Αὐτή ἡ Ἁγία ἦταν στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου, κατά τό ἔτος 140, καταγόμενη ἀπό ἕνα χωριό τῆς παλαιᾶς Ρώμης, θυγατέρα ὄντας γονέων Χριστιανῶν, πού ἐλέγοντο Ἀγάθων καί Πολιτεία, οἱ ὁποῖοι διαφυλάττοντας μέ ἐπιμέλεια τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, ἦταν ἄτεκνοι, γι’ αὐτό καί ἀδιάλειπτα παρακαλοῦσαν τόν Κύριο, νά τούς δώση τέκνο.
Ὁ Θεός, ὅμως, ὁ ὁποῖος ἐκπληρώνει τό θέλημα ἐκείνων πού τόν σέβονται, τούς χάρισε θυγατέρα, τήν ὁποία ὠνόμασαν στό Ἅγιο Βάπτισμα Παρασκευή, ἐπειδή γεννήθηκε κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας Παρασκευή. Αὐτή λοιπόν, ἀφοῦ ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό της στόν Θεό ἀπό τίς μητρικές ἀγκάλες, διδασκόταν ἀπό τήν μητέρα της καί νουθετεῖτο. Καί ἀφοῦ ἔμαθε ἡ Ἁγία τά ἱερά γράμματα, πάντοτε μελετοῦσε τίς θεῖες Γραφές καί μένοντας στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἀσχολεῖτο μέ τήν ἁγία προσευχή. Ὅταν ὅμως πέθαναν οἱ γονεῖς της, μοίρασε ὅλα τά ὑπάρχοντά της στούς πτωχούς καί ἡ ἴδια, ἀφοῦ ἔγινε μοναχή καί ντύθηκε τό σχῆμα τῶν Μοναζουσῶν, βγῆκε στόν κόσμο, κηρύττοντας τό ὄνομα Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μας. Ἔτσι καί πολλούς Ἕλληνες ἔφερε στήν θεογνωσία. Μερικοί Ἑβραῖοι ὅμως τήν διέβαλαν στόν τότε αὐτοκράτορα Ἀντωνῖνο, λέγοντας, ὅτι μία γυναῖκα, Παρασκευή λεγόμενη, κηρύττει τόν Ἰησοῦ, τόν Υἱό τῆς Μαρίας, τόν ὁποῖο σταύρωσαν οἱ προπάτορές μας.
Μόλις ἄκουσε αὐτά ὁ βασιλιάς, πρόσταξε νά φέρουν τήν Ἁγία μπροστά του. Βλέποντάς την ὅμως, ἔμεινε ἔκθαμβος καί ἐκστατικός γιά τήν σύνεσι καί τήν ὀμορφιά της. Ὁπότε τῆς λέει· «Ἐάν πεισθῆς στά λόγιά μου, κόρη, καί θυσιάσης στούς θεούς, θά γίνης κληρονόμος πολλῶν χαρισμάτων καί ἀγαθῶν. Ἐάν ὅμως δέν πεισθῆς, νά γνωρίζης, ὅτι θά σέ παραδώσω σέ πολλά βάσανα». Τότε ἡ Ἁγία μέ ἀνδρειωμένο λογισμό, ἀποκρίθηκε πρός τόν βασιλιά· «Ποτέ μή μοῦ συμβῆ νά ἀρνηθῶ τό ὄνομα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μου! «Θεοί πού δέν δημιούργησαν τόν οὐρανό καί τήν γῆ, ἄς ἐξαφανισθοῦν ἀπό τήν γῆ», ὅπως λέει ὁ Προφήτης Ἱερεμίας (Ἱερεμ. 10, 11). Ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ ἄναψε ἀπό τόν θυμό, πρόσταξε νά πυρακτώσουν μία περικεφαλαία, δηλαδή μπαρπούτα σιδερένια, καί νά τήν βάλουν στήν κεφαλή τῆς Ἁγίας. Ὅταν ἔγινε αὐτό, διαφυλάχθηκε ἡ Ἁγία ἀβλαβής μέ θεϊκή δροσιά. Ὁπότε ἀπό τό θαῦμα αὐτό, πίστεψαν ἐκείνη τήν ὥρα πολλοί Ἕλληνες στόν Χριστό. Στήν συνέχεια πρόσταξε ὁ βασιλιάς καί ἔκαψαν δυνατά ἕνα καζάνι, γεμᾶτο ἀπό λάδι καί πίσσα καί μέσα σ’ αὐτό ἔβαλαν τήν Ἁγία. Μένοντας ὅμως ἡ Μάρτυρας στό μέσο του καζανιοῦ, φαινόταν ὅτι δροσίζεται. Ὁπότε βλέποντάς την ὁ βασιλιάς, εἶπε· «Ράντισέ με ἀπό τό λάδι καί τήν πίσσα, Παρασκευή, γιά νά γνωρίσω, ἄν ἡ πίσσα καί τό λάδι καῖνε». Ἡ Ἁγία, ἀφοῦ γέμισε τά χέρια της, ἔρριξε στό πρόσωπο τοῦ βασιλιᾶ καί ἀμέσως τυφλώθηκαν οἱ ὀφθαλμοί του. Τότε φώναζε μέ μεγάλη φωνή λέγοντας· «Ἐλέησέ με δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί θά πιστέψω στόν Θεό πού κηρύττεις». Ἀμέσως λοιπόν ἔλαβε τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του, ὁπότε πίστεψε στόν Χριστό ὁ ἴδιος καί ὅλοι οἱ δορυφόροι του, δηλαδή οἱ σωματοφύλακές του καί ἔλαβαν τό Ἅγιο Βάπτισμα στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ Ἁγία βγαίνοντας ἀπό ἐκεῖ, πῆγε σέ ἄλλες πόλεις καί χωριά κηρύττοντας τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Πηγαίνοντας λοιπόν σέ ἄλλη πόλι, στήν ὁποία βασίλευε ἕνας ἄνθρωπος, Ἀσκληπιός λεγόμενος, ὡδηγήθηκε μπροστά του καί, ἀφοῦ ἐπικαλέσθηκε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί σφράγισε τόν ἑαυτό της μέ τό σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὡμολόγησε τόν ἑαυτό της Χριστιανή καί κήρυξε τόν Χριστό Θεό τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ὅταν ἄκουσε αὐτά ὁ βασιλιάς, ταράχθηκε καί τήν ἔστειλε σέ ἕναν δράκοντα φοβερώτατο, πού ἔμενε ἔξω ἀπό τήν πόλι, στόν ὁποῖο συνήθιζαν καί ἔρριχναν τούς καταδικασμένους σέ θάνατο καί τούς ἔτρωγε. Ὅταν λοιπόν ἡ Ἁγία πῆγε στόν τόπο ἐκεῖνο, βλέποντάς την ὁ δράκοντας, σφύριζε δυνατά καί, ἀφοῦ ἄνοιξε τό στόμα του, ἔβγαλε καπνό πολύ. Ἡ Ἁγία τότε, ἀφοῦ πλησίασε κοντά στόν δράκοντα, εἶπε· «Ἔφθασε, ὦ θηρίο, ἐναντίον σου ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ». Καί κατόπιν, ἀφοῦ φύσηξε τόν δράκοντα, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Τότε ὁ δράκοντας, ἀφοῦ σφύριξε δυνατά, σχίσθηκε στά δύο καί ἐξαφανίσθηκε. Βλέποντας ὅμως ὁ βασιλιάς καί οἱ συνοδοί του τό θαῦμα αὐτό, πίστεψαν ὅλοι στόν Χριστό.
Ἡ Ἁγία ἀναχωρῶντας ἀπό ἐκεῖ, πῆγε σέ ἄλλη πόλι στήν ὁποία βασίλευε ἄλλος βασιλιάς, Ταράσιος ὀνόματι. Αὐτός, ὅταν ἔμαθε γιά τήν Ἁγία, τήν παρουσίασε στό δικαστήριο. Ἀφοῦ ρωτήθηκε λοιπόν ἀπό αὐτόν ἡ Ἁγία, ὡμολόγησε τόν ἑαυτό της Χριστιανή καί τόν Χριστό Θεό ἀληθινό ἀνακήρυξε. Ὁπότε τοποθετήθηκε μέσα σέ ἕνα καζάνι, τό ὁποῖο ἦταν γεμᾶτο ἀπό λάδι καί πίσσα καί μολύβι καί ἀπό κάτω ἄναβε φωτιά. Παρουσιάσθηκε ὅμως Ἄγγελος Κυρίου καί ψύχρανε τό καζάνι καί τά εἴδη πού ἦταν μέσα του. Ἔτσι παρέμεινε ἀπό αὐτά ἀβλαβής ἡ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς. Καί ἄλλα ἀκόμη βάσανα τῆς ἔκανε ὁ ἀπάνθρωπος τύραννος, ἀλλά δέν μπόρεσε νά μετακινήση τήν σταθερή πίστι της. Ὁπότε στό τέλος ἀπέκοψε τήν τιμία της κεφαλή καί ἔτσι πέταξε ἡ ψυχή τῆς μακάριας νικηφόρα στίς αἰώνιες μονές.