Αὐτή καταγόταν ἀπό τά Μάγδαλα, τά ὁποῖα βρίσκονται στά σύνορα τῆς Συρίας. Ἀφοῦ προσῆλθε στόν Χριστό, τόν ἀκολούθησε καί, ἐπειδή ἐνωχλεῖτο ἀπό ἑπτά δαιμόνια, ἐλευθερώθηκε ἀπό αὐτό βέβαια πάλι μέ τήν χάρι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή λοιπόν ἀκολουθῶντας τόν Χριστό καί ὑπηρετῶντας τον μέχρι τό πάθος καί τόν Σταυρό, ἔγινε καί Μυροφόρος καί εὐαγγελίστρια καί πρώτη αὐτή ἀπό τίς ἄλλες Μυροφόρες εἶδε τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τήν ἄλλη Μαρία, δηλαδή τήν Κυρία Θεοτόκο, ὅταν «ὀψέ τοῦ Σαββάτου», δηλαδή μετά τό Σάββατο, εἶδε τόν Ἄγγελο, ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Ὅταν πῆγε πρωί στό μνῆμα, τότε εἶδε δύο Ἀγγέλους νά κάθωνται στά λευκά. Καί πάλι εἶδε τόν Χριστό, τόν ὁποῖο νομίζοντας, ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός καί θέλοντας νά πιάση τά πόδια του, ἄκουσε ἀπό αὐτόν· «Μή μου ἅπτου», ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης[1].
Αὐτή ἡ Μυροφόρος μετά τήν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου, πῆγε στήν Ἔφεσο καί βρῆκε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο. Καί ἐκεῖ, ἀφοῦ κοιμήθηκε ὁσιακά, ἐνταφιάσθηκε κοντά στήν πόρτα τοῦ σπηλαίου, μέσα στό ὁποῖο κοιμήθηκαν ἀργότερα οἱ ἑπτά Παῖδες οἱ ἐν Ἐφέσῳ. Ἀφοῦ πέρασαν χρόνια πολλά, τότε στά χρόνια τοῦ ἀοίδιμου βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ, κατά τό ἔτος 890, μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολι τό ἅγιό της λείψανο καί ἀποθησαυρίσθηκε στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, τό ὁποῖο ἔκτισε ὁ ἴδιος βασιλιάς, στό ὁποῖο τελεῖται καί ἡ Σύναξι καί ἑορτή της καί στήν τοποθεσία τοῦ Κουράτορα, πού εἶναι κοντά στόν Ταῦρο.
(Βλέπε καί στήν 4η Μαΐου, πού ἰδιαίτερα τελεῖται ἡ ἀνάμνησι τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου αὐτῆς τῆς Ἁγίας Μαγδαληνῆς καί τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Λαζάρου).
Ὁ ἑλληνικός της Βίος σώζεται στήν Μεγίστη Λαύρα, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι· «Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ».
[1] Πρώτη βέβαια ἡ Μαγδαληνή ἀπό τίς ἄλλες Μυροφόρες γυναῖκες εἶδε τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως καί πρίν ἀπό τήν Θεοτόκο. Διότι αὐτή εἶδε πρώτη τόν Χριστό ἀναστημένο, ὅπως λέει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος καί ὁ Κάλλιστος στό Συναξάρι τῆς Λαμπρῆς. Διότι γι’ αὐτήν καί ὁ τάφος ἀνοίχθηκε, ὅπως καί ὅλα τά Οὐράνια καί ἐπίγεια γι’ αὐτήν ἀνοίχθηκαν. Ἐκεῖνο δέ πού γράφει ὁ Γεώργιος ὁ Κεδρηνός γιά τήν Μαγδαληνή Μαρία, ὅτι πῆγε στήν Ρώμη καί κατηγόρησε τόν Πιλᾶτο στόν Τιβέριο καί ὅτι ὁ Τιβέριος ἔβαλε τόν Πιλᾶτο μέσα σέ μία βύρσα, δηλαδή τομάρι νεόγδαρτο, μαζί μέ μία ὀχιά καί μία μαϊμοῦ καί ἕνα πετεινό· αὐτό λέω τό διήγημα δέν τό παραδέχονται μερικοί ὡς ἀληθινό, διότι ὁ Ζωναρᾶς στά Χρονικά, βιβλ. στ΄, λέει, ὅτι ὁ Πιλᾶτος, ὅταν προσκλήθηκε ἀπό τόν Τιβέριο καί ἔφθασε στήν Ρώμη, δέν βρῆκε ζωντανό τόν Τιβέριο. Ἀλλά διάδοχο τῆς βασιλείας ἐκείνου βρῆκε τόν Καλλιγούλα, ἀπό τόν ὁποῖο ἐξωρίσθηκε στήν Βίαινα τῆς Γαλλίας, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἄδων στά Χρονικά, Ἡλικία ζ΄. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπελπίσθηκε ὁ Πιλᾶτος, μόνος του θανατώθηκε, κατά τό ἔτος ἀπό Χριστοῦ 51, ὅπως λέει ὁ Εὐσέβιος στό β΄ βιβλίο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, κεφ. ζ΄ καί στό Χρονικό. (Βλέπε σελ. 130 τῆς Ἑκατονταετηρίδας).