Αὐτοί οἱ Ἅγιοι ἦταν στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ καί τοῦ ἡγεμόνα Μάξιμου, κατά τό ἔτος 106, κατάγονταν δέ ἀπό τήν χώρα τῶν Καλλίπτων, πού εἶναι κοντά στήν Ἄγκυρα. Συνελήφθη λοιπόν πρῶτος ὁ Ἅγιος Πρόκλος καί, ἀφοῦ ὡμολόγησε τόν Χριστό ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ, παραδόθηκε στόν ἡγεμόνα Μάξιμο, γιά νά τόν τιμωρήση ἐκεῖνος. Ὁπότε πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας καί ξέσχισαν τόν Ἅγιο. Ἔπειτα κατέκαυσαν μέ ἀναμμένες λαμπάδες τά μέλη, πού πληγώθηκαν ἀπό τούς ξεσμούς. Μετά ἀπό αὐτά τόν κρέμασαν ἐπάνω σέ ξύλο καί ἔδεσαν ἀπό τό πόδι του μία πέτρα βαρειά. Ὕστερα λοιπόν ἀποφάσισε ὁ ἡγεμόνας νά θανατωθῆ ὁ Ἅγιος μέ σαΐτες. Πηγαίνοντας λοιπόν ὁ ἀθλητής γιά νά σαϊτευθῆ, συναντᾶ στόν δρόμο τόν ἀνεψιό του Ἱλάριο, ὁ ὁποῖος, ἐπειδή χαιρέτισε τόν θεῖο του, συνελήφθη ἀπό τούς Ἕλληνες. Καί ὁ μέν Ἅγιος Πρόκλος, καταπληγωμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν σαϊτῶν, ἀπῆλθε πρός τόν Κύριο καί ἔλαβε τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανο.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος, ἀφοῦ ρωτήθηκε, ὡμολόγησε τόν ἑαυτό του Χριστιανό, ὁπότε, ἀφοῦ κρεμάσθηκε, δάρθηκε καί σύρθηκε κάτω στήν γῆ σέ ἀπόστασι τριῶν μιλίων, ἔπειτα, ἀφοῦ ἀποκεφαλίσθηκε, ἐνταφιάσθηκε μέ τόν θεῖο του Ἅγιο Πρόκλο. Τελεῖται ἡ Σύναξι καί ἑορτή τους στό Μοναστήρι τῆς Ὑπατίας, κοντά στήν τοποθεσία, πού λέγεται Ματρώνα. (Τό ἑλληνικό τους Μαρτύριο σώζεται στήν Μεγίστη Λαύρα, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Ἐγένετο ἐπί Μαξιμιανοῦ τοῦ ἡγεμόνος»).