὰ ὁ διάβολος τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης.

Ἡ ἀγάπη εἶναι σκληρότερη καὶ ἀπὸ τὸ διαμάντι. Καὶ ἂν ὑπάρχη κάτι ἂλλο κληρότερο ἀπὸ τὸ διαμάντι, καὶ αὐτό θὰ τὸ ξεπερνοῦσε ἡ σταθερότητα τῆς ἀγάπης. Δὲν τὴν νικᾶ οὒτε ὁ πλοῦτος οὒτε ἡ φτώχεια. Μᾶλλον ἂν ὑπῆρχε ἀγάπη, δὲν θὲ ὑπῆρχε οὒτε πλοῦτος, οὒτε φτώχεια, ἀλλὰ μόνον τὰ ἀγαθὰ τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχειας. Διότι θὰ μπορούσαμε νὰ ἒχουμε καὶ τὴν ἀφθονία τοῦ πλούτου καὶ τὴν ἀμεριμνησία τῆς ἀγάπης. Καὶ οὒτε τὶς φροντίδες τοῦ πλούτου οὒτε τὴν στέρησι τῆς φτώχειας θὰ ὑποφέραμε.

Καὶ τὶ λέγω γιὰ τὰ κέρδη; Ἂν σκεφθῆ κανείς μόνον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δηλαδή τὸ νὰ ἀγαπᾶ, θὰ δῆ πόση χαρὰ προξενεῖ, πόση χάρι δίνει στὴν ψυχή, πράγμα ποὺ εἶναι μοναδικό γνώρισμα ταῆς ἀγάπης. Οἱ ἂλλες ἀρετές ἒχουν συνδεδεμένο τόν κόπο, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ καθα-ρότητα ἀπὸ σαρκικές ἐπιθυμίες, ἡ ἀγρυπνία, τὸν φθόνο, τὴν ἐπιθυμία, τὴν ὑπερηφάνεια. Ἡ ἀγάπη ὅμως μαζὶ μὲ τὸ κέρδος ἒχει καὶ μεγάλη τὴν ἡδονή, καὶ κανένα κόπο. Καὶ σὰν καλή μέλισσα ἀφοῦ συγκεντρώνει ἀπὸ παντοῦ τὰ ἀγαθά, τὰ ἀποταμιεύει στὴν ψυχὴ ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ.

Καὶ ἂν εἶναι κανείς δοῦλος, κάνει τὴν δουλεία γλυκύτερη ἀπὸ ταὴν ἐλευθερία. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ δεν χαίρεται τόσο ὅταν διατάζη, ὅσο ὅταν ἐκτελῆ τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ. Μολονότι τὸ νὰ διατάζη κανεὶς εἶναι εὐχάριστο, ἡ ἀγάπη ὅμως μεταβάλλει τὴν φὐσι τῶν πραγμάτων καὶ ἒρχεται ἒχοντας στὰ χἐρια ὅλα τὰ ἀγαθὰ, πιὸ ἥρεμη ἀπὸ κάθε μητέρα, πιὸ πλούσια ἀπὸ κάθε θάλασσα καὶ κάνει τὰ κοπιαστικὰ ἐλαφριά καὶ πολὺ εὒκολα καὶ μᾶς δείχνει πολὺ εὒκολη τὴν ἀρετή καὶ πολὺ πικρὴ τὴν κακία.

Προσέξετε:Τὸ νὰ ξοδεύη κανεὶς γιὰ ἂλλους φαίνεται λυπηρό, ἡ ἀγάπη τὸ κάνει εὐχάριστο: τὸ νὰ παίρνη κανεὶς τὰ τῶν ἂλλων φαίνεται εὐχάριστο. Ἡ ἀγάπη κάνει αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶ νὰ τὸ ἀποφεύγη ὡς κακό. Πάλι τὸ νὰ κακολογῆ κανείς φαίνεται σὲ πολλοὺς καλό. Ἡ ἀγάπη ὅμως δείχνει ὅτι αὐτὸ εἶναι πικρό, ἐνῶ τὸ νὰ λέγη κανεὶς κάποιο καλὸ λόγο, εἶναι καλό. Ὁ θυμὸςπάλι ἒχει κάποια ἡδονή, ἐδῶ ὅμως καθόλου, ἀλλὰ ἒχουν ξερριζωθῆ ὅλα τὰ νεῦρα του. Καὶ ἂν αὐτὸς ποὺ ἀγαπιέται λπήση ἐκεῖνον ποῦ ἀγαπᾶ, πουθενά δὲν ἐμφανίζεται ὁ θυμὸς στὸν ἂνθρωπο αὐτόν, ἀλλὰ μόνο δάκρυα και παρακλήσεις καὶ ἱκεσίες. Τόσο ἀπέχει ἀπὸ τοῦ νὰ ὀργισθῆ. Καὶ ἂν δῆ κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, πενθεῖ καὶ πονάει. Ἀλλὰ καὶ ὁ πόνος αὐτὸς προκαλεῖ ἡδονή. Γιατὶ τὰ δάκρυα καὶ ἡ λύπη ταῆς ἀγάπης εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ κάθε γέλοιο καὶ χαρά. Δεν εὐχαριστοῦνται λοιπόν, τόσο πολὺ αὐτοὶ ποὺ γελοῦν, ὅσο αὐτοὶ πού κλαῖνε γιὰ τοὺς φίλους. Καὶ ἂν σταματήση κανεὶς τὰ δάκρυά τους, θὰ τοὺς δῆ νὰ στενοχωροῦνται σὰν νὰ ἒπαθαν κάποιο ἀνεπανόρθωτο κακό.

Ἀλλὰ τὸ νὰ ἀγαπᾶς, θὰ πῆ κάποιος, περιέχει κάποια ἂτοπη ἡδονή. Μεγάλο λάθος εἶναι αὐτό. Τίποτε δὲν καθαρίζει ἀπὸ τέτοια ἡδονή, ὅσο ἡ γνήσια ἀγάπη. Δὲν ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν κακὴ καὶ κοσμικὴ ἀγάπη, ποὺ μᾶλλον ἀσθένεια εἶναι καὶ ὂχι ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη ἐκείνην ποὺ ἐπιζητεῖ ὁ Παῦλος, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στὸ συμφέρον αὐτῶν ποῦ ἀγαπῶνται. Θὰ δῆ κανείς ὅτι αὐτοὶ εἶναι περισσότερο φιλόστοργοι καὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες. Καὶ ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀγαπᾶν τὰ χρήματα, δὲν θὰ ἢθελαν νὰ ξοδέψουν χρήματα, ἀλλὰ θὰ προτιμοῦσαν νὰ στερηθοῦν, παρὰ νὰ τὰ ἰδοῦν νὰ λιογοστεύουν, ἒτσι κι αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ κάποιον θὰ προτιμοῦσε νὰ ὑποστῆ ἀμέτρητες συμφορές, παρά να δὴ νὰ ζημιώνεται ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ.

Πῶς λοιπόν, ἡ Αἱγυπτία, ἀφοῦ ἀγαποῦσε τὸν Ἰωσήφ, ἢθελε νὰ τὸ βλάψῃ; Διότι ἀγαποῦσε μὲ τὴν διαβολικὴ ἀγάπη. Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως δὲν ἢθελε τὴν ἀγάπη αὐτήν, ἀλλὰ ἐκείνην ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Πόσης ἀγάπης ἀπόδειξις ἦταν τὰ λόγια καὶ τὰ ἒργα του! Ἐκείνη ἒλεγε: ἀτίμασέ με και κάνε με μοιχαλίδα, βλάψε ταὸν ἂνδρα μου καὶ κατάστρεψε τὸ σπίτι μου καὶ ἀπομάκρυνε τὸν ἑαυτὸ σου ἀπὸ τοῦ νὰ ἒχη θάρρος μπροστὰ στὸ Θεό, γιὰ ταὴν τήρησι τοῦ θελήματός του, πρᾶγμα ποὺ ἦταν ἀπόδειξιις ὅτι ὂχι μόνο ἐκεῖνον, ἀλλὰ οὒτε τὸν ἑαυτὸ της ἀγαποῦσε, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ἀγαποῦσε γνήσια ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ὅλα αὐτά.

ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ἀφοῦ εἶπε ὅτι ὄταν ἀπουσιάζῃ ἡ ἀγάπη, τότε καὶ ἡ πίστις καὶ ἡ γνῶσις καὶ οἱ γλῶσσες καὶ τὰ χαρίσματα καὶ οἱ θεραπεῖες καὶ ὁ τέλειος βίος, ἀλλὰ καὶ τὸ μαρτύριο ἀκόμη δὲν δίνουν κανένα μεγάλο ὂφελος, ἀναγκαστικά λοιπόν, ζωγραφίζει τὴν ἀκαταμάχητη ὀμορφιὰ της, σὰν νὰ στολίζη τὴν εἰκόνα μὲ τὰ χρώματα τῶν μεμονωμένων ἀρετῶν καὶ συνέθεσε ὅλα ταὰ μέλη της μὲ κάθε ὡραιότητα.

Ἂς μὴν προσπεράσουμε ὅμως αὐτὰ ποὺ λέγονται, ἀλλ’ ἂς ἐξετάσουμε τὸ καθένα χωριστὰ γιὰ νὰ δοῦμε καὶ τὸν θησαυρὸ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν τέχνη τοῦ ζωγράφου.

Καὶ ἂς προσέξουμε ἀπὸ ποῦ ἂρχισε καὶ τοποθέτησε τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Ἀπὸ ποῦ ἂρχισε; Ἀπὸ τὴν μακροθυμία.

Α) « Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, πρῶτα ἀπὸ ὅλα μακροθυμεῖ».  Αὐτὴ εἶναι ἡ ρίζα ὅλης τῆς εὐσεβείας. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος σοφός ἒλεγε: «Μακρόθυμος ἀνὴρ πολύς ἐν φρονήσει, ὁ δὲ ὀλιγόψυχος ἰσχυρῶς ἂφρων» (Παρ. 14,29). Καὶ ἀφοῦ ταὴν σύγκρινε μὲ ἰσχυρὴ  πόλι, εἶπε ὅτι αὐτὴ εἶναι πιὸ ἀσφαλὴς ἀπό ἐκείνην. Γιατὶ εἶναι καὶ ἀκαταμάχητο ὅπλο καὶ πύργος ἀκλόνητος, ποὺ ἀπομα-κρύνει εὒκολα ὅλα τὰ λυπηρά. Καὶ ὅπως ὅταν κάποιος σπινθήρας πέση μέσα στὴν θάλασσα, ὁ μὲν σπινθήρας ἀμέσως σβήνει, ἐνῶ ἡ θάλασσα δὲν παθαίνει ἀπολύτως τίποτε, ἒτσι γίνεται καὶ μὲ τὴν μακρόθυμη ψυχή. Ὅ,τι ἀπροσδόκητο κι ἂν πέση, εὒκολα ἐξαφανίζεται, χωρὶς νὰ τὴν ταράξη καθόλου. Γιατὶ ἡ μακροθυμία εἶναι πιὸ στα-θερὴ ἀπό ὅλα καὶ ἀπὸ τὰ στρατόπεδα καὶ ἀπό τὰ τείχη καὶ ἀπό ὅλα. Τίποτε δὲν εἶναι ἰσοδύναμο μὲ τὴν μακρο-θυμία. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ κατέχει ὅλα αὐτά, πολλές φορὲς μὲ μιὰ ἀπότομη κίνησι τοῦ θυμοῦ, σὰν κάποιο μικρό παιδί, ὅλα τἀ ἀνατρέπει καὶ τὰ γεμίζει μὲ ταραχὴ καὶ άλη, ἐνὼ ὁ μακρόθυμος κάθεται σὲ λιμάνι καὶ χαίρεται την βαθειὰ γαλήνη. Κι ἂν τὸν περιφρονήσης, δὲν ἒσεισες τὸν πύργο, κι ἂν τὸν πληγώσης, δὲν πλήγωσες τὸ διαμάντι. Μακρόθυμος γι’ αὐτὸ λέγεται, ἐπειδὴ ἒχει μακρὰ καὶ μεγάλη ψυχή.

Αὐτό τὸ καλὸ ὅμως φυτρώνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ σὲ ὅσους τὸ ἒχουν καὶ τὸ ἀπολαμβάνουν, δίνει μεγάλη ὠφέλεια. Και δέν γίνεται λόγος ἐδῶ γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους, καὶ ποὺ ἐνῶ κάνουν κακό, χωρὶς νὰ πάθουν κάποιο κακό, γίνονται χειρότεροι. Λέμε γιὰ τοὺς δικαότερους ποὺ κερδίζουν πολὺ ἀπὸ τἠν μακροθυμία. Διότι ὅταν ἐνῶ κάνουν κακό, δεν πάθουν κακό, ἀφοῦ θαυμάσουν τὴν πραότητα ἐκείνου ποὺ ἒπαθε τὴν δυστυχία, ὠφελοῦνται καὶ κερδίζουν τὴν πιό μεγάλη διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας.

Β) «Χρηστεύεται». Ὁ Παῦλος ὅμως προσθέτει καί τά ἂλλα της κατορθώματα λέγοντας. «Χρηστεύεται».  Ἐπειδή δηλαδή, ὑπάρχουν μερικοί, πού δὲν χρησιμοποιοῦν τὴν μαρκοθυμία στὸν ὀρθό τρόπο ζωῆς ποὺ ἁρμόζει σ’ αὐτήν, ἀλλά τὴν χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς παρώργισαν, μὲ τὸ νὰ τοὺς κάνουν κα-κό, λέγει ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν ἒχει οὒτε τὸ ἐλάττωμα αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε «χρηστεύεται». Διότι δὲν τὴν χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ ἀνάψουν πιὸ ἒντονα τὴν φλόγα αὐτῶν ποῦ φλέγονται ἀπὸ ὀργή, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν καταπραΰνουν καὶ γιὰ νὰ τὴν σβήσουν τελείως. Καὶ ὂχι μόνον μὲ τὸ νὰ ὑπομένουν καρτερικά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ τιμοῦν καὶ νὰ ἐγκαρδιώουν, γιατρεύουν τὴν πληγὴ καὶ θεραπέουν τὸ τραῦμα τοῦ θυμοῦ.

Γ) «Οὐ ζηλοῖ». Διότι μπορεῖ κανεἰς νὰ εἶναι καὶ μακρόθυμος καὶ ζηλότυπος και τὸ κατόρθωμα ἐκεῖνο καταστρέφεται ἀπὸ τὸ ἐλάττωμα αὐτό. Ἀλλὰ ἡ μακροθυμία εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ αὐτά.

Δ) «Οὐ περπερεύεται». Δηλαδή, δὲν εἶναι αὐθάδης: διότι κάνει συνετὸ αὐτόν ποὺ ἀγαπᾷ καὶ σοβαρὸ καὶ ἀνώτερο ἄνθρωπο. Διότι αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα εἶναι γνώρισμα ἐκείνων που ἀγαποῦν, μὲ αἰ­σχρὴ ἀγάπη: ἐνῶ αὐτός ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴν ἀγάπη, εἶναι ἀ­παλλαγμένος ἀπὸ ὅλα αὐτά. Διότι ὅταν δὲν ὑπάρχῃ θυ­μὸς στὴν ψυχή, ἔχει ξερριζωθῆ κάθε αὐθάδεια καὶ ἀλαζο­νεία. Διότι καὶ σὰν ἄριστος γεωργός ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν ψυχὴ ἡ ἀγάπη, δὲν ἀφήνει νὰ βλαστήση κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀγκάθια.

 

«οὐ φυσιοῦται»

 

Διότι βλέπομε πολλοὺς οἱ ὁποῖοι ὑψηλοφρονοὺν ὅ­ταν κατορθώσουν αὐτά, ὅπως τὸ νὰ μὴν εἶναι ζηλότυποι, οὔτε πονηροί, οὔτε μικρόψυχοι, οὔτε αὐθάδεις. Διότι αὐ­τὰ τὰ κακὰ δὲ συνυπάρχουν μόνο μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν φτώχεια, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτά που ἀπὸ τὴν φύσι τους εἶναι καλά. Ἡ ἀγάπη ὅμως τὰ καθαρίζει ὅλα τελείως. Πρόσεχε. Ὁ μακρόθυμος δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ εὐμενὴς στοὺς ἄλλους: ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι, τότε τὸ πρᾶγμα καταντὰ πονηρία καὶ κινδυνεύει νὰ πέση σὲ μνησικακία: γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη ἀφοῦ δίνει τὸ φάρμακο, δηλαδὴ τὴν καλωσύνη, διατηρεῖ τὴν ἀρετὴ καθαρή.

Πάλι αὐτός ποὺ εἶναι εὐμενὴς καὶ εὐεργετικὸς στοὺς ἄλλους, πολλὲς φορὲς γίνεται περιποιητικὸς γιὰ  νὰ κερδίση φήμη, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ διορθώνει ἡ ἀγάπη. Διότι «ἡ ἀγάπη», λέγει, «δὲν καυχιέται, δὲν εἶναι ὑπερήφανη». Αὐ­τός ποὺ εἶναι εὐεργετικὸς καὶ μακρόθυμος πολλὲς φορὲς γίνεται ἀλαζόνας: ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν κακία τὴν ἐξαλεί­φει. Καὶ κοίταξε πῶς στολίζει τὴν μακροθυμία, ὄχι μόνο ἀπὸ ὅσα ἔχει ἡ ἀγάπη , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα δὲν ἔχει. Διότι καὶ τὴν ἀρετὴ φέρνει στὴν ψυχὴ καὶ τὴν κακία τῇ διώχνει, λέγει, ἢ μᾶλλον οὔτε ἀφήνει κἂν νὰ φυτρώση ἀπὸ τὴν ἀρ­χή. Διότι δὲν εἶπε, εἶναι ζηλότυπη, ἀλλὰ γίνεται κυρίαρχη τοῦ φθόνου, οὔτε ὅτι εἶναι ἀλαζόνας καὶ αὐθάδης, τιμωρεῖ τὸ πάθος ὅμως, ἀλλ’ ὅτι, «οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται»: πρᾶγμα ποὺ εἶναι πολὺ περισσότερο ἀξιοθαύμαστο, τὸ ὅτι δηλαδὴ καὶ χωρὶς κόπους κατορθώνει τὰ ἀ­γαθά, καὶ χωρὶς πόλεμο καὶ μάχη στήνει τὸ τρόπαιο τῆς νίκης. Διότι δὲν ἀφήνει αὐτόν ποὺ τὴν ἔχει νὰ ἱδρώση γιὰ νὰ λάβῃ ἔτσι τὸ στεφάνι, ἀλλὰ δίνει σ’ αὐτὸν τὸ βραβεῖο ἄκοπα. Διότι ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀντίπαλο πάθος στὸν κα­θαρὸ λογισμό, ποῖος κόπος χρειάζεται;

 

«οὐκ ἀσχημονεῖ»

 

Ἀλλά ταὶ λέγω, λέγει, ὅτι δὲν εἶναι ὑπερήφανη, ἀφοῦ τόσο ἀπέχει ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ποὺ ἀκόμη καὶ ὅταν ὑφι­σταται τὰ πιὸ ἀτιμωτικὰ ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἀγαπᾷ, δὲν θε­ωρεὶ τὸ πρᾶγμα οὔτε κἂν ἁπλῆ ἀσχήμια. Δὲν εἶπε πάλι ὅτι, κάνει ἀσχήμιες, ἀλλ’ ὑπομένει μὲ γενναιότητα τὴν ντροπή, ἀλλ’ ὅτι οὔτε κἂν αἰσθάνεται τὴν ντροπή. Διότι ἐ­ὰν οἱ φιλοχρήματοι, ὅταν ὑπομένουν ὅλη τὴν κατηγορία καὶ τὴν ντροπὴ τῆς ἀπάτης γιὰ  τὴ φιλαργυρίαν, ὄχι μόνο δὲν κρύβονται ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστιοῦνται, πολὺ περισσότερο αὐτός που ἔχει τὴν ἄξια κάθε ἐπαίνου ἀγάπη, ἀπὸ τίποτε παρόμοιο δὲν θὰ δειλιάση καὶ δὲν θὰ παραιτηθῇ γιὰ τὸ καλὸ ἐκείνων ποὺ ἀγαπᾷ, καὶ ὄχι μόνο δὲν θὰ παραιτηθῇ, ἀλλ’ οὔτε ὅταν πάσχῃ ντρέπεται. Ἀλ­λὰ γιὰ  νὰ μὴ φέρουμε τὸ παράδειγμα ἀπὸ πρᾶξι κακή, ἂς ἐξετάσουμε αὐτὸ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τότε θὰ δοῦμε τὴ δύναμι αὐτοῦ ποὺ λέχθηκε. Ὁ Κύριὸς μας Ἰησοῦς Χρι­στὸς λοιπὸν καὶ φτυνόταν καὶ κτυπιόταν ἀπὸ ἐλεεινοὺς δούλους: καὶ ὄχι μόνο δὲ νόμιζε ὅτι ντροπιάζεται, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔβλεπε αὐτὸ σὰν καύχημα καὶ τὸ ὠνόμαζε δόξα: καὶ ὅταν ἔβαλε λῃστὴ καὶ δολοφόνο μαζὶ του στον Παραάδεισο πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο καὶ ὅταν μιλοῦσε μὲ πόρνη, ἐ­νῶ ὅλοι ὅσοι παρευρίσκονταν, κατηγοροῦσαν, δὲ νόμιζε ντροπιαστικὸ τὸ πρᾶγμα, ἀλλ’ ἐπέτρεπε σ’ αὐτὴ καὶ νὰ φιλῇ τὰ πόδια του καὶ νὰ βρέχῃ τὸ σῶμα του μὲ τὰ δα­κρυα καὶ νὰ τὸ σφογγίζη μὲ τὰ μαλλιά: καὶ ὅλα αὐτὰ μέ­σα σὲ τόπο ὅπου θεατὲς ἦσαν ἐχθροὶ καὶ ἀντίπαλοι. Διότι ἡ ἀγάπη δὲν κάνει, οὔτε νοιώθει ἄσχημα.

Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πατέρες, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι πιὸ σοφοὶ καὶ πιὸ εὔγλωτοι ἀπὸ ὅλους, δὲν ντρέπονται ὅταν συλλαβί­ζουν μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ τους: καὶ κανεὶς ἀπὸ ὅσους τοὺς βλέπουν δὲν τοὺς κατηγορεῖ, ἀλλὰ τόσο ὡραῖο φαίνεται τὸ πρᾶγμα, ὥστε εἶναι ἄξιο καὶ νὰ τὸ εὐχηθῆ κανείς. Καὶ ἂν ἀκόμη αὐτοί ποὺ ἀγαπιοῦνται γίνουν κακοί, αὐτοὶ ὑπο­μένουν καὶ τοὺς διορθώνουν, τοὺς φροντίζουν, κρύβουν τὶς ντροπὲς τους καὶ δὲν ντρέπονται. Διότι ἡ ἀγάπη δὲν κάνει ἀσχήμιες, ἀλλὰ κρύβει ὅπως τὰ χρυσᾶ φτερά, ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ἐκείνων ποὺ ἀγαπᾷ. Ἔτσι ἀγαποῦσε καὶ ὁ Ἰωνάθαν τὸν Δαυίδ, καὶ ἐνῶ ἂκουε τὸν πατέρα του νὰ τοῦ λέγῃ, «Υἱὲ κορασίων αὐτομολούντων γυναικοτραφῆ», δὲν ντρεπόταν, ἂν καὶ τὰ λόγια εἶναι γεμάτα ἀπὸ πολλὴ αἰ­σχρότητα. Διότι αὐτό ποὺ ἐννοεῖ εἶναι τὸ ἑξῆς: υἱὲ πορνιδίων ποὺ λυσσοὺν γι’ ἄνδρες, ποὺ τρέχουν στοὺς περαστι­κούς, χαῦνε καὶ μαλθακέ, ποὺ δὲν ἔχεις τίποτε ἀπὸ ἄν­δρα, ἀλλὰ ζῇς γιὰ  ντροπὴ δικὴ σου καὶ τῆς μητέρας ποὺ σὲ γέννησε. Τὶ λοιπόν; στενοχωρήθηκε γι’ αὐτὰ καὶ κρύ­φτηκε ἀπὸ ντροπὴ καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ αὐτὸν ποῦ ἀγαποῦσε; Τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο, καὶ καυχόταν γιὰ  τὴν φιλία: ἂν καὶ ὁ πατέρας του ἦταν βασιλιὰς τότε καὶ ὁ Ἰωνά­θαν ἦταν υἱὸς βασιλέως, ἐνῶ ὁ Δαυΐδ ἐξόριστος καὶ περι­πλανώμενος. Καὶ ὅμως δὲν ντρεπόταν γιὰ τὴν φιλία του μὲ αὐτόν: διότι ἡ ἀγάπη δὲν φέρεται μὲ ἀπρέπεια. Καὶ μάλι­στα τὸ ἀξιοθαύμαστο σ’ αὐτὴν εἶναι αὐτό, ὅτι αὐτόν ποὺ περιφρονεῖται, ὄχι μόνο δὲν ἀφήνει νὰ στενοχωριέται καὶ νὰ πληγώνεται, ἀλλὰ τὸν κάνει καὶ νὰ χαίρεται γι’ αὐτό. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὁ Ἰωνάθαν μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, σὰν νὰ φοροῦσε στεφάνι, ἔτσι ὅταν ἔφυγε, ἀγκάλιασε τὸν Δαυΐδ. Διότι ἡ ἀγάπη δὲν γνωρίζει τὶ εἶναι ντροπή. Γι’ αὐ­τὸ καὶ καυχιέται γι’ αὐτὰ γιὰ  τὰ ὁποῖα ἄλλος ντρέπεται. Διότι ντροπὴ εἶναι τὸ νὰ μὴ γνωρίζῃ κανεὶς ν’ ἀγαπᾷ, ὄχι τὸ νὰ κινδυνεύῃ ὅταν ἀγαπᾷ καὶ νὰ ὑπομένῃ τὰ πάντα γιὰ  ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾷ.

Ὅταν λέγω τὰ πάντα, μὴ νομίσῃς ὅτι ἐννοῶ καὶ τὰ ἐ­πιζήμια, ὅπως δηλαδὴ ὅταν κάποιος λέγῃ σὲ νέο νὰ βοηθήσῃ γιὰ  ν’ ἀποκτήσουν ἐρωμένη, ἢ ἐὰν κάποιος ζητάη ἀ­πὸ κάποιο νὰ κάνη κάτι ἄλλο ἐπιζήμιο. Διότι ὁποῖος εἶναι τέτοιος δὲν ἀγαπᾷ: καὶ αὐτὸ σᾶς τὸ ἔδειξα προηγουμένως ἀπὸ τὴν Αἰγυπτία ποὺ ἤθελε νὰ παρασύρη τὸν Ἰωσήφ. Διότι μόνο ἐκεῖνος ἀγαπᾷ ἀληθινά, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει αὐτά ποὺ συμφέρουν σ’ αὐτόν ποὺ ἀγαπᾷ: διότι ἐάν, κάποιος, δὲν ἐπιδιώκη αὐτὸ τὸ καλό, ἀκόμη καὶ ἂν λέγῃ χιλιάδες φορὲς ὅτι ἀγαπᾷ, εἶναι περισσότερο ἐχθρὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς. Ἔτσι κάποτε καὶ ἡ Ῥεβέκκα, ἐ­πειδὴ ἦταν πολὺ ἀφωσιωμένη στὸν υἱὸ της, καὶ ἔκλεβε καὶ δὲν ντρεπόταν, οὔτε φοβόταν μήπως συλληφθῇ: διότι ὑπῆρχε καὶ κίνδυνος καὶ ὄχι μικρός: ἀλλὰ καὶ μολονότι ὁ υἱὸς τῆς ἐξέταζε μὲ ἀκρίβεια τὴν συμβουλὴ της, «Ἐπ’ ἐμὲ ἡ κατάρα σου, τέκνον», ἔλεγε. Εἶδες ὅτι, ἂν καὶ γυναῖκα, εἶχε ψυχὴ ἀποστολική; Διότι ὅπως ὁ Παῦλος προτιμοῦσε, γιὰ νὰ συγκρίνουμε μικρὸ μὲ μεγάλο, νὰ γίνη ἀνάθεμα χάρι τῶν Ἰουδαίων, ἔτσι καὶ αὐτή, προκειμένου νὰ λάβῃ τὴν εὐλογία ὁ υἱὸς της, προτιμοῦσε καὶ κατάρα νὰ δεχθῇ.

Καὶ τὰ ἀγαθὰ ἔδινε στὸν υἱὸ της, διότι δὲν ἐπρόκειτο νὰ εὐλογηθὴ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον, ἐνῶ τὰ κακά ποὺ θὰ γινό­ταν, αὐτὰ προετοιμαζόταν νὰ τὰ ὑπομένῃ μόνη: καὶ ὅμως χαιρόταν καὶ βιαζόταν, ἂν καὶ ὑπῆρχε τόσος κίνδυνος καὶ στενοχωριόταν διότι καθυστεροῦσαν τὰ πράγματα. Διότι φοβόταν μήπως, ἀφοῦ προλάβῃ ὁ Ἠσαῦ, ματαιώση τὸ τέχνασμά της. Γι’ αὐτὸ καὶ συντομεύει τὰ λόγια της καὶ βιάζει τὸν υἱὸ της καὶ ἀφοῦ τὸν ἄφησε νὰ ἀντιμιλήση σὲ ὅσα ἐκείνη τοῦ εἶπε, τοῦ λέγει τὸ συλλογισμὸ της που ἦταν ἱκανὸς νὰ τὸν πείση. Διότι δὲν εἶπε ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὰ λες αὐτὰ καὶ ἄδικα φοβᾶσαι, ἀφοῦ  ὁ πατέ­ρας σου ἔχει γεράσει καὶ εἶναι τυφλός, ἀλλά τί; «Ἐπ’ ἐμὲ ἡ κατάρα σου, τέκνον» (Γεν. 27,13) μόνο σὺ μὴν καταστρέψῃς τὸ σχέδιο, καὶ μὴ χάσης τὸ θήραμα, οὔτε νὰ ἐγ­καταλείψης τὸ θησαυρό.

Ὁ ἴδιος πάλι ὁ Ἰακὼβ δὲν ὑπηρετοῦσε σὰν μισθωτὸς ποιμένας δεκατέσσαρα χρόνια στον συγγενῆ του; δὲν πλήρωσε μαζὶ μὲ τὴν δουλεία καὶ τὸ νὰ γελασθῆ γιὰ  ἐκεί­νη τὴν ἀπάτη; Τὶ λοιπόν; ἄραγε, αἰσθάνθηκε ὅτι περιπαίχθηκε, ἄραγε εἶχε τὴν αἴσθησι ὅτι ὑποτιμόταν, διότι, ἂν καὶ ἦταν ἐλεύθερος καὶ ἀνατράφηκε μὲ εὐγένεια ἀπὸ ἐ­λεύθερους γονεῖς, ὑπέμενε ὅσα ἀρμόζουν σὲ δούλους καὶ ὄχι σ’ ἐκεῖνον; Πρᾶγμα τὸ ὁποῖο παρὰ πολὺ πληγώνει συνήθως, ὅταν παθαίνη κανεὶς αὐτά ποὺ τὸν ντροπιάζουν πά­ρα πολὺ ἀπὸ συγγενεῖς. Καθόλου δὲν αἰσθάνθηκε ἔτσι: διότι αἰτία ἦταν ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία καὶ τὸν χρόνο, ἐνῶ ἦταν πολύς, ἔκανε νὰ φαίνεται λίγος. Διότι «ἦσαν γὰρ ἐνώπιον αὐτοῦ ὡσεὶ ὀλίγαι ἡμέραι» (Γεν. 29,30) λέγει. Τόσο μακρυὰ ἦταν ἀπὸ τὸ νὰ πληγώνεται καὶ νὰ ντρέπεται γιὰ  τὴν δουλεία αὐτή. Ἄρα σωστὰ ἔλεγε ὁ μακάριος Παῦλος, «ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ».

 

«οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται»

 

Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶπε ὅτι δὲν κάνει ἀσχήμιες, λέγει καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πετυχαίνει αὐτό. Ποῖος εἶναι ὁ τρόπος; Ὅτι δὲν ζητεῖ τὸ συμφέρον της. Διότι αἰσθάνεται ὅτι αὐτὸς τὸν ὁποῖο ἀγαπᾷ εἶναι τὰ πάντα καὶ τότε δια­πράττει ἀσχήμια, ὅταν δὲν μπορέση νὰ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ πράξεις ἀσχήμιας ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾷ: διότι ἐὰν εἶναι δυ­νατὸ νὰ πέση ὁ ἴδιος στὴν περιφρόνησι καὶ ἀσχήμια γιὰ  νὰ ὠφελήσῃ αὐτόν ποὺ ἀγαπᾷ, δὲν θεωρεῖ τὸ πρᾶγμα ἀσχήμια: αὐτός ποὺ ἀγαπᾷ λοιπὸν τέτοιος εἶναι. Διότι αὐτὸ εἶναι φιλία, τὸ νὰ μὴ εἶναι δηλαδὴ αὐτός ποὺ ἀγαπᾷ καὶ αὐ­τός ποὺ ἀγαπιοῦνται δύο, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος: πρᾶγμα ποὺ μὲ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη γίνεται. Μὴ ζητᾶς λοιπὸν τὸ συμφέρον σου, γιὰ νὰ βρῆς τὸ συμφέρον σοῦ. Διότι αὐτός ποὺ ζητάει τὸ συμφέρον του, δὲν τὸ βρί­σκει. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε, «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄ Κορ. 10,24). Διό­τι τὸ συμφέρον τοῦ καθενὸς βρίσκεται στὸ συμφέρον τοῦ πλησίον καὶ τὸ συμφέρον ἐκείνου ἐπίσης. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ἐὰν κάποιος ἔχῃ δικὸ του χρυσὸ παραχωμένο στήν οἰκία τοῦ πλησίον, ἐὰν δὲν ἔλθῃ ποτὲ ἐκεῖ γιὰ  νὰ τὸν ζητήσῃ καὶ νὰ σκάψῃ δὲ θὰ τὸν ἴδη ποτέ, ἔτσι καὶ ἐδῶ αὐ­τός ποὺ δὲν θέλει νὰ ζητήσῃ τὸ δικὸ τοῦ συμφέρον στήν ὠφέλεια καὶ τοῦ πλησίον, δὲν θὰ πετύχη τοὺς στεφάνους γιὰ τὸν ἑαυτὸ του. Διότι καὶ ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸ ἔθεσε αὐτὸ τὸ νόμο, γιὰ νὰ εἴμαστε συνδεδεμένοι μεταξὺ μας. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς κάποιος ποὺ θέλει νὰ ξυπνίση παιδί ποὺ νυστάζει γιὰ  ν’ ἀκολουθήσῃ τὸν ἀδελφὸ του, ὅταν ἀπὸ μόνο του δὲν θέλῃ, δίνει στὸν ἀδελφὸ αὐτό ποὺ ἀγαπᾷ καὶ ἐπιθυμεῖ, τὸ δίνει σ’ ἐκεῖνο, γιὰ  νὰ ἀκολουθῇ αὐτόν ποὺ τὸ ἔχει μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸ πάρη, ὅπως βέβαια καὶ γίνεται, ἔτσι καὶ ἐδῶ ὁ Θεός, ἔδωσε τὸ συμφέρον τοῦ καθενὸς στὸν πλησίον, γιὰ  νὰ τρέχουμε ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ νὰ μὴν εἴμαστε διαιρεμένοι.

Καὶ ἐὰν θέλῃς δὲς αὐτὸ καὶ σ’ ἐμᾶς ποὺ τὸ λέμε τὸ δι­κό μου συμφέρον δηλαδὴ βρίσκεται σὲ σένα, καὶ τὸ ὠφε­λιμο γιὰ σένα, σὲ μένα. Διότι καὶ σὲ σένα συμφέρει νὰ δι­δάσκεσαι αὐτά ποὺ εἶναι ἀρεστὰ στὸν Θεό, ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι ἐμπιστευμένο σ’ ἐμένα, γιὰ νὰ λάβῃς αὐτὸ ἀπὸ μένα, καὶ γι' αὐτὸ ν’ ἀναγκασθῇς νὰ τρέχῃς σ’ ἐμένα: καὶ σ’ ἐ­μένα συμφέρει τὸ νὰ γίνεσαι καλύτερος: διότι θὰ λάβω πολὺ μισθὸ γι’ αὐτό: ἀλλ’ αὐτὸ πάλι βρίσκεται σ’ ἐσένα, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάζομαι νὰ σὲ καταδιώκω, γιὰ νὰ γίνης καλύτερος, καὶ ἔτσι δέχομαι αὐτό πού εἶναι συμφέρον μου ἀπὸ ἐσένα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε: «Τὶς γὰρ ἡ­μῶν ἐλπὶς ἡ χαρὰ ἡ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ;» καὶ πάλι: «Ὑμεῖς γὰρ ἔστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά» (Α΄ Θεσσ. 2,19-20). Ὥστε ἡ χαρὰ τοῦ Παύλου ἦταν οἱ μαθητές, καὶ τὴ δικ]ν του χαρὰ ἐκεῖνοι τὴν εἶχαν. Γι’ αὐτὸ καὶ δάκρυζε ὅταν τοὺς ἔβλεπε νὰ χάνωνται. Καὶ πάλι τὸ δικὸ τους συμφέρον βρισκόταν στὸν Παῦλο: γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε, «ἕνεκεν γὰρ τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραὴλ τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι» (Πράξ. 28, 20) καὶ πάλι, «πάν­τα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι» (Β΄ Τιμ. 2,10).

Αὐτὸ μπορεῖ νὰ δῆ κανεὶς καὶ στὰ τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Διότι, «ἡ γυνή», λέγει, «τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐ­ξουσιάζει, ἀλλ’ ὁ ἀνήρ, ἀλλ’ ἡ γυνὴ τοῦ ἀνδρός, καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ τῆς γυναικός».

Ἔτσι καὶ ἐμεῖς ὅταν θέλουμε νὰ συνδέσουμε κά­ποιους, αὐτὸ κάνομε: κανένα δὲν ἀφήνουμε νὰ εἶναι κυύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλ’ ἀφοῦ τεντώναμε ἁλυσίδα στὴν μέση, κάνομε αὐτὸν νὰ κυριαρχῆται ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἐ­κεῖνον ἀπὸ αὐτόν. Θέλεις νὰ δῆς αὐτὸ καὶ στοὺς ἀρχον­τες; Αὐτός ποὺ δικάζει δὲν κάθεται γιὰ  νὰ κρίνῃ γιὰ  τὸν ἐ­αυτὸ του, ἀλλ’ ἐπειδὴ θέλει τὸ συμφέρον τοῦ πλησίον. Οἱ ὑπήκοοι πάλι τὸ συμφέρον τῶν ἀρχόντων ἐπιζητοῦν μὲ τὴν περιποίησι, τὴν ὑπηρεσία, μὲ ὅλα τὰ ἄλλα. Οἱ στρα­τιῶτες γιὰ  μᾶς ὁπλίζονται, διότι γιὰ  μᾶς κινδυνεύουν: ἐ­μεῖς γιὰ  ἐκείνους κάνουμε θυσίες: γιατὶ ἀπὸ ἐμᾶς δίνονται γι’ αὐτοὺς οἱ τροφές. Ἐὰν πάλι ἰσχυρίζεσαι ὅτι ὁ καθένας κάνει αὐτὸ γιὰ  τὸ δικὸ του συμφέρον, αὐτὸ λέγω καὶ ἐγώ, μὲ τήν διαφορὰ ὅτι μὲ τὸ συμφέρον τοῦ ἄλλου βρίσκει κα­νεὶς τὸ δικὸ του. Διότι καὶ ὁ στρατιώτης, ἐὰν δὲν πολεμήσῃ γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν τρέφουν, δὲν θὰ ἔχῃ αὐτόν ποὺ θὰ τὸν ἐξυπηρετῆ σ’ αὐτό: καὶ πάλι ἐὰν αὐτὸς δὲν θρέψῃ τὸν στρατιώτῃ, δὲν θὰ ἔχῃ κανένα νὰ τὸν ὑπερασπίζη.

Εἶδες πῶς ἡ ἀγάπη ἀπλώνεται παντοῦ καὶ οἰκονομεῖ τὰ πάντα; Ἀλλὰ μὴν κουρασθῆς μέχρις ὅτου γνωρίσῃς καλὰ ὁλόκληρη αὐτὴ τὴν χρυσῆ σειρά. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε, «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», λέγει στήν συνέχεια τὰ ἀγαθά πού γεννιῶνται ἀπὸ αὐτό. Ποιὰ εἶναι αὐτά;

 

«οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν»

 

Κοίταξε πάλι ὄχι μόνο νὰ ἐπικρατῆ τῆς κακίας, ἀλ­λὰ δὲν τὴν ἀφήνει οὔτε ἀρχὴ νὰ βάλῃ. Διότι δὲν εἶπε, ὀρ­γίζεται, ἀλλὰ κυριαρχεῖ, ἀλλ’ οὔτε κἀν σκέπτεται. Διότι κανένα κακό ὄχι μόνο δὲν σχεδιάζει, ἀλλ’ οὔτε ὑποπτευ­εται ἐναντίον ἐκείνου που ἀγαπᾷ. Πῶς λοιπὸν θὰ τὸ ἔκαμνε ἢ πῶς θὰ ὀργιζόταν αὐτὴ ποὺ δὲν ἀνέχεται οὔτε νὰ σκεφθῇ τὸ κακό; διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ θυμοῦ.

 

«Οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ: πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα πιστεύει, πάντα ὑπομένει.

 Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει».

 

Δηλαδὴ δὲν εὐχαριστιέται γι’ αὐτούς που ὑποφέρουν: καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὸ πολὺ μεγαλύτερο ἀπὸ αὐ­τό, «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ». Συνευχαριστεῖται, λέγει, μὲ αὐτούς ποὺ εὐημεροῦν: αὐτό ποὺ λέγει ὁ Παῦλος: «Χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15). Γι’ αὐτὸ δὲν φθονεῖ, γι’ αὐτὸ δὲν γίνεται ὑπερήφανη: διότι τὰ καλὰ τοῦ ἄλλου τὰ νομίζει ἰδικὰ τῆς. Εἶδες πῶς ἡ ἀγάπη κάνει ἄγγελο σὲ σμικρογραφία ἐκεῖνον ποὺ τρέφε­ται ἀπὸ αὐτή; Διότι, ὅταν δὲν εἶναι θυμώδης καὶ εἶναι κα­θαρὸς ἀπὸ φθόνο καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τυραννικὸ πά­θος, νὰ σκέπτεσαι ὅτι αὐτὸς ἀπαλλάχτηκε, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι καὶ ἔχει ὀρμήσει καὶ σ’ αὐτὴν ἀ­κόμη τὴν ἀπάθεια τῶν ἀγγέλων. Δὲν ἀρκεῖται σ’ αὐτά, ἀλλ’ ἔχει νὰ πῇ κάτι μεγαλύτερο καὶ ἀπὸ αὐτά: Γιατὶ τὰ μεγαλύτερα τελευταῖα τὰ ἐκθέτει. Γι’ αὐτὸ λέγει, «πάντα στέγει». Ἀπὸ τὴν μακροθυμία, ἀπὸ τὴν καλὴ διάθεσι, εἴ­τε σκληρὰ εἶναι, εἴτε βαρετά, εἴτε ἀτιμώσεις, εἴτε πληγές, εἴτε θάνατος, εἴτε ὅ,τι δήποτε. Καὶ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε πάλι ἀπὸ τὸν μακάριο Δαυίδ. Διότι τὶ σκληρότερο ἤταν ἀπὸ τὸ νὰ δῆ τὸν υἱὸ τοῦ νὰ ἐπαναστα­τῆ καὶ νὰ ἐπιθυμῇ τὴν βασιλεία καὶ νὰ διψᾷ γιὰ  πατρικὸ αἷμα; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ὑπέμενε ἐκεῖνος ὁ μακάριος Δαυὶδ καὶ οὔτε τότε ἤθελε νὰ πῇ πικρὸ λόγο κατὰ τοῦ πατροκτόνου, ἀλλὰ καὶ στοὺς στρατηγοὺς ἀφοῦ ἐπέτρεψε νὰ τοῦ κανοῦν ὅ,τι δήποτε ἄλλο, τοὺς διέταξε νὰ φροντί­σουν γιὰ  τὴ σωτηρία του. Διότι ἦταν ἰσχυρὸ τὸ θεμέλιο τῆς ἀγάπης: γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἀνέχεται ὅλα.

Καὶ τὴν δύναμι τῆς ἀγάπης ἐδῶ τὴν ὑπαινίσσεται, ἐ­νῶ τὴν ἀγαθότητα της μὲ τὰ ἑξῆς: «Πάντα ἐλπίζει», λέ­γει, «πάντα πιστεύει, πάντα ὑπομένει». Τὶ σημαίνει, «πάν­τα ἐλπίζει»; Ὅλα τὰ ἀγαθά, ἐννοεῖ. Δὲν ἀπελπίζεται γι’ αὐτόν ποὺ ἀγαπᾷ, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι κακός, ἐπιμέ­νει στὸ νὰ τὸν διορθώνη, νὰ προνοῆ καὶ νὰ φροντίζῃ γι’ αὐτόν. «Πάντα πιστεύει». Δηλαδὴ ὄχι μόνον ἐλπίζει, λέ­γει, ἀλλὰ καὶ πιστεύει ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη. Καὶ ἂν ἀκό­μη αὐτὰ τὰ ἀγαθά ποὺ ἐλπίζει δὲν γίνονται ὅπως ἐλπίζει, ἀλλ’ ἀκόμη σκληρότερος γίνεται ἐκεῖνος, καὶ αὐτὸ τὸ ὑ­πομένει. Διότι, «πάντα», λέγει, «ὑπομένει».

«Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». Εἶδες πότε ἔθεσε τὸ ἀποκορύφωμα καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἐξαίρετο πρᾶγμα σ’ αὐτὸ τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης; Διότι τὶ σημαίνει «δὲν θὰ παύσῃ νὰ ὑπάρχῃ»; Δὲν καταλύεται, δὲν καταργεῖται ἀ­πὸ τὸ ὅτι ὑπομένει: διότι ὑπομένει τὰ πάντα. Διότι αὐτός ποὺ ἀγαπᾷ, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ μισήσῃ ὅ,τι καὶ ἂν γίνη. Αὐ­τὸ λοιπὸν εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο ἀγαθὸ τῆς ἀγάπης. Τέτοιος ἦταν ὁ Παῦλος: γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Εἴ πως παραζηλώσω μου τὴν σάρκα» (Ρωμ. 11,14) καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐλπίζῃ. Καὶ τὸν Τιμόθεο συμβούλευε μὲ τὰ λόγια: «Δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλ’ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας, ἐν πραύτητι παιδεύων τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῶ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας» (Β΄ Τιμ. 2,24-25).

 

Ἀγάπη πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρες

 

Ἀλλά τὶ λέγει ἐδῶ, ἂν εἶναι ἐχθροὶ οἱ εἰδωλολάτρες, δὲν πρέπει νὰ τοὺς μισοῦμε; Ναί, νὰ μισοῦμε, ὅμως ὄχι ἐ­κείνους, ἀλλὰ τὴν πίστι, ὄχι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὴν κα­κὴ πρᾶξι, τὴν διεφθαρμένη προαίρεσι. Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἡ πλάνη ὅμως ἔργο τοῦ διαβόλου. Μὴ κάνης σύγχυσι λοιπὸν μεταξὺ τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ διαβόλου. Διότι καί οἰ Ἰουδαῖοι καὶ βλάσφημοι ἦ­ταν καὶ διῶκτες καὶ ὑβριστὲς καὶ ἄπειρα κακὰ κατελόγιζαν στο Χριστό: Ἂρα γε λοιπὸν τοὺς μισοῦσε αὐτοὺς ὁ Παῦλος ποῦ ἀγαποῦσε τὸν Χριστὸ περισσότερο ἀπὸ ὅ­λους; Καθόλου, ἀλλ’ ἐπὶ πλέον καὶ τοὺς ἀγαποῦσε καὶ ἔκαμνε τὰ πάντα γι’ αὐτούς. Καὶ ἄλλοτε λέγει, «Ἡ μὲν εὐ­δοκία καὶ ἡ δέησίς μου πρὸς τὸν Θεόν, ὑπὲρ αὐτῶν ἐστιν εἰς σωτηρίαν» (Ρωμ. 10,1): ἄλλοτε πάλι «ηὐχόμην, ἀνά­θεμα εἶναι αὐτὸς ἐγὼ ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα» (Ρωμ. 9,3). Ἔτσι καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ ὅταν ἔβλεπε τοὺς Ἰσραηλίτες νὰ σφάζωνται ἔλεγε: «Οἴμοι, Κύριε, ἐξαλείφεις σὺ τοὺς καταλοίπους τοῦ Ἰσραὴλ (Ἰεζ. 9,8) καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐπίσης: «Εἰ μὲν ἀ­φείς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ἄφες» (Ἐξ. 32,32). Τὶ λέγει ὅμως ὁ Δαυίδ; «Τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα, καὶ ἐπὶ τοῖς ἐχθροῖς σου ἐξετηκόμην: τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐ­τούς» (Ψαλ. 138,24). Ναί, ἔτσι λέει, ἀλλὰ δὲ λέχθηκαν ἀ­πὸ τὸν ἴδιο τὸν Δαυΐδ ὅσα φέρονται σὰν δικὰ του. Διότι ὁ ἴδιος εἶναι πού λέγει ἐπίσης, «Κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ» (Ψαλμ. 119,5) καὶ «Ἐπὶ τῶν ποτα­μῶν   Βαβυλῶνος   ἐκεῖ  ἐκαθίσαμεν   καὶ  ἐκλαύσαμεν» (Ψαλμ. 136, 1), ἀλλ’ οὔτε τὴν Βαβυλῶνα εἶδε, οὔτε τοὺς Κηδαρίτες σκηνίτες.

Ἐξ ἂλλου τώρα μᾶς ζητεῖται ἀνώτερος τρόπος ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν οἱ μαθητὲς ζήτησαν νὰ κατεβῆ φωτιὰ ἀ­πὸ τὸν οὐρανό, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν προφήτῃ Ἠλία, καὶ νὰ κάψη τοὺς Σαμαρεῖτες, ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε, «Οὐκ οἴδατε, ποίου πνεύματός ἐστε» (Λουκ. 9, 55). Διότι τότε ὄχι μόνο τὴν ἀσέβεια, ἀλλὰ καὶ αὐτούς ποὺ διέπρατταν ἀσέ­βεια εἶχαν ἐντολὴ νὰ μισοῦν, γιὰ  νὰ μὴ γίνεται ἡ φιλία μὲ αὐτοὺς ἀφορμὴ παρανομίας: γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαγόρευσε νὰ δημιουργοῦν συγγένειες καὶ νὰ ἔρχωνται σὲ ἐπιμιξία καὶ ἀπὸ παντοῦ τοὺς προφύλαγε μὲ κάποιο τεῖχος: τώρα ὅμως, ἐπειδὴ μας ὡδήγησε σὲ ὑψηλότερο τρόπο ζωῆς καὶ μᾶς ἔκανε ἀνώτερους ἀπὸ τοῦ νὰ εἴμαστε τρωτοὶ σ’ ἐκεί­νη τὴν βλάβη, μᾶς δίνει ἐντολὴ καὶ νὰ τοὺς ὑπομένουμε καὶ νὰ τοὺς πλησιάζουμε. Διότι ἐμεῖς δὲν βλαπτόμαστε τίποτε ἀπὸ ἐκείνους, ἐκεῖνοι ὅμως ὠφελοῦνται ἀπὸ ἐμᾶς. Τὶ λέγει λοιπόν; δὲν πρέπει νὰ μισοῦμε; Ὄχι νὰ μισοῦμε, ἀλλὰ νὰ ἐλεοῦμε. Διότι ἐὰν τὸν μισήσῃς, πῶς θὰ βοηθήσῃς νὰ ἐπιστρέψῃ εὔκολα αὐτὸς ποὺ πλανᾶται; Πῶς θὰ προσευχηθῆς γι’ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει πιστέψει; Διότι ἂκου­σε τὶ λέγει ὁ Παῦλος γιὰ  τὸ ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς. «Παρακαλῶ οὖν, πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων» (Α΄ Τιμ. 2,1). Ἀλλὰ τὸ ὅτι τότε δὲν ἦταν ὅλοι πιστοὶ ἀπὸ παντοῦ εἶναι φανερό. Καὶ πάλι, «ὑπὲρ βασιλέ­ων καὶ τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων» (Α΄ Τιμ. 2,1-4). Τὸ ὅτι ὅμως αὐ-τοὶ ἦταν ἀσεβεῖς καὶ παράνομοι, καὶ αὐτὸ ἐπίσης εἶναι φανερό.

Στὴν συνέχεια λέγοντας καὶ τὸν λόγο γιὰ  τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ προσευχώμαστε, προσθέτει: «Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀποδε-κτὸν ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2,3-4). Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀκόμη καὶ ὅταν κάποια εἰδωλολάτρισσα εἶναι παντρεμένη μὲ πιστό, λέγει νὰ μὴ διαλύεται ὁ γάμος. Καὶ ὅμως τὶ εἶναι περισσότερο οἰκεῖο στὸν ἄνδρα ἀπὸ τὴν γυναῖκα; Διότι «ἔσονται οἱ δύο σάρκα μίαν» (Γεν. 2, 24) καὶ πολλὴ εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ θερμὸς ὁ πόθος σ’ αὐτὴ τὴ σχέσι. Ἐὰν ὅμως πρόκειται νὰ μισοῦμε ἀσεβεῖς καὶ παρανόμους, δὲν θὰ σταμα-τήσουμε ἐδῶ, ἀλλ’ ἀφοῦ προχωρήσουμε θὰ μισήσουμε καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς καὶ καθὼς θὰ προοδεύης ἔτσι θ’ ἀποσχισθῇς καὶ ἀπὸ τοὺς περισσότερους ἀδελφούς, μᾶλλον καὶ ἀπὸ ὅλους. Διότι δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει κανένας χωρὶς ἁ­μαρτία. Ἐὰν λοιπὸν πρέπει νὰ μισοῦμε τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ μισοῦμε μόνο τοὺς ἀσεβεῖς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς: καὶ ἔτσι θὰ καταντήσουμε χειρότεροι ἀπὸ τὰ θηρία μὲ τὸ νὰ ἀποστρεφώμαστε ὅλους τους ἀν­θρώπους καὶ νὰ ὑπερηφανευώμαστε μὲ ἀνοησία ὅπως ἔκεῖνος ὁ Φαρισαῖος. Ὁ Παῦλος ὅμως δὲν παραγγέλλει ἔ­τσι, ἀλλὰ πῶς; «νουθετεῖτε τοὺς ἀτάκτους, παραμυθεῖσθε τοὺς ὀλιγοψύχους, ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν, μακροθυμεῖτε πρὸς πάντας» (Ἀ' Θέσσ. 2, 14). Τί ἐννοεῖ λοιπὸν ὅταν λέγη, «Εἰ τὶς οὒχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἠμῶν διὰ τῆς ἐπιστο­λῆς τοῦτον σημειοῦσθε καὶ μὴ συναμίγνυσθε αὐτῶ;» (Β΄ Θέσσ. 3,14); Καὶ μάλιστα γι’ ἀδελφοὺς λέχθηκε αὐτό, ἀλ­λὰ καὶ αὐτὸ δὲ λέχθηκε ἔτσι τυχαία καὶ ἐπιπόλαια, ἀλλὰ μὲ ἡμερότητα. Διότι μὴν ἀπόκρυψης τὰ ἑπόμενα ἀπὸ αὐ­τά, ἀλλὰ νὰ προσθέσης καὶ ὅσα λέγονται μετά. Διότι ἅ-φοὺ εἶπε, «μὴ συναμίγνυσθε» πρόσθεσε, «μὴ ὡς ἐχθρόν, ἡγεῖσθε, ἀλλὰ νουθετεῖτε ὡς ἀδελφόν» (ὅ.π. 3,15).

Βλέπεις πὼς παράγγειλε νὰ μισοῦμε τὸ κακὸ ἔργο καὶ ὄχι τὸν ἄνθρωπο; Διότι ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι νὰ μᾶς διασπᾶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ μὲ πολὺ ζῆλο προσπαθεῖ νὰ ξεριζώση τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ καταστρέψη τὴν ὁδὸ τῆς διορθώσεως καὶ νὰ κυρίευση ἐκεῖνον στὴν πλάνη καὶ ἐσένα στὴν ἔχθρα, ὥστε ἔτσι νὰ γκρεμίση τὰ τείχη τῆς ὁδοῦ τῆς σωτηρίας ἐκείνου. Διότι ὅταν καὶ ὁ γιατρὸς μισῆ καὶ ἀποφεύγη τὸν ἄρρωστο καὶ ὁ ἀσθενὴς ἀποφεύγει τὸν γιατρό, πότε θὰ ἀναλάβη αὐτὸς ποῦ νοσεῖ, ἀφοῦ οὔτε αὐτὸς καλεῖ τὸν γιατρό, οὔτε ἐκεῖνος ἔρχεται στὸν ἀσθενῆ; Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο, πές μου, τὸν ἀποστρέ­φεσαι καὶ τὸν ἀποφεύγεις; διότι εἶναι ἀσεβής; Λοιπὸν γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πρέπει νὰ τὸν πλησιάζης καὶ νὰ τὸν περί-ποιῆσαι, γιὰ νὰ τὸν σώσης ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Ἐὰν ἡ ἀ­σθένεια ἀ­σθένεια τοῦ εἶναι ἀθεράπευτη, σὺ ὅμως ἔχεις ἐντολὴ νὰ κάνης τὸ καθῆκον σου. Διότι καὶ ὁ Ἰούδας ἦταν ἀθεράπευτα ἀσθενὴς καὶ ὅμως δὲν ἐγκατέλειψε τὴν θεραπεία τοῦ ὁ Θεός.

Λοιπὸν οὔτε σὺ νὰ κουρασθῆς καὶ νὰ παραιτηθῆς. Διότι, καὶ ἂν ἀκόμη, ἀφοῦ προσπαθήσης πολύ, δὲν τὸν ἀπαλλάξης ἀπὸ τὴν ἀσέβεια, σὺ θὰ πάρης τὸν μισθὸ ποὺ θὰ ἔπαιρνες ἐὰν τὸν ἁπάλλασες, καὶ θὰ κάνης αὐτὸν νὰ θαυμάζη τὴν ἡμερότητά σου, καὶ ἔτσι ὅλη ἢ δόξα θὰ ἀπό-δοθῆ στὸ Θεό. Διότι, καὶ ἂν ἀκόμη κάνης θαύματα, καὶ ἂν ἀναστήσης νεκρούς, καὶ ἐὰν κάνης ὅ,τι δῆποτε, ποτὲ δὲν θὰ σὲ θαυμάσουν ἔτσι οἱ εἰδωλολάτρες, ὅσο ὅταν σὲ δοῦν νὰ συμπεριφέρεσαι μὲ πράο καὶ ἥμερο καὶ γλυκὺ τρόπο. Δὲν εἶναι μικρὸ κατόρθωμα καὶ αὐτό: διότι πολ­λοὶ θ’ἁπαλλα-γοῦν ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ μάλιστα τελείως. Διότι τίποτε δὲ μπορεῖ νὰ τοὺς προσέλκυση τόσο, ὅσο ἡ ἀγάπη. Γιὰ ἐκεῖνα ὅμως, τὰ θαύματα δήλ. καὶ τὰ σημεῖα, θὰ σὲ φθονήσουν, γι’ αὐτὸ ὅμως καὶ θὰ σὲ θαυμάσουν καὶ θὰ σὲ ἀγαπήσουν, καὶ ἀφοῦ θὰ σ’ ἀγαπή-σοῦν, θὰ προχω­ρήσουν καὶ θὰ δεχθοῦν καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς πίσ-τέως. Ἐὰν ὅμως δὲν γίνεται ἀμέσως πιστός, μὴ ἀπορῆς, οὔτε νὰ βιά­ζεσαι, οὔτε νὰ ζητᾶς ὅλα μαζί, ἂλλ' ἄφησε τὸν στὸ μετα­ξὺ νὰ ἐπαινῆ, ν’ ἀγαπᾶ καὶ προχωρώντας αὐτὴ τὴν ὁδὸ θὰ φθάση καὶ σ' αὐτά.

(Πρὸς Κορινθίους Α' ΑΓ' ΕΠΕ, 18Α,370-402. Ρ.Ο. 61,275-284).

«Μεγάλη διδάσκαλος, ἱκανὴ καὶ πλάνης ἀπαγαγεὶν καὶ τρόπον μεταρρυθμίσαι...»

Ἔτσι λοιπὸν καὶ μεῖς ἃς φερώμαστε καὶ στὰ παιδιὰ τῶν εἰδωλολατρῶν, μὲ συγκατάβασι, μὲ ἀγάπη. Διότι αὐ­τὴ εἶναι μεγάλη διδάσκαλος καὶ ἱκανὴ καὶ ἀπὸ τὴν πλάνη ν' ἀπελευθέρωση καὶ στὴ πίστι καὶ στὸν ὀρθὸ τρόπο ζωῆς νὰ ὁδηγήση καὶ ἀπὸ λίθους νὰ κάνη ἀνθρώπους. Καὶ ἐὰν θέλης νὰ γνωρίσης τὴν δύναμί της, φέρε μου ἕναν ἄνδρα δειλὸ ποὺ νὰ φοβᾶται μὲ τὸ παραμικρὸ καὶ νὰ τρέμη καὶ

τὶς σκιές, καὶ κάποιον ἄλλον ποὺ νὰ εἶναι ὀργίλος καὶ σκληρὸς καὶ νὰ μοιάζη περισσότερο μὲ θηρίο παρὰ μὲ ἄν­θρωπο, καὶ ἄλλον αἶσχρο καὶ ἀσελγῆ καὶ ποὺ νὰ ἔχη κάθε κακία, καὶ παράδωσε τὸν στὰ χέρια τῆς ἀγάπης καὶ βάλε τὸν σ’ αὐτὸ τὸ γυμναστήριο καὶ θὰ δῆς σύντομα ἐκεῖνον τὸν δειλὸ καὶ ἄτολμο νὰ γίνεται ἀνδρεῖος καὶ μεγαλόψυ­χος καὶ νὰ τολμᾶ τὰ πάντα χωρὶς δισταγμό. Καὶ τὸ πε­ρισσότερο ἀξιοθαύμαστο, ὅτι αὐτὰ γίνονται χωρὶς νὰ ἇλ-λάξη ἢ φύσις του, ἀλλὰ μέσα στὴν ἴδια δειλὴ ψυχὴ δείχνει τὴν δύναμί της ἡ ἀγάπη: καὶ γίνεται τὸ ἴδιο ποὺ γίνεται ἐ­ᾶν κάποιος κατασκευάση μαχαίρι ἀπὸ μολύβι ποὺ νὰ κα­τεργάζεται τὸν σίδηρο καὶ τὸν κατερ-γάζεται, χωρὶς ν’ ἄλλαξη φύσι, παρ’ ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ μολύβι.

  Πρόσεχε: Ὃ Ἰακὼβ ἦταν ἄψητος καὶ δὲν εἶχε γνωρί­σει κόπους καὶ κινδύνους καὶ ζοῦσε ἄνετη ζωὴ καὶ ἐλεύ­θερη καὶ ὅπως ἡ παρθένα στὸ παρθενικὸ θάλαμο ἔτσι καὶ αὐτὸς κάθονταν μέσα καὶ ἦταν ἀναγκασμένος νὰ ζῆ ἄ­πρακτος, ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καὶ τοὺς θορύβους της καὶ ὅλα τὰ  παρόμοια  ἀπαλλαγμένος, παραμένοντας  συνέχεια στὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄνεσι. Τί ἔγινε λοιπόν; Ἐπειδὴ ἄνα­ψε μέσα του ὁ πυρσὸς τῆς ἀγάπης, αὐτὸν τὸν ἄψητο καὶ κλεισμένο στὴν οἰκία του, κοίταξε πὼς τὸν ἔκανε καρτε­ρικὸ καὶ ἀκούραστο. Καὶ αὐτὰ ὄχι ἀπὸ ἐμένα, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πατριάρχη ἄκουσε τά. Ὅταν λοιπὸν κατηγορῆ τὸν πεθερὸ λέγει: «Ταῦτα μοὶ εἴκοσιν ἔτη ἐγὼ εἰμὶ με­τά σου» (Γέν. 31, 38). Καὶ πῶς ἔγινες σ’ αὐτὰ τὰ εἴκοσι ἔτη; διότι καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπολογίσης. «Συγκαιόμενος τῷ καύματι τῆς ἡμέρας, καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὃ ὕπνος ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου» (Γέν. 31,38). Αὐτὰ ὑπέμενε ὃ ἄψητος καὶ αὐτὸς ποὺ ἦταν κλεισμέ­νος στὴν οἰκία καὶ ζοῦσε βίο ἄνετο. Ὅτι ἦταν καὶ δειλὸς εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ δὴ τὸν Ἠσαὺ πέθαινε ἀπὸ τὸν φόβο. Ἄλλα κοίταξε πὼς πάλι αὐτὸς ὁ δειλός, ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἔγινε τολμηρότερος ἀπὸ λεοντάρι. Διότι, ἀφοῦ ἔβαλε τὸν ἑαυτὸ τοῦ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλ­λους σὰν προπύργιο, ἦταν ἕτοιμος νὰ ὑποδεχθῆ πρῶτος ἐκεῖνο τὸν ἄγριο καὶ κακοῦργο, ὅπως νόμιζε, καὶ στὸ δι­κὸ τοῦ σῶμα νὰ θεμελίωση τὴν ἀσφάλεια τῶν γυναικῶν: καὶ αὐτὸν ποὺ φοβόταν καὶ ἔτρεμε, πρῶτος στὴν παράτα-ξῖ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἰδῆ. Διότι ἀπὸ αὐτὸν τὸν φόβο ἦταν ἰ­σχυρότερη ἡ ἀγάπη τῶν γυναικῶν.

Εἶδες πῶς, ἐνῶ ἦταν δειλός, ἔγινε ἀμέσως τολμηρός, ὄχι διότι ἄλλαξε τὴν ἰδιοσυγκρασία του, ἀλλὰ διότι κρα­τήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη; Διότι τὸ ὅτι καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἤ­ταν δειλός, εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι μεταβαίνει ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Ἀλλὰ κανεὶς ἂς μὴ νομίση ὅτι αὐτὰ ποὺ λέχθη­καν εἶναι κατηγορία κατὰ τοῦ δικαίου. Διότι δὲν εἶναι ἀξιοκατάκριτο νὰ εἶναι κανεὶς δειλός, ἀφοῦ αὐτὸ ἀνήκει στὴν φύσι, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ κάμνη κανείς, αὐτὰ ποὺ πρέπει, ἀπὸ τὴν δειλία. Διότι μπορεῖ καὶ κάποιος ποὺ εἶναι δειλὸς στὴ φύσι του, νὰ γίνη ἀνδρεῖος ἀπὸ τὴν εὐλάβεια. Τί ἔκα­νε ἐπίσης καὶ ὁ Μωϋσῆς; δὲν ἔφυγε ἐπειδὴ φοβήθηκε ἕνα Αἰγύπτιο καὶ πῆγε σὲ μακρυνὴ χώρα; Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ φυγάς, ὁ ὁποῖος δὲν ὕπεμεινε τὴν ἀπειλὴ ἐνὸς ἀνδρός, ὅταν γεύθηκε τὸ μέλι τῆς ἀγάπης, μὲ εὐχαρίστησι καὶ χω­ρὶς νὰ τὸν ἀναγκάζη κανεὶς ἐπιθυμοῦσε νὰ χαθῆ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦσε. Διότι «Εἰ μὲν ἁφῆς αὐτοὶς τὴν ἁμαρτίαν ἅφες», λέγει, «εἰ δὲ μὴ καμὲ ἐξάλειψον, ἐκ τῆς βίβλου ἧς ἔγραψας» (Ἐξ. 32,32). Γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἀγάπη κά­νει καὶ τὸν αὐθάδη μετριόφρονα καὶ τὸν ἀσελγῆ σώφρο­να, δὲν μᾶς χρειάζονται πολλὰ παραδείγματα: διότι εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους: καὶ ἂν ἀκόμη κανεὶς εἶναι πιὸ ἄγριος ἀ­πὸ κάθε θηρίο, γίνεται πιὸ ἥμερος καὶ ἀπὸ πρόβατο ἐξ αἰ­τίας τῆς ἀγάπης. Διότι ποιὸς ἦταν πιὸ ἄγριος καὶ λυσσα­σμένος ἀπὸ τὸν Σαούλ; Ὅταν ὅμως ἡ κόρη τοῦ ἄφησε ἐ­λεύθερο τὸν ἐχθρὸ οὔτε πικρὸ λόγο δὲν τῆς εἶπε. Καὶ αὖ τὸς ποὺ κατάσφαξε ἐξ αἰτίας τοῦ Δαυὶδ ὅλους τους ἴε-ρεῖς, ὅταν εἶδε τὴν θυγατέρα του νὰ τὸν ἔχη ἀφήσει ἀπὸ τὴν οἰκία, δὲν ἀγανάκτησε μὲ αὐτὴν οὔτε τόσο ὅσο γιὰ νὰ πῆ ἕνα γεμάτο ἀπὸ ὀργὴν λόγο, καὶ αὐτὸ παρ’ ὅ,τι ἐξαπα­τῆθηκε σὲ τέτοιο βαθμό: διότι κρατιόταν ἀπὸ τὸ χαλινάρι τῆς ἀγάπης ποὺ ἦταν δυνατώτερο.

Ὅπως ἀκριβῶς κάνει μετριόφρονες. Ἔτσι γνωρίζει νὰ κάνη καὶ σώφρονες ἡ ἀγάπη. Καὶ ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὴν γυναίκα τοῦ ἔτσι ὅπως πρέπει νὰ τὴν ἀγαπᾶ, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι πάρα πολὺ ἀσελγῆς, δὲν θ’ ἀνεχθῆ νὰ δὴ ἄλ­λη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς ἐκείνη. Διότι λέγει, «κραταιὰ ὡς θάνατος ἡ ἀγάπη» (ᾎσμ. ᾎσμ. 8, 6). Ὥστε ἀπὸ που­θενὰ ἄλλου δὲν προέρχεται ἡ ἀσέλγεια, παρὰ ἀπὸ τὴν ἀ­πουσία τῆς ἀγάπης. Ἐπειδὴ λοιπὸν δημιουργὸς κάθε ἀρε­τὴς εἶναι ἡ ἀγάπη, μὲ κάθε φροντίδα ἃς τὴν φυτέψουμε στὶς ψυχές μας, γιὰ νὰ μᾶς φέρη πολλὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ ἔ­χουμε τὸν καρπό της νὰ ἀναβλύζη παντοτεινᾶ, ποὺ ἀνθεῖ πάντοτε καὶ ποτὲ δὲν μαραίνεται. Διότι ἔτσι θὰ ἐπιτύχου­με καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά, τὰ ὅποια εἴθε νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι μὲ τὴν χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸ Πατέρα καὶ στὸ ἅγιο καὶ ἀ­γαθὸ Πνεῦμα ἀνήκει δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

 (Πρὸς Κορινθίους Α ΛΓ, ΕΠΕ, 18Α, 406-410. Ρ.Ο. 61, 284-285).

 

 

 

 

Ἀφοῦ λοιπὸν περιέγραψε σ’ αὐτοὺς ὅλη τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, στὴ συνέχεια πλέον τοὺς παροτρύνει γιὰ νὰ εἶναι πρόθυμα ἀφοσιωμένοι σ’ αὔτην: γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε, «διώκετε». Διότι αὐτὸς ποὺ ἐπιδιώκει βλέπει μόνο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐπιδιώκεται καὶ σ’ ἐκεῖνο μόνο ἀποβλέπει καὶ δὲν ἀπομακρύνεται μέχρις ὅτου τὸ ἀπόκτηση. Ἐκεῖνος ποὺ καταδιώκει κάποιον, ὅταν δὲν μπόρεση μόνος του, συλλαμβάνει τὸν καταδιωκόμενο μὲ τὴν βοήθεια ἐκείνων ποὺ βρίσκονται μπροστὰ ἀπὸ αὐτόν, ἀφοῦ παρακαλεῖ πο­λὺ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν κρατήσουν μέχρις ὅτου φθάση ἐκεῖ. Αὐτὸ λοιπὸν ἂς κάνουμε καὶ ἐμεῖς: ὅταν οἱ ἴ­διοι δὲν φθάνουμε τὴν ἀγάπη, ἃς παρακαλοῦμε αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται κοντὰ τῆς νὰ τὴν κρατᾶν ἕως ὅτου τὴν φθάσουμε: ὕστερα, ἀφοῦ τὴν ἀποκτήσουμε, ἃς μὴ τὴν ἀ­φήσουμε ποτέ, γιὰ νὰ μή μας ξεφύγη πάλι. Διότι συνέχεια φεύγει ἀπό μας, ἐπειδὴ δὲν τὴν χρησιμοποιοῦμε ὅπως πρέπει, ἀλλὰ προτιμᾶμε ὅλα τὰ ἄλλα ἀπὸ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὴν κερδίσουμε ἐν­τελῶς. Διότι ἐὰν γίνη αὐτό, δὲν χρειάζεται πλέον νὰ κο­πιάσουμε πολύ, μᾶλλον οὔτε ἐλάχιστα, ἀλλὰ μὲ ἄνεσι καὶ ἄπολαυσι καὶ πανηγυρισμοὺς θὰ βαδίσουμε τὴν στενὴ ὀ­δὸ τῆς ἀρετῆς. Γι’ αὐτὸ λέγει, «διώκετε».

(Πρὸς Κοριν­θίους Α΄ ΑΕ΄, ΕΠΕ, 18Α,450. Ρ.Ο. 61, 295).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

             

 

 

 

 



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης