Δίγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

* Στήν το­πο­θε­σί­α τῆς Γαλατίας, πού εἶναι στήν Παφλαγονία, ἦ­ταν ἕ­νας γε­ωρ­γός, Μέ­τρι­ος λεγό­με­νος, ζῶντας μέ αὐ­τάρ­κει­α τῶν τοῦ σώ­μα­τος ἀ­γα­θῶν. Αὐτός λοι­πόν βλέ­ποντας τόν γεί­το­νά του, πώς εἶ­χε παι­διά ἀρ­σε­νι­κά, τά ὁ­ποῖ­α φρόντιζε νά τά εὐ­νου­χί­ση καί νά τά ­στεί­λη στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, γιά νά γίνουν εὐ­νοῦ­χοι καί ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοί κον­τά στούς κα­τά και­ρό βα­σι­λεῖς· αὐτό, λέ­ω, βλέ­πον­τας ὁ Ἅ­γι­ος αὐτός, πληγώθηκε ἀ­πό τόν παρό­μοι­ο ἐ­κεί­νου ζῆ­λο. Ὁπότε πα­ρα­κά­λε­σε τόν Κύ­ρι­ο, λέ­γοντας· «Κύ­ρι­ε, ἄ­ν καί ἐ­γώ ὁ δοῦ­λος σου εἶ­μαι ἄ­ξι­ος, χά­ρι­σε καί σ’ ἐ­μέ­να παι­δί­ ἀρ­σε­νι­κό, γιά νά τό ἔ­χω καί ἐ­γώ στή­ριγ­μα καί βα­κτη­ρί­α τοῦ γη­ρα­τειοῦ μου καί γιά νά δο­ξά­σω τό ὄ­νο­μά σου τό Ἅ­γι­ο». Ἀφοῦ λοιπόν ­προ­σευ­χή­θηκε αὐτά, ἔ­φθα­σε καί ἡ ἐτήσια γι­νό­με­νη πα­νή­γυ­ρι στήν Πα­φλα­γο­νί­α. Τότε, ἀφοῦ ἔβαλε στό ἁ­μά­ξι του, ὅ­σα ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­α, πῆγε στό πα­νη­γύ­ρι καί, ἄλ­λα πράγ­μα­τα πουλῶντας ­τα, ἄλ­λα πάλι ἀλ­λάζοντας, β­γῆ­κε ἀ­πό τό πα­νη­γύ­ρι καί πῆγε σέ ἕ­να λι­βά­δι, ὅ­που ὑπῆρχε νε­ρό καί ἐ­κεῖ ἀ­νέ­παυ­σε τά βό­δια του. Βλέ­πον­τας στήν γῆ β­ρί­σκει ἕ­να πουγ­κί πα­λι­ό ­ριγ­μέ­νο, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε μέ­σα χί­λι­α πεν­τα­κό­σι­α φλω­ριά καί παίρ­νον­τάς το, τό ἔ­βα­λε ἔ­τσι κα­θώς ἦ­ταν σφραγισ­μέ­νο ἐ­πά­νω στό ἁ­μά­ξι καί ­πή­γαι­νε στόν δρό­μο του. Ὅταν λοιπόν ἔφθασε στό ­σπί­τι­ του, ἀ­πό­θε­σε τό πουγ­κί σέ μέρος ἀσφαλισμένο, χω­ρίς νά ἐμ­πι­στευ­θῆ νά ­πῆ γι’ αὐ­τό σέ κα­νέ­να καί χω­ρίς νά τό ἀ­νοί­ξη οὔ­τε αὐ­τός ὁ ἴ­διος καί νά ­δῆ τί καί πό­σα ἔ­χει μέ­σα. Γι’ αὐτό, ἄν κανείς ἤ­θε­λε νά ὀ­νο­μά­ση τόν γε­ωρ­γό ἐ­κεῖ­νο Ἄγ­γε­λο καί ἀ­πα­θῆ ἤ κάποιον ἄλ­λον ἀ­πό τούς Ἁ­γί­ους καί ἀπό αὐτούς πού πλη­σι­ά­ζουν τόν Θε­ό, βέ­βαι­α δέν θά ἦταν ἔξω ἀπό τήν ἀ­λή­θει­α.

Ἀφοῦ ­πέ­ρα­σε ὁ­λό­κλη­ρος χρό­νος καί ἔ­φθα­σε πά­λι τό συ­νη­θι­σμέ­νο πα­νη­γύ­ρι, πῆρε πά­λι ὁ γε­ωρ­γός τό ἁ­μά­ξι του φορ­τω­μέ­νο κα­τά τήν συ­νή­θει­α. Παρόμοια, παίρνοντας καί τό πουγ­κί, ἔ­τσι ὅπως ἦταν βουλ­ω­μέ­νο, πῆγε στό πα­νη­γύ­ρι. Μπαί­νον­τας λοιπόν μέ γρη­γο­ρά­δα στό πα­νη­γύ­ρι, πού­λη­σε καί ἄλ­λα­ξε ἐ­κεῖ­να, πού εἶ­χε, κα­τά τήν συ­νή­θει­α καί, παίρ­νον­τας ὅ­σα ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­α καί χρει­ώ­δη γιά τό σπί­τι του, β­γῆ­κε ἔ­ξω ἀ­πό τό πα­νη­γύ­ρι πρίν ἀ­πό ὅ­λους καί, ἀφοῦ κάθισε στό ἴ­διο λι­βά­δι, σκεπτόταν τούς ἀν­θρώ­πους, πού περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ. Τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος, πού ἔ­χα­σε τά φλου­ριά, ἦλ­θε στόν τό­πο ἐ­κεῖ­νο, ὅ­που ξέχασε τό πουγ­κί, καί βλέ­πον­τας τόν γε­ωρ­γό, ἀ­να­στέ­να­ζε μέσα ἀπό τήν καρ­διά του. Ὁ δέ γε­ωρ­γός τοῦ εἶ­πε· «Ποιός εἶ­σαι ἐ­σύ, κύ­ρι­ε, ἀ­δελ­φέ μου; καί τί εἶ­ναι τό αἴ­τι­ο, γιά τό ὁ­ποῖ­ο πο­νεῖς καί ἀ­να­στε­νά­ζεις;». Καί ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τόν πό­νο τῆς καρ­διᾶς του δέν μποροῦσε νά μιλή­ση. Πιέζοντάς τον ὅμως ὁ γε­ωρ­γός, μό­λις καί με­τά βί­ας τόν ἔ­πει­σε νά τοῦ ­πῆ· «Τί ὄ­φε­λος βγαί­νει, ἀ­δελ­φέ μου, ἐ­άν σοῦ ­πῶ τόν πό­νο μου;». Ἀ­πο­κρί­θηκε ὁ γε­ωρ­γός· «Πές, διότι ἴ­σως καί ἐ­γώ νά σέ ὠ­φε­λή­σω, ἔστω καί μέ ἁπλό λό­γο». Τό­τε πά­λι ἀπό τό βάθος, ἀφοῦ ἀναστέναξε ἐ­κεῖ­νος, πού ἔ­χα­σε τά φλο­υριά, λέ­ει στόν γε­ωρ­γό· «Ἐ­γώ, ἀ­δελ­φέ μου, ἔ­γι­να δό­κι­μος καί ἱκανός πραγ­μα­τευ­τής, καί εἶ­χα χί­λι­α φλου­ριά καί ἀφοῦ πῆρα καί χρήματα, ἔ­κανα πραγ­μα­τεί­α μεγάλη. Πέ­ρυ­σι λοιπόν ἦλ­θα στό πα­νη­γύ­ρι, καί ἀφοῦ πούλησα ὅ,­τι πράγ­μα­τα εἶ­χα, ἔ­βα­λα μέ­σα σέ ἕ­να σί­γου­ρο πουγ­κί χί­λι­α πεν­τα­κό­σι­α φλουριά καί, ἀφοῦ ἔδεσα τό πουγ­κί μέ ἀσφάλεια μέ σχοινί με­τα­ξω­τό, β­γῆ­κα ἀ­πό τό πα­νη­γύ­ρι καί, ἀφοῦ ἦλθα στό λι­βά­δι αὐτό, ἐ­δῶ ἔ­χα­σα τό πουγ­κί μέ τά χρήματα. Ἔτσι ἀ­πό τόν πο­λύ πλοῦ­το, πού εἶ­χα, κα­τάν­τη­σα τώ­ρα ὁ δυ­στυ­χής σέ ἔ­σχα­τη πτω­χεί­α. Σύ δέ, ἀ­δελ­φέ μου, πτω­χός ὄντας καί πα­λιόρουχα φο­ρῶντας, σέ τί μπορεῖς σ’ αὐτό νά μέ βο­η­θή­σης;».

Τό­τε ὁ γε­ωρ­γός, ἀ­φοῦ σκέ­φθη­κε ἀ­πό τά λό­γιά του, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χα­σε τό χρυ­σό, πῆ­ρε τό πουγ­κί ἀ­πό τό ἁ­μά­ξι, καί τό ἔ­δει­ξε σ’ ἐ­κεῖ­νον, λέ­γον­τας· «Αὐ­τό εἶ­ναι τό πουγ­κί, πού ἔ­χα­σες;­», Ὁ πραγ­μα­τευ­τής βλέ­πον­τας ξαφ­νι­κά τό πουγ­κί, καί μά­λι­στα νά πα­ρα­δί­νε­ται ἀ­πό ἕ­ναν τέ­τοι­ον φτω­χό ἄν­θρω­πο, ἀ­πό τήν πολ­λή του χα­ρά, ἔ­πε­σε κά­τω καί ἔ­μει­νε σάν νε­κρός.  Ὁ γε­ωρ­γός, παίρ­νον­τας νε­ρό ἀ­πό τήν ἐ­κεῖ βρύ­σι, ἔ­χυ­σε στό πρό­σω­πό του καί με­τά ἀ­πό λί­γο, ἀ­φοῦ τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τό χέ­ρι, τόν σή­κω­σε ἐ­πά­νω καί τοῦ λέ­ει· «Πές, ἀ­δελ­φέ, ἀ­λη­θι­νά τό πουγ­κί αὐ­τό εἶ­ναι δι­κό σου». Ὁ πραγ­μα­τευ­τής τό­τε δά­κρυ­α ἔ­χον­τας στούς ὀ­φθαλ­μούς, ἔ­πε­σε στά πό­δια τοῦ γε­ωρ­γοῦ, λέ­γον­τας· «Ναί, Ἄγ­γε­λε τοῦ Θε­οῦ, δι­κό μου εἶ­ναι καί ὄ­χι κά­ποι­ου ἄλ­λου. Βλέ­πω ὅ­μως ὅ­τι δέν τό ἄ­νοι­ξες, ἀλ­λά ὅ­πως τό εἶ­χα ἐ­γώ βουλ­λω­μέ­νο, ἔ­τσι τό φύ­λα­ξες». Καί ὁ γε­ωρ­γός τοῦ λέ­ει· «Ἄ­νοι­ξέ το μπρο­στά μου, κύ­ρι­έ μου, καί ἐ­άν ἔ­χη τό­σα φλου­ριά, ὅ­σα λές, πι­στεύ­ω ἀ­ναμ­φί­βο­λα, ὅ­τι εἶ­ναι δι­κό σου». Τό­τε, ἀ­φοῦ κά­θι­σαν καί οἱ δύ­ο, τό ἄ­νοι­ξαν καί, ἀ­φοῦ μέ­τρη­σαν τά χρή­μα­τα, τά βρῆ­καν αὐ­τά σω­στά χί­λια πεν­τα­κό­σια φλου­ριά. Πο­λύ λοι­πόν βί­α­σε ὁ πραγ­μα­τευ­τής τόν γε­ωρ­γό, νά πά­ρη ἀ­πό αὐ­τά, τά πεν­τα­κό­σια φλου­ριά, ἀλ­λά 

δέν μπό­ρε­σε νά τόν κα­τα­πεί­ση. Στήν συ­νέ­χεια καί μέ ὅρ­κους ἀ­κό­μη φρι­κτούς τόν ὥρ­κι­σε ὁ πραγ­μα­τευ­τής, του­λά­χι­στον κά­τι τι νά πά­ρη, ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ὁ εὐ­λο­γη­μέ­νος δέν πῆ­ρε οὔ­τε ὀ­βο­λό.

Ση­κώ­θη­καν λοι­πόν καί οἱ δύ­ο ἀ­πό ἐ­κεῖ καί, ἀ­φοῦ εὐ­χα­ρί­στη­σαν τόν Θε­ό καί ἀ­πο­χαι­ρέ­τι­σε ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, πῆ­γαν ὁ κα­θέ­νας στόν οἶ­κο του μέ χα­ρά καί ἀ­γαλ­λί­α­σι. Τήν νύ­κτα λοι­πόν ἐ­κεί­νη, ἀ­φοῦ ἔ­πε­σε ὁ γε­ωρ­γός στήν μι­κρή του κλί­νη, ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε καί, νά, τοῦ ἐμ­φα­νί­σθη­κε ἕ­νας Ἄγ­γε­λος λαμ­προ­φα­νής καί τοῦ λέ­ει· «Ἐ­πει­δή ἐ­σύ ἔ­τσι ἔ­κα­νες, γι’ αὐ­τό, νά, ὁ Θε­ός σοῦ χά­ρι­σε ἀ­γό­ρι καί θά κά­νης σ’ αὐ­τό ἐ­κεῖ­νο, πού θέ­λεις. Αὐ­τό, ἀ­φοῦ ἀ­πο­γα­λα­κτι­σθῆ καί μπῆ μέ­σα στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, θά δο­ξα­σθῆ στήν γῆ καί θά γε­μί­ση ὅ­λο τό γέ­νος σου ἀ­πό κά­θε ἀ­γα­θό».

Ἀ­φοῦ λοι­πόν ξύ­πνη­σε ὁ γε­ωρ­γός, δό­ξα­σε τόν Θε­ό. Δέν πέ­ρα­σε και­ρός πο­λύς ἐν τῷ με­τα­ξύ καί γέν­νη­σε ἡ γυ­ναί­κα τοῦ γε­ωρ­γοῦ ἀ­γό­ρι. Καί τό­τε πά­λι τοῦ ἐμ­φα­νί­σθη­κε Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου καί τοῦ λέ­ει· «Κων­σταν­τῖ­νος θά ὀ­νο­μα­σθῆ τό παι­δί σου». Ἀ­φοῦ λοι­πόν ἔ­τσι ὠ­νο­μά­σθη­κε τό παι­δί στό Ἅ­γιο Βά­πτι­σμα καί ἀ­πο­γα­λα­κτί­σθη­κε καί, ἀ­φοῦ ἔ­μα­θε λί­γα ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα, τό­τε πῆ­γε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι.

 Τό πῆ­ρε λοι­πόν ἡ βα­σί­λισ­σα καί τό οἰ­κει­ο­ποί­η­σε στόν βα­σι­λιά Λέ­ον­τα τόν Σο­φό, τόν υἱ­ό τοῦ Βα­σι­λεί­ου τοῦ Μα­κε­δό­να. Αὐ­τός τό­σο πο­λύ δό­ξα­σε καί ὕ­ψω­σε τό παι­δί, ὥ­στε τό ἀ­νέ­δει­ξε καί πα­τρί­κιο καί πα­ρα­κοι­μώ­με­νο. Ἔ­τσι ἀ­πό αὐ­τό γέ­μι­σαν ἀ­πό κά­θε ἀ­γα­θό οἱ γο­νεῖς του καί ὅ­λο τό γέ­νος του[1].



[1]   Αὐ­τόν τόν εὐ­λο­γη­μέ­νο καί χα­ρι­τω­μέ­νο Μέ­τριο πρέ­πει νά μι­μοῦν­ται καί οἱ τω­ρι­νοί Χρι­στια­νοί, γιά νά ἐ­πι­τύ­χουν καί τήν ἴ­δια εὐ­τυ­χί­α μέ αὐ­τόν. Ἔ­τσι, ὅ­ταν βρί­σκουν κα­νέ­να πρᾶγ­μα χα­μέ­νο, ἄς μή τό κα­τα­κρα­τοῦν, δι­ό­τι ὡς κλο­πή λο­γί­ζε­ται, καί μά­λι­στα ὅ­ταν γνω­ρί­ζουν, τί­νος εἶ­ναι τό πρᾶγ­μα ἐ­κεῖ­νο. Ἀλ­λά ἄς τό ἀ­να­κοι­νώ­νουν καί, ὅ­ταν βρε­θῆ ἐ­κεῖ­νος πού τό ἔ­χει, ἄς τό δί­νουν χω­ρίς νά ζη­τοῦν ἀ­μοι­βή. Δι­ό­τι ἔ­τσι πρέ­πει νά κά­μνουν οἱ Χρι­στια­νοί, σύμ­φω­να μέ τόν ι­α΄ Κα­νό­να τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Νε­ο­και­σα­ρεί­ας, πού λέ­ει· «Ἐ­κεῖ­νοι πού ἐκ­πλη­ρώ­νουν τήν ἐν­το­λή, πρέ­πει νά τήν ἐκ­πλη­ρώ­νουν χω­ρίς ὁ­ποι­α­δή­πο­τε αἰ­σχρο­κέρ­δεια, οὔ­τε μέ μή­νυ­τρα ἤ σῶ­στρα ἤ εὕ­ρητρα ἤ μέ ὁ­ποι­ο­δή­π­ο­τε ὄ­νο­μα τά ὀ­νο­μά­ζουν αὐ­τά, ἀ­παι­τῶν­τας».



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης