Μετά ἀπό περίπου 120 ἔτη ἀπό τήν ἀναχώρησι τοῦ Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ ἀπό τήν σκήτη τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ, διάδοχος τῶν ἔργων του ὑπῆρξε ὁ συμπατριώτης καί ὁμόφρονάς του ὅσιος Γαβριήλ. Γεννήθηκε στήν ἐπαρχία τοῦ Κιέβου στίς 8 Ἰανουαρίου τοῦ 1849. Μόλις δώδεκα ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός. Εἰκοσάχρονος προσῆλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί τό 1869 ἐκάρη μοναχός στήν Παντοκρατορινή σκήτη τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ. Τό 1876 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί τό 1887 κατεστάθη Δικαῖος τῆς κοινοβιακῆς σκήτης. Κατά τά ἔτη 1894 ἕως 1898 ἔκτισε νέα μεγάλη πτέρυγα καί κατασκεύασε νέο ὑδρευτικό σύστημα γιά τήν ἀγαπητή του σκήτη. Ἔμεινε γνωστός ὡς νέος κτήτορας καί ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας ἀπό τούς ὁσιώτερους Δικαίους. Ὁ ἴδιος ἔθεσε τά θεμέλια τοῦ νέου μεγάλου Κυριακοῦ ναοῦ. Πρός τοῦτο μετέβη στήν Ρωσία πρός συλλογή ἐλεημοσυνῶν. Σέ μία περιοδεία του ἀσθένησε σοβαρά καί ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ στό μετόχι τῆς σκήτης στήν Ὀδησσό, στίς 19 Ὀκτωβρίου τοῦ 1901. Κατέλιπε φήμη ὁσίου ἀνδρός.
Στίς 22 Ἰουλίου τοῦ 1994 ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν τιμίων λειψάνων του, τά ὁποῖα βρέθηκαν ἄφθαρτα. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἴδιου ἔτους ἡ Σύνοδος τῆς Κανονικῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας τόν κατέταξε στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 22 Ἰουλίου.