Αὐτός ἦταν ἀπό τήν πόλι τῆς Σεβάστειας, πού βρίσκεται στήν Καππαδοκία, ἰατρός στήν τέχνη, περιερχόμενος τίς πολιτεῖες καί θεραπεύοντας τούς ἀσθενοῦντες. Περιερχόμενος λοιπόν τήν χώρα τῆς Γαλατίας καί Καππαδοκίας, καί θεραπεύοντας κάθε εἴδη ἀσθενειῶν, συνελήφθη ἀπό τόν ἡγεμόνα Ἀδριανό καί ἀμέσως κρεμάσθηκε ἐπάνω σέ ξύλο καί ξεσχίσθηκε στά πλευρά καί μέ φωτιά κάηκε. Ἐπειδή ὅμως τά βάσανα αὐτά δέν τόν ἔβλαψαν, γι’ αὐτό φυλακίσθηκε καί τήν ἄλλη ἡμέρα βάλθηκε μέσα σέ ἕνα καζάνι, γεμᾶτο ἀπό κάθε λάδι ἐνεργητικό καί δραστικό, τό ὁποῖο καιγόταν ἑπτά ἡμέρες στήν φωτιά. Ἐπειδή ὅμως βγῆκε ὁ Ἅγιος καί ἀπό ἐκεῖ ἀβλαβής μέ τήν θεία χάρι, γι’ αὐτό δόθηκε στά θηρία, γιά νά τόν φᾶνε. Ἀλλά καί ἀπό αὐτά παρέμεινε ἀβλαβής. Κατόπιν μέ τήν προσευχή του σύντριψε ὅλα τά εἴδωλα καί τά ἔκανε σάν σκόνι. Ὁπότε γιά τήν αἰτία αὐτή ἀποκεφαλίσθηκε ὁ ἀοίδιμος καί ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο. Ἀπό δέ τόν λαιμό του ἔτρεξε αἷμα μαζί μέ γάλα.
Αὐτό τό θαῦμα βλέποντας ὁ Κυριακός ὁ δήμιος, πού ἀποκεφάλισε τόν Ἅγιο, ὡμολόγησε μέ θάρρος τόν ἑαυτό του Χριστιανό καί εἶπε· «Ἀνάθεμα στόν Ἀδριανό καί στά εἴδωλά του». Ὁπότε ἀποκεφαλίσθηκε καί αὐτός καί ἀνέβηκε στούς Οὐρανούς, γιά νά συναγάλλεται μέ τόν Ἅγιο Ἀντίοχο.
(Σημείωσε, ὅτι τό Μαρτύριό του σώζεται στήν Μεγίστη Λαύρα, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Ἀδριανοῦ ἡγεμονεύοντος»).